Βλέπετε 1–12 από 14 αποτελέσματα

Θανάσης Τριαρίδης

15.00

“Κάθε φορά που αρχίζω να μιλάω για το Άουσβιτς (σωστότερα: για το Ολοκαύτωμα που συντομογραφούμε με τη λέξη Άουσβιτς) ξεκινάω με την ίδια μαρτυρία που έρχεται από τον Πρίμο Λέβι. Το φθινόπωρο του 1943 μοιράστηκαν από τις ναζιστικές αρχές κατοχής στον γερμανόφωνο πληθυσμό γύρω από το Άουσβιτς σαράντα χιλιάδες ζευγάρια παιδικά παπούτσια. (Τα παιδικά παπούτσια ήταν έτσι κι αλλιώς δυσεύρετο είδος στον Μεσοπόλεμο, πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου – και γι’ αυτό ήταν πάγια πρακτική τα χρησιμοποιημένα παπούτσια ενός παιδιού που μεγάλωνε να φοριούνται από ένα άλλο.) Προσήλθαν σαράντα χιλιάδες γονείς, γράφτηκαν στη λίστα διάθεσης, πήραν τα παπούτσια για τα παιδιά τους. Κανένας δεν ρώτησε: “Μα από πού ήρθαν τόσα παιδικά παπούτσια;”

Το περιστατικό αυτό δεν είναι μια παράπλευρη ιστορία γύρω από την τραγωδία του Άουσβιτς. Το γεγονός αυτό είναι το Άουσβιτς. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης για τα σώματα (τα ζωντανά σώματα, τα παλλόμενα σώματα, τα τρεμάμενα σώματα) που κάποτε φόρεσαν τα παπούτσια. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης.

Το βιβλίο αυτό (που συγκεντρώνει κείμενα μιας εικοσαετίας) καταγράφει, μέσα από μια ακολουθία επιχειρημάτων και συνδέσεων, τη βασική ερμηνευτική θέση του Θανάση Τριαρίδη για το Ολοκαύτωμα, αυτήν που δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Πως το Άουσβιτς το κάναμε εμείς (η ανέκφραστη πλειοψηφία των κοινωνιών της Δύσης, η σιωπηλή πλειοψηφία) – και θα το ξανακάνουμε εμείς. Πως τα τρένα που ξεκίνησαν για το Άουσβιτς τα φορτώσαμε εμείς – και θα τα ξαναφορτώσουμε εμείς. Πως το παράγγελμα Wstawac το προφέραμε εμείς – και θα το ξαναπροφέρουμε εμείς. Πως την επόμενη φορά, όταν τα θύματα θα είναι χοντροί / αδύνατοι / ξανθοί / μελαχρινοί / μετανάστες / φτωχοί / άρρωστοι / όποιοι άλλοι (πάντοτε “απειλητικά επικίνδυνοι”), εμείς (η κοινωνική πλειοψηφία, η πλειονότητα) θα είμαστε και πάλι οι θύτες.

 

Θεοδόσιος Π. Τάσιος

20.70

Η χρήση του αγαθού της γλώσσας είναι τόσο γενική και τόσο “αυτόματη”, όσο ίσως είναι κι η ανάσα. Κι όπως δεν σκεπτόμαστε πόσο πολύτιμη είναι η περίπλοκη φυσιολογία της Αναπνοής, άλλο τόσο δεν μας απασχολεί το πόσο θεμελιώδης για την ύπαρξή-μας είναι η Γλώσσα.

Όμως, χάρις στους ακάματους Γλωσσολόγους μας, διατίθενται τόσο πολλές και βαθειές γνώσεις γι’ αυτήν, ώστε μπορούμε κι εμείς να απολαύσομε ένα μέρος απ’ αυτή τη γνώση.

Εμείς οι απλοί Χρήστες της γλώσσας έχομε κι ένα πρόσθετο πρακτικό ενδιαφέρον: αφενός είμαστε καλλιεργητές της γλώσσας (στον καθημερινό, τον επιστημονικό και τον καλλιτεχνικό λόγο), αφετέρου πολύ συχνά έχομε ειδικές εκφραστικές ανάγκες, τις οποίες θέλομε και να τις περιγράφομε.

Σκέφθηκα λοιπόν να συμμερισθώ μαζί-σας τις δικές-μου γλωσσικές αντιλήψεις, όπως τις διδάχθηκα απ’ τους ειδικούς, αλλά κι όπως τις απόχτησα από πείρα πολύχρονη.
Επομένως, το βιβλίο αυτό έχει κυριότατα πρακτικούς σκοπούς – λέει όμως και τον πόνο μου: για παράδειγμα, δεν αντέχω άλλο να με βάζουνε να γράφω “κατά νουν”, ενώ εγώ σωστά διαβάζω “κατα νούν”…

Όλια Λαζαρίδου

9.90

– Ποιος είναι ο τόπος καταγωγής σου, Όλια Λαζαρίδου;

– Η ακτή.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα ποίημα. Το κείμενο της Όλιας, περισσότερο με μια ταπεινή προσευχή μοιάζει, που κόβει όμως άμα δεν προσέξεις. Όπως τα σπασμένα κοχύλια. Βασισμένη στις αναμνήσεις της (κορίτσι, έρωτας, αποχωρισμός) δεν φλυαρεί. Στείβει το βίωμά της ώστε τελικά καταφέρνει να μην εξουθενωθεί στη νοσταλγία του παρελθόντος. Γιατί αυτό που επιθυμεί είναι να τα βάλει με τη μηδενιστική τροπή του παρόντος.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα γλυκό παραλήρημα εκ βαθέων, που η ροή του ακολουθεί πιστά τις διαδρομές του μυαλού μόνο όταν έχεις τα μάτια κλειστά. Κάτι σαν προσωπικό κόσμημα, από αυτά που μαζεύεις στο γιαλό. Τα βάζεις στο αυτί και διαρρέουν τα μυστικά των αέρηδων. Γιατί, πάνω απ’ όλα, αυτό που θέλει να μας υπενθυμίσει είναι πως το σπίτι της τέχνης δεν είναι ένα παλάτι, όπως πολλοί ξεγελάστηκαν. Ο τόπος του ποιήματος είναι ένα μικρό εξομολογητήριο.

– Σταμάτα λίγο να μιλάς και κοίτα με στα μάτια.

Μισέλ Φουκώ

26.10

Οι παραδόσεις με τίτλο “Το θάρρος της αλήθειας” είναι οι τελευταίες που έδωσε ο Μισέλ Φουκώ στο Κολέγιο της Γαλλίας, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1984. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 1984. Το πλαίσιο αυτό παρακινεί τον αναγνώστη να δει τις εν λόγω παραδόσεις σαν μια φιλοσοφική διαθήκη, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η θεματική του θανάτου είναι έντονα παρούσα, ιδίως στη νέα ανάγνωση που προτείνει ο Φουκώ, ακολουθώντας τον Ντυμεζίλ, για τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, χρωστάμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό!»), θεωρώντας τα έκφραση βαθιάς ευγνωμοσύνης προς τη φιλοσοφία, η οποία θεραπεύει από τη μόνη σοβαρή ασθένεια: εκείνη των ψευδών απόψεων και των προκαταλήψεων.

Αυτός ο κύκλος παραδόσεων συνεχίζει και ριζοσπαστικοποιεί τις αναλύσεις του αμέσως προηγούμενου έτους [ελλ. έκδ.: Η κυβέρνηση του εαυτού και των άλλων. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1982-1983, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, υπό έκδοση]. Εκεί, το ζητούμενο του Φουκώ ήταν να θέσει υπό διερώτηση τη λειτουργία του «αληθώς λέγειν» στην πολιτική, προκειμένου να θεσπίσει για τη δημοκρατία ορισμένες ηθικές προϋποθέσεις που δεν μπορούν να αναχθούν στους τυπικούς κανόνες της συναίνεσης: οι προϋποθέσεις αυτές είναι το θάρρος και η πεποίθηση, το φρόνημα.

Με τους κυνικούς, αυτή η εκδήλωση του αληθούς δεν εγγράφεται πλέον απλώς σε μια ριψοκίνδυνη δημόσια τοποθέτηση, σε μια δημηγορία, αλλά στην ίδια την υλικότητα της ύπαρξης. Ο Φουκώ προτείνει λοιπόν μια πρωτοποριακή μελέτη του αρχαίου κυνισμού, βλέποντάς τον ως πρακτική φιλοσοφία, άθληση της αλήθειας, δημόσια πρόκληση, ασκητική κυριαρχία επί του εαυτού και των άλλων. Το σκάνδαλο της αληθινής ζωής συγκροτείται έτσι ως αντίθεση στον πλατωνισμό και στον υπερβατικό του κόσμο των νοητών Μορφών.

«Δεν υπάρχει εγκαθίδρυση της αλήθειας χωρίς ουσιώδη θέσπιση της ετερότητας· η αλήθεια δεν είναι ποτέ το ίδιο· δεν μπορεί να υπάρξει αλήθεια παρά μόνο στη μορφή του άλλου κόσμου και της άλλης ζωής»

Ξένη λογοτεχνία

Σοπενάουερ παρόντος

Μισέλ Ουελμπέκ

12.60

Ανάμεσα στον Σοπενάουερ και τον Κοντ, τελικά διάλεξα – και, βαθμηδόν, με ένα είδος διαψευσμένου ενθουσιασμού, έγινα θετικιστής και έτσι, έπαψα κατ’ αναλογία να είμαι σοπεναουερικός. Παρά ταύτα, ελάχιστα ξαναδιαβάζω Κοντ, και ποτέ με μιαν απόλαυση απλή, άμεση, αλλά περισσότερο μ’ εκείνη τη λιγάκι διεστραμμένη (σίγουρα έντονη, όταν της έχεις πάρει το κολάι) απόλαυση που νιώθουμε συχνά με τις υφολογικές παραξενιές των εκκεντρικών. Αντίθετα, κανένας φιλόσοφος, εξ όσων γνωρίζω, δεν είναι τόσο άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα όσο ο Άρτουρ Σοπενάουερ. Δεν πρόκειται καν για κάποια «τέχνη του γραψίματος» κι άλλες τέτοιες μωρολογίες: πρόκειται για τους όρους τους οποίους καθένας θα έπρεπε να μπορεί να πληροί πριν βρει το θράσος να προτείνει τη σκέψη του στο κοινό.

Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της.
Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, κι ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει.

Σε αυτό το ανέκδοτο κείμενο, μπορούμε να δούμε τη σχέση που διατηρεί ο Ουελμπέκ με τη φιλοσοφία και πώς τροφοδοτεί αυτή το έργο του.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κήπος των ψυχών

Βασίλης Τσιαμπούσης

12.00

“ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΞΕΓΥΜΝΩΝΑΝ, ΕΠΕΙΤΑ ΕΨΑΧΝΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ, ΤΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ και τους μπόγους τους και, φορώντας γάντια, έβαζαν τα χέρια τους ακόμα και στις τρύπες των γυναικών, μήπως είχαν κρύψει κάτι εκεί μέσα.

Να σκεφτείς, είπε, νεαρά κορίτσια τα ξεπαρθένευαν με τα βρωμόχερά τους, για να βρουν κάνα κρυμμένο δαχτυλίδι. Και μια γριά, την ώρα που την έψαχναν, χέστηκε και την περίλαβαν στις κλοτσιές […] Το πιο συγκινητικό, όμως, ήταν ένας γάμος που τελέστηκε το τελευταίο βράδυ. Επρόκειτο να γίνει στη συναγωγή λίγες μέρες αργότερα, αλλά αναγκαστικά τον έκαναν στην καπναποθήκη. Κι αφού ο ραβίνος διάβασε τη γαμήλια ευχή, έπειτα ο μπαμπάς του κοριτσιού τριγύριζε συγκινημένος κι έλεγε στους υπόλοιπους: “Σας ευχαριστώ που παραστήκατε στη χαρά των παιδιών μας… Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας”. Στο τέλος όλοι μαζί είπαν ένα τραγούδι για τον γαμπρό και τη νύφη, που, αντί ν’ ακούγεται χαρούμενο, σου ξέσκιζε την ψυχή.

Τι μου ήρθε και τον ρώτησα: Εσύ, Κώστα, κούρεψες κάναν Εβραίο; Τότε έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και είπε: Από αύριο θα σταματήσω τη δουλειά. Καλύτερα να πεθάνουμε από την πείνα, παρά να ξαναπάω στο κουρείο”.

Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών γυναικών, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η καλοσύνη κάποιων προσώπων, η συμπαράσταση από άτομα που δεν τα υπολόγιζες, η απίστευτη -κρυμμένη- δύναμη του έρωτα, μα προπαντός η αντοχή και το κουράγιο των τυραννισμένων, που ξαναρχίζουν μ’ ελπίδα τη ζωή τους σ’ έναν δύσκολο αλλά πανέμορφο κόσμο.

Ξένη λογοτεχνία

Απρόσμενη αγάπη

Άαρον Άπελφελντ

19.27

Ένας ηλικιωμένος συγγραφέας, απογοητευμένος από τον εαυτό του και τη ζωή, και μια αφοσιωμένη κοπέλα: η αγάπη που γεννιέται από τη συνάντησή τους είναι το αποκαλυπτικό γεγονός που τους επιτρέπει να βρουν το κρυφό νόημα της ύπαρξής τους. Με αριστουργηματική λιτότητα και δύναμη, ο κορυφαίος Ισραηλινός συγγραφέας Άαρον Άπελφελντ μιλάει για τη βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού και για την απώλεια της εβραϊκής ταυτότητας, σ’ ένα μυθιστόρημα όπου το προσωπικό βίωμα εγγράφεται στην Ιστορία και όπου το παρελθόν γίνεται «φλέγον παρόν».

Χαρίλαος Τρουβάς

13.49

Δυο βαλίτσες στο καράβι. Στη μία μια φλοκάτη και στην άλλη όλα μας τα υπάρχοντα. Μόλις φτάσαμε, δεν ξέραμε κανέναν. Δύσκολα χρόνια, και οικονομικά και συναισθηματικά. Ήμασταν και με τα δύο πόδια να γυρίσουμε πίσω. Χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτα. Αλλά ήμασταν πολύ νέοι”. (Νίκη Αναστασέα)
“Ο Λάκης σιωπηλός στις συνεδριάσεις, ενώ ο Ναυπλιώτης σκίτσαρε για τη Μαμή. Και οι δυο τους δεν ήταν από αυτούς που θα παίρνανε μέρος σας κόντρες”. (Γιώργος Βότσης)
“Μόλις είδε ο Λάκης την κιθάρα ενθουσιάστηκε. Κι όταν κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος μ’ αυτό θέλει ν’ ασχοληθεί, να τραγουδάει με μια καλή κιθάρα, του είπα: “Κράτησέ την όσο θέλεις”. Και τότε το ‘πα στο σπίτι μου ότι τη χάρισα την κιθάρα. Είπα ότι τη χάρισα σε έναν άνθρωπο που είχε ταλέντο”. (Αλέκα Παπαρήγα)

Γνήσιος λαϊκός δημιουργός, εν πολλοίς αυτοδίδακτος, γι’ αυτό και γοητευτικός δάσκαλος, που με δάνεια από την παράδοση εξοφλεί το μέλλον. Ζει στο πλάι της κοινωνίας -ίσως για να τη βλέπει ολόκληρη- και ασκεί ήσυχος κι απερίσπαστος την τέχνη του χωρίς να τον νοιάζει να βγει στο προσκήνιο. Ένας άνθρωπος χαρισματικός και ισχυρά επιδραστικός στο οποίο κοινό του.

Μια έκφανση αυτού του τύπου δημιουργού υπήρξε ο συνθέτης και σκηνοθέτης Λάκης Καραλής.
Από την πολυτάραχη ζωή του περνάνε ένα σωρό προσωπικότητες. Μεγάλοι σταθμοί στην τέχνη του, η συμμετοχή του στα Τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη, η ηχογράφηση του ιστορικού Supermarket στο Λονδίνο, η Θεατρική Λέσχη Βόλου, όπου και η βυζαντινή Αντιγόνη, το Εργαστήρι στο Λαύριο και το Θέατρο “Βαφείο” στον Βοτανικό.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα πείραμα βιογραφίας και εργογραφίας μέσα από προφορικές αφηγήσεις συγγενών, συντρόφων, φίλων και συνεργατών του καθώς και μέσα από δημοσιεύματα και γραπτά ντοκουμέντα.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

12.60

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

Ελληνική λογοτεχνία

Τα ψηλά βουνά

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

7.96

“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος χάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.
Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”

Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

10.65

«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος». [Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896]Σαν τον ήχο του νάι που παίζει στους δρόμους της Αθήνας ο ξεπεσμένος δερβίσης στο ομώνυμο διήγημα, έτσι ακούγεται και η φωνή του Παπαδιαμάντη (1851-1911), αυτού του άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, στα 23 αριστουργηματικά διηγήματα που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο. Αυτό το καλαμένιο νάι που παίζει ο ξένος μουσουλμάνος, όπως ακριβώς και η φωνή του Παπαδιαμάντη, «κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το “ναι”, όπου είπεν ο Χριστός. Το “ναι” το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το “ναι” το φιλάνθρωπον».

Προσφορά!

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Προυστ

Σάμιουελ Μπέκετ

10.80

Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.

Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.

Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.