Η συναγωγή είναι ένα κτήριο. Είναι όμως και ένας χώρος ιερός. Μετά την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ, ο θεσμός της συναγωγής μεταλαμπαδεύτηκε σε όλη τη Διασπορά. Έγινε το σημείο αναφοράς, συνάθροισης, προσευχής, γιορτής, χαράς και λύπης των Εβραίων. Στις συναγωγές συγκέντρωσαν και οι Ναζί τους Εβραίους, πριν τους στοιβάξουν σε καμιόνια και από εκεί σε εμπορικά βαγόνια για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρεματόρια στο Ολοκαύτωμα. Τα κείμενα βασίζονται σε πολυετή έρευνα στα ίδια τα κτήρια, σε δημοσιευμένα τεκμήρια και σε αρχεία (έγγραφα, κείμενα, φωτογραφίες) στην Ελλάδα, το Ισραήλ και αλλού, μέρος των οποίων είναι προσβάσιμο και στο διαδίκτυο. Βασίζονται επίσης σε συνεντεύξεις και σε γεγονότα, από την εποχή της έρευνας έως σήμερα. Στην επαφή με ανθρώπους και με τόπους, σε σκηνές που θα θύμιζαν κινηματογραφικό έργο, με κάποια συναγωγή ή ερείπια μιας συναγωγής στο φόντο. Η έκδοση περιλαμβάνει πρωτότυπα αρχιτεκτονικά σχέδια και σκαριφήματα του Ηλία Μεσσίνα.
Η συναγωγή
€10.80
Σελίδες: 120
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Όσιαν Βουόνγκ
Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινή εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.
Ο Ocean Vuong γεννήθηκε το 1988 σ’ έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους νέους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου τιμήθηκε με το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σάμιουελ Μπέκετ
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.
Ξένη λογοτεχνία
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.
Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Στέφανος Καβαλλιεράκης
Η Ελληνική Επανάσταση κατατάσσεται δικαιολογημένα στις μεγάλες επαναστάσεις που σφράγισαν την εποχή της Νεωτερικότητας. Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έκρηξή της έχει εύλογα κορυφώσει το ενδιαφέρον.
Η σειρά 200 χρόνια από την Επανάσταση φιλοδοξεί να συνεισφέρει στη δημόσια ιστορία και στον διάλογο για τον χαρακτήρα και τις μορφές της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων.
Το βιβλίο αυτό διερευνά ένα γοητευτικό μυστήριο, αλλά και μια συναρπαστική ιστορική διαδρομή, τη συνάντηση προσώπων, γεγονότων, συγκυριών, στην πορεία της προετοιμασίας για το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία έμοιαζε άκαιρη και εκτός διεθνούς πλαισίου.
Δύο αιώνες μετά, η ιστορική μελέτη έχει να επιλύσει πολλά ιστορικά ζητήματα ακόμα, ενώ εκκρεμεί η ένταξη της επανάστασης στα κυρίαρχα σχήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας – ίσως γιατί διατηρεί έως και σήμερα την ιδιοτυπία της, που έχει να κάνει ακριβώς με τις διαφορετικές οπτικές και τα βλέμματα που μπορεί να συγκεντρώνει πάνω της. Η Ελληνική Επανάσταση συνιστά ένα νεωτερικό γεγονός για την ίδια την Ευρώπη σ’ ένα φαινομενικά ασφυκτικό, παραδοσιακό πλαίσιο.
Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι Διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου Ευταξία από το 2018. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου όπου ολοκλήρωσε και τη διδακτορική του διατριβή ως υπότροφος. Είναι εισηγητής στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει γράψει σειρά ιστορικών άρθρων με άξονα την ιστορία της εκπαίδευσης, την κίνηση των ιδεών και τις ιδεολογικές διαμορφώσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αρθρογραφεί τακτικά στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων παρουσιάζοντας ιστορικά βιβλία, καθώς και στην επιθεώρηση Βιβλίου Books’ Journal. Με τον Α. Κουτσολαμπρόπουλο επέλεξαν, συνέθεσαν και επιμελήθηκαν τα κείμενα για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Σπουδαία ερείπια: Η Ελλάδα με τα μάτια των ξένων ταξιδιωτών (16ος-19ος)» που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2020.
Στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση» κυκλοφορούν: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Ιωάννης Καποδίστριας: Ο «αμνός» της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων των Θάνου Μ. Βερέμη, Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου) και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: Ο ηγέτης της Μάνης στην Ελληνική Επανάσταση του Αθανάσιου Συροπλάκη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου).
Η σειρά συνεχίζεται το 2021 με τα βιβλία: Ρήγας Φεραίος, Μπουμπουλίνα, Τα συντάγματα της Επανάστασης, Οι εμφύλιες διαμάχες του 1821, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Επανάσταση.
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.
Βιβλία
Γκράχαμ Γκριν
Συναγερμός στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Μια διαρροή πληροφοριών πυροδοτεί κλίμα καχυποψίας, διάχυτης ανησυχίας και έντασης, ενώ διεξάγονται συνεχείς έλεγχοι ασφαλείας. Τα πρόσωπα σιγά-σιγά εμφανίζονται στη σκηνή: Ο Μορίς Κάσελ, ένας ήσυχος και διακριτικός πράκτορας που εγκατέλειψε το πεδίο δράσης του στην Αφρική για να αποσυρθεί στα κεντρικά γραφεία του Λονδίνου. Η γυναίκα του Σάρα, μαύρη, από τη Νότια Αφρική, που διέφυγε στη Βρετανία καταδιωκόμενη από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Ο Ντέιβις, βοηθός του Κάσελ, που, για να ξεχάσει τους αποτυχημένους έρωτές του, βυθίζεται στο αλκοόλ και τον τζόγο. Ο κυνικός και επικίνδυνος Πέρσιβαλ, με το καλοκάγαθο παρουσιαστικό του οικογενειακού γιατρού. Ο Συνταγματάρχης Ντέιντρι, άνθρωπος αφοσιωμένος στο καθήκον, με αυστηρό προφίλ, μοναχικός, που παλεύει με τη συνείδησή του. Και ο C, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη του για την Αφρική και την πίστη του στις συντηρητικές αξίες και την ταξική δομή της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γκρην επιστρέφει στον κόσμο των κατασκόπων και της προδοσίας, για να πλέξει το εγκώμιο της ανυπακοής και να δείξει με οξυδερκή και ευαίσθητο τρόπο σε ποια τραγωδία μπορεί να καταλήξει η αδιάλλακτη και άκαμπτη εφαρμογή της έννοιας του “εθνικού συμφέροντος” που πολύ συχνά και εύκολα παραμερίζει τον ανθρώπινο παράγοντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Πάτρικ Λι Φέρμορ
Τη Ρούμελη δεν τη βρίσκεις στους σημερινούς χάρτες. Είναι το όνομα που δόθηκε παλιά στη βόρεια Ελλάδα, από τον Βόσπορο ως την Αδριατική κι από τη Μακεδονία μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ σαγηνεύτηκε τόσο από την παραδοξότητα αυτού του ονόματος, που το απαθανάτισε σ’ αυτό το απολαυστικό αφήγημα.
Είναι μια περιήγηση που μας ταξιδεύει ανάμεσα στους σαρακατσάνους βοσκούς, στα μοναστήρια των Μετεώρων και τα χωριά των Κραβάρων κι ως την ανακάλυψη, ακόμα, ενός ζευγαριού παντόφλες που φορούσε ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Όπου πηγαίνει ο Φέρμορ, συμμετέχει στην τοπική ζωή, που οι περιγραφές της ξεπηδούν ολοζώντανες απ’ τη σελίδα. Η τελετή του σαρακατσάνικου γάμου, με όλο της το συναρπαστικό τελετουργικό, και η διήγηση του μπαρμπα-Ηλία για τις λογής λογής επιδέξιες μεθόδους επαιτείας έχουν εξίσου θέση σ’ αυτό το θαυμάσιο οδοιπορικό.
Και είναι επίσης ένα ταξίδι που αποκαλύπτει τη σύγκρουση που ενυπάρχει στην κληρονομιά των Ελλήνων: την αδύναμη λόγια διασύνδεση με τα κλέη του αρχαίου κόσμου, και την πιο πρόσφατη μα όχι λιγότερο ιστορική βυζαντινή κληρονομιά, καθώς κι αυτήν που άφησε πίσω της η Τουρκοκρατία. Κάτω απ’ όλα αυτά, ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμα παλαιότερος κόσμος, που ενδείξεις του βρίσκει ο Φέρμορ σε λόφους, βουνά και σχεδόν άγνωστες ακτές.
Ξένη λογοτεχνία
Γιόζεφ Ροτ
Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.
Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.
Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Φιλοσοφία
Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία: Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
«Κάποτε υπολόγισα ότι η γνωστή και αναγνωρισμένη παγκοσμίως ρωσική λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση και πεζογραφία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και έπειτα, δεν ξεπερνά τις 23.000 τυπωμένες σελίδες κανονικού μεγέθους. Από την άλλη, η γαλλική ή η αγγλική, λόγου χάριν, λογοτεχνία έχει πίσω της ήδη μια ιστορία αρκετών αιώνων και ουκ ολίγων αριστουργημάτων. Καταλήγω, λοιπόν, στο πρώτο από τα συμπεράσματά μου: Με εξαίρεση ένα μεσαιωνικό μείζον έργο, η ρωσική λογοτεχνία μπορεί πολύ εύκολα να χωρέσει στα στενά όρια ενός περίπου αιώνα – ή έστω λίγο περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και κάποια πιο πρόσφατα έργα μιας κάποιας αξίας.
Εν ολίγοις, ένας αιώνας, ο 19ος, υπήρξε αρκετός προκειμένου σε μια χώρα δίχως αυτοφυή λογοτεχνική παράδοση να “παραχθεί” λογοτεχνία υψηλής ποιότητας, με παγκόσμια ακτινοβολία, ικανή να συγκριθεί –σε όλα τα πεδία, με εξαίρεση τον όγκο της– με εκείνη της Γαλλίας ή της Αγγλίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται πολλούς αιώνες πίσω. Αυτή η αξιοθαύμαστη άνθηση θα ήταν αδύνατη αν η Ρωσία δεν είχε σημειώσει ανάλογη πρόοδο, και μάλιστα ταχύρρυθμη, και σε άλλα πεδία της πνευματικής ζωής – τόσο ώστε να μην υπολείπεται ως προς την πρόοδο αυτή των μεγάλων χωρών της Δύσης. Έχω επίγνωση ότι αυτή η αλματώδης πολιτισμική και πνευματική πρόοδος που σημειώθηκε στη Ρωσία του 19ου αιώνα είναι ελάχιστα γνωστή στη Δύση». B. N.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Βασίλι Γκρόσμαν
Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Ξένη λογοτεχνία
Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς
Το Πέρασμα του Μακελάρη είναι ένα μυθιστόρημα για την ομώνυμη, φανταστική πόλη της αμερικανικής Δύσης, μεταξύ 1870-1890, όπου κυνηγοί βουβαλιών σταθμεύουν για να οργανώσουν ομάδες εξόρμησης: ένας-δύο κυνηγοί, ένας-δύο γδάρτες και ένας υπεύθυνος τροφοδοσίας. Την εποχή του «πυρετού» του χρυσού συντελείται και ο «πυρετός» του κυνηγιού, με εξαφάνιση ειδών της άγριας φύσης. Κάθε ομάδα εξολόθρευε 2.000 έως 5.000 ζώα σε κάθε εξόρμηση. Την ίδια εποχή ο Θορό και ο Έμερσον, οι κορυφαίοι Αμερικανοί στοχαστές, επισήμαιναν τον κίνδυνο της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του Στόουνερ για το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού και την αλόγιστη καταστροφή της φύσης που τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Άντριους, απόφοιτος του Χάρβαρντ, που αποφασίζει να γνωρίσει τη χώρα του εκτός του πανεπιστημίου, είναι η τυπική περίπτωση ενός αντι-Στόουνερ. Πλαισιώνεται από μια νεαρή πόρνη, τη Φρανσίν, δύο κυνηγούς που θα αποτελέσουν την κυνηγητική ομάδα και έναν μεταπράτη. Το μυθιστόρημα είναι ολιγοπρόσωπο, με διεισδυτική περιγραφή των χαρακτήρων, όπως άλλωστε γνωρίζουμε από τα άλλα έργα του Γουίλιαμς τον Στόουνερ και τον Αύγουστο, και με καταπληκτικές περιγραφές του φυσικού πλούτου της Αμερικής.