Ο Μπρους Λι. Η οδός Φυλής. Ένας νάνος που λέει τα κάλαντα. Ένας γυμνιστής που μένει έξω απ’ το σπίτι του. Ένας ακέφαλος περαστικός. Τενίστες που γλυτώνουν το λιντσάρισμα σε μια συναυλία. Μια στρίπερ. Ο νεκρός με τις μπότες. Μια άχρηστη εφημερίδα που τυλίγει ψάρια. Το Τροπάριο της Κασσιανής. Ένα μπαλκόνι για οφθαλμόλουτρο. Ένας μπρούντζινος νάρκισσος στην Πανεπιστημίου. Η αυξητική γλουτών. Ένα παλιό σινεμά. Ο Λυκαβηττός. Δεκάξι διηγήματα μικρής φόρμας. Μικρές ιστορίες, σαν φέτες ζωής ή σαν μικρά όνειρα που καταγράφηκαν πυρετικά λίγο πριν τελειώσουν. Πικρά, αστεία, γλυκόπικρα, αδιάφορα, στιγμιότυπα μιας ζωής που χάνεται, μιας ζωής που ανατέλλει, μιας ζωής που δεν υπήρξε ποτέ ή απειλητική εδώ γύρω μας κυκλώνει.
Μπρούτζινος
€10.60
Σελίδες: 72
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Βασίλι Γκρόσμαν
Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σάμιουελ Μπέκετ
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.
Γουίλιαμ ΜακΝιλ
Η χιλιόχρονη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, με κτήσεις στην Ιταλία και την Ελλάδα και εμπορική κυριαρχία σε όλη τη Μεσόγειο, αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ο βραβευμένος William H. McNeill ανασυνθέτει ολάκερη την ιστορία της δυτικής Ευρώπης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους πρώιμους νεότερους χρόνους. Μέσα από τις διενέξεις και τις αλληλεπιδράσεις καθολικών και ορθοδόξων, τη διαμάχη Ενετών και Βυζαντινών και, κατόπιν, Ενετών και Οθωμανών, ο McNeill εξερευνά τις βάσεις της ενετικής εξουσίας και τις πηγές του πλούτου της, κατοχυρώνοντας τη μοναδική της θέση στα σύνορα παπικού και ορθοδόξου κόσμου.
Πρόκειται για μία επιβλητική ιστορία της μεγαλύτερης θαλασσοκράτειρας δύναμης, μια κλασική στιγμή της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας.
Μορίν Κόνορς Σαντέλι
Η Ελληνική Επανάσταση είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αμερικανούς. Οι αμερικανικές εφημερίδες της εποχής ονόμασαν το ξέσπασμα συμπάθειας και υποστήριξης προς τους Έλληνες «Ελληνική Φωτιά», κάνοντας έναν παραλληλισμό με το βυζαντινό υγρό πυρ. Αν και η σύσταση του υγρού πυρός έχει χαθεί στο διάβα της Ιστορίας, η αμερικανική «Ελληνική Φωτιά» αποτελούνταν από ενθουσιασμό για τον ελληνικό αγώνα, τον οποίο ενέπνεε η πεποίθηση πως τα δημοκρατικά ιδεώδη συνέδεαν τους Αμερικανούς με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Το παρόν βιβλίο, ωστόσο, δεν περιέχει απλώς μια ιστορία για το εύρος της στήριξη που παρείχαν οι Αμερικανοί στους Έλληνες. Το κίνημα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας αποτελεί ένα μοναδικό όχημα για να διερευνηθούν τα συμφέροντα των Αμερικανών στην Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· να διαπιστωθούν οι τρόποι με τους οποίους οι Αμερικανοί πίστευαν ότι θα βοηθούσαν τους Έλληνες να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία, καθώς και να εξεταστεί πώς αυτές οι προσπάθειες επηρέασαν τα μεταρρυθμιστικά κινήματα του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ.
Η αμερικανική υποστήριξη στην Ελληνική Επανάσταση είχε κοινωνικές επιπτώσεις και πολιτικό αντίκτυπο στις ΗΠΑ, ενώ, αντίθετα, ο Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας βοήθησε τους Αμερικανούς να αυτοπροσδιοριστούν ως λαός και να ερμηνεύσουν την κληρονομιά της Αμερικανικής Επανάστασης στη διεθνή σκηνή.
Ξένη λογοτεχνία
Γιόζεφ Ροτ
Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.
Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.
Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.
Ξένη λογοτεχνία
Jonathan Coe
Το μεθυστικό καλοκαίρι του 1977 μια αφελής κοπέλα, η Καλλιστώ, αναχωρεί από την Αθήνα για να γνωρίσει τον κόσμο. Μετά το ταξίδι της στην Αμερική, βρίσκεται αναπάντεχα σε ένα ελληνικό νησί που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό σκηνικό. O Μπίλι Γουάιλντερ, διάσημος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, γυρίζει εκεί την ταινία του Fedora, και η Καλλιστώ προσλαμβάνεται ως βοηθός. Παρατηρεί συνεπαρμένη τον λαμπερό, πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο ζωής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Ενώ η Καλλιστώ είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της περιπέτεια, ο ίδιος ο Γουάιλντερ αντιλαμβάνεται ότι το άστρο του έχει μάλλον αρχίσει να σβήνει. Το Χόλυγουντ τον απορρίπτει, και μόλις που κατόρθωσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία του, από τη Γερμανία. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών και τον συντροφεύει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και ευαίσθητο πορτρέτο μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Jonathan Coe στρέφει το βλέμμα του στην έννοια του χρόνου και στη σημασία της φήμης, στην οικογένεια και στην απατηλή σαγήνη της νοσταλγίας. Όταν ο κόσμος βαδίζει προς την αλλαγή, γαντζώνεσαι στην παλιά, αγαπημένη σου ζωή, ή αποφασίζεις ότι είναι ώρα να την αφήσεις πίσω;
Ποίηση
Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός
Ξένη λογοτεχνία
Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς
Το Πέρασμα του Μακελάρη είναι ένα μυθιστόρημα για την ομώνυμη, φανταστική πόλη της αμερικανικής Δύσης, μεταξύ 1870-1890, όπου κυνηγοί βουβαλιών σταθμεύουν για να οργανώσουν ομάδες εξόρμησης: ένας-δύο κυνηγοί, ένας-δύο γδάρτες και ένας υπεύθυνος τροφοδοσίας. Την εποχή του «πυρετού» του χρυσού συντελείται και ο «πυρετός» του κυνηγιού, με εξαφάνιση ειδών της άγριας φύσης. Κάθε ομάδα εξολόθρευε 2.000 έως 5.000 ζώα σε κάθε εξόρμηση. Την ίδια εποχή ο Θορό και ο Έμερσον, οι κορυφαίοι Αμερικανοί στοχαστές, επισήμαιναν τον κίνδυνο της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του Στόουνερ για το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού και την αλόγιστη καταστροφή της φύσης που τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Άντριους, απόφοιτος του Χάρβαρντ, που αποφασίζει να γνωρίσει τη χώρα του εκτός του πανεπιστημίου, είναι η τυπική περίπτωση ενός αντι-Στόουνερ. Πλαισιώνεται από μια νεαρή πόρνη, τη Φρανσίν, δύο κυνηγούς που θα αποτελέσουν την κυνηγητική ομάδα και έναν μεταπράτη. Το μυθιστόρημα είναι ολιγοπρόσωπο, με διεισδυτική περιγραφή των χαρακτήρων, όπως άλλωστε γνωρίζουμε από τα άλλα έργα του Γουίλιαμς τον Στόουνερ και τον Αύγουστο, και με καταπληκτικές περιγραφές του φυσικού πλούτου της Αμερικής.
Βιβλία
Γκράχαμ Γκριν
Συναγερμός στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Μια διαρροή πληροφοριών πυροδοτεί κλίμα καχυποψίας, διάχυτης ανησυχίας και έντασης, ενώ διεξάγονται συνεχείς έλεγχοι ασφαλείας. Τα πρόσωπα σιγά-σιγά εμφανίζονται στη σκηνή: Ο Μορίς Κάσελ, ένας ήσυχος και διακριτικός πράκτορας που εγκατέλειψε το πεδίο δράσης του στην Αφρική για να αποσυρθεί στα κεντρικά γραφεία του Λονδίνου. Η γυναίκα του Σάρα, μαύρη, από τη Νότια Αφρική, που διέφυγε στη Βρετανία καταδιωκόμενη από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Ο Ντέιβις, βοηθός του Κάσελ, που, για να ξεχάσει τους αποτυχημένους έρωτές του, βυθίζεται στο αλκοόλ και τον τζόγο. Ο κυνικός και επικίνδυνος Πέρσιβαλ, με το καλοκάγαθο παρουσιαστικό του οικογενειακού γιατρού. Ο Συνταγματάρχης Ντέιντρι, άνθρωπος αφοσιωμένος στο καθήκον, με αυστηρό προφίλ, μοναχικός, που παλεύει με τη συνείδησή του. Και ο C, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη του για την Αφρική και την πίστη του στις συντηρητικές αξίες και την ταξική δομή της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γκρην επιστρέφει στον κόσμο των κατασκόπων και της προδοσίας, για να πλέξει το εγκώμιο της ανυπακοής και να δείξει με οξυδερκή και ευαίσθητο τρόπο σε ποια τραγωδία μπορεί να καταλήξει η αδιάλλακτη και άκαμπτη εφαρμογή της έννοιας του “εθνικού συμφέροντος” που πολύ συχνά και εύκολα παραμερίζει τον ανθρώπινο παράγοντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Τζούλιαν Μπαρνς
O βραβευμένος με Μπούκερ Τζούλιαν Μπαρνς μας ξεναγεί στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, αφηγούμενος τη ζωή του πρωτοπόρου της ιατρικής Σάμιουελ Πότσι.
Το καλοκαίρι του 1885, τρεις Γάλλοι κατέφτασαν στο Λονδίνο για ψώνια. Ο ένας ήταν πρίγκιπας, ο άλλος κόµης και ο τρίτος ένας κοινός θνητός µε ιταλικό όνοµα, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε απαθανατιστεί σε ένα από τα πιο σπουδαία πορτρέτα του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ. Αυτός ο κοινός θνητός ήταν o Σαµιέλ Πότσι, γιατρός, πρωτοπόρος γυναικολόγος και ελεύθερο πνεύµα – ένας λογικός επιστήµονας µε µια διαβόητα περίπλοκη προσωπική ζωή.
Φόντο της ζωής του, η παρισινή Μπελ Επόκ. Η όµορφη εποχή της λάµψης και της ευχαρίστησης συχνότερα έδειχνε την άσχηµη πλευρά της: υστερική, ναρκισσιστική, χλιδάτη και βίαιη, µια εποχή αχαλίνωτης προκατάληψης και νατιβισµού, που έχει περισσότερες οµοιότητες µε τη δική µας εποχή απ’ όσο θα φανταζόµασταν.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το ολοκαύτωμα
Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο - Αλμπέρτος Ναρ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ, τις οποίες συγκέντρωσαν και εξέδωσαν στον τόμο αυτό οι Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτας Ναρ, δεν αποτελούν απλώς τεκμήριο και ανεκτίμητη ιστορική πηγή, αλλά και μάθημα για τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κακό, τόσο από τη μεριά εκείνων που το επιβάλλουν όσο και από εκείνους που το υφίστανται και επιβιώνουν. Μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην καρδιά του βαθύτερου σκότους, αυτού της ζωής και του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό λεξικό όρων, ονομάτων και τόπων, καθώς και χρονολογικό πίνακα γραμμένα από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.
“Κι εμείς μυρίζαμε όλο τον καπνό. Ήτανε μυρωδιά από κρέας καμένο. Και το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Είναι άσχημα να το πεις αυτό σ’ έναν άνθρωπο, ότι καίγονται άνθρωποι εκεί μέσα. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Μπορεί να το κάνουν αυτό άνθρωποι; Κι εντούτοις, μετά, με τον καιρό… Βλέπεις η συνήθεια σου δίνει μια ανακούφιση. Συνηθίζεις το κακό. Στην αρχή υποφέρεις πολύ. Μετά το συνηθίζεις και λες, αυτή είναι η ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είμαστε σ’ ένα στρατόπεδο και είναι αδιέξοδο”.
“Υπήρχαν κάποιοι αποχωρισμοί που σε κανένα βιβλίο δεν γράφονται, δηλαδή μια μάνα να αφήνει το παιδί, το παιδί να αφήνει τη μάνα… και να ξέρουμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ. Ήταν μαρτύριο, κόλαση εκείνη η ώρα. Αποχωρισμός ζωντανός… Και δεν φταίγαμε σε τίποτα, έφταιγε μόνο το ότι ήμασταν Εβραίοι. Δεν κλέψαμε, δεν δολοφονήσαμε, μόνο που ήμασταν Εβραίοι”.
“Κι εγώ ήθελα να φύγω και μου λέει ο πατέρας μου: “Πάρε ένα πιστόλι, σκότωσέ μας, κι ύστερα φύγε”. Πως να φύγουμε λοιπόν; Τι να κάνουμε; Να αφήναμε τον πατέρα με πέντε παιδιά;”
“Αυτά που σας λέω, ούτε λέγονται, ούτε μπορεί να τα γράψει κανείς, ούτε να τα φανταστεί. Το τι μέρες δύσκολες, του θανάτου, έχουμε περάσει, δεν γράφονται, ούτε διηγούνται”.
“Εύχομαι άλλο κακό να μη δούμε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.