«Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε φύγει, θα είχε αποστρέψει το βλέμμα απ’ αυτό το σπίτι, η ιστορία του οποίου γεννούσε την υποψία πως είχε πολλή αρνητική ενέργεια». Εκείνη όμως, λες και είχε μαγνητιστεί από ένα αίνιγμα, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη δεν έβλεπε ότι είχε τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός που θα ανέτρεπε την ύπαρξή τους. Με μια γεμάτη ένταση αφήγηση, η οποία λειτουργεί ως πραγματική αντίστροφη μέτρηση, η συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει τι οδήγησε στο δυστύχημα που κόστισε τη ζωή του Κλοντ, του άντρα της, στις 22 Ιουνίου 1999. Είκοσι χρόνια αργότερα, επιθεωρεί τα μοιραία γεγονότα και εξετάζει για μια τελευταία φορά τα αναπάντητα ερωτήματα. Τύχη, πεπρωμένο, συμπτώσεις; Επιστρέφει σ’ εκείνες τις ταραγμένες μέρες, ακολουθώντας μια αλυσίδα απρόβλεπτων καταστάσεων, μέχρι την έλευση του αναπόφευκτου. Το ζευγάρι, τόσο ηλεκτρισμένο από την προοπτική της μετακόμισης, τόσο πιεσμένο από την ανάγκη να ξεκινήσει τις εργασίες ανακαίνισης, είχε λησμονήσει τους κινδύνους που κρύβει η ζωή. Σε τούτο το βιωματικό βιβλίο, μια συγκινητική σπουδή πάνω στην απώλεια που τιμήθηκε με το Βραβείο Goncourt, η Μπριζίτ Ζιρό ανασυστήνει θαυμαστά έναν έρωτα πέραν του θανάτου.
Ρούνεϋ Σάλλυ
Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, γύρω στα τριάντα, επιτυχημένος, ικανός και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγαλύτερο αδελφό του. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους του, ο Ίβαν γνωρίζει τη Μάργκαρετ, γυναίκα μεγαλύτερή του σε ηλικία, που βγαίνει από το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και οι ζωές τους συνδέονται ακαριαία και έντονα. Για τα αδέλφια που πενθούν και τους ανθρώπους που αγαπούν, η περίοδος αυτή είναι ένα μεσοδιάστημα, ένα ιντερμέδιο, μια περίοδος πόθου και απελπισίας, ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν πόσα μπορεί να βαστάξει μια ζωή χωρίς να διαλυθεί…
Μόντ Ρόγιερ
Στη Γαλλία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια άνευ προηγουμένου σειρά τρανσφοβικών επιθέσεων. Η Μωντ Ρουαγιέ, ακτιβίστρια με ουσιαστική συμμετοχή σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, προβαίνει στην καταγραφή αυτής της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη πλειονότητα των γαλλικών φεμινιστικών κινημάτων αντιτίθεται στην τρανσφοβία. Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες αντιδραστικές ομάδες οι οποίες λειτουργούν πλέον ως ένα πραγματικά τρανσφοβικό λόμπι, αναπαράγοντας και στη Γαλλία συζητήσεις, πολεμικές και θεματικές που διατυπώνονται διεθνώς και διαδίδονται ιδίως από τη Δεξιά και την Άκρα Δεξιά. Αντιγράφουν, επίσης, τη στρατηγική τους: επιτίθενται δηλαδή στα δικαιώματα των τρανς παιδιών και εφήβων, με απώτερο σκοπό να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων. Η Ρουαγιέ, με το στρατευμένο και παιδαγωγικά γραμμένο βιβλίο της, ξεσκεπάζει αυτούς τους τρανσφοβικούς μηχανισμούς προκειμένου να τους αντικρούσει αποτελεσματικότερα.
Σαντάλ Άκερμαν
Οι εκδόσεις Πλήθος με μεγάλη χαρά σας παρουσιάζουν τον νέο λογοτεχνικό τους τίτλο, το βιβλίο Η μητέρα μου γελάει της Σαντάλ Άκερμαν (Chantal Akerman). Μπλέκοντας κειμενικά θραύσματα με φωτογραφίες από το αρχείο της και στιγμιότυπα από τις ταινίες της, η σπουδαία βελγίδα κινηματογραφίστρια αποτυπώνει τον χρόνο που περνάει με την άρρωστη μητέρα της, αναπολεί δύσκολες σχέσεις και καταγράφει τη γυναικεία καθημερινότητα σε μια συγκλονιστική αφήγηση.
Η έκδοση περιλαμβάνει έγχρωμες φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο της Άκερμαν και στιγμιότυπα από τις ταινίες της.
***
Η μητέρα της Σαντάλ Άκερμαν πεθαίνει.
Προβάλλοντας πάντα αντίσταση σε χαρακτηρισμούς όπως «φεμινίστρια», «λεσβία», «Εβραία», η Άκερμαν ένιωθε άνετα μόνο μέσα στη λέξη «κόρη». Γι’ αυτό, μπροστά στον αδιανόητο θάνατο της μητέρας της, κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: καταγράφει τον χρόνο. Βάζει σε λέξεις τις επώδυνες επαναλήψεις, τις λεπτομέρειες, τις μακρόσυρτες σιωπές λεπτό προς λεπτό.
Αλλά δεν είναι μόνο το τέλος της ζωής που πονάει. Όσο γράφει, η Άκερμαν διαπιστώνει ότι θυμάται και καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε για τις παλιές ερωμένες της, τις παλιές φιλίες της, για όλες εκείνες τις σχέσεις που έχουν τελειώσει οριστικά.
Γραμμένο πολύ κοντά στο τέλος, το βιβλίο Η μητέρα μου γελάει διαβάζεται σαν τρυφερή επιστολή αγάπης και σαν σπαρακτικός αποχαιρετισμός.




