Τον φέραν κυλώντας, με τις κλοτσιές, μέχρι τον Άγνωστο. Εκεί του έδωσαν μια και τον έριξαν από κάτω στης Μάρκαινας. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε, κοιτάξαμε γύρω, δεν πήγαινε κανένας. Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. Οι δυο μας. Και τον ανεβάσαμε στο σχολείο. Εκεί περίμεναν οι αδερφές του. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. Τους λέω, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω άλλο. Ό,τι θέλετε κάνετε. Και σηκώθηκα έφυγα. Σκάψανε λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Μαργαρίτα Καραπάνου
“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)
“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)
Κλερ Κίγκαν
Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση, δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου. Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους.
Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.