Βλέπετε 1–12 από 16 αποτελέσματα

Θεοδόσιος Π. Τάσιος

20.70

Η χρήση του αγαθού της γλώσσας είναι τόσο γενική και τόσο “αυτόματη”, όσο ίσως είναι κι η ανάσα. Κι όπως δεν σκεπτόμαστε πόσο πολύτιμη είναι η περίπλοκη φυσιολογία της Αναπνοής, άλλο τόσο δεν μας απασχολεί το πόσο θεμελιώδης για την ύπαρξή-μας είναι η Γλώσσα.

Όμως, χάρις στους ακάματους Γλωσσολόγους μας, διατίθενται τόσο πολλές και βαθειές γνώσεις γι’ αυτήν, ώστε μπορούμε κι εμείς να απολαύσομε ένα μέρος απ’ αυτή τη γνώση.

Εμείς οι απλοί Χρήστες της γλώσσας έχομε κι ένα πρόσθετο πρακτικό ενδιαφέρον: αφενός είμαστε καλλιεργητές της γλώσσας (στον καθημερινό, τον επιστημονικό και τον καλλιτεχνικό λόγο), αφετέρου πολύ συχνά έχομε ειδικές εκφραστικές ανάγκες, τις οποίες θέλομε και να τις περιγράφομε.

Σκέφθηκα λοιπόν να συμμερισθώ μαζί-σας τις δικές-μου γλωσσικές αντιλήψεις, όπως τις διδάχθηκα απ’ τους ειδικούς, αλλά κι όπως τις απόχτησα από πείρα πολύχρονη.
Επομένως, το βιβλίο αυτό έχει κυριότατα πρακτικούς σκοπούς – λέει όμως και τον πόνο μου: για παράδειγμα, δεν αντέχω άλλο να με βάζουνε να γράφω “κατά νουν”, ενώ εγώ σωστά διαβάζω “κατα νούν”…

Όλια Λαζαρίδου

9.90

– Ποιος είναι ο τόπος καταγωγής σου, Όλια Λαζαρίδου;

– Η ακτή.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα ποίημα. Το κείμενο της Όλιας, περισσότερο με μια ταπεινή προσευχή μοιάζει, που κόβει όμως άμα δεν προσέξεις. Όπως τα σπασμένα κοχύλια. Βασισμένη στις αναμνήσεις της (κορίτσι, έρωτας, αποχωρισμός) δεν φλυαρεί. Στείβει το βίωμά της ώστε τελικά καταφέρνει να μην εξουθενωθεί στη νοσταλγία του παρελθόντος. Γιατί αυτό που επιθυμεί είναι να τα βάλει με τη μηδενιστική τροπή του παρόντος.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα γλυκό παραλήρημα εκ βαθέων, που η ροή του ακολουθεί πιστά τις διαδρομές του μυαλού μόνο όταν έχεις τα μάτια κλειστά. Κάτι σαν προσωπικό κόσμημα, από αυτά που μαζεύεις στο γιαλό. Τα βάζεις στο αυτί και διαρρέουν τα μυστικά των αέρηδων. Γιατί, πάνω απ’ όλα, αυτό που θέλει να μας υπενθυμίσει είναι πως το σπίτι της τέχνης δεν είναι ένα παλάτι, όπως πολλοί ξεγελάστηκαν. Ο τόπος του ποιήματος είναι ένα μικρό εξομολογητήριο.

– Σταμάτα λίγο να μιλάς και κοίτα με στα μάτια.

Μίλαν Κούντερα

18.39

Περισσότερο από κάθε άλλο μυθιστόρημα του Κούντερα, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Η Τερέζα ζηλεύει. Η ζήλια της δαμάζεται την ημέρα αλλά τη νύχτα ξυπνάει, μεταμφιεσμένη σε όνειρα που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ποίηση του θανάτου. Στη μακριά της πορεία συνοδεύεται απ’ τον άντρα της, τον Τόμας, μισό Δον Ζουάν, μισό Τριστάνο, που είναι διχασμένος ανάμεσα στον έρωτά του για εκείνη και στους ακατανίκητους πειρασμούς του. Η μοίρα της Σαμπίνας, μιας από τις ερωμένες του Τόμας, απλώνει το νήμα της αφήγησης σε όλο τον κόσμο. Έξυπνη, όχι συναισθηματική, εγκαταλείπει τον Φραντς, τον μεγάλο έρωτά της στη Γενεύη, και κυνηγάει την ελευθερία της από την Ευρώπη στην Αμερική, για να μην μπορέσει στο τέλος να βρει παρά την «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Πραγματικά, ποια αρετή -βαρύτητα ή ελαφρότητα- ανταποκρίνεται καλύτερα στην ανθρώπινη μοίρα; Και πού σταματάει το σοβαρό για να παραχωρήσει τη θέση του στο επιπόλαιο, και αντιστρόφως;

Με τη δική του τέχνη του παραδόξου, ο Κούντερα θέτει τα ερωτήματα αυτά σ’ ένα σύνθετο κείμενο, ξεκινώντας από μερικά απλά δεδομένα, που όμως αδιάκοπα εμπλουτίζονται με καινούριες αποχρώσεις, μέσα σ’ ένα παιχνίδι εναλλαγών όπου συναντιώνται αφήγηση, όνειρο και σκέψη, πρόζα και ποίηση, πρόσφατη και αρχαία ιστορία. Ποτέ άλλοτε ίσως στο έργο του Κούντερα δεν βρέθηκαν ενωμένες όσο μέσα στο κείμενο αυτό η σοβαρότητα και η αφέλεια. Ακόμη και ο θάνατος έχει εδώ ένα πρόσωπο διπλό: μιας γλυκειάς ονειρικής θλίψης και μιας σκληρής μαύρης φάρσας. Γιατί το μυθιστόρημα αυτό είναι επίσης μια μελέτη θανάτου: του θανάτου των ανθρώπινων όντων, αλλά ακόμη και του θανάτου -πιθανού- της γηραιάς μας Ευρώπης.

Μισέλ Φουκώ

26.10

Οι παραδόσεις με τίτλο “Το θάρρος της αλήθειας” είναι οι τελευταίες που έδωσε ο Μισέλ Φουκώ στο Κολέγιο της Γαλλίας, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1984. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 1984. Το πλαίσιο αυτό παρακινεί τον αναγνώστη να δει τις εν λόγω παραδόσεις σαν μια φιλοσοφική διαθήκη, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η θεματική του θανάτου είναι έντονα παρούσα, ιδίως στη νέα ανάγνωση που προτείνει ο Φουκώ, ακολουθώντας τον Ντυμεζίλ, για τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, χρωστάμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό!»), θεωρώντας τα έκφραση βαθιάς ευγνωμοσύνης προς τη φιλοσοφία, η οποία θεραπεύει από τη μόνη σοβαρή ασθένεια: εκείνη των ψευδών απόψεων και των προκαταλήψεων.

Αυτός ο κύκλος παραδόσεων συνεχίζει και ριζοσπαστικοποιεί τις αναλύσεις του αμέσως προηγούμενου έτους [ελλ. έκδ.: Η κυβέρνηση του εαυτού και των άλλων. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1982-1983, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, υπό έκδοση]. Εκεί, το ζητούμενο του Φουκώ ήταν να θέσει υπό διερώτηση τη λειτουργία του «αληθώς λέγειν» στην πολιτική, προκειμένου να θεσπίσει για τη δημοκρατία ορισμένες ηθικές προϋποθέσεις που δεν μπορούν να αναχθούν στους τυπικούς κανόνες της συναίνεσης: οι προϋποθέσεις αυτές είναι το θάρρος και η πεποίθηση, το φρόνημα.

Με τους κυνικούς, αυτή η εκδήλωση του αληθούς δεν εγγράφεται πλέον απλώς σε μια ριψοκίνδυνη δημόσια τοποθέτηση, σε μια δημηγορία, αλλά στην ίδια την υλικότητα της ύπαρξης. Ο Φουκώ προτείνει λοιπόν μια πρωτοποριακή μελέτη του αρχαίου κυνισμού, βλέποντάς τον ως πρακτική φιλοσοφία, άθληση της αλήθειας, δημόσια πρόκληση, ασκητική κυριαρχία επί του εαυτού και των άλλων. Το σκάνδαλο της αληθινής ζωής συγκροτείται έτσι ως αντίθεση στον πλατωνισμό και στον υπερβατικό του κόσμο των νοητών Μορφών.

«Δεν υπάρχει εγκαθίδρυση της αλήθειας χωρίς ουσιώδη θέσπιση της ετερότητας· η αλήθεια δεν είναι ποτέ το ίδιο· δεν μπορεί να υπάρξει αλήθεια παρά μόνο στη μορφή του άλλου κόσμου και της άλλης ζωής»

Ξένη λογοτεχνία

Σοπενάουερ παρόντος

Μισέλ Ουελμπέκ

12.60

Ανάμεσα στον Σοπενάουερ και τον Κοντ, τελικά διάλεξα – και, βαθμηδόν, με ένα είδος διαψευσμένου ενθουσιασμού, έγινα θετικιστής και έτσι, έπαψα κατ’ αναλογία να είμαι σοπεναουερικός. Παρά ταύτα, ελάχιστα ξαναδιαβάζω Κοντ, και ποτέ με μιαν απόλαυση απλή, άμεση, αλλά περισσότερο μ’ εκείνη τη λιγάκι διεστραμμένη (σίγουρα έντονη, όταν της έχεις πάρει το κολάι) απόλαυση που νιώθουμε συχνά με τις υφολογικές παραξενιές των εκκεντρικών. Αντίθετα, κανένας φιλόσοφος, εξ όσων γνωρίζω, δεν είναι τόσο άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα όσο ο Άρτουρ Σοπενάουερ. Δεν πρόκειται καν για κάποια «τέχνη του γραψίματος» κι άλλες τέτοιες μωρολογίες: πρόκειται για τους όρους τους οποίους καθένας θα έπρεπε να μπορεί να πληροί πριν βρει το θράσος να προτείνει τη σκέψη του στο κοινό.

Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της.
Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, κι ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει.

Σε αυτό το ανέκδοτο κείμενο, μπορούμε να δούμε τη σχέση που διατηρεί ο Ουελμπέκ με τη φιλοσοφία και πώς τροφοδοτεί αυτή το έργο του.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κήπος των ψυχών

Βασίλης Τσιαμπούσης

12.00

“ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΞΕΓΥΜΝΩΝΑΝ, ΕΠΕΙΤΑ ΕΨΑΧΝΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ, ΤΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ και τους μπόγους τους και, φορώντας γάντια, έβαζαν τα χέρια τους ακόμα και στις τρύπες των γυναικών, μήπως είχαν κρύψει κάτι εκεί μέσα.

Να σκεφτείς, είπε, νεαρά κορίτσια τα ξεπαρθένευαν με τα βρωμόχερά τους, για να βρουν κάνα κρυμμένο δαχτυλίδι. Και μια γριά, την ώρα που την έψαχναν, χέστηκε και την περίλαβαν στις κλοτσιές […] Το πιο συγκινητικό, όμως, ήταν ένας γάμος που τελέστηκε το τελευταίο βράδυ. Επρόκειτο να γίνει στη συναγωγή λίγες μέρες αργότερα, αλλά αναγκαστικά τον έκαναν στην καπναποθήκη. Κι αφού ο ραβίνος διάβασε τη γαμήλια ευχή, έπειτα ο μπαμπάς του κοριτσιού τριγύριζε συγκινημένος κι έλεγε στους υπόλοιπους: “Σας ευχαριστώ που παραστήκατε στη χαρά των παιδιών μας… Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας”. Στο τέλος όλοι μαζί είπαν ένα τραγούδι για τον γαμπρό και τη νύφη, που, αντί ν’ ακούγεται χαρούμενο, σου ξέσκιζε την ψυχή.

Τι μου ήρθε και τον ρώτησα: Εσύ, Κώστα, κούρεψες κάναν Εβραίο; Τότε έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και είπε: Από αύριο θα σταματήσω τη δουλειά. Καλύτερα να πεθάνουμε από την πείνα, παρά να ξαναπάω στο κουρείο”.

Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών γυναικών, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η καλοσύνη κάποιων προσώπων, η συμπαράσταση από άτομα που δεν τα υπολόγιζες, η απίστευτη -κρυμμένη- δύναμη του έρωτα, μα προπαντός η αντοχή και το κουράγιο των τυραννισμένων, που ξαναρχίζουν μ’ ελπίδα τη ζωή τους σ’ έναν δύσκολο αλλά πανέμορφο κόσμο.

Ελληνική λογοτεχνία

Ελαττωματικό Αγόρι

Σαμ Άλμπατρος

10.80

ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΠΙΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
Ο μπαμπάς καμιά φορά με δέρνει με τη ζώνη. Μια φορά είχα δει σε μια ελληνική ταινία έναν να δέρνει έτσι τον γιο του. Από τότε, κάθε φορά που με δέρνει με τη ζώνη ο μπαμπάς μου, αισθάνομαι σταρ του σινεμά.
Η μαμά με πρήζει συνέχεια να διαβάσω γιατί οι παππούδες μου δεν είχαν λεφτά να τη στείλουν σχολείο. Μια φορά της είπα αν θέλει να πάει αυτή σχολείο αφού το έχει απωθημένο και εγώ να μείνω σπίτι να παίζω τη νοικοκυρά. Μου άστραψε σφαλιάρα.

Για τα αδέρφια μου θα πω άλλη φορά, γιατί τώρα βαριέμαι. Έτσι κι αλλιώς δε μένουν μαζί μας όπως τα κανονικά αδέρφια.

Έχω τους καλύτερους φίλους του κόσμου! Ο Θανάσης είναι ο καλύτερός μου φίλος και κάθεται δίπλα μου στο θρανίο. Μας αρέσει να παίζουμε πολλά παιχνίδια και μερικά δεν τα λέμε, τα κρατάμε μυστικό. Δε με αφήνει να λέω γι’ αυτά γιατί την προηγούμενη φορά που είπα, φάγαμε ξύλο.

Μετά είναι η Αθηνά και η Σοφία, που κάθονται κι αυτές δίπλα δίπλα στην τάξη μας. Η Αθηνά είναι δυνατή και τη φωνάζουν αγοροκόριτσο και η Σοφία φοράει γυαλιά και είναι Σοφή σαν κουκουβάγια.
Αγαπιόμαστε τόσο πολύ μεταξύ μας! Εγώ αγαπάω τον Θανάση, ο Θανάσης αγαπάει την Αθηνά, η Αθηνά αγαπάει τη Σοφία (αλλά δεν το λέει) και η Σοφία αγαπάει εμένα.
Είμαστε οι καλύτεροι μαθητές της τάξης! Εγώ γιατί αντιγράφω από τον Θανάση, και η Αθηνά γιατί αντιγράφει από τη Σοφία. Καμιά φορά όμως η Αθηνά ξεχνάει να τα αλλάζει. Μια φορά είχε αντιγράψει ακριβώς το σκέφτομαι και γράφω της Σοφίας. Όταν τις ρώτησε η δασκάλα τι έγινε, πετάχτηκα και είπα: “Τα μεγάλα μυαλά συναντιόνται!”.

Ξένη λογοτεχνία

Απρόσμενη αγάπη

Άαρον Άπελφελντ

19.27

Ένας ηλικιωμένος συγγραφέας, απογοητευμένος από τον εαυτό του και τη ζωή, και μια αφοσιωμένη κοπέλα: η αγάπη που γεννιέται από τη συνάντησή τους είναι το αποκαλυπτικό γεγονός που τους επιτρέπει να βρουν το κρυφό νόημα της ύπαρξής τους. Με αριστουργηματική λιτότητα και δύναμη, ο κορυφαίος Ισραηλινός συγγραφέας Άαρον Άπελφελντ μιλάει για τη βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού και για την απώλεια της εβραϊκής ταυτότητας, σ’ ένα μυθιστόρημα όπου το προσωπικό βίωμα εγγράφεται στην Ιστορία και όπου το παρελθόν γίνεται «φλέγον παρόν».

Λουί-Φερντινάν Σελίν

24.19

«Αριστούργημα!»… «Ανοσιούργημα!» … «Μνημειώδες!»… «Ελεεινό!»… «Υψηλό!»… «Χυδαίο!»… «Κωμικό!»… «Τραγικό!»… «Κωμικοτραγικό!»… «Φιλάνθρωπο!»… «Απάνθρωπο!»… «Υπεράνθρωπο!»…

Μυριάδες λέξεις γράφτηκαν ήδη το 1932, όταν οι εμβρόντητοι αναγνώστες σαλπάρισαν γι’ αυτό το αναπάντεχο “Ταξίδι”, που άλλαξε τα τοπία της γλώσσας, της τέχνης, της ζωής! Μυριάδες γράφονται ακόμη, γιατί το ασύγκριτο μυθιστόρημα του Σελίν εξακολουθεί να μας συγκλονίζει, να μας μεταμορφώνει, να μας μετουσιώνει. Κανείς δεν επέστρεψε, κανείς δεν θα επιστρέψει αλώβητος από την «άκρη της νύχτας».

Χαρίλαος Τρουβάς

13.49

Δυο βαλίτσες στο καράβι. Στη μία μια φλοκάτη και στην άλλη όλα μας τα υπάρχοντα. Μόλις φτάσαμε, δεν ξέραμε κανέναν. Δύσκολα χρόνια, και οικονομικά και συναισθηματικά. Ήμασταν και με τα δύο πόδια να γυρίσουμε πίσω. Χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτα. Αλλά ήμασταν πολύ νέοι”. (Νίκη Αναστασέα)
“Ο Λάκης σιωπηλός στις συνεδριάσεις, ενώ ο Ναυπλιώτης σκίτσαρε για τη Μαμή. Και οι δυο τους δεν ήταν από αυτούς που θα παίρνανε μέρος σας κόντρες”. (Γιώργος Βότσης)
“Μόλις είδε ο Λάκης την κιθάρα ενθουσιάστηκε. Κι όταν κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος μ’ αυτό θέλει ν’ ασχοληθεί, να τραγουδάει με μια καλή κιθάρα, του είπα: “Κράτησέ την όσο θέλεις”. Και τότε το ‘πα στο σπίτι μου ότι τη χάρισα την κιθάρα. Είπα ότι τη χάρισα σε έναν άνθρωπο που είχε ταλέντο”. (Αλέκα Παπαρήγα)

Γνήσιος λαϊκός δημιουργός, εν πολλοίς αυτοδίδακτος, γι’ αυτό και γοητευτικός δάσκαλος, που με δάνεια από την παράδοση εξοφλεί το μέλλον. Ζει στο πλάι της κοινωνίας -ίσως για να τη βλέπει ολόκληρη- και ασκεί ήσυχος κι απερίσπαστος την τέχνη του χωρίς να τον νοιάζει να βγει στο προσκήνιο. Ένας άνθρωπος χαρισματικός και ισχυρά επιδραστικός στο οποίο κοινό του.

Μια έκφανση αυτού του τύπου δημιουργού υπήρξε ο συνθέτης και σκηνοθέτης Λάκης Καραλής.
Από την πολυτάραχη ζωή του περνάνε ένα σωρό προσωπικότητες. Μεγάλοι σταθμοί στην τέχνη του, η συμμετοχή του στα Τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη, η ηχογράφηση του ιστορικού Supermarket στο Λονδίνο, η Θεατρική Λέσχη Βόλου, όπου και η βυζαντινή Αντιγόνη, το Εργαστήρι στο Λαύριο και το Θέατρο “Βαφείο” στον Βοτανικό.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα πείραμα βιογραφίας και εργογραφίας μέσα από προφορικές αφηγήσεις συγγενών, συντρόφων, φίλων και συνεργατών του καθώς και μέσα από δημοσιεύματα και γραπτά ντοκουμέντα.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

12.60

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

Ελληνική λογοτεχνία

Τα ψηλά βουνά

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

7.96

“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος χάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.
Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”

Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.