Βλέπετε 1–12 από 226 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Η Αθήνα της μιας διαδρομής

Πέτρος Μάρκαρης

11.00

Στα αστυνομικά μυθιστορήματά του ο Πέτρος Μάρκαρης στέλνει τον ήρωά του αστυνόμο Χαρίτο στον λαβύρινθο της Αθήνας. Αυτή τη φορά, αποφάσισε να μπει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το οδοιπορικό του στην πόλη διαρκεί σχεδόν μία ώρα, όσο χρειάζεται ο Ηλεκτρικός να διανύσει την απόσταση από τον Πειραιά στην Κηφισιά. Ο συνεπιβάτης του συγγραφέα κατεβαίνει σε κάθε σταθμό, εξερευνά μαζί του τη γύρω περιοχή, γνωρίζει τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, ανακαλύπτει τις συναρπαστικές αντιθέσεις της, βρίσκεται μπροστά σε κρυφές εκπλήξεις, περπατά σε αρχαία μονοπάτια, αντιλαμβάνεται και κατανοεί όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, με τις φτωχές συνοικίες και τη σύγχρονη νεόπλουτη όψη της, την οποία δεν έχει χάσει ούτε την εποχή της κρίσης, γιατί η κρίση δεν άγγιξε τις περιοχές των νεόπλουτων, όπως άλλωστε κάθε κρίση.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Αυτόκτονος

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

10.00

Ο Σακελλάριος, ο ήρωας του «Αυτοκτόνου», είναι αλλοδαπός, τριάντα χρονών, αδέκαρος, και ζει ουσιαστικά χάρη στη συνδρομή των φίλων. Αλλοδαπός από που; Από την Ήπειρο, η οποία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στο ελληνικό κράτος, εξού και «δεν υπέκειτο εις στρατιωτικήν θητείαν», ο δε βοηθός του φούρναρη, Ηπειρώτης, όπως και το αφεντικό του, τον εγκαρδιώνει λέγοντας: «Κουράγιο, πατρίδα! (…] Έτσι θα πάρουμε και τα Γιάννενα;». Τον έχει διώξει η σπιτονοικοκυρά από την κάμαρη που νοίκιαζε, επειδή χρωστούσε ενοίκια, και μένει σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αλλά εκείνο το Σάββατο οι φίλοι δεν έχουν ή δεν θέλουν να του δώσουν για να το πληρώσει. Είναι ουσιαστικά άστεγος, όπως ο ξεπεσμένος δερβίσης (1896) ή ο μπαρμπα-Μάρκος (« Άλλος τύπος», 1903). Πηγαίνει το Σάββατο στην εκκλησία για τον εσπερινό και εκεί παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει, για να μη γίνει βάρος σε κανέναν, ούτε σε νεκροθάφτες ούτε σε ψάλτες ούτε σε παπάδες (αφού δεν θα ταφεί εκκλησιαστικά). Πάει κατόπιν στο κουρείο για να ξυρίσει τα γένια του, πρώτη φορά στη ζωή του, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψει το ξυράφι, το όργανο της αυτοχειρίας. Στη συνέχεια ζητάει από τον φούρναρη της γειτονιάς να περάσει το βράδυ στον φούρνο (αφού δεν μπορεί να μείνει στο ξενοδοχείο), όπου θα βρει πράγματι στέγη, ζέστη, ψωμί και κρασί. […] (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Οι αυτοκτόνοι του Παπαδιαμάντη)

Ελληνική λογοτεχνία

Διηγήματα Τόμος Β’

Γεώργιος Μ.Βιζυηνός

13.90

ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΑ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ χωρίς ὁδηγους στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὁ Γ. Βιζυηνὸς μὲ τὰ ἕξι ὅλα κι ὅλα διηγήματά του (δημοσιευμένα ὅλα σχεδὸν μέσα σὲ δύο χρόνια, 1883-84) γίνεται ὁ ἴδιος πρότυπο καὶ ὁδηγὸς γιὰ τὸ δρόμο ποὺ, ὑποχρεωτικὰ πιά, ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἑλληνικὴ πεζογραφία: ἀπὸ τὴ θεματογραφία στὴν οὐσία.

Μὲ τὸν Γ. Βιζυηνὸ σημαδεύεται τὸ τέλος τῆς προϊστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος, ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ καὶ ἐπίπεδη ἀφήγηση στὴν ἀνίχνευση τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν «αὐτοβιογραφία» του οὐσιαστικὰ (ἀλλὰ μὲ πόση διακριτικότητα…) συνθέτει ὁ Γ. Βιζυηνός, ἐπιχειρώντας νὰ εἰσδύσει στὰ ἄδυτα τῆς ψυχικῆς τοπιογραφίας, νὰ ἀναδείξει τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης – μιὰ «πνοὴ ἰδιοφυΐας» διαπερνᾶ τὸ ἔργο του, τὸ σύντομο καὶ τόσο προκλητικὰ ἀγνοημένο ἀπὸ τοὺς συγκαιρινούς του, ποὺ ἡ τραγικὴ μοίρα δὲν ἄφησε νὰ ὁλοκληρωθεῖ.

Από την σειρά Η πεζογραφική μας παράδοση των εκδόσεων Νεφέλη.

Ελληνική λογοτεχνία

Διηγήματα Τόμος Α’

Γεώργιος Μ.Βιζυηνός

12.90

ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΑ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ χωρίς ὁδηγους στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὁ Γ. Βιζυηνὸς μὲ τὰ ἕξι ὅλα κι ὅλα διηγήματά του (δημοσιευμένα ὅλα σχεδὸν μέσα σὲ δύο χρόνια, 1883-84) γίνεται ὁ ἴδιος πρότυπο καὶ ὁδηγὸς γιὰ τὸ δρόμο ποὺ, ὑποχρεωτικὰ πιά, ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἑλληνικὴ πεζογραφία: ἀπὸ τὴ θεματογραφία στὴν οὐσία.

Μὲ τὸν Γ. Βιζυηνὸ σημαδεύεται τὸ τέλος τῆς προϊστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος, ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ καὶ ἐπίπεδη ἀφήγηση στὴν ἀνίχνευση τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν «αὐτοβιογραφία» του οὐσιαστικὰ (ἀλλὰ μὲ πόση διακριτικότητα…) συνθέτει ὁ Γ. Βιζυηνός, ἐπιχειρώντας νὰ εἰσδύσει στὰ ἄδυτα τῆς ψυχικῆς τοπιογραφίας, νὰ ἀναδείξει τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης – μιὰ «πνοὴ ἰδιοφυΐας» διαπερνᾶ τὸ ἔργο του, τὸ σύντομο καὶ τόσο προκλητικὰ ἀγνοημένο ἀπὸ τοὺς συγκαιρινούς του, ποὺ ἡ τραγικὴ μοίρα δὲν ἄφησε νὰ ὁλοκληρωθεῖ.

Από την σειρά Η πεζογραφική μας παράδοση των εκδόσεων Νεφέλη.

Ελληνική λογοτεχνία

Κακό Aνήλιο

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

10.00

Δώδεκα μικρές ιστορίες στοιχειωμένες από μορφές και όντα του θρύλου και της φαντασίας που ισορροπούν με μακάβρια χάρη μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, λάμψης και σκοτεινιάς, λύτρωσης κι απελπισίας.

Ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος πλάσματα της «άλλης» μεριάς, δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης που συναντιούνται και αλληλοεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές κι άλλοτε παρήγορα θαύματα.

[…] Και με μια κεραυνοβόλα κίνηση χιμάει και καρφώνει τη γροθιά του μέσα, ολόβαθα, στο στήθος του Μανώλη – το σκίζει, το διατρυπάει όλο, πέρα για πέρα, βγάζοντας έπειτα μέσ’ από την πληγή, αντί για μια θνητή καρδιά, ένα μικρό, τσιμπλιασμένο αηδόνι.

Ελληνική λογοτεχνία

Κυρά Κυραλίνα

Παναΐτ Ιστράτι

16.60

Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι, «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολλάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.

Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη. Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.

Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Ελληνική λογοτεχνία

Νικήτρια σκόνη

Κώστας Καλτσάς

24.40

Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμιά ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα.

Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας.

Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του
Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα.

Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.

«Ακούγεται μεγάλο μπέρδεμα. Η φράση αυτή από τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ συμπυκνώνει τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. […] Ένα μυθιστόρημα που μας προσκαλεί να αναμετρηθούμε με τις συλλογικές εμπειρίες της δικής μας εποχής και να εξοικειωθούμε με την “τέχνη της ήττας” που μας διαπερνά και μας περιβάλλει».
ΚΩΣΤΉΣ ΚΑΡΠΌΖΗΛΟΣ, ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας

«[Εδώ] η Iστορία δεν είναι φόντο αλλά χαρακτήρας: περίπλοκος, απρόβλεπτος, χαρισματικός.
Ο Κώστας Καλτσάς δεν αφηγείται απλώς την ιστορία τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας αλλά την Iστορία της ίδιας της Ελλάδας. Φιλόδοξο, καταπληκτικό μυθιστόρημα».
CAROLE BURNS, συγγραφέας

Ελληνική λογοτεχνία

Μαργαρίτα Ιορδανίδη

Μιχάλης Μακρόπουλος

13.50

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή και μητέρα δύο παιδιών στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, πριν από την οικονομική κρίση και με τους οικονομικούς μετανάστες να έχουν μόλις έλθει από την Αλβανία.

Ένα όνομα δεν είναι ωστόσο παρά ένα προσωπείο. Ποιά είναι στ’ αλήθεια η Μαργαρίτα;

Αυτή είναι η παράδοξη ιστορία της. Μια ιστορία για το αίνιγμα της ταυτότητας πίσω από το πρόσωπο.

«Σήκωσε τότε το κεφάλι της, που τό ’χε χαμηλωμένο πάνω απ’ το φαΐ της. Η όψη της είχε κάτι το παράξενα ανέκφραστο, σαν νά ’ταν το πρόσωπό της πλασμένο από κερί και δεν είχε τ’ ασταμάτητα αναδέματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις, το παιχνίδισμα των ματιών, όλα εκείνα που δίνουν ζωή σε μιαν ανθρώπινη μορφή. Τους κοίταξε και είπε: “Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας”».

Ελληνική λογοτεχνία

Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ

Ρένα Λούνα

16.00

Ο ηλικιωμένος απόστρατος κύριος Λουντμίλος, περνά τις δυστυχείς τελευταίες ημέρες του στη Ρουέν. Την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, το 1952, μαθαίνει πως η πρώην γυναίκα του, η κυρία Λουντμίλα, αυτοκτονεί. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Ετρετά και να ταξιδέψει στη Ρουέν, την πόλη όπου έζησαν μαζί, ώστε να παραστεί στην ανάγνωση της διαθήκης της. Κάποια από τα ερωτήματα που τον απασχολούν εκείνη τη βδομάδα είναι: Μπορεί να παραλάβει από την καθολική εκκλησία ένα συγχωροχάρτι που θα δικαιολογεί την απουσία του από την κηδεία της; Σε ποιον ανήκει το δόντι που βρίσκει δίπλα στον τάφο της; Ήταν καλή ιδέα να ονομαστεί μια φυλακή “Bonne-Nouvelle” (καλά νέα); Και τέλος, είναι η ανάμνηση επιλογή; Εμποτισμένο με υπαρξιακό άγχος, μαύρο χιούμορ και σουρεαλιστικούς διαλόγους, προσεγγίζεται ο φόβος του θανάτου μέσα από το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας που τελείωσε πριν είκοσι έξι χρόνια, ενώ πλέον ο ένας είναι γέρος και η άλλη μέσα σε ένα κουτί.

Ελληνική λογοτεχνία

Εξισώσεις

Βασίλειος Φ. Δρόλιας

9.00

Ο ξαφνικός θάνατος του καθηγητή Πιερ Μενάρ άφησε πίσω του μια σειρά από σημειώσεις και τετράδια τα οποία αναλαμβάνει να εκδώσει ο τελευταίος συνεργάτης του. Τα σχόλιά του αναδεικνύουν όχι μόνο το έργο του καθηγητή μα και τη δύσκολη και τεταμένη σχέση που είχαν μεταξύ τους. Σ’ αυτό το υβριδικό μυθιστόρημα ο Βασίλειος Δρόλιας γράφει για τη σύγχρονη φυσική και την επιστήμη γενικότερα, εξετάζοντας την αμιγώς επιστημονική όσο και την κοινωνική της υπόσταση. Οι σχέσεις, τα πάθη και οι φιλοδοξίες των ερευνητών συνδέονται με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα σε μια σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και πάθος για τη γνώση και τη ζωή.

Ελληνική λογοτεχνία

Παλμίτα

Αντιγόνη Ζόγκα

16.60

ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ, 1974. Λίγο πριν απ’ το πραξικόπημα. Μια γυναίκα και ένας άντρας, σε ένα γύρισμα της τύχης.

ΑΘΗΝΑ, 2018. Λίγο πριν απ’ την πανδημία. Ένας άντρας και μια γυναίκα, σε μια εξομολόγηση εκ βαθέων.

Υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας; Κι αν ναι, από τι εξαρτάται; Από την τρέλα μιας μέρας, ή από το πεπρωμένο της καρδιάς, όπως τραγουδούν οι ποιητές του τάνγκο;
Δύο ερωτικές ιστορίες που στροβιλίζονται στον δικό τους ρυθμό, όσο οι άντρες και οι γυναίκες, με τα λάθη και τα πάθη που τους ενώνουν, τυλίγονται σε κόμπους πιο σφιχτούς από την αγάπη, πιο ισχυρούς από τον πόθο, πιο αέναους από τον θάνατο, καταραμένους σαν το διαγενεακό τραύμα, να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές – μέχρι να καούν για να ξαναγεννηθούν.

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΧΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΔΥΟ.

Ελληνική λογοτεχνία

Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

Μαίρη Κόντζογλου

18.80

Η ολοκλήρωση της διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου «Από ήλιο σε ήλιο», για την ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου».
Αρχές του 20ού αιώνα. Στην Ευρώπη οι νέοι σκοτώνονται στα χαρακώματα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στη Σέριφο στις σκοτεινές γαλαρίες των μεταλλείων.
Στις παράπλευρες απώλειες υπολογίζεται και η νεαρή σύζυγος του πανίσχυρου πια Γκρόμαν, η Ανδρομέδα που βουλιάζει στη θλίψη και αρνείται την πραγματικότητα.
Ένα τραγικό γεγονός θα τη βγάλει από τον συναισθηματικό της λήθαργο, θα την αφυπνίσει σαν άνθρωπο και θα την κάνει να απαιτήσει τη ζωή της πίσω.
Στο μεταξύ οι εργάτες των μεταλλείων, υπό την καθοδήγηση του Σπέρα και του Περσέα, όταν η κατάσταση στα μεταλλεία φτάσει στο απροχώρητο, θα κηρύξουν απεργία διεκδικώντας ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Θα χυθεί αίμα, θα χαθούν ζωές αλλά εκείνοι θα είναι ανυποχώρητοι μέχρι την τελική λύση.
Και οι ήρωες αυτής της ιστορίας θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την αγάπη και την δικαιοσύνη από ήλιο σε ήλιο.

Η «ματωμένη απεργία της Σερίφου» μπαίνοντας κάτω από το συγγραφικό μικροσκόπιο της Μαίρης Κόντζογλου γέννησε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν μεγάλο αγώνα, έναν έρωτα και τον τόπο που έθρεψε θεούς και ήρωες.

Σπίθες γέμιζαν τον αέρα, μύριζε την αγωνία τους, άκουγε τις τραχιές φούστες να τρίζουν, ξερόκλαδα στη φωτιά, γευόταν τη σκόνη που σήκωναν οι γυμνές πατούσες καθώς σβάρνιζαν το χώμα. Μπροστά πήγαινε το παιδομάνι, κάπως σαν χαρούμενο – πώς να βάνουν με τον νου τους κακό… Κεφάλια κουρεμένα με την ψιλή, σκασμένα μάγουλα, πληγιασμένα γόνατα, πρησμένες κοιλιές, μύξες και δάκρυα.
Στάθηκαν σε μια άκρη, δεν μπορούσαν να φύγουν χωρίς να μάθουν, φώναζαν κάτω από τα παράθυρα των γραφείων, πείτε μας! Δώστε μας ονόματα!
Μια μεσήλικη σήκωσε πέτρα, την πέταξε με δύναμη, αστόχησε.
Και η παιδική φωνή «Ο πατέρααααας… Πού είναι ο πατέρας μου;» έσχισε τη νύχτα, θρήνος απλώθηκε.
Απόσπασμα από το βιβλίο