Βλέπετε 25–36 από 668 αποτελέσματα

Τ. Σ. Έλιοτ

16.60

Στο “Για την ποίηση” ανθολογούνται επτά σηµαντικά δοκίµια του Τ. Σ. Έλιοτ, σε µετάφραση και σχόλια του Στέφανου Μπεκατώρου, που φανερώνουν καίριες πτυχές της γόνιµης πορείας του στον τοµέα της λογοτεχνικής κριτικής και καλύπτουν χρονικά το διάστηµα 1919-1961.

Με αφετηρία το θεµελιακό κείµενο µε τίτλο «Η Παράδοση και το Ατοµικό Τάλαντο» και καταλήγοντας στο «Για να Κρίνουµε τον Κριτικό», την πιο γνωστή από τις τελευταίες διαλέξεις του ποιητή, παρουσιάζονται οι σηµαντικότεροι σταθµοί της εξέλιξης της κριτικής σκέψης του Έλιοτ εστιάζοντας στον τρόπο µε τον οποίο επανεξέτασε τη λειτουργία της ποίησης, επαναπροσδιόρισε την ίδια τη φύση της ποιητικής διαδικασίας και προσέφερε νέα εργαλεία και ένα φάσµα ρητορικών δυνατοτήτων στις µελλοντικές γενιές αναγνωστών και µελετητών της λογοτεχνίας.

Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα δοκίµιά του αναπόσπαστο µέρος του συγγραφικού του εργαστηρίου υπογραµµίζοντας την αδιάσπαστη ενότητα της ποιητικής και δοκιµιακής του παραγωγής, κάτι άλλωστε που απηχεί την αντίληψή του ότι η λογοτεχνική κριτική εγγράφεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό, ηθικό και πολιτιστικό πλαίσιο ακολουθώντας τις τάσεις της εκάστοτε εποχής.

 

 

Ξένη λογοτεχνία

Όλη μου η οργή

Σάμπα Ταχίρ

17.70

Λαχόρη, Πακιστάν. Τότε.
Η Μισμπά, ένα ονειροπόλο κορίτσι που αγαπά τις ιστορίες, μόλις έχει παντρευτεί τον Ταουφίκ. Μια τραγωδία τους φέρνει στις ΗΠΑ, όπου ανοίγουν ένα μοτέλ για να κάνουν μια νέα αρχή.

Τζούνιπερ, Καλιφόρνια. Σήμερα.
Ο Σαλ και η Νουρ είναι κάτι παραπάνω από φίλοι, είναι οικογένεια. Μεγαλωμένοι ως παρείσακτοι στη μικρή πόλη του Τζούνιπερ της Καλιφόρνια, καταλαβαίνουν απόλυτα ο ένας τον άλλον. Ώσπου μια σύγκρουση θα σπάσει τον δεσμό μεταξύ τους.

Ο θυμός δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Οργή. Αυτό είναι το συναίσθημα που μου τρώει τα σωθικά.

Οι δύο έφηβοι θα δοκιμάσουν τα όρια της φιλίας και του εαυτού τους. Ο Σαλ θα αναλάβει το οικογενειακό μοτέλ, καθώς η υγεία της μητέρας του φθίνει και ο πατέρας του υποφέρει από αλκοολισμό. Η Νουρ, ορφανή από γονείς, αναγκάζεται να δουλέψει στην κάβα του θείου της, ενώ παράλληλα στέλνει κρυφά αιτήσεις σε πανεπιστήμια. Σε μια ισλαμοφοβική κοινωνία, οι δύο έφηβοι πλέκουν μια συγκλονιστική ιστορία για τη δύναμη των ανθρώπων.

Το Όλη μου η Οργή συνιστά μια κοφτερή σαν μαχαίρι αφήγηση με ολοκληρωτική επίδραση, που θα μείνει στη σκέψη των αναγνωστών για καιρό αφότου έχουν τελειώσει και την τελευταία σελίδα.

Fiction/Μυστηρίου

Το νυχτόσπιτο

Τζο Νέσμπο

17.70

Όταν σε καλούν οι φωνές, μην απαντήσεις…

Μετά τον θάνατο των γονιών του στη φωτιά του σπιτιού τους, ο δεκατετράχρονος Ρίτσαρντ Ελόβντ πηγαίνει να μείνει με τους θείους του στην απομακρυσμένη πόλη Μπάλανταϊν. Ο Ρίτσαρντ κερδίζει πολύ γρήγορα τη φήμη του παρία κι όταν ένας συμμαθητής του, ο Τομ, εξαφανίζεται, όλοι υποπτεύονται το καινούργιο θυμωμένο αγόρι. Κανείς δεν τον πιστεύει όταν τους λέει ότι ο τηλεφωνικός θάλαμος στην άκρη του δάσους τον ρούφηξε σαν να ήταν σε ταινία τρόμου. Κανείς, εκτός από την Κάρεν, μια εξίσου μοναχική συμμαθήτρια που ενθαρρύνει τον Ρίτσαρντ να ακολουθήσει τα στοιχεία που η αστυνομία αρνείται να διερευνήσει. Εντοπίζει τον αριθμό που κάλεσε ο Τομ για να κάνει φάρσα σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στο Δάσος των Κατόπτρων. Εκεί βλέπει φευγαλέα ένα τρομακτικό πρόσωπο στο παράθυρο. Και τότε οι φωνές αρχίζουν να ψιθυρίζουν στο αυτί του… Όταν ένας ακόμη συμμαθητής εξαφανίζεται, ο Ρίτσαρντ πρέπει να βρει έναν τρόπο να αποδείξει την αθωότητά του –και σώσει το μυαλό του από την τρέλα–καθώς παλεύει με τη σκοτεινή μαγεία που πνίγει το Μπάλανταϊν και μεθοδεύει την καταστροφή του. Τελικά όμως, ίσως ο Ρίτσαρντ δεν είναι ο πιο αξιόπιστος αφηγητής της δικής του ιστορίας…

 

Άλεκ Σκούφης

17.50

Το Χρυσόψαρο (1929) είναι ένα μυθιστόρημα για τις ποικίλες εκδοχές της ομοερωτικής επιθυμίας, για τη ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά και για τις ηδονές και τη μνήμη του σώματος. Σταθμός στην ομοερωτική λογοτεχνία, όπως δείχνουν και οι σύγχρονες εκδόσεις του σε ευρωπαϊκές γλώσσες, μιλά με τόλμη και απροσποίητα για τους αποκλεισμούς και τη σεξεργασία, για τις βαθύτατες ταξικές διακρίσεις και την πατριαρχική οπτική που διαχέει παντού την υποκρισία της.

Το μεγάλο ταλέντο του Alec Scouffi έγκειται στη ζωντάνια με την οποία περιγράφει τον κόσμο του «Χρυσόψαρου». Μας καλεί να ακολουθήσουμε τους ήρωες στα νυχτερινά κέντρα της Μονμάρτρης και της Πιγκάλ, να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα του πρόσκαιρου πανηγυριού, ν’ ακούσουμε τον απόηχο της τζαζ, να νιώσουμε την έξαψη των σωμάτων, αλλά και να καταδυθούμε στο σκοτάδι και στη σιωπή, να τρέξουμε μαζί με τους φευγαλέους ίσκιους, να γίνουμε μάρτυρες του εσωτερικού διχασμού προσώπων έωλων και ξεριζωμένων, που δεν είναι μόνο θύτες ή μόνο θύματα, αλλά παραδέρνουν διαρκώς σε μια αμφιθυμική κρίση, κατατρύχονται από ανεκπλήρωτα πάθη, περιδινούνται στον κρατήρα των ηδονών, σε μια φρενήρη κίνηση χωρίς δυνατότητα εξόδου.

Ξένη λογοτεχνία

Γουέιτζερ

Ντέιβιντ Γκραν

22.00

Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεω­μένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.

Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλό­ξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.

Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.

Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρ­χείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.

Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.

Πέτερ Χάντκε

14.00

Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.

Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.

 

Ξένη λογοτεχνία

Τα τρία φώτα

Κλερ Κίγκαν

11.00

Ένα σύγχρονο κλασικό, μια σπαρακτική ιστορία για τα παιδικά χρόνια, την απώλεια, και πρωτίστως την αγάπη.

Βρισκόμαστε στην ιρλανδική επαρχία, στην κάψα του καλοκαιριού. Ένας πατέρας πηγαίνει το μικρό κορίτσι του να ζήσει με κάποιους συγγενείς, στο αγρόκτημά τους∙ η μικρή δεν γνωρίζει πότε, ή ακόμα και αν, θα την ξαναπάρουν πίσω στο σπίτι της. Στο σπίτι των Κινσέλα, βρίσκει στοργή και ζεστασιά, πράγματα που ως τότε δεν είχε νιώσει ποτέ, κι έτσι σιγά σιγά, ζώντας μαζί τους, το κορίτσι ανθίζει. Στο νέο αυτό σπιτικό όμως, όπου όλα είναι τόσο φροντισμένα, υπάρχει κάτι που παραμένει ανείπωτο – κι αυτό το καλοκαίρι σύντομα θα τελειώσει.

Κωστής Γκοτσίνας

20.00

Τι κοινό έχουν μια γυναίκα που επιχειρεί να πηδήξει από το μπαλκόνι ξενοδοχείου της οδού Σταδίου αγκαλιά με την κόρη της, ένας άνδρας αγνώστων στοιχείων που βρίσκεται αναίσθητος στην Πλατεία Συντάγματος, μια νεαρή που μεταμφιέζεται σε άνδρα και περιπλανιέται νύχτα σε κακόφημες συνοικίες του Πειραιά, ένας μουσικός που εξορίζεται σε νησί του Αιγαίου, μια Γερμανοεβραία παιδαγωγός που δίνει τέλος στη ζωή της στην Αθήνα, ένας εύπορος ομογενής που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αίγυπτο; Πρόκειται για πρόσωπα που η ζωή τους σημαδεύτηκε από τα ναρκωτικά στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια μεταιχμιακή εποχή, όταν ουσίες μέχρι πρότινος νόμιμες απαγορεύτηκαν.

Το “Επί της ουσίας” αφηγείται πώς η χρήση και η εμπορία ναρκωτικών έγιναν ποινικό αδίκημα και συνάμα αναδείχτηκαν σε κοινωνικό πρόβλημα, σε μια διαδικασία που συμπαρέσυρε ατομικά πεπρωμένα και διαμόρφωσε δημόσιες πολιτικές. Με βάση νομοθετικές διατάξεις, αστυνομικά αρχεία, διπλωματικά έγγραφα, εγκληματολογικές, ιατρικές και ψυχιατρικές πηγές, αρθρογραφία στον Τύπο, λογοτεχνικά κείμενα και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως το ρεμπέτικο, το βιβλίο εξετάζει τις μορφές και την έκταση που πήρε η χρήση ναρκωτικών στην Ελλάδα. Μελετά τον ρόλο που διαδραμάτισαν αφενός το θεσμικό πλαίσιο και αφετέρου οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τα ναρκωτικά. Διερευνά σε ποιον βαθμό οι εξελίξεις αυτές συνδέονταν με διεθνείς τάσεις και ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.

Όμως το βιβλίο δεν είναι μονάχα η ιστορία της εμφάνισης ενός νέου κοινωνικού φαινομένου. Αναλύει συγχρόνως ευρύτερες ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν μέσα από τους λόγους περί “τοξικομανίας” και εξηγούν γιατί η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών τροφοδότησε εντέλει έναν “ηθικό πανικό” δυσανάλογο με τις διαστάσεις του φαινομένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η “Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα” φιλοδοξεί να συμβάλει στον νηφάλιο δημόσιο διάλογο περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σε μια περίοδο όπου οι βεβαιότητες και οι πολιτικές για τα ναρκωτικά τίθενται σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση.

Ποίηση

Λιποτάχτες

Γιάννης Θεοδωράκης

10.60

Αρχές της δεκαετίας του 1950, την εποχή που γράφονταν τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες», ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932 – 1996) ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων· εκεί, όπου ο αδελφός του, Μίκης, φτάνει στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει ένα χρόνο νωρίτερα από τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, και η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού
πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών.

Τέσσερα από αυτά τα ποιήματά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες».

Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη –με τον οποίο ο Μίκης συνυπηρέτησε για ένα διάστημα στο Κέντρο Διερχομένων, στην Αθήνα– η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Το artwork του εξωφύλλου είναι του Πέτρου Παράσχη.

***

Α´
Αυγή αφράτη
τσεκουριά στην πλάτη
απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας
σκέπασε ατμός τον έρωτά μας
τη νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια
σφαχτάρια
τα ρούχα μας.

Δ´
Δακρυσμένα μάτια
νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια
ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους
κάτω απ’ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα
ας ήταν να βρεθώ
να ’ταν η καρδιά μου
γελαστό αστέρι
να ’ταν η ματιά μου
δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί
μες στο μεσημέρι.

Αντρέ Μπρετόν

11.66

Ο σουρεαλισμός δεν επιτρέπει σε εκείνους που επιδίδονται σε αυτόν να παραιτηθούν όταν τους ευχαριστεί. Τα πάντα οδηγούν στην πίστη ότι επενεργεί στο μυαλό με τον τρόπο των ναρκωτικών· όπως κι αυτά, δημιουργεί μια ορισμένη κατάσταση ανάγκης και μπορεί να ωθήσει τον άνθρωπο σε τρομερές εξεγέρσεις. Είναι ένας τεχνητός παράδεισος· κι ακόμη –η ανάλυση των μυστηριωδών επιπτώσεων και των ξεχωριστών απολαύσεων που μπορεί να προκαλέσει ο σουρεαλισμός– παρουσιάζεται σαν ένα καινούριο βίτσιο που δεν πρέπει να είναι ίδιο ορισμένων ανθρώπων.

Συλλογικό

15.90

Η παρούσα έκδοση παρουσιάζει τρεις συλλογές επιστολών, γράμματα που έστελναν τρεις Εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, μερικές εβδομάδες ή μέρες πριν την αναχώρησή τους προς το Άουσβιτς. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες δίνουν μια μοναδική ματιά στη ζωή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή, μέσα από περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων. Δείχνουν πώς οι ίδιες οι μητέρες αντιλαμβάνονταν και ζούσαν τα γεγονότα, μέσω μιας γυναικείας οπτικής που τόσο συχνά απουσιάζει από την ιστοριογραφία. Αυτό το σπάνιο υλικό, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για όλη την Ευρώπη, ανοίγει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις των γεγονότων από τους μελετητές και μας επιτρέπει να φωτίσουμε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Οι τελευταίες επιστολές των τριών μητέρων, γεμάτες πόνο και δάκρυ, είναι μια πραγματική παρακαταθήκη γεμάτη συμβολισμούς και μηνύματα, από την καρδιά των θυμάτων της μεγαλύτερης τραγωδίας που γνώρισε η ανθρωπότητα.

 

Σουζάνα Αντωνακάκη

35.00

Η Μαρία Σουζάνα Κολοκυθά-Αντωνακάκη (1935–2020) είναι η πιο γνωστή Ελληνίδα αρχιτέκτονας της γενιάς της, εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας. Η ενεργή παρουσία της στην αρχιτεκτονική σκηνή για έξι δεκαετίες, από την ολοκλή­ρωση των σπουδών της στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1959 μέχρι το τέλος της ζωής της το 2020, είναι από μόνη της εντυπω­σιακή. Μολαταύτα, τα περισσότερα κείμενα από τις δημόσιες ομιλίες και διαλέξεις των έξι αυτών δεκαετιών της σταδιοδρομίας της παρέμεναν έως σήμερα αδημοσίευτα ή δυσεύρετα.

Ισορροπώντας ανάμεσα στις αναφορές της στους κόσμους της φιλοσοφίας και των καλών τεχνών, η Αντωνακάκη αποτελούσε η ίδια την ενσάρκωση της βαθιάς της πεποίθησης ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί πολιτισμικό αγαθό. Τα κείμενά της αναπτύσσονται γύρω από ζητήματα όπως: η ποιητική σύλληψη του κτισμένου περιβάλλοντος της καθημερινότητάς μας, η σημασία των ορίων, της κίνησης και των μεταβάσεων στην αρχιτεκτονική, η χρήση του χρώματος στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, η θεατρικότητα και η κατοίκηση, οι σχέσεις χρόνου και χώρου στην αρχιτεκτονική, ο διάκοσμος και η ποιητική διάσταση των αντικειμένων της καθημερινής ζωής, η αρχιτεκτονική της πολυκατοικίας και η συσχέτιση της ελληνικής πόλης με τον τόπο και το φυσικό περιβάλλον. Γράφοντας ανοιχτόκαρδα για την τέχνη της, με τη χαρακτηριστική της ευρυμάθεια και ευαισθησία, η Αντωνακάκη προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό τα κλειδιά που του χρειάζονται για να μάθει να κοιτάζει με οξύτερο, κριτικό βλέμμα το χώρο όπου ζει και κινείται καθημερινά.