Ξένη λογοτεχνία
Διωγμένη από την αυλή της βασίλισσας Ελεονόρας της Ακουιτανίας, η νεαρή Μαρία, νόθο μέλος του β-σιλικού οίκου, εξορίζεται από την πατρίδα της και φτάνει, την άνοιξη του 1158, σ’ ένα μικρό και άσημ οαγγλικό αβαείο, όπου οι καλόγριες υποφέρουν από την ανέχεια, την πείνα και τις αρρώστιες. Αντιμέτωπη με τους περιορισμούς και τις στερήσεις της μοναστικής ζωής, η εξόριστη κοπέλα θα εκλεγεί ηγουμένη του αβαείου και θα αναλάβει να χαράξει μια καινούργια, τολμηρή πορεία για τις γυ- ναίκες που βρίσκονται υπό την καθοδήγησή της. Αφοσιωμένη στα δικά της πιστεύω, αλλά και στην αγάπη για τα κείμενα και τις λέξεις, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από τη βία των ανδρών, τη διαφθορά και τις προκαταλήψεις, η Μαρία αντιστέκεται και γίνεται το σύμβολο της γυναικείας αλληλεγγύης και χειραφέτησης.
Η Μαρία της Γαλλίας, η ηρωίδα του Matrix, είναι η πρώτη γνωστή Γαλλίδα ποιήτρια. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτήν, αν και έχουν διασωθεί αρκετά γραπτά της. Η Λώρεν Γκροφ ξεπερνά με αξιο- θαύμαστα ευφάνταστο και πειστικό τρόπο το κενό που δημιουργεί η σχεδόν παντελής έλλειψη βιογραφικών πληροφοριών για την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της, και πετυχαίνει να δημιουργήσει το ολοζώντανο και συναρπαστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, το γήινο και το υπερκόσμιο, την ιστορία και την ουτοπία, αναδεικνύοντας τη δύναμη της γυναικείας δημιουργικότητας και φιλοδοξίας μέσα από μια σαγηνευτική αφήγηση που, παρότι εκτυλίσσεται αιώνες πριν, είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Ξένη λογοτεχνία
Kρυμμένη στην απόκρημνη κι απόμακρη οροσειρά των Γκιλιερίες όπου ελλοχεύουν κυνηγοί λύκων, ληστές, μάγισσες, χαμένοι οδηγοί ράλι, αντάρτες, θηρία και δαίμονες, η φάρμα Κλαβέλ στέκεται έξω απ’ τον χρόνο. Πάνω απ’ όλα βέβαια, είναι ένα σπίτι που κατοικείται από γυναίκες, τα φαντάσματα και τις αναμνήσεις τους. Ζοάνα, Μπερναδέτα, Μαργαρίδα, Μπλάνκα, Ελιζαμπέτ, Άνζελα, Ντόλσα: γυναίκες με μισή καρδιά, γυναίκες μάντισσες, γυναίκες χωρίς γλώσσα και μιλιά, γυναίκες που κάνουν συμφωνίες με τον διάβολο για έναν απόγονο, γυναίκες που δεν νιώθουν πόνο. Αυτές οι γυναίκες, και όχι μόνο, σήμερα ετοιμάζουν ένα πάρτι…
Ένα γλωσσικά χειμαρρώδες έργο γεμάτο χιούμορ και τόλμη, που διερευνά τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ φωτός και σκοταδιού, ζωής και θανάτου, λήθης και μνήμης, πραγματικότητας και μυθοπλασίας, από τη βραβευμένη συγγραφέα τού Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει.
Ιστορία
Με τη Στάχτη στο Στόμα η Μπρέντα Ναβάρο εξακολουθεί ν’ ανοίγει νέους δρόμους, με ένα μυθιστόρημα πολιτικό και ποιητικό, μια αφήγηση φεμινιστική και αντιαποικιακή που διεκδικεί τις μεξικάνικες ρίζες της και ξέρει να διαβάζει το δράμα ενός βίαιου κόσμου, να το καταγγέλλει και να προτείνει, ελλείψει άλλων λύσεων, την ομορφιά ως μια επικράτεια ίασης. Συγχρόνως ένα βιβλίο σκληρό, μια ιστορία για τους νικημένους, που ποτέ δεν είναι ωραία, με το ζεύγος των πρωταγωνιστών να υποκύπτει εντέλει στην υπαρξιακή τρύπα που απ’ την αρχή της ζωής τους τους καταδιώκει. Δυο αδέρφια, ξεφτίδια μιας οικογένειας που ποτέ δεν υπήρξε στ’ αλήθεια. Αυτό που βλέπουμε είναι τα ανολοκλήρωτα τσιμέντα ή τα γκρεμίσματα, ακούμε την ηχώ των πραγμάτων που σπάνε. Χώρος για το μέλλον δεν υπάρχει, τα πράγματα δεν πρόκειται να φτιάξουν, τα προβλήματα ποτέ δεν τελειώνουν.
Ο ξεριζωμός της οικογένειας είναι το πανί και η Ναβάρο ράβει πάνω του χαρακτήρες, ιστορίες, ίντριγκες, με την περιθωριοποίηση να τυλίγει τόσο τους «γκρίνγκος» που φυτοζωούν στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, όσο και τις Λατινοαμερικάνες που καθαρίζουν σπίτια και φροντίζουν γριές και παιδιά. Όλοι τους είναι κομμάτι του ίδιου μοτίβου, όλοι τους ανήκουν στους nadies αυτού του κόσμου που μάταια προσπαθούν να ονειρευτούν. Που αντιμετωπίζουν την περιθωριοποίηση, την ανισότητα, την υποτίμηση και εντέλει την εγκατάλειψη σε μια κοινωνία όπου δεν χτίζεις δεσμούς, πόσο μάλλον μια νέα ζωή. Κι εκεί βρίσκεται η αφηγηματική μαεστρία της Ναβάρο, στην ικανότητά της να πλάθει χαρακτήρες που θα πουν ψέματα και θα πληγώσουν τους άλλους προκειμένου να επιβιώσουν, με τη ρευστή και παλλόμενη πρόζα της να δίνει λογοτεχνική ένταση στα συγκεχυμένα και θαμπά γεγονότα, με γλώσσα γήινη και ποιητική, που μεταφράζει τη σωματικότητα, την όρεξη για ζωή, το ίδιο το βιολογικό παρόν. Η Στάχτη στο Στόμα μας προσφέρει την μπερδεμένη εξομολόγηση μιας γυναίκας που με τον πιο καθημερινό τόνο αφηγείται την κάθοδό της σε μια εφιαλτική συναισθηματική Κόλαση και την ίδια στιγμή είναι ένα χαστούκι της πραγματικότητας απολύτως αναγκαίο, αλλά και υπερβολικά σκληρό.
Σύμφωνα με την επιτροπή που απένειμε στη συγγραφέα το Βραβείο Cálamo για το μυθιστόρημα: «Η αιχμηρή και αβίαστη γραφή καθυποτάσσει με μαεστρία τον χρόνο της αφήγησης για να μας παρασύρει χωρίς επιστροφή. Σπουδαίο και αναγκαίο μυθιστόρημα. Σίγουρα θα έρθουν και άλλα: έχουμε μια φωνή. Απ’ αυτές που δεν αφθονούν»
Ξένη λογοτεχνία
Τρεις γυναίκες, τρεις ιστορίες, τρία αλληλένδετα πεπρωμένα. Τούτο το πολυφωνικό μυθιστόρημα ανατέμνει τη μοίρα της νεαρής Ραμλά, η οποία αποκόπτεται βίαια από τον έρωτά της για να παντρευτεί τον σύζυγο της Σαφιρά, ενώ η αδερφή της Ιντού υποχρεώνεται να παντρευτεί τον ξάδερφό της. Υπομονή! Αυτή είναι η μία και μοναδική συμβουλή που τους δίνει ο περίγυρός τους, αφού είναι αδιανόητο να αντιτίθεσαι στη βούληση του Αλλάχ. Όπως λέει η παροιμία της φυλής Πελ: “Στο τέρμα της υπομονής, σε περιμένει ο παράδεισος”. Μόνο που ο παράδεισος μετατρέπεται μερικές φορές σε κόλαση. Πώς οι τρεις ανυπάκουες γυναίκες θα καταφέρουν να ελευθερωθούν; Αναγκαστικός γάμος, συζυγικός βιασμός, συναινετικότητα και πολυγαμία: το παρόν μυθιστόρημα της Τζαϊλί Αμαντού Αμάλ σπάει τα ταμπού αποκαλύπτοντας τη θέση της γυναίκας στη λωρίδα του Σαχέλ και παραδίδοντάς μας μια ανατρεπτική αφήγηση για το οικουμενικό ζήτημα της βίας κατά των γυναικών.
Ξένη λογοτεχνία
Το Πέρασμα της Νέλα Λάρσεν συγκαταλέγεται στα μείζονα και επιδραστικότερα έργα της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ένα μικρό αλλά πολύτιμο διαμάντι του αμερικανικού μοντερνισμού που κατέχει περίοπτη θέση στην παράδοση της Αναγέννησης του Χάρλεμ και τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζει πολλές επανεκδόσεις σε ολοένα και περισσότερες γλώσσες.
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία δύο μαύρων γυναικών που το χρώμα του δέρματος τους επιτρέπει να «περάσουν» για λευκές. Η Αϊρίν Ρέντφιλντ, η οποία ζει μια σχετικά ήρεμη και περιχαρακωμένη ζωή με τον έγχρωμο γιατρό σύζυγο και τα δύο παιδιά της στο πολύχρωμο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, συναντά τυχαία στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου την ριψοκίνδυνη και εκκεντρική Κλερ Κέντρι, την παιδική της φίλη που έχει να δει πάνω από δέκα χρόνια. Η Αϊρίν συνειδητοποιεί ότι η Κλερ έχει απαρνηθεί τις ρίζες της και ζει πλέον σαν λευκή, έχοντας παντρευτεί έναν πλούσιο ρατσιστή λευκό άντρα που μισεί τους έγχρωμους ανθρώπους και αγνοεί την πραγματική της ταυτότητα. Η επανασύνδεση θα δημιουργήσει μια αλλόκοτη ζεύξη ανάμεσα στις δύο φίλες. Οι διαφορετικές ζωές και οι αποκλίνουσες αντιλήψεις διασταυρώνονται και διαπλέκονται ασκώντας η μία στην άλλη μια παράξενη έλξη και μια μυστηριώδη γοητεία. Η συνάντηση, όμως, θα αποδειχθεί μοιραία και θα τις σφραγίζει ανεξίτηλα.
Πολλοί μελετητές του έργου της Λάρσεν θεωρούν ότι ο τίτλος παραπέμπει στην «τραγική μουλάτα», τον στερεοτυπικό χαρακτήρα της μαύρης λογοτεχνίας που ενσάρκωνε τις απόπειρες των ανοιχτόχρωμων μαύρων γυναικών για φυλετική μετάβαση, δηλαδή να «περάσουν» για λευκές και έτσι να αποφύγουν τον ρατσισμό και να ελπίσουν στην κοινωνική ανέλιξη. Διάσημο πλέον για τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να αποτυπώσει τις ψυχολογικές μεταστροφές και τις εσωτερικές συγκρούσεις των δύο ηρωίδων αλλά και για το ανατρεπτικό του τέλος, το Πέρασμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, μια κριτική εξερεύνηση πάνω στις ταυτότητες της φυλής, του φύλου, της τάξης και της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Ξένη λογοτεχνία
Το όµορφο παιδικό πρόσωπο της Τζοβάννα έχει αλλοιωθεί, σιγά σιγά µεταµορφώνεται σε µια άσχηµη, επιθετική έφηβη. Άραγε έτσι έχουν στ’ αλήθεια τα πράγµατα; Και σε ποιον καθρέφτη πρέπει να κοιταχτεί για να ξαναβρεί τον εαυτό της και να σωθεί; Μετά την ευτυχισµένη όψη των παιδικών της χρόνων, η Τζοβάννα αναζητά ένα νέο πρόσωπο, ακροβατώντας ανάµεσα σε δύο γειτονιές της Νάπολης στις οποίες κυλά το ίδιο αίµα, δυο γειτονιές που φοβούνται και απεχθάνονται η µία την άλλη: τη Νάπολη ψηλά στον λόφο, που φορά το εκλεπτυσµένο της προσωπείο, και τη Νάπολη χαµηλά, που παριστάνει την αχαλίνωτη, την αγοραία. Η Τζοβάννα παραπαίει από τα ψηλά στα χαµηλά, άλλοτε πέφτοντας µε ορµή κι άλλοτε σκαρφαλώνοντας σιγά σιγά, σαστισµένη µπροστά στο γεγονός πως, είτε πάνω είτε κάτω, η Νάπολη µοιάζει µια πόλη δίχως απαντήσεις, δίχως διαφυγή.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Τομ Ρίπλεϋ τα ήθελε όλα: τα χρήματα, την επιτυχία, την καλή ζωή. Ήταν έτοιμος ακόμα και να σκοτώσει για να τα αποκτήσει όλα αυτά. Όταν ένας πλούσιος Αμερικανός του ζήτα να φέρει πίσω τον γιο του, ο όποιος έχει εγκατασταθεί στην Ιταλία, θα καταστρώσει ένα διαβολικό σχέδιο: να πάρει τη θέση του άσωτου υιού και να ζήσει με την ταυτότητα εκείνου μια ζωή ονειρεμένη…
Τίποτα απλούστερο για τον Τομ. Χάρη στο ταλέντο του στην πλαστογραφία εξαπατά τις αρχές. Και σε ό,τι αφορά το φόνο, ένα απλό «δυστύχημα» θα του επιτρέψει να αλλάξει ταυτότητα, αφήνοντας συγχρόνως να φανεί η γοητεία που ασκούσε το θύμα στον θύτη του…
Πρώτο μυθιστόρημα της σειράς με ήρωα τον Ρίπλεϋ, η οποία ξεκίνησε το 1955 και ολοκληρώθηκε το 1990, Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός από τους πιο απίθανους χαρακτήρες της αστυνομικής λογοτεχνίας, η διπροσωπία του οποίου γοήτευσε κινηματογραφιστές όπως ο René Clément (Plein Soleil, 1960) και ο Anthony Minghella (The Talented Mr. Ripley, 1999): πρόκειται για ταινίες που προσπάθησαν να συλλάβουν το ανεπαίσθητο. Ένας γοητευτικός εστέτ αλλά κυνικός στο έπακρο, φιλικός και συμπαθής αλλά με μια απεχθή αλαζονεία, ο Τομ αψηφά κάθε ηθική, διεκδικώντας το δικαίωμα να σκοτώνει, στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, η οποία ξεδιπλώνεται σε τέσσερα ακόμα μυθιστορήματα (όλα στις Εκδόσεις Άγρα).
O Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ τιμήθηκε το 1956 και το 1957 με το Ειδικό Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου, το γαλλικό Grand Prix de Littérature Policière, καθώς και το βραβείο Έντγκαρ Άλλαν Πόου της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου. Το 1959 γυρίστηκε γαλλική ταινία με τον τίτλο Plein Soleil, σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλεμάν, με τον Αλαίν
Ντελόν (αγαπημένο Ρίπλεϋ της Χάισμιθ), τη Μαρί Λαφορέ και τον Μωρίς Ρονέ. Το 1999 κυκλοφόρησε η ταινία Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ σε σκηνοθεσία Άντονυ Μινγκέλλα, με τον Ματ Ντέημον ως Ρίπλεϋ. Το 2024 κυκλοφορεί σε μίνι σειρά οκτώ επεισοδίων στο Netflix, σε σκηνοθεσία Στηβεν Ζέιλλιαν, με τον Άντριου Σκοττ ως Ρίπλεϋ.
Ξένη λογοτεχνία
Κάποιες φορές αυτός που σε αγαπάει περισσότερο είναι και αυτός που σε πληγώνει περισσότερο.
Η ζωή δεν ήταν εύκολη για τη Λίλι, όμως αυτό δεν την εμπόδισε να δουλέψει σκληρά για να εκπληρώσει όλα όσα ονειρευόταν. Αφού έφυγε από τη μικρή πόλη του Μέιν, σπούδασε, μετακόμισε στη Βοστόνη και άνοιξε τη δική της επιχείρηση. Έτσι, όταν γνωρίζει τον γοητευτικό νευροχειρουργό Ράιλ Κινκέιντ, ξαφνικά η ζωή της φαντάζει πολύ όμορφη για να είναι αληθινή.
Ο Ράιλ είναι δυναμικός, πεισματάρης, ίσως και λίγο αλαζόνας. Όμως είναι και ευαίσθητος, πολύ ευφυής κι έχει αδυναμία στη Λίλι. Και όταν φοράει ρούχα χειρουργείου γίνεται ακόμα πιο γοητευτικός. Η Λίλι δεν μπορεί να τον βγάλει από το μυαλό της. Ωστόσο η τεράστια απέχθειά του για τις σχέσεις είναι ανησυχητική. Και παρόλο που η Λίλι γίνεται η εξαίρεση στον κανόνα του, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για ποιο λόγο ο Ράιλ απέφευγε να δεσμευτεί.
Όμως δεν την κατακλύζουν μόνο τα ερωτηματικά για τη σχέση της αλλά και οι σκέψεις της για τον Άτλας Κόριγκαν – τον πρώτο της έρωτα που τη δένει με το παρελθόν που άφησε πίσω της. Ήταν η αδελφή ψυχή και ο προστάτης της. Όταν ξαναεμφανίζεται, ξαφνικά ό,τι έχει χτίσει η Λίλι με τον Ράιλ απειλείται…
Ξένη λογοτεχνία
Στην “Πλεξούδα” διασταυρώνονται οι ζωές και η μοίρα τριών γυναικών που δε θα συναντηθούν ποτέ. Η πρώτη είναι η Σμίτα, η οποία ανήκει στην κάστα των Ανέγγιχτων, δηλαδή στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ινδικής κοινωνίας. Οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζει είναι άθλιες, όπως και η δουλειά της στα αποχωρητήρια. Έχει όμως άλλα όνειρα για τη μικρή της κόρη κι αυτό θα την οδηγήσει στο να πάρει μια παράτολμη απόφαση. Η δεύτερη είναι η Τζούλια από το Παλέρμο. Είναι αποφασισμένη να βρει λύση ώστε να μη χαθεί η βιοτεχνία του πατέρα της, που μοιάζει να βρίσκεται σε αδιέξοδο λόγω της αλλαγής των συνθηκών. Η τρίτη είναι η Σάρα, εξαιρετικά επιτυχημένη δικηγόρος στο Μόντρεαλ, που βλέπει τον κόσμο της να κλυδωνίζεται, μαζί με την υγεία της, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό αποκλεισμό του εργασιακού της περιβάλλοντος όταν αποκαλύπτεται πως πάσχει από καρκίνο. Οι ιστορίες αυτών των τριών γυναικών, που καλούνται να παλέψουν ενάντια στη μοίρα τους, είναι άρρηκτα δεμένες με ένα παράξενο νήμα που κι οι ίδιες δε γνωρίζουν.
Ξένη λογοτεχνία
“Εκατό μέτρα πιο πέρα βρισκόταν ο φράχτης που χώριζε την πόλη στα δύο, τη μισή απ’ την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, την άλλη μισή απ’ την πλευρά του Μεξικού. Χαμήλωσε ταχύτητα, σταμάτησε. Η σιλουέτα ενός αξιωματικού της Υπηρεσίας Μετανάστευσης πλησίασε. Φυσικά, όλοι γνώριζαν τον Π.Μ. Δεν χρειαζόταν καν να δείξει τα χαρτιά του.
Ήταν εκπληκτικό: Ακόμη και με τη βροχή που ισοπέδωνε τα πάντα, η αντίθεση κάθε φορά τον ξάφνιαζε. Διέσχιζε ένα σύνορο, οι ρόδες του αυτοκινήτου έκαναν ελάχιστες στροφές και ο Π.Μ. είχε την εντύπωση ότι έμπαινε σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, αμφιλεγόμενο, απαγορευμένο. […]
-Ένας ηλικιωμένος Ινδιάνος Απάτσι ισχυρίζεται ότι θα βρέχει επί σαράντα μέρες. Το δήλωσε αυτό προ μίας εβδομάδας σε έναν δημοσιογράφο. Φαίνεται ότι τα φίδια και οι λαγοί έχουν εγκαταλείψει τις φωλιές τους γύρω απ’ τον ποταμό. […]
Οι λέξεις που ξεστόμισε δεν του άρεσαν, όμως ήταν πολύ αργά για να τις πάρει πίσω. – Βρίσκεσαι εδώ, σωστά; Η γυναίκα σου και τα παιδιά σου είναι στην άλλη πλευρά. Υποθέτω ότι δεν με υποπτεύεσαι πως θέλω να φωνάξω την αστυνομία και να πω: “Ορίστε, εδώ είναι ο αδελφός μου που καταζητείται…”. […]
Κατάλαβε ξαφνικά αυτό που θέλησε να πει η Νόρα για τον τρόπο τους, του Ντόναλντ και του δικού του, να κοιτάζονται, να κοιτάζονται όπως μόνο δύο αδέλφια μπορούν να κοιταχτούν. Είχε τη λεπτότητα να μην του το διευκρινίσει. Αλλά σήμαινε ότι κοιτάζονταν με ένα είδος μίσους που το βλέπεις μόνο στους ανθρώπους ίδιας οικογένειας. […]
Οι δυο αδελφοί απ’ το Άπλτον, κοντά στο Φαίρφηλντ, οι δύο γιοι του γερο-Άσμπριτζ, αναζητούσαν ο ένας τον άλλον, οπλοφορώντας και οι δύο, σε μια κοιλάδα των μεξικανικών συνόρων. […]”
ΕΝΑ “ΣΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ” ΤΟΥ ΣΙΜΕΝΟΝ από την αμερικανική περίοδό του. Δύο αδέλφια, που έκαναν διαφορετικές επιλογές και ακολούθησαν άλλη πορεία στη ζωή τους -ο ένας έγινε πετυχημένος δικηγόρος και κτηματίας, ο άλλος, που έζησε στη φτώχεια, σκότωσε και δραπέτευσε απ’ τη φυλακή-, βρίσκονται μέσα σε μία αποχαλινωμένη φύση και έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο με όρους αρχαίας τραγωδίας.
Ξένη λογοτεχνία
– Σε πόνεσα;
– Όχι.
– Είσαι θυμωμένος μαζί μου;
– Όχι.
Ήταν αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, εφόσον ζούσε τη σκηνή στην πρωτογενή της κατάσταση, χωρίς να βάζει ερωτήματα στον εαυτό του, χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι θα υπήρχε μια μέρα κάτι που θα έπρεπε να καταλάβει. Όχι μόνον όλα ήταν αλήθεια, αλλά όλα ήταν πραγματικά: εκείνος, το δωμάτιο, η Αντρέ που παρέμενε ξαπλωμένη στο ακατάστατο κρεβάτι, γυμνή με ανοιχτά τα σκέλη και το σκούρο εφήβαιό της απ’ όπου κυλούσε ένα νάμα από σπέρμα. […] Οι λέξεις δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Μιλούσαν για την απόλαυση να μιλούν και μόνο, όπως μιλάει κανείς μετά τον έρωτα, με το κορμί ακόμα σε διέγερση, το κεφάλι λίγο άδειο.
Εκείνη τη μέρα στο μπλέ δωμάτιο του ξενοδοχείου ο Τόνυ και η Αντρέ κουβεντιάζουν μετά την ερωτική πράξη. “Αν ξανάβρισκα την ελευθερία μου… θα ξανάβρισκες κι εσύ τη δική σου;” Ο Τόνυ δεν απαντά στην ερώτηση. Ο ανακριτής και ο ψυχίατρος θέλουν τώρα να καταλάβουν. Να καταλάβουν γιατί ο Τόνυ μετά απ’ αυτήν την συνάντηση απέφευγε την ερωμένη του. Γιατί έφυγε ξαφνικά σε διακοπές με τη σύζυγο και την κόρη του. Γιατί την ημέρα της τραγωδίας είχε εξαφανιστεί. Ο Τόνυ δεν απαντά στις ερωτήσεις αλλά ξαναζεί τους μήνες που κύλησαν μετά την τελευταία του συνάντηση στο μπλε δωμάτιο. “Θα ξανάβρισκες κι εσύ την ελευθερία σου;” Οι ένορκοι που θ’ αποφανθούν για την ενοχή του Τόνυ δεν έχουν καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση.
Ένας Σιμενόν αναπάντεχος όπου ξαναβρίσκουμε όλες τις αρετές που τον κατέστησαν έναν από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ένα μυθιστόρημα τραχύ, ταραγμένο και απίστευτα μοντέρνο.
Ξένη λογοτεχνία
To “Πεντιγκρή” είναι το πιο μακροσκελές, το πιο εκπληκτικό, το πιο τολμηρό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν είναι το βιβλίο που έχει φτάσει να θεωρείται, ολοένα περισσότερο, ο πυρήνας των σημαντικών επιτευγμάτων του ως χρονικογράφου του σύγχρονου εαυτού και της σύγχρονης κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Σιμενόν ξεκίνησε να γράφει μια αυτοβιογραφία με θέμα την παιδική του ηλικία στο Βέλγιο. Έδειξε τις πρώτες σελίδες στον Αντρέ Ζιντ, και εκείνος τον προέτρεψε να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με μεταγενέστερο σχόλιο του ίδιου του Σιμενόν, ένα βιβλίο στο οποίο όλα είναι αληθινά αλλά τίποτα δεν είναι ακριβές. Το “Πεντιγκρή” ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, με την πολιτική αστάθεια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που τον χαρακτηρίζουν, φτάνει ως το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918 και αποτελεί μια εποποιία της καθημερινής ύπαρξης σε όλη της τη συγκεχυμένη, ανολοκλήρωτη ένταση και πυκνότητα, μια ιστορία για την ενηλικίωση ενός πρόωρα αναπτυγμένου και περίεργου αγοριού και για την έλευση του σύγχρονου κόσμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ο Σιμενόν γεννήθηκε το 1903 στη Λιέγη του Βελγίου. Στο “Πεντιγκρή” αφηγείται την ιστορία της παιδικής του ηλικίας, τη μικροαστική ανατροφή του, τις δολοπλοκίες της μητέρας του, τον πρόωρο θάνατο του πράου και χαμηλών τόνων πατέρα του, τις καταστροφές του πολέμου. Αυτή η σαν μυθιστόρημα αυτοβιογραφία του αποτελεί το κορυφαίο έργο του και πιθανώς το σπουδαιότερο έργο της βελγικής λογοτεχνίας». (Luc Sante)
«Ο Σιμενόν ζωντανεύει στο “Πεντιγκρή” ολόκληρο τον αισθητηριακό κόσμο των παιδικών χρόνων του στη Λιέγη. Οι λέξεις του αιχμαλωτίζουν τους ήχους, τις όψεις, τις γεύσεις, τις οσμές και τις υφές της πόλης… Γράφοντος σε πρόζα οπτική και απτική, ο Σιμενόν στο “Πεντιγκρή” κάνει για τη Λιέγη ό,τι ο νεαρός Τζόυς για το Δουβλίνο: δημιουργεί νοερά την πόλη με τέτοια αμεσότητα που νιώθουμε σαν να έχουμε διαβεί τους δρόμους της». (Lucile Frackman Becker)
«Το “Πεντιγκρή” είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο, γεμάτο ανθρωπιά και τρυφερότητα, γραμμένο σε τόνο τραχύ και με λέξεις αιχμηρές. Μια πραγματική αποκάλυψη». (La Tribune)