Ελληνική λογοτεχνία
Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ήθελε να γίνει αστυνοµικός, ήθελε να ζει για πάντα αγαπηµένος µε την Ελένη του και τα τρία παιδιά τους, ήθελε να τον σέβονται… Μια µέρα, που ο θυµός θα τον κάνει για άλλη µια φορά να παραφερθεί, θα αντιµετωπίσει την αντίσταση του µεγάλου του γιου, θα νιώσει εκδιωγµένος από το σπίτι του, και από τα Σεπόλια θα βρεθεί άστεγος στο κέντρο της Αθήνας.
Αντιµετωπίζει τις δυσκολίες και τους κινδύνους της καινούριας του συνθήκης, αναπολεί τη ζωή του και βρίσκει συµπαράσταση και καλοσύνη από άλλους απόκληρους. Και αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τουλάχιστον η Φελιτσιτά, µια ασπρόµαυρη γάτα που συχνάζει στα πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, του ζεσταίνει την καρδιά.
Τα µέλη της οικογένειάς του, όµως, έχουν το καθένα τη δική του εκδοχή για το παρελθόν, το παρόν και το τι µέλλει γενέσθαι. Πέντε πρόσωπα, το καθένα µε τα δικά του βάρη, τις έγνοιες και τα βάσανα, θέλουν να πουν τη δική τους ιστορία –το διήγηµα της δικής τους ιστορίας–, που συµπλέκεται µε το µυθιστόρηµα της οικογενειακής ζωής.
Εξοµολογητικό, γλυκόπικρο, ακαριαία τρυφερό, ένα µυθιστόρηµα σαν φευγαλέο χάδι στους ανθρώπους που ραγίζουν αθόρυβα δίπλα µας.
Ελληνική λογοτεχνία
Ήταν άραγε άλλο ένα μυθιστόρημα αυτό το γραπτό που έφτανε κεφάλαιο-κεφάλαιο στα χέρια του ανυποψίαστου επιμελητή εκδόσεων ή μήπως μια αληθινή ιστορία; Μια ιστορία που έμοιαζε παραδόξως να τον αφορά.
Όταν μέσα από τα παιδικά του μάτια άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο, ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Όλα τότε σταμάτησαν με βία και η ζωή δεν ήταν πια ίδια. Kι αυτός ξεκινούσε απ’ την αρχή, χωρίς τους φυσικούς του προστάτες, σ’ έναν καινούργιο, άγνωστο κόσμο, χαμένος ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, την πραγματικότητα και τις ψευδαισθήσεις, μέχρι τη μεγάλη προσωπική του ήττα. Αυτό που έμενε ήταν οι υποσχέσεις που έπρεπε να τηρηθούν ως ένα ελάχιστο χρέος, έστω και σ’ έναν άλλο χρόνο, έστω κι αν εκείνη δεν περίμενε πια.
Ελληνική λογοτεχνία
Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.
«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».
Ελληνική λογοτεχνία
Είχε πάει δέκα η ώρα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Έδειχνε εικόνες από το Πολυτεχνείο. Ένας τύπος, εκπρόσωπος Tύπου, Ζουρνατζής ονόματι, μιλούσε για «αναρχοκομμουνιστάς» που στράφηκαν εναντίον του καθεστώτος και της δημοσίας τάξεως. Ορίστε τα έκτροπα. Ο φακός έδειχνε σπασμένα θρανία, συνθήματα «κάτω η χούντα», «ζήτω οι παρτούζες», κιλότες, καπότες και σπασμένα έδρανα.
Πλησίασα το παράθυρο, ανασήκωσα τις γρίλιες. Είδα να καθαρίζουν με μάνικες τη Στουρνάρη. Αύρες-σαύρες να περνάνε και είδα λοξά προς την πλατεία Εξαρχείων να βγαίνουν από την πόρτα της Στουρνάρη με νάιλον σακούλες τρεις-τέσσερις μπάτσοι, με τρόφιμα που μας είχαν δώσει οι πεινασμένοι για ελευθερία και δημοκρατία.
Μέσα από τις ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες, που διανθίζουν το βιβλίο, η μνήμη πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν, σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ.
Ελληνική λογοτεχνία
Παράδεισος είναι οι άνθρωποι. Με την προϋπόθεση ότι αποδεχόμαστε την φθορά και την ανθρώπινη ατέλεια. Με την προϋπόθεση ότι παραιτούμαστε από την φαντασίωση ενός Παράδεισου που χαρίζεται, που δεν έχει κόπο, που δεν έχει προσωπική ευθύνη. Γιατί τότε ο Παράδεισος είναι εύθραυστος και οι άλλοι κινδυνεύουν να γίνουν η Κόλαση. Ατομικός Παράδεισος δεν υπάρχει. Η επιθυμία της συνάντησης, η δυνατή στιγμή της αναμέτρησης με την αλήθεια του άλλου. Η λαχτάρα να δημιουργηθεί ο μοναδικός μεταξύ μας τόπος συνάντησης. Εκείνα που θα αποκαλυφθούν μέσα στην αγάπη: τόσο τα σκοτεινά όσο και τα φωτεινά κομμάτια. Η μοναδική αίσθηση πληρότητας όταν καταφέρουμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο, να βιώσουμε ενσυναίσθηση, να μοιραστούμε βιώματα, να εμπνεύσουμε και να δεχθούμε την έμπνευση… Και όλα να αρχίζουν από την αρχή, ξανά και ξανά! Η πολύτιμη ώρα της διαφωνίας, τότε που στεριώνει ο Παράδεισος, καθώς δοκιμάζονται οι αντοχές και απαιτείται διεύρυνση του ορίζοντα θέασης της ζωής. Παράδεισος είναι οι άνθρωποι και οι διαπροσωπικές σχέσεις.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο άνθρωπος κολυμπούσε κάθε μέρα στις δυο μεγάλες αμμουδιές του νησιού, τη μια πλατιά και την άλλη μακριά, ατέλειωτη. Οι αμμουδιές αυτές χωρίζονταν από λιγοστά μεγάλα βράχια και κατά τη μεριά της πλατιάς αμμουδιάς σχηματιζόταν γκρεμός που κατάληγε, ύστερα από μερικά χιλιόμετρα, πέρα μακριά σε κάτι ανώνυμα νησόπουλα σπαρμένα κατά το γαρμπή.
Εκεί που τέλειωνε η πλατιά αμμουδιά ανηφόριζε μια μικρή πλαγιά και το μέρος ήταν γεμάτο από πεύκα, σκοίνα, συκιές, πικροδάφνες, λυγαριές, δεντρολίβανα. Ο ήλιος το χτυπούσε το καλοκαίρι από το πρωί ωσότου βασιλέψει. […]
Ελληνική λογοτεχνία
“Ποια τα όρια της ασθένειας; εύλογα θα απορήσει κανείς. Ποια τα όρια στην αναζήτηση της αλήθειας; είναι μια πιθανή απάντηση. Ο Κριεζώτης πάντως σίγουρα πορεύεται σε ένα επικίνδυνο μεταίχμιο”.
Το μυθιστόρημα “Με ραμμένη φτέρνα” είναι η ιστορία ενός γραφιά που προσπαθεί να συνέλθει μετά από μια ρήξη του αχίλλειου τένοντα που του διέλυσε τη ζωή, γυρίζοντας τρία μερόνυχτα μέσα στην πόλη, μπλέκοντας σε απροσδόκητες καταστάσεις, που δείχνουν να τον οδηγούν προς ένα είδος αυτογνωσίας. Είναι η ιστορία ενός εμμονικού ανθρώπου που έχει καταρρεύσει, και περιφέρεται μέσα σε μια πόλη στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο την Κατάρρευση του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Ελληνική λογοτεχνία
Μια αντιπροσωπεία ξένων επενδυτών επισκέπτεται την Ελλάδα με σκοπό να εκμεταλλευτεί τους αρχαιολογικούς χώρους μέσω της τεχνητής νοημοσύνης. Η κυβέρνηση επικροτεί τα σχέδιά τους, αλλά μια οργανωμένη ομάδα γυναικών προβαίνει σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας προξενώντας το μένος των υποστηρικτών του επενδυτικού προγράμματος. Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος προάγεται σε Διευθυντή Ασφάλειας Αττικής και τη θέση του προϊσταμένου του Τμήματος Ανθρωποκτονιών καταλαμβάνει για πρώτη φορά γυναίκα, η αστυνόμος Αντιγόνη Φερλέκη. Η ειρωνεία της τύχης όμως είναι ότι ξεκινάει την καριέρα της με την αποστολή να διαλευκάνει τρεις γυναικοκτονίες…
Ο διεθνής συγγραφέας μας, Πέτρος Μάρκαρης, για μια ακόμη φορά εστιάζει την προσοχή του αναγνώστη του στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, με τον πιο απολαυστικό τρόπο, αφού το βιβλίο διαβάζεται με μια ανάσα.
Ελληνική λογοτεχνία
Οι Λοξοί δρόµοι είναι ένα πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. Πολυπρόσωπο, µε την έννοια ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο υποδύεται µια γυναίκα, η οποία περιδιαβάζει σπουδαίους γυναικείους ρόλους του διεθνούς θεατρικού ρεπερτορίου (Ευριπίδης, Σαίξπηρ, Ίψεν, Στρίντµπεργκ, Ουίλλιαµς) υποβοηθούµενη επί σκηνής από έναν πλαστό «σκηνοθέτη» που την ακοµπανιάρει καθ’ υπόδειξίν της. Περιέργως, προκύπτει σχεδόν µια ταύτιση µε τη σηµερινή πραγµατικότητα, έτσι ώστε ο θεατής να σκεφτεί προβλήµατα και καταστάσεις που µας αφορούν.
To Δέντρο είναι µια περίεργη ιστορία που εκτυλίσσεται στη διάρκεια µιας µέρας. Όνειρο και πραγµατικότητα αντιµέτωπα. Το «αλλού» παίζει το παιχνίδι του «εδώ» και το «άλλοτε» το παιχνίδι του «τώρα». Λίγο Μπέκετ, λίγο Ιονέσκο. Λίγο Το µάθηµα, λίγο Α, οι ευτυχισµένες µέρες. Δύο µεσήλικοι άντρες στη µέση του πουθενά, ένα δέντρο, ένα ποτιστήρι και µια αδιάκοπη παρέλαση ανθρώπων που δείχνουν σχετικοί ή άσχετοι. Έως που πέφτει η νύχτα.
Ελληνική λογοτεχνία
Ανοιγοκλείνω τα μάτια ή δεν τα ανοιγοκλείνω; Νιώθω σίγουρα μια σύσπαση στο μάτι, ένα «τικ» χτυπάει επαναλαμβανόμενα στο βλέφαρο. Στο αριστερό μάτι, και ίσως είναι απλή διαταραχή του κυκλοφορικού. Πιθανώς ασήμαντη διαταραχή. Πιθανώς όχι ακριβώς ανεξήγητο ανοιγοκλείσιμο. Είμαι ακόμη σε κακή κατάσταση, είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος, σε απόγνωση, νεκρός. Ξυπνάω; Γιατί; Είμαι τέτοιο ράκος που πρέπει αμέσως να ξανακοιμηθώ να μη βλέπω καθόλου γύρω μου. Με απασχολούσε άραγε κάτι προχθές; Πριν απ’ όλα αυτά είχα ζωή; Πριν συμβεί ό,τι συνέβη, γινόταν κάτι που αξίζει να θυμηθώ; Περιμένω κάτι από το παρελθόν; Περιμένω δηλαδή να θυμηθώ κάτι που ξεχνάω; Έχω παρελθόν; Πού χάθηκε ό,τι γινόταν πριν; Και μήπως λίγο πριν, θυμόμουν κάτι για πιο πριν; Μήπως κι από πριν δεν είχα ξεχάσει το πριν, αν υπήρχε κάτι εκεί; Τώρα ξυπνάω από λήθαργο. Κι όμως δεν μπορώ να βγω ακριβώς έξω από το λήθαργο, δεν θυμάμαι τι ήταν πριν από αυτόν, δεν θυμάμαι την αρχή του, μήπως δεν είναι λήθαργος λοιπόν αλλά κανονική κατάσταση.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο αναγνώστης στον Οβολό συναντά την εφαρμογή της κλασικής μεθόδου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου: Το παλαιικό αναπαράγεται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος με κάποιου είδους νοσταλγία και μέσα από τη χρήση επιλεγμένων εκφράσεων της καθαρεύουσας. Η αυστηρότατη από την άλλη πλευρά κειμενική δομή, η διαύγεια και η σαφήνεια της έκφρασης μαζί με την απόλυτη προσοχή στην λεπτομέρεια μάς παραπέμπουν στον τόσο δημοφιλή στις μέρες μας μινιμαλισμό. Μέσα σε ένα περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και θορύβου όπως είναι αυτό που ζούμε, ο Παπαδημητρακόπουλος μάς προσκαλεί να συγκεντρωθούμε στο ασήμαντο και στο σεμνό. Γι’ αυτό και ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι ότι η πεζογραφία του μικρού, του απλού και του ευκρινούς που καλλιεργεί είναι εντελώς μοντέρνα (Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», Η Καθημερινή, 6/3/2005).
Ελληνική λογοτεχνία
Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.
Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.