Βλέπετε 13–24 από 226 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Φυγόδικος δεν ήμουν

Ισμήνη Καρυωτάκη

14.00

Ποταμόπλοια / 40

Στην κεντρική πλατεία μιας πόλης στη Βόρειο Ελλάδα το σμιλευμένο άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας της Βασίλισσας των Ελλήνων έχει καθαιρεθεί. Στο ίδιο σημείο –στην διαφημιστική πινακίδα του πρώτου κινηματογράφου της πόλης– ποζάρει γυμνή η Ζωή Λάσκαρη. Το έργο που παίζεται είναι ο ‘’Ο Κατήφορος’’. Αυτή ακριβώς η ιστορική και χρονική συγκυρία τυλίγει σα νήμα τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων στο Φυγόδικος δεν ήμουν.

Η πόλη βρίσκεται στο Βορρά. Το σπίτι είναι πέτρινο: ριζωμένο στη γη. Οι ένοικοι πολλοί: ριζωμένοι στις εμμονές τους. Η δάφνη τετράψηλη: ριζωμένη στον κήπο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Οι επισκέπτες είναι δύο: άντρας και γυναίκα. Εραστές. Ο άντρας είναι φυγάς. Η γυναίκα τον έφερε εδώ. Η πόλη, το σπίτι, οι ένοικοι του είναι άγνωστοι. Κανείς δεν τον περιμένει, κανείς δεν τον γνωρίζει, κάθε αγκωνάρι τον καταδιώκει, κάθε ένοικος είναι γι’ αυτόν πυρακτωμένο σίδερο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Και η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της. Θα βγει να χτυπήσει την πόρτα του μέσα στη νύχτα; Κάποιος από τους δυο τους πρέπει πάση θυσία να μιλήσει πρώτος στον άλλον. Αν όχι, η μεταξύ τους σχέση θα σκάσει σαν πυριτιδαποθήκη. Ξημερώνει. Ο ήλιος είναι ολοκαίνουργιος, τα σύννεφα τρέχουν και οι δρόμοι ξετυλίγονται. Το αρχοντικό –χάρη στο ανέφικτο της λήθης;– ξεθάβει μυστικά, αποκαλύπτει λάθη, συγκαλυμμένες ρήξεις, ακλόνητες πεποιθήσεις, βγάζει στο φως μεγάλα λάθη, εύκολα λησμονημένα. Το αρχοντικό κοιτάζει ενοίκους και επισκέπτες στα μάτια, περιμένοντας την αντίδραση τους: Θα συμφιλιωθούν ή θα παραμείνουν ξένοι;

Έλσα Κορνέτη

12.00

Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι –κυρίως όμως τύποι καθημερινοί– που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας.

Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών.

Ελληνική λογοτεχνία

Τέλος πάντων

Αχιλλέας III

12.50

Στο «Τέλος Πάντων» ο Αχιλλέας ΙΙΙ αποφασίζει να καταστρέψει τον κόσμο, και μάλιστα όχι μία φορά αλλά είκοσι τέσσερις. Με αφορμή τη συντέλεια, δημιουργεί και παρουσιάζει ένα πλήθος από παράξενους –ή όχι και τόσο παράξενους, τελικά– κόσμους, στους οποίους τίποτα δεν είναι αδύνατο. Με το τέλος των πάντων να μοιάζει περισσότερο με ευκαιρία παρά με απειλή, οι γνωστοί κανόνες ανατρέπονται και κάθε Αποκάλυψη οδηγεί σε περισσότερες αποκαλύψεις, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, ως γεγονός, το ίδιο το Τέλος έχει πολύ μικρότερη σημασία και ενδιαφέρον από όλα όσα μπορούν να συμβούν μέχρι να φτάσει κανείς σε αυτό.

Στα διηγήματα του βιβλίου αυτού, ο κόσμος ολόκληρος εξετάζεται στο μικροσκόπιο, παρατηρείται μέσω τηλεσκοπίου, διηθίζεται περνώντας μέσα από διαφορετικά φίλτρα, αλλάζει μορφή μπροστά σε παραμορφωτικούς καθρέφτες κάθε είδους, διαλύεται και επανασυντίθεται άπειρες φορές, και παρουσιάζεται ως σταυροδρόμι στο οποίο το παράδοξο, το χιούμορ και η κριτική θεώρηση της πραγματικότητας συναντιούνται και παρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου τα πάντα υπακούουν μέχρι τέλους σε έναν και μοναδικό κανόνα, εκείνον που ορίζει ότι «Δεν ισχύει κανένας κανόνας».

 

Ελληνική λογοτεχνία

Λίγα λόγια για μένα

Καλλιρρόη Παρούση

12.90

Ένα παράξενο σηµειωµατάριο απορροφά τις ώρες του Χάρη καθώς επιδίδεται µε µανία στην ανάγνωσή του στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναζητώντας τον εαυτό του στις σελίδες του, ο Χάρης πασχίζει να διακρίνει τα όρια µεταξύ της πραγµατικότητας που ζει και των αφηγηµατικών κόσµων που εντός τους εγκλωβίζεται. Είναι πράγµατι ο µεσήλικας πατέρας τριών κοριτσιών ή µήπως ο Γάλλος ορνιθολόγος Κονστάν Λεφέβρ; Καθώς προχωρά η ανάγνωση, ο Χάρης έρχεται αναπόφευκτα αντιµέτωπος µε µια σειρά τραυµατικών γεγονότων, όπως τον άδικο θάνατο του αδερφού του και την εξαφάνιση της µεγάλης κόρης του. Τα κείµενα και η ζωή του Χάρη εισβάλλουν στη ζωή της εκκεντρικής αφηγήτριας του βιβλίου, στη διάρκεια του σεµιναρίου δηµιουργικής γραφής που συντονίζει. Καθώς βιώνει κι εκείνη µια παράλληλη εσωτερική αναζήτηση, παραδίδει τα αλλόκοτα γραπτά του και µαζί παραδίδεται στις σκέψεις του Χάρη που απλώνονται σαν πλοκάµια στις δικές της σκέψεις και επιθυµίες.

Οι ήρωες αυτού του βιβλίου θέλουν όσο τίποτε άλλο να αυτοσυστηθούν, να µιλήσουν για τον εαυτό τους και κυρίως να µιλήσουν στον εαυτό τους για τον εαυτό τους. Το Λίγα λόγια για µένα συγκροτεί έτσι ένα γοητευτικό παράθυρο προς τις δαιδαλώδεις διαδροµές του µυαλού: τις εικόνες, τα κείµενα, τις αντιφάσεις, τα γεγονότα που συνθέτουν το περίπλοκο οικοδόµηµα που ονοµάζεται παρελθόν, µνήµη και εντέλει πραγµατικότητα.

 

Δημήτρης Φύσσας

14.00

Μπαίνοντας σε μια μεγάλη ομάδα ημιπεριθωριακών νυχτερινών τύπων, που για άγνωστους λόγους αυτοαποκαλούνται “Σαρίπολοι”, ο άστεγος και άθυμος Στέλιος Μέσκουλας (πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης) αποκτά, πρόσκαιρα, νέο ενδιαφέρον για τη ζωή. Ως αφηγητής τούς σκιαγραφεί όλους, ανάμεσά τους και τον συγγραφέα τού ανά χείρας βιβλίου και πολλούς ήρωες από προηγούμενά του.

Στην τετράχρονης διάρκειας πλοκή ενσωματώνονται αυτοσχόλια του αφηγητή, θεατρικά μονόπρακτα, λίστες, “ένθετα” σχετικά με κομμωτήρια, γλωσσικές αντιλήψεις, σεξουαλικές πρακτικές, μουσική, κουκλάκια κλπ, μια μυστική αποστολή στη Λατινική Αμερική, όπως και το ολοένα επανερχόμενο ερώτημα: “Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή, η Τέχνη ή οι γυναικείοι κώλοι;”

Όμως, την ώρα που όλος ο πλανήτης ετοιμάζεται να δει τον τελικό του Μουντιάλ 2018 και η Αττική κλαίει μια εκατόμβη νεκρών από μια ξαφνική μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, ο Μέσκουλας αποσύρεται στις παρατημένες παράγκες κάποιας ξεχασμένης μαγνησιακής παραλίας, με σκοπό να πεθάνει από ασιτία.

Εκεί βρίσκει την απάντηση στο ερώτημά του, όμως είναι αμφίβολο αν θα τον ωφελήσει. Μια ευφάνταστη και αντισυμβατική αφήγηση, μακριά από πολιτική ορθότητα και σοβαρότητα, στα όρια του σουρεαλισμού.

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

12.37

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

Ελληνική λογοτεχνία

Οιμωγή

Στέφανος Αλεξιάδης

17.70

Οιμωγή σημαίνει κραυγή. Κραυγή σπαραχτική. Κραυγή εκκωφαντική.

Είναι, όμως, φορές που οι κραυγές γίνονται συνώνυμο της σιωπής. Ένας θάνατος που σπέρνει τη σιγή.

Ήρωες που κρύβουν το παρελθόν, αρνούνται το παρόν και αγνοούν το μέλλον.
Μια νηνεμία που επικρατεί λίγο, τόσο λίγο που δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει την καταιγίδα που έρχεται.

Ποιος είπε ότι μια μάνα δεν μπορεί να σκοτώσει; Κι αν σκοτώσει, παύει να φέρει αυτή την ιδιότητα;

Λέξεις, υποσχέσεις και μυστικά σείουν το έδαφος. Ένα έδαφος που καταρρέει και τότε φθάνει αυτή.

Η ΟΙΜΩΓΗ.

Ελληνική λογοτεχνία

Το απαραίτητο φως

Ντορίνα Παπαλιού

17.01

Η Λουίζα Λασκαράτου επιστρέφει από την Οξφόρδη ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, αθηναίου δικηγόρου. Την περιμένει το τελευταίο του μήνυμα: η άγνωστη σ’ εκείνη φωτογραφία του πίνακα ενός διάσημου σκοτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα, που είχε κλαπεί από την οικογένειά της στα χρόνια της Κατοχής. Σύντομα η Λουίζα θα ανακαλύψει πως η ιστορία του πίνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανεξήγητη εκτέλεση της νεαρής ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά, μητέρας του πατέρα της, το 1944. Η αλήθεια όμως, όπως και η τύχη του πίνακα, αγνοούνται….

Μέσα από την αναζήτηση ενός χαμένου πίνακα, το μυθιστόρημα εξερευνά τους εύθραυστους δεσμούς που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, τη σχέση της απώλειας με τη μνήμη, αλλά και την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και αυτό που μεταφέρεται, την αλήθεια και τις αφηγήσεις της.

Μαίρη Κουκουλέ

13.30

3 ΤΟΜΟΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

«… ένα γλωσσολογικό μνημείο που περιέχει και διασώζει, στον
αιώνα τον άπαντα, όλες τις παιδικές, εφηβικές, νεανικές, στρατιωτικές, πολιτικές κτλ. αισχρολογίες του ωραίου ελληνικού λαού».
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, 1983

«… βιβλίο καταπληκτικό… και σαν εμφάνιση και σαν περιεχόμενο·
πολύ πρωτότυπα όλα, μια άλλη ανεξερεύνητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας».
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ, 1983

«… θαυμάσιο βιβλίο… θα γίνει η βίβλος μου εδώ που η αθυροστομία υπάρχει μόνο σαν απουσία. Το διάβασα μια φορά όλο –τι
δουλειά!– τώρα το διαβάζω σιγά σιγά, σαν μετάληψη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ, 1983

«Η Μαίρη Κουκουλέ, αλλά και ο Αμερικανός λαογράφος G.
Legman, που την προέτρεψε να κάνει αυτή τη δουλειά και έγραψε
την εισαγωγή στο βιβλίο της, υπογραμμίζουν τον ανατρεπτικό χαρακτήρα των νεοελληνικών αθυροστομιών, αφού σ’ αυτές τα “όσια
και ιερά” του έθνους γελοιοποιούνται και μάλιστα από κοινωνικά
καταπιεσμένες ομάδες, όπως οι μαθητές, οι φαντάροι κ.λπ.».
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, 1986

«… δάσκαλοι, παπάδες, αστυνομικοί, γονείς, πολιτικοί ή ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι, θείοι και θείες, οι αρχαίοι Έλληνες (εδώ θα
βρείτε πλήρη και σε διαφορετικές παραλλαγές τη σεξουαλική Ιλιάδα), διάφοροι σοφοί και σοφίες, το έθνος, η πατρίδα, το κόμμα, η
θρησκεία, η πορνεία, οι επαρχιώτες, οι αστοί, οι ξένες γλώσσες, η
ερωτική πράξη στις διάφορες εκφάνσεις της, η ιεραρχία, ποικίλοι
θεσμοί, η κοινωνία συνολικά, όλα διακωμωδούνται, χλευάζονται
ή βρίζονται ασύστολα αλλά με τρόπο ευρηματικό και, γιατί όχι,
καλλιτεχνικό».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ, 2019

Η Μαίρη Κουκουλέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Ζει στο Παρίσι από το 1960, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη, στο Collège de France και στην École Pratique des Hautes Études. Το 1981, ενθαρρυμένη από τον Gershon Legman, άρχισε να συλλέγει το λαογραφικό υλικό που δημοσιεύεται στους τρεις τόμους της Νεοελληνικής Αθυροστομίας (1984, 1986 και 1988). Η παρούσα έκδοση ε

Μαίρη Κουκουλέ

13.30

3 ΤΟΜΟΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

«… ένα γλωσσολογικό μνημείο που περιέχει και διασώζει, στον
αιώνα τον άπαντα, όλες τις παιδικές, εφηβικές, νεανικές, στρατιωτικές, πολιτικές κτλ. αισχρολογίες του ωραίου ελληνικού λαού».
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, 1983

«… βιβλίο καταπληκτικό… και σαν εμφάνιση και σαν περιεχόμενο·
πολύ πρωτότυπα όλα, μια άλλη ανεξερεύνητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας».
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ, 1983

«… θαυμάσιο βιβλίο… θα γίνει η βίβλος μου εδώ που η αθυροστομία υπάρχει μόνο σαν απουσία. Το διάβασα μια φορά όλο –τι
δουλειά!– τώρα το διαβάζω σιγά σιγά, σαν μετάληψη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ, 1983

«Η Μαίρη Κουκουλέ, αλλά και ο Αμερικανός λαογράφος G.
Legman, που την προέτρεψε να κάνει αυτή τη δουλειά και έγραψε
την εισαγωγή στο βιβλίο της, υπογραμμίζουν τον ανατρεπτικό χαρακτήρα των νεοελληνικών αθυροστομιών, αφού σ’ αυτές τα “όσια
και ιερά” του έθνους γελοιοποιούνται και μάλιστα από κοινωνικά
καταπιεσμένες ομάδες, όπως οι μαθητές, οι φαντάροι κ.λπ.».
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, 1986

«… δάσκαλοι, παπάδες, αστυνομικοί, γονείς, πολιτικοί ή ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι, θείοι και θείες, οι αρχαίοι Έλληνες (εδώ θα
βρείτε πλήρη και σε διαφορετικές παραλλαγές τη σεξουαλική Ιλιάδα), διάφοροι σοφοί και σοφίες, το έθνος, η πατρίδα, το κόμμα, η
θρησκεία, η πορνεία, οι επαρχιώτες, οι αστοί, οι ξένες γλώσσες, η
ερωτική πράξη στις διάφορες εκφάνσεις της, η ιεραρχία, ποικίλοι
θεσμοί, η κοινωνία συνολικά, όλα διακωμωδούνται, χλευάζονται
ή βρίζονται ασύστολα αλλά με τρόπο ευρηματικό και, γιατί όχι,
καλλιτεχνικό».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ, 2019

Η Μαίρη Κουκουλέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Ζει στο Παρίσι από το 1960, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη, στο Collège de France και στην École Pratique des Hautes Études. Το 1981, ενθαρρυμένη από τον Gershon Legman, άρχισε να συλλέγει το λαογραφικό υλικό που δημοσιεύεται στους τρεις τόμους της Νεοελληνικής Αθυροστομίας (1984, 1986 και 1988). Η παρούσα έκδοση είναι πιστή αναπαραγωγή τους.

Μαίρη Κουκουλέ

13.30

3 ΤΟΜΟΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

«… ένα γλωσσολογικό μνημείο που περιέχει και διασώζει, στον
αιώνα τον άπαντα, όλες τις παιδικές, εφηβικές, νεανικές, στρατιωτικές, πολιτικές κτλ. αισχρολογίες του ωραίου ελληνικού λαού».
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, 1983

«… βιβλίο καταπληκτικό… και σαν εμφάνιση και σαν περιεχόμενο·
πολύ πρωτότυπα όλα, μια άλλη ανεξερεύνητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας».
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ, 1983

«… θαυμάσιο βιβλίο… θα γίνει η βίβλος μου εδώ που η αθυροστομία υπάρχει μόνο σαν απουσία. Το διάβασα μια φορά όλο –τι
δουλειά!– τώρα το διαβάζω σιγά σιγά, σαν μετάληψη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ, 1983

«Η Μαίρη Κουκουλέ, αλλά και ο Αμερικανός λαογράφος G.
Legman, που την προέτρεψε να κάνει αυτή τη δουλειά και έγραψε
την εισαγωγή στο βιβλίο της, υπογραμμίζουν τον ανατρεπτικό χαρακτήρα των νεοελληνικών αθυροστομιών, αφού σ’ αυτές τα “όσια
και ιερά” του έθνους γελοιοποιούνται και μάλιστα από κοινωνικά
καταπιεσμένες ομάδες, όπως οι μαθητές, οι φαντάροι κ.λπ.».
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, 1986

«… δάσκαλοι, παπάδες, αστυνομικοί, γονείς, πολιτικοί ή ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι, θείοι και θείες, οι αρχαίοι Έλληνες (εδώ θα
βρείτε πλήρη και σε διαφορετικές παραλλαγές τη σεξουαλική Ιλιάδα), διάφοροι σοφοί και σοφίες, το έθνος, η πατρίδα, το κόμμα, η
θρησκεία, η πορνεία, οι επαρχιώτες, οι αστοί, οι ξένες γλώσσες, η
ερωτική πράξη στις διάφορες εκφάνσεις της, η ιεραρχία, ποικίλοι
θεσμοί, η κοινωνία συνολικά, όλα διακωμωδούνται, χλευάζονται
ή βρίζονται ασύστολα αλλά με τρόπο ευρηματικό και, γιατί όχι,
καλλιτεχνικό».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ, 2019

Η Μαίρη Κουκουλέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Ζει στο Παρίσι από το 1960, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη, στο Collège de France και στην École Pratique des Hautes Études. Το 1981, ενθαρρυμένη από τον Gershon Legman, άρχισε να συλλέγει το λαογραφικό υλικό που δημοσιεύεται στους τρεις τόμους της Νεοελληνικής Αθυροστομίας (1984, 1986 και 1988). Η παρούσα έκδοση είναι πιστή αναπαραγωγή τους.

Ελληνική λογοτεχνία

Οξυγόνο

Ξένια Κουναλάκη

16.00

Μια παρέα φοιτητών, ένα καλοκαίρι του ’90, κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, όταν ο Νικόλας, ο πιο χαρισματικός απ’ όλους, πνίγεται στην προσπάθειά του να βγάλει έναν ροφό από τη θάλασσα. Ο πατέρας πενθεί τον γιο του· οι φίλοι θυμούνται και εξιδανικεύουν τον πεισματάρη φίλο τους.

Είκοσι χρόνια αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι ξαναβρίσκονται στο νησί για το μνημόσυνο του Νικόλα και αναλογίζονται τις δικές τους καθημερινές ασφυξίες και απώλειες: τα όρια του γάμου και της οικογένειας, τη φθορά του σώματος, το τέλος της γονιμότητας, την επαγγελματική αβεβαιότητα, τον θάνατο που πλησιάζει.

Ο καθηγητής Νομικής διαβάζει Φίλιπ Ροθ και ταυτίζεται μαζί του, η γυναίκα του προσπαθεί να καταπολεμήσει την ηττοπάθεια της μέσης ηλικίας, ο εισοδηματίας φίλος τους ζει αποτραβηγμένος και παρατηρεί τις ζωές των άλλων, η ψυχίατρος-μετανάστρια στη Βιέννη βλέπει την Ελλάδα να απομακρύνεται από την Ευρώπη, η συγγραφέας της παρέας αγωνίζεται να κάνει παιδί με κάθε τρόπο προκειμένου να δώσει νόημα στη ζωή της.
Με φόντο πάντα την ανάμνηση του φίλου τους, που πρόλαβε και πέθανε νέος, οι ζωές τους διασταυρώνονται και πλέκονται στον θρήνο και τη νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν, στην κρίση της χώρας, αλλά και τη δική τους, την προσωπική.