Ελληνική λογοτεχνία
Δώδεκα μικρές ιστορίες στοιχειωμένες από μορφές και όντα του θρύλου και της φαντασίας που ισορροπούν με μακάβρια χάρη μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, λάμψης και σκοτεινιάς, λύτρωσης κι απελπισίας.
Ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος πλάσματα της «άλλης» μεριάς, δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης που συναντιούνται και αλληλοεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές κι άλλοτε παρήγορα θαύματα.
[…] Και με μια κεραυνοβόλα κίνηση χιμάει και καρφώνει τη γροθιά του μέσα, ολόβαθα, στο στήθος του Μανώλη – το σκίζει, το διατρυπάει όλο, πέρα για πέρα, βγάζοντας έπειτα μέσ’ από την πληγή, αντί για μια θνητή καρδιά, ένα μικρό, τσιμπλιασμένο αηδόνι.Ελληνική λογοτεχνία
Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι, «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολλάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.
Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη. Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.
Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Ελληνική λογοτεχνία
Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμιά ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα.
Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας.
Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του
Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα.
Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.
«Ακούγεται μεγάλο μπέρδεμα. Η φράση αυτή από τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ συμπυκνώνει τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. […]
Ένα μυθιστόρημα που μας προσκαλεί να αναμετρηθούμε με τις συλλογικές εμπειρίες της δικής μας εποχής και να εξοικειωθούμε με την “τέχνη της ήττας” που μας διαπερνά και μας περιβάλλει».
ΚΩΣΤΉΣ ΚΑΡΠΌΖΗΛΟΣ, ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας
«[Εδώ] η Iστορία δεν είναι φόντο αλλά χαρακτήρας: περίπλοκος, απρόβλεπτος, χαρισματικός.
Ο Κώστας Καλτσάς δεν αφηγείται απλώς την ιστορία τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας αλλά την Iστορία της ίδιας της Ελλάδας. Φιλόδοξο, καταπληκτικό μυθιστόρημα».
CAROLE BURNS, συγγραφέας
Ελληνική λογοτεχνία
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή και μητέρα δύο παιδιών στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, πριν από την οικονομική κρίση και με τους οικονομικούς μετανάστες να έχουν μόλις έλθει από την Αλβανία.
Ένα όνομα δεν είναι ωστόσο παρά ένα προσωπείο. Ποιά είναι στ’ αλήθεια η Μαργαρίτα;
Αυτή είναι η παράδοξη ιστορία της. Μια ιστορία για το αίνιγμα της ταυτότητας πίσω από το πρόσωπο.
«Σήκωσε τότε το κεφάλι της, που τό ’χε χαμηλωμένο πάνω απ’ το φαΐ της. Η όψη της είχε κάτι το παράξενα ανέκφραστο, σαν νά ’ταν το πρόσωπό της πλασμένο από κερί και δεν είχε τ’ ασταμάτητα αναδέματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις, το παιχνίδισμα των ματιών, όλα εκείνα που δίνουν ζωή σε μιαν ανθρώπινη μορφή. Τους κοίταξε και είπε: “Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας”».
Ελληνική λογοτεχνία
Ο ηλικιωμένος απόστρατος κύριος Λουντμίλος, περνά τις δυστυχείς τελευταίες ημέρες του στη Ρουέν. Την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, το 1952, μαθαίνει πως η πρώην γυναίκα του, η κυρία Λουντμίλα, αυτοκτονεί. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Ετρετά και να ταξιδέψει στη Ρουέν, την πόλη όπου έζησαν μαζί, ώστε να παραστεί στην ανάγνωση της διαθήκης της. Κάποια από τα ερωτήματα που τον απασχολούν εκείνη τη βδομάδα είναι: Μπορεί να παραλάβει από την καθολική εκκλησία ένα συγχωροχάρτι που θα δικαιολογεί την απουσία του από την κηδεία της; Σε ποιον ανήκει το δόντι που βρίσκει δίπλα στον τάφο της; Ήταν καλή ιδέα να ονομαστεί μια φυλακή “Bonne-Nouvelle” (καλά νέα); Και τέλος, είναι η ανάμνηση επιλογή; Εμποτισμένο με υπαρξιακό άγχος, μαύρο χιούμορ και σουρεαλιστικούς διαλόγους, προσεγγίζεται ο φόβος του θανάτου μέσα από το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας που τελείωσε πριν είκοσι έξι χρόνια, ενώ πλέον ο ένας είναι γέρος και η άλλη μέσα σε ένα κουτί.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο ξαφνικός θάνατος του καθηγητή Πιερ Μενάρ άφησε πίσω του μια σειρά από σημειώσεις και τετράδια τα οποία αναλαμβάνει να εκδώσει ο τελευταίος συνεργάτης του. Τα σχόλιά του αναδεικνύουν όχι μόνο το έργο του καθηγητή μα και τη δύσκολη και τεταμένη σχέση που είχαν μεταξύ τους. Σ’ αυτό το υβριδικό μυθιστόρημα ο Βασίλειος Δρόλιας γράφει για τη σύγχρονη φυσική και την επιστήμη γενικότερα, εξετάζοντας την αμιγώς επιστημονική όσο και την κοινωνική της υπόσταση. Οι σχέσεις, τα πάθη και οι φιλοδοξίες των ερευνητών συνδέονται με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα σε μια σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και πάθος για τη γνώση και τη ζωή.
Ελληνική λογοτεχνία
ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ, 1974. Λίγο πριν απ’ το πραξικόπημα. Μια γυναίκα και ένας άντρας, σε ένα γύρισμα της τύχης.
ΑΘΗΝΑ, 2018. Λίγο πριν απ’ την πανδημία. Ένας άντρας και μια γυναίκα, σε μια εξομολόγηση εκ βαθέων.
Υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας; Κι αν ναι, από τι εξαρτάται; Από την τρέλα μιας μέρας, ή από το πεπρωμένο της καρδιάς, όπως τραγουδούν οι ποιητές του τάνγκο;
Δύο ερωτικές ιστορίες που στροβιλίζονται στον δικό τους ρυθμό, όσο οι άντρες και οι γυναίκες, με τα λάθη και τα πάθη που τους ενώνουν, τυλίγονται σε κόμπους πιο σφιχτούς από την αγάπη, πιο ισχυρούς από τον πόθο, πιο αέναους από τον θάνατο, καταραμένους σαν το διαγενεακό τραύμα, να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές – μέχρι να καούν για να ξαναγεννηθούν.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΧΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΔΥΟ.
Ελληνική λογοτεχνία
Η ολοκλήρωση της διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου «Από ήλιο σε ήλιο», για την ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου».
Αρχές του 20ού αιώνα. Στην Ευρώπη οι νέοι σκοτώνονται στα χαρακώματα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στη Σέριφο στις σκοτεινές γαλαρίες των μεταλλείων.
Στις παράπλευρες απώλειες υπολογίζεται και η νεαρή σύζυγος του πανίσχυρου πια Γκρόμαν, η Ανδρομέδα που βουλιάζει στη θλίψη και αρνείται την πραγματικότητα.
Ένα τραγικό γεγονός θα τη βγάλει από τον συναισθηματικό της λήθαργο, θα την αφυπνίσει σαν άνθρωπο και θα την κάνει να απαιτήσει τη ζωή της πίσω.
Στο μεταξύ οι εργάτες των μεταλλείων, υπό την καθοδήγηση του Σπέρα και του Περσέα, όταν η κατάσταση στα μεταλλεία φτάσει στο απροχώρητο, θα κηρύξουν απεργία διεκδικώντας ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Θα χυθεί αίμα, θα χαθούν ζωές αλλά εκείνοι θα είναι ανυποχώρητοι μέχρι την τελική λύση.
Και οι ήρωες αυτής της ιστορίας θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την αγάπη και την δικαιοσύνη από ήλιο σε ήλιο.
Η «ματωμένη απεργία της Σερίφου» μπαίνοντας κάτω από το συγγραφικό μικροσκόπιο της Μαίρης Κόντζογλου γέννησε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν μεγάλο αγώνα, έναν έρωτα και τον τόπο που έθρεψε θεούς και ήρωες.
Σπίθες γέμιζαν τον αέρα, μύριζε την αγωνία τους, άκουγε τις τραχιές φούστες να τρίζουν, ξερόκλαδα στη φωτιά, γευόταν τη σκόνη που σήκωναν οι γυμνές πατούσες καθώς σβάρνιζαν το χώμα. Μπροστά πήγαινε το παιδομάνι, κάπως σαν χαρούμενο – πώς να βάνουν με τον νου τους κακό… Κεφάλια κουρεμένα με την ψιλή, σκασμένα μάγουλα, πληγιασμένα γόνατα, πρησμένες κοιλιές, μύξες και δάκρυα.
Στάθηκαν σε μια άκρη, δεν μπορούσαν να φύγουν χωρίς να μάθουν, φώναζαν κάτω από τα παράθυρα των γραφείων, πείτε μας! Δώστε μας ονόματα!
Μια μεσήλικη σήκωσε πέτρα, την πέταξε με δύναμη, αστόχησε.
Και η παιδική φωνή «Ο πατέρααααας… Πού είναι ο πατέρας μου;» έσχισε τη νύχτα, θρήνος απλώθηκε.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ελληνική λογοτεχνία
Ποταμόπλοια / 40
Στην κεντρική πλατεία μιας πόλης στη Βόρειο Ελλάδα το σμιλευμένο άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας της Βασίλισσας των Ελλήνων έχει καθαιρεθεί. Στο ίδιο σημείο –στην διαφημιστική πινακίδα του πρώτου κινηματογράφου της πόλης– ποζάρει γυμνή η Ζωή Λάσκαρη. Το έργο που παίζεται είναι ο ‘’Ο Κατήφορος’’. Αυτή ακριβώς η ιστορική και χρονική συγκυρία τυλίγει σα νήμα τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων στο Φυγόδικος δεν ήμουν.
Η πόλη βρίσκεται στο Βορρά. Το σπίτι είναι πέτρινο: ριζωμένο στη γη. Οι ένοικοι πολλοί: ριζωμένοι στις εμμονές τους. Η δάφνη τετράψηλη: ριζωμένη στον κήπο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Οι επισκέπτες είναι δύο: άντρας και γυναίκα. Εραστές. Ο άντρας είναι φυγάς. Η γυναίκα τον έφερε εδώ. Η πόλη, το σπίτι, οι ένοικοι του είναι άγνωστοι. Κανείς δεν τον περιμένει, κανείς δεν τον γνωρίζει, κάθε αγκωνάρι τον καταδιώκει, κάθε ένοικος είναι γι’ αυτόν πυρακτωμένο σίδερο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Και η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της. Θα βγει να χτυπήσει την πόρτα του μέσα στη νύχτα; Κάποιος από τους δυο τους πρέπει πάση θυσία να μιλήσει πρώτος στον άλλον. Αν όχι, η μεταξύ τους σχέση θα σκάσει σαν πυριτιδαποθήκη. Ξημερώνει. Ο ήλιος είναι ολοκαίνουργιος, τα σύννεφα τρέχουν και οι δρόμοι ξετυλίγονται. Το αρχοντικό –χάρη στο ανέφικτο της λήθης;– ξεθάβει μυστικά, αποκαλύπτει λάθη, συγκαλυμμένες ρήξεις, ακλόνητες πεποιθήσεις, βγάζει στο φως μεγάλα λάθη, εύκολα λησμονημένα. Το αρχοντικό κοιτάζει ενοίκους και επισκέπτες στα μάτια, περιμένοντας την αντίδραση τους: Θα συμφιλιωθούν ή θα παραμείνουν ξένοι;
Ελληνική λογοτεχνία
Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι –κυρίως όμως τύποι καθημερινοί– που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας.
Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών.
Ελληνική λογοτεχνία
Στο «Τέλος Πάντων» ο Αχιλλέας ΙΙΙ αποφασίζει να καταστρέψει τον κόσμο, και μάλιστα όχι μία φορά αλλά είκοσι τέσσερις. Με αφορμή τη συντέλεια, δημιουργεί και παρουσιάζει ένα πλήθος από παράξενους –ή όχι και τόσο παράξενους, τελικά– κόσμους, στους οποίους τίποτα δεν είναι αδύνατο. Με το τέλος των πάντων να μοιάζει περισσότερο με ευκαιρία παρά με απειλή, οι γνωστοί κανόνες ανατρέπονται και κάθε Αποκάλυψη οδηγεί σε περισσότερες αποκαλύψεις, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, ως γεγονός, το ίδιο το Τέλος έχει πολύ μικρότερη σημασία και ενδιαφέρον από όλα όσα μπορούν να συμβούν μέχρι να φτάσει κανείς σε αυτό.
Στα διηγήματα του βιβλίου αυτού, ο κόσμος ολόκληρος εξετάζεται στο μικροσκόπιο, παρατηρείται μέσω τηλεσκοπίου, διηθίζεται περνώντας μέσα από διαφορετικά φίλτρα, αλλάζει μορφή μπροστά σε παραμορφωτικούς καθρέφτες κάθε είδους, διαλύεται και επανασυντίθεται άπειρες φορές, και παρουσιάζεται ως σταυροδρόμι στο οποίο το παράδοξο, το χιούμορ και η κριτική θεώρηση της πραγματικότητας συναντιούνται και παρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου τα πάντα υπακούουν μέχρι τέλους σε έναν και μοναδικό κανόνα, εκείνον που ορίζει ότι «Δεν ισχύει κανένας κανόνας».