Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και, με το ψευδώνυμο Απίκιος, γαστρονομικά κείμενα.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο Θεός φταίει που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο: Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη
Κάποτε, πριν από χρόνια, ο Κ. είχε σκύψει σε ένα πηγάδι μαζί με μια γυναίκα. Τα δύο πρόσωπά τους σάλεψαν, μια στιγμή, πάνω στα σκοτεινά νερά, γυαλιστερά, τρεμάμενα, το ένα κολλητά στο άλλο. Κι αμέσως ο Κ. ένιωσε ότι αγαπούσε αυτή τη γυναίκα.
Μια φορά ένας πασάς κάλεσε έναν φτωχό να του κάνει το τραπέζι. Έβαλε μπροστά του ένα πιάτο ελιές κι ένα πιάτο μαύρο χαβιάρι. Ο φτωχός ούτε στράφηκε να δει τις ελιές, έπεσε με τα μούτρα στο χαβιάρι. «Φάε κι ελιές, κουμπάρε», του λέει ο πασάς. «Καλό είναι και το χαβιάρι, πασά εφέντη μου», απάντησε, μασουλώντας πάντα, ο φτωχός.
Στην Κίνα ο Κ. είχε δει μια ζωγραφιά ανείπωτης αβρότητας, με τον τίτλο: «Η καμπάνα του δειλινού που χτυπάει σε μακρινό ναό». Δεν έβλεπες ούτε ναό ούτε καμπάνα. Μόνο ένα ήρεμο τοπίο, ελαφρά χρυσαφένιο, σκεπασμένο με γαλάζιο αέρα.
Όταν σε σκεφτούν οι κάμπιες, Θεέ μου, γίνονται πεταλούδες!
*
Μια περιπλάνηση στο σύμπαν του Νίκου Καζαντζάκη, ένα μωσαϊκό από 259 αλληγορίες σπαρμένες σε ολόκληρο το έργο του: στα μυθιστορήματα, στα ταξιδιωτικά, ακόμη και στην αλληλογραφία του.
Το απόσταγμα της σοφίας του κορυφαίου συγγραφέα, αντλημένο από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, την εβραϊκή παράδοση, το Ταό, το ζεν, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τον λαό της Κρήτης, την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και από την παγκόσμια Ιστορία.
*
Το αχανές έργο του δημιουργού του Ζορμπά βρίθει από σύντομες αλληγορίες, συμβολικά διηγηματάκια, μικροϊστορίες μισής σελίδας που πηγάζουν και συνίστανται από ιδέες. Μυστικιστικές παραβολές, πες. […]
Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από περίφημο πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω.
Από τον πρόλογο του συγγραφέα
Ελληνική λογοτεχνία
Ο Σακελλάριος, ο ήρωας του «Αυτοκτόνου», είναι αλλοδαπός, τριάντα χρονών, αδέκαρος, και ζει ουσιαστικά χάρη στη συνδρομή των φίλων. Αλλοδαπός από που; Από την Ήπειρο, η οποία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στο ελληνικό κράτος, εξού και «δεν υπέκειτο εις στρατιωτικήν θητείαν», ο δε βοηθός του φούρναρη, Ηπειρώτης, όπως και το αφεντικό του, τον εγκαρδιώνει λέγοντας: «Κουράγιο, πατρίδα! (…] Έτσι θα πάρουμε και τα Γιάννενα;». Τον έχει διώξει η σπιτονοικοκυρά από την κάμαρη που νοίκιαζε, επειδή χρωστούσε ενοίκια, και μένει σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αλλά εκείνο το Σάββατο οι φίλοι δεν έχουν ή δεν θέλουν να του δώσουν για να το πληρώσει. Είναι ουσιαστικά άστεγος, όπως ο ξεπεσμένος δερβίσης (1896) ή ο μπαρμπα-Μάρκος (« Άλλος τύπος», 1903). Πηγαίνει το Σάββατο στην εκκλησία για τον εσπερινό και εκεί παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει, για να μη γίνει βάρος σε κανέναν, ούτε σε νεκροθάφτες ούτε σε ψάλτες ούτε σε παπάδες (αφού δεν θα ταφεί εκκλησιαστικά). Πάει κατόπιν στο κουρείο για να ξυρίσει τα γένια του, πρώτη φορά στη ζωή του, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψει το ξυράφι, το όργανο της αυτοχειρίας. Στη συνέχεια ζητάει από τον φούρναρη της γειτονιάς να περάσει το βράδυ στον φούρνο (αφού δεν μπορεί να μείνει στο ξενοδοχείο), όπου θα βρει πράγματι στέγη, ζέστη, ψωμί και κρασί. […] (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Οι αυτοκτόνοι του Παπαδιαμάντη)
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ο Γουσταύος Κλάους είναι Βαυαρός έμπορος, που έρχεται στην Πάτρα και δημιουργεί την οινοποιία «Αχαΐα». Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss» πρωταγωνιστεί με τα κρασιά της στο οινικό fun του 20ού αιώνα και συνεχίζει στον 21ο αιώνα με το «Castro Clauss». Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος στην Colonie. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι), στην οποία ο Κλάους δίνει το όνομα Gutland. Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Η Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη είναι η σύζυγος του Κλάους. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Gutland. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας -η Σίσσυ- είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη· και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος, στη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του απαγχονισθέντος αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες που κατοικούν στην Γκούτλαντ. Μια μεγάλη αφήγηση, πλήρως τεκμηριωμένη, που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1833 έως το 1949. Ο συγγραφέας ανασυστήνει μικρόκοσμους, άγνωστους και απρόοπτους, ανασυστήνει ακόμη και το φυσικό τοπίο, δίνει χρώμα και βάθος στην καθημερινή ζωή, υπερβαίνει τα στερεότυπα και ρίχνει φως σε αθέατες περιοχές, εκεί που δεν φτάνει ποτέ η μεγάλη ιστορία. Το κρασί και το αμπέλι είναι, βέβαια, οι πανταχού παρόντες πρωταγωνιστές.
Ξένη λογοτεχνία
Μου τράβηξαν προς τα πίσω το κεφάλι απ᾿ τα μαλλιά, έσπρωξαν τις δυο κιμωλίες βαθιά στη μύτη μου και μ᾿ έβαλαν να φάω την τρίτη. Ο Νινομίγια και οι φίλοι του παρακολουθούσαν, γελώντας σαν τρελοί. Μέχρι τότε είχα αναγκαστεί να καταπιώ νερό από τα λεκάνη της τουαλέτας, ένα χρυσόψαρο…
Ιαπωνία, αρχές 1990. Ένα δεκατετράχρονο αγόρι με στραβισμό υποβάλλεται σε ανελέητα μαρτύρια από τους συμμαθητές του. Αντί να αντισταθεί ή να ζητήσει βοήθεια, σιωπά. Η Κοτζίμα, που αντιμετωπίζει και η ίδια ταπεινωτικές συμπεριφορές, είναι η μόνη συμμαθήτριά του που συνομιλεί μαζί του.
Η «σύγχρονη βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας» (The Japan Times) Μιέκο Καβακάμι (γενν. 1976) μας δίνει μια συγκλονιστική ιστορία σχολικού εκφοβισμού εστιάζοντας στα θύματα αλλά και στους θύτες.
Ξένη λογοτεχνία
Πιστεύω ότι η αγάπη είναι το απαραίτητο καύσιμο που μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε. Κάποτε αυτή η αγάπη μπορεί να τελειώσει. Ή μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά. Αλλά, ακόμα κι αν ξεθωριάσει, ακόμα κι αν μείνει χωρίς ανταπόκριση, και πάλι μπορείς να κρατηθείς από την ανάμνηση ότι αγάπησες κάποιον, ότι ερωτεύτηκες κάποιον. Και αυτή είναι μια πολύτιμη πηγή θερμότητας.
Στην πέμπτη συλλογή διηγημάτων του, ο μάγος της παράξενης, αινιγματικής μυθοπλασίας Χαρούκι Μουρακάμι επιστρέφει με μια σειρά από σπαρακτικά οικείες ιστορίες για την αγάπη, τη μοναξιά, την παιδική ηλικία και τη μνήμη, γραμμένες σε πρώτο ενικό, που ισορροπούν δεξιοτεχνικά μεταξύ πραγματικότητας και μη πραγματικότητας, σ’ ένα μείγμα μαγικού ρεαλισμού και νοσταλγικής αυτοβιογραφίας.
Ονειρικές καταστάσεις, επινοημένα άλμπουμ της τζαζ, μαϊμούδες που μιλάνε και κλέβουν τα ονόματα των γυναικών που αγαπούν, το πάθος για τη μουσική και το μπέιζμπολ, η χαμένη νεότητα και οι εφηβικοί έρωτες: οκτώ μυστηριώδη όσο και φιλοσοφημένα αριστοτεχνικά διηγήματα από τον αδιαμφισβήτητο χρονικογράφο της σύγχρονης αποξένωσης.
Έτσι, η ανάμνηση έγινε ένα από τα πιο πολύτιμα συναισθηματικά εργαλεία μου, ένα μέσο επιβίωσης σχεδόν. Σαν ένα απαλό γατάκι κουλουριασμένο ζεστά μες στην πελώρια τσέπη ενός παλτού, όπου βυθίζεται αμέσως στον ύπνο.
Ξένη λογοτεχνία
Τι θα άλλαζες εάν μπορούσες να ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο;
Σε ένα μικρό σοκάκι στο Τόκιο, υπάρχει ένα καφέ που σερβίρει καλοψημένο καφέ εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια. Αυτό το μαγαζί όμως προσφέρει μια μοναδική εμπειρία στους πελάτες του – τη δυνατότητα να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο.
Τέσσερις άνθρωποι επισκέπτονται το καφέ ελπίζοντας ο καθένας τους να αξιοποιήσει το ταξίδι στον χρόνο με σκοπό να κουβεντιάσει με τον εραστή που έφυγε μακριά, να λάβει το γράμμα από τον σύζυγο που έχει χάσει τη μνήμη του, να δει την αδερφή για τελευταία φορά και να συναντήσει την κόρη που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει. Αλλά το ταξίδι στο παρελθόν ενέχει κινδύνους: Οι πελάτες πρέπει να καθίσουν σε μια συγκεκριμένη καρέκλα, δεν κάνει να φύγουν από το καφέ και, τέλος, το σημαντικότερο, πρέπει να επιστρέψουν στο παρόν πριν κρυώσει ο καφές…
Η γλυκιά, συγκινητική ιστορία του Τοσικάζου Καβαγκούτσι διερευνά το αιώνιο ερώτημα: Τι θα άλλαζες αν μπορούσες να ταξιδέψεις στο παρελθόν; Και κυρίως, ποιον θα ήθελες να συναντήσεις, ίσως για μία τελευταία φορά;
Ξένη λογοτεχνία
Πέντε άνθρωποι, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, περνούν το κατώφλι μιας μικρής βιβλιοθήκης στην καρδιά του Τόκιο. Όλοι βρίσκονται σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής τους. Μια νεαρή πωλήτρια σε πολυκατάστημα που θέλει να αποκτήσει καινούριες δεξιότητες και να τα καταφέρει στη νέα της ζωή στην πρωτεύουσα• ένας τριανταπεντάχρονος λογιστής εταιρείας επίπλων που ονειρεύεται να ανοίξει το δικό του μαγαζί με αντίκες• μια ευσυνείδητη πρώην υπεύθυνη σε περιοδικό, που έχασε τη θέση της εξαιτίας της μητρότητας και πασχίζει να συνδυάσει τις επαγγελματικές της προσδοκίες και την ανατροφή ενός παιδιού• ένας τριαντάχρονος άνεργος, με αναξιοποίητο ταλέντο στη ζωγραφική, που έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του και νιώθει ότι είναι βάρος για την οικογένειά του• ένας συνταξιούχος που δεν ξέρει πώς να περάσει τον άπλετο ελεύθερο χρόνο του κι αναζητά καινούρια ενδιαφέροντα. Η Σαγιούρι Κοματσί, η αινιγματική βιβλιοθηκάριος, θα προτείνει στον καθένα τους από ένα βιβλίο που απέχει πολύ από αυτό που είχαν στο μυαλό τους να διαβάσουν. Αυτό ακριβώς το απρόσμενο ανάγνωσμα θα τους κάνει να αναρωτηθούν ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ζωής και θα τους δώσει το κλειδί για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων είναι ένας ύμνος στις βιβλιοθήκες και στους βιβλιοθηκάριους, τους αφανείς ήρωες που με τις ευαίσθητες κεραίες τους αφουγκράζονται τις βαθύτερες ανάγκες των αναγνωστών, και φυσικά στα βιβλία, που όσο απρόσμενα κι αν βρεθούν στα χέρια μας, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώνουν τη ζωή μας.
Ξένη λογοτεχνία
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν εγκατέλειπα την προσπάθεια και παραδινόμουν σε μια πραγματικά στερημένη ζωή.
Στο πρόσωπο της Καζούκο, κόρης ενός χήρου αριστοκράτη, ο Dazai βρίσκει τη φωνή που θα αφηγηθεί την ιστορία του. Αφού εγκαταλείπει τον σύζυγό της και παίρνει διαζύγιο, η Καζούκο επιστρέφει στο Τόκιο για να ζήσει με τη μητέρα της. Ωστόσο, επειδή ο πόλεμος, που μόλις τελείωσε, τις άφησε εξαθλιωμένες, αναγκάζονται να πουλήσουν το σπίτι τους στο Τόκιο και να μετακομίσουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό.
Η Καζούκο πρέπει τώρα να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της χωρίς τη βοήθεια υπηρετών. Ο Ναότζι, ο αδελφός της, επιστρέφει από τον πόλεμο εθισμένος στο όπιο. Μέσα από μια πορεία παρακμής η Καζούκο βρίσκει σε έναν απαγορευμένο έρωτα τη δύναμη για να παλέψει και να συνεχίσει να ζει, εγκαταλείποντας την ανατροφή της.
Ενώ η Καζούκο βρίσκεται στο Τόκιο, ο Ναότζι αυτοκτονεί. Η περιφρόνησή του για τον εαυτό του, την αριστοκρατία και τη ζωή που ζούσε είναι η κραυγή του Dazai.
Ο Ναότζι θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας του Όχι πια άνθρωπος, όμως εδώ ο Dazai μας δείχνει και έναν άλλο δρόμο. Τον αγώνα της Καζούκο για ζωή, με τη διαπίστωση ότι ναι μεν ζούμε μια παράλογη ζωή αλλά δεν παραδινόμαστε, όπως μας λέει η ηρωίδα.
Ο Δύων ήλιος αναφέρεται στο περιβάλλον της μεταπολεμικής περιόδου στην Ιαπωνία, όταν η κοινωνία προσαρμόστηκε στην οδύνη της ήττας, η οποία προκάλεσε μια μαζική κοινωνική αλλαγή, καθώς αφηγείται την ιστορία της παρακμής μιας αριστοκρατικής οικογένειας και τη μετάβαση από μια φεουδαρχική Ιαπωνία σε μια βιομηχανική κοινωνία.
Η αίσθηση της αποξένωσης στην αστική ζωή, η κρίση σκοπού, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο Dazai διαβάζεται τόσο πολύ από τους νέους κάθε χώρας.
Ο Δύων ήλιος θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημά του και ήταν τόσο επιδραστικό ώστε να εισαγάγει στην ιαπωνική γλώσσα τον όρο «άνθρωποι του δύοντος ηλίου».
Ξένη λογοτεχνία
Πώς γίνεται ένα κλασικό έργο της ιαπωνικής κουλτούρας να ανάγεται σε θρύλο στον χώρο των manga;
Τι είναι αυτό που καθιστά τούτο το υπέροχο βιβλίο ένα κλασικό ανάγνωσμα, που τους αφορά όλους;
Το Όχι πια άνθρωπος του Osamu Dazai , το δεύτερο μυθιστόρημα του κορυφαίου μεταπολεμικού Ιάπωνα συγγραφέα, είναι η συγκλονιστική και συναρπαστική ιστορία ενός νεαρού άντρα που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει.
Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως αποτυχημένο, ο ήρωας πασχίζει να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, ακόμα κι όταν αισθάνεται ανίκανος να κατανοήσει τα ανθρώπινα όντα.
Οι προσπάθειες του Γιόζο να συμφιλιωθεί με τον κόσμο γύρω του ξεκινούν από την παιδική του ηλικία και τελικά οδηγούν σε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας μετά την ενηλικίωσή του.
Καταγράφοντας τις περιστασιακές σκληρότητες της ζωής και τις φευγαλέες στιγμές ανθρώπινης σύνδεσης και τρυφερότητας, θα πει: «Δεν μπορώ καν να διανοηθώ πώς είναι να ζει κάποιος σαν ανθρώπινο ον».
Το Όχι πια άνθρωπος δεν είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο, αλλά ούτε αφήνει την επίγευση μιας απαισιοδοξίας.
Είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά συγκινητικό, ακόμα και εμψυχωτικό. Το να γνωρίζεις τι σημαίνει απόγνωση και να την υπερνικάς με τα μέσα που διαθέτεις –η φαντασία ήταν το μοναδικό όπλο του Dazai– αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα μοναδικό χάρισμα.
Να συγκρούεσαι με έναν εχθρικό κόσμο ζητώντας επίμονα τη θέση σου σε αυτόν – αυτό εξηγεί τα πάντα για την απήχησή του στους νέους.
Ξένη λογοτεχνία
Μπροστά στους ανθρώπους έτρεμα πάντα από φόβο. Επειδή δεν είχα την παραμικρή αυτοπεποίθηση στα λόγια μου και στη συμπεριφορά μου κρατούσα μυστική, μόνο για τον εαυτό μου, την αγωνία και το άγχος μου, βαθιά σ᾽ ένα μικρό κουτί μέσα στο στήθος. Κι έτσι, κρύβοντας καλά καλά όλη τη μελαγχολία και τη νευρικότητά μου, για να μη φανούν, προσποιούμενος με όλη μου τη δύναμη μια ουράνια αισιοδοξία, βαθμηδόν τελειοποιούσα τον εαυτό μου στο ρόλο του εκκεντρικού γελωτοποιού. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς οτιδήποτε ήταν καλό, αρκεί να έκανε τους ανθρώπους να γελάσουν. Μ᾽ αυτό τον τρόπο δεν έδιναν και πολλή σημασία στο ότι εγώ ήμουν έξω από τη λεγόμενη “ζωή” τους.
Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι το αριστούργημα του Οσάμου Νταζάι (1909-1948) και διαχρονικά το δεύτερο μυθιστόρημα σε πωλήσεις στην Ιαπωνία.