Αποκλεισμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, ένας άνδρας βυθίζεται στην εμμονή του με το έργο και τη ζωή του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης αρχείου και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο μονήρης ένοικος αντιλαμβάνεται τη φασματική παρουσία του Σκαλκώτα να μοιράζεται τον χώρο του και να τον παρασύρει σε ολοένα συχνότερες καταβυθίσεις. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, μια βίαια ονειρική σκηνή συμπαρασύρει τον ένοικο και τον συγκάτοικο σε δρόμους και βαριετέ του Βερολίνου, την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ και τα χρόνια της μαθητείας του Σκαλκώτα στη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ακολουθώντας την πορεία του συνθέτη στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα, η ταύτιση του άνδρα-αφηγητή μαζί του εντείνεται με την επίκληση και εμφάνιση συγγενών και προσώπων που καθρεφτίζονται, αναθυμούνται και διεκδικούν την επιστροφή τους για μια τελευταία φορά. Μια μη γραμμική και λοξά φωτισμένη διήγηση-εξομολόγηση ενός θρυμματισμένου εγώ, ενός άλλου “Σκαλκώτα” από το σκοτάδι προς την ανέλπιστη έξοδο στο ηλιόλουστο αθηναϊκό πρωινό.
Συγκάτοικος
€13.95
Σελίδες: 168
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Κορυτσά – Αθήνα (υπουργείο Τύπου). Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εποχή του «Μυθιστορήματος», των «Ημερολογίων Καταστρώματος Α’» και των Δοκιμών για την ποίηση.
“…Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.”
Ελληνική λογοτεχνία
Κοσμάς Πολίτης
H ιστορία του έρωτα ανάμεσα στον Παύλο και στη Βίργκω, δυο νέων που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αγαπούν με πάθος ο ένας τον άλλον και τον παιδεύουν εξίσου. Η ιστορία διαδραματίζεται στην αστική Αθήνα και στον κοσμικό Πόρο τη δεκαετία του 1920, με άρωμα εποχής και προβληματισμούς που παραμένουν επίκαιροι.
Να παντρευτεί κανείς το πρόσωπο που αγαπά ή να μη διασύρει τον έρωτά του μες στη σκόνη της καθημερινότητας; Μήπως η ευτυχία έγκειται «στα όνειρά μας που μένουν ανέπαφα από τη φθορά της ζωής;».
Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη επιχειρεί να αποκαλύψει το κρυμμένο υπόστρωμα του έργου, το πυκνό συμβολικό του δίχτυ. Σταδιακά η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τη δεύτερη σημασία των ονομάτων, των τόπων, των πράξεων των ηρώων. Το ταξίδι του ήρωα για την απόκτηση του «καστανόμαλλου δέρατος», που συμβολίζει την αναζήτηση της τελειότητας, γίνεται ταυτόχρονα και μια περιπλάνηση στους μύθους και στα σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Ερχομός στην Ελλάδα. Η εποχή της «Στροφής» και του μυθιστορήματος «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Επίσκεψη στη Σκιάθο.
“…Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός: εκείνος που πράττει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει· εκείνος που υποφέρει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει· εκείνος που αισθάνεται, κι εκείνος που παρατηρεί τον εαυτό του να αισθάνεται. Όταν λέω «εγώ», τι εννοώ, το εγώ μου Α ή Β; Κι αυτό δείχνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς ειλικρινής.”
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ξυλούρη
Σε κάποιους τόπους, οι άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους πέτρες σε σχήμα καραβιού, πέτρινα πλοία για να πάνε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο. Για τους ζωντανούς, τα πλοία αυτά γίνονταν τόποι συνάντησης και τελετουργίας. Τα διηγήματα αυτής της συλλογής, δεκαπέντε ιστορίες για νησιά κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε θάλασσες πραγματικές ή φανταστικές, είναι πέτρινα πλοία με τον τρόπο τους: αφηγήσεις για ανθρώπους και τόπους που χάνονται, για τα ίχνη τους που κάποτε σβήνουν, και για όσους μένουν πίσω να θυμούνται.
Λένε κάποιοι πως η θάλασσα είναι απλώς ένας καθρέφτης. Τα νησιά δεν είναι παρά αντανακλάσεις των αστεριών? ο ωκεανός, ο ουρανός αντίστροφα. Γι’ αυτό και, όταν έχεις χαθεί στη θάλασσα, αρκεί να σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό και τ’ αστέρια θα σου δείξουν τον δρόμο. Στο τέλος, θα χρειαστεί κάποιος να στραγγίξει τον ωκεανό για ν’ ανασύρει τα πτώματα. (απόσπασμα από το βιβλίο)
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Ελληνική λογοτεχνία
Ρέα Γαλανάκη
Έντεκα διηγήματα, έντεκα διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα και τον μύθο, στα αισθήματα και τα πάθη, στο όνειρο ή την τιμωρία, στα σύνορα μνήμης και λήθης. Και στα άλλα όμως σύνορα, αυτά που ενώνουν, που χωρίζουν, που σημαίνουν πόλεμο και προσφυγιά. Έντεκα διηγήματα, έντεκα απόπειρες για να ειπωθούν, όσο είναι δυνατόν να ειπωθούν, τα ανείπωτα. Για να ζυγιστεί, όσο κι αν είναι δύσκολο να ζυγιστεί, το σωστό και το λάθος στις ζωές των ηρώων, αλλά και στις δικές μας τις ζωές. Τι σώζει, ή τι στήνει ίσως την παγίδα της μοίρας. Έντεκα διηγήματα, καράβια να μας ταξιδέψουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε. Να μας πάνε παραπέρα.
Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005).
Ελληνική λογοτεχνία
Κωνσταντίνος Λ. Τσιτσελίκης
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης γεννήθηκε το 1882 στην –τότε οθωμανική– Κοζάνη. Νομικός, με πλούσιες σπουδές στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βιέννη και στη Λειψία, υπήρξε επίσης δραστήριος δημοσιογράφος. Διετέλεσε βουλευτής για δύο πολύ κρίσιμα χρόνια του διχασμού. Άφησε πρωτότυπο σε σκέψη και μορφή έργο, με κείμενα λογοτεχνικά, λαογραφικά, ιστορικά.
Διαβάζοντάς τον βλέπει κανείς ότι είναι ένας σύγχρονός μας, που παίζει στα δάχτυλα τα γλωσσικά επίπεδα, γνωρίζει σε βάθος τα ήθη και τις ιστορικές συγκυρίες, ψυχογραφεί όσο λίγοι τους άντρες και τις γυναίκες, τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Ο κοσμοπολίτης Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι μια περίπτωση λησμονημένου συγγραφέα που λαμπρύνει την εξαιρετική παράδοση της διηγηματογραφίας μας.
Ελληνική λογοτεχνία
Οδοιπορικό του 1806: Πελοπόννησος – Αττική – Σμύρνη – Κωνσταντινούπολη
Σατωβριάνδος
Τον Αύγουστο του 1806, πίσω από τους υδρατμούς μιας ζεστής μέρας, ο φιλέλληνας Γάλλος λογοτέχνης και θεμελιωτής του γαλλικού ρομαντισμού Σατωβριάνδος θα δει τις ακτές της «Κορφού» (κατοπινής Κέρκυρας). Το πλοίο του έχει ακινητοποιηθεί από την απόλυτη νηνεμία κι αυτός θα απολαύσει από το κατάστρωμα το «πρώτο ηλιοβασίλεμα και την πρώτη νύχτα κάτω από τον ουρανό της Ελλάδας». Έχοντας κάνει κτήμα του την αρχαία γραμματεία, θα διακρίνει στη φωτιά που έχουν ανάψει οι ψαράδες στην απέναντι ακτή «τις Νύμφες να βάζουν φωτιά στο πλοίο του Τηλέμαχου». Από κει θα συνεχίσει καταγράφοντας γλαφυρά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο και στην Αττική των αρχών του 19ου αιώνα κατά τη διάρκεια του μεγάλου του ταξιδιού από το Παρίσι στην Ανατολή. Λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 ο Σατωβριάνδος, μαζί με έναν γενίτσαρο και έναν Μιλανέζο έμπορο, θα περιηγηθεί στις κοιλάδες και στα βουνά του άδενδρου Μοριά: στη μοναξιά της Αρκαδίας, στις ερημιές του Άργους, της Κορίνθου, των Μεγάρων, αλλά και της κάποτε ένδοξης Σπάρτης, συναντώντας παντού αρχαία μνημεία ανάμεσα σε σύγχρονα ερείπια, μαζί με τη φτώχεια και τη δυστυχία ενός λαού που υποφέρει από τον κατακτητή. Στην πλούσια γη της Αττικής, όπου «το κλίμα επιδρά στην αισθητική», θα διαπιστώσει με λύπη πως οι Έλληνες κάτοικοι έχουν αποκοπεί από την ιστορική τους μνήμη και πως ο αρχαίος πολιτισμός διεκόπη βίαια, χωρίς ιστορική συνέχεια. Στο ταξίδι του από την Τζια στη Σμύρνη θα συνοψίσει το ελληνικό του οδοιπορικό σε μια πικρή σκέψη: η Ελλάδα μπορεί να απελευθερωθεί, αλλά το σημάδι απ’ τα δεσμά της δεν θα σβήσει εύκολα.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Έγραψαν για το βιβλίο:
Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.
– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.
Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».
Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.
Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη
δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».
Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Λονδίνο. Η εποχή της «Στέρνας». Κυοφορία του «Μυθιστορήματος». Επινόηση του Στράτη Θαλασσινού. Ο Σεφέρης ακούει πολλή μουσική.
“…τώρα που κοιτάζω πίσω, βρίσκω ένα μυστικό: δεν υπάρχουν μικρά πράγματα στη ζωή. Αν κοιτάξεις με πολλή δύναμη και πολλή αγάπη μια φλόγα. μπορεί να σου μάθει περισσότερα παρά αν διαβάσεις πολλά βιβλία (και ξοδέψεις πολλή φαιά ουσία) για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.”
Ελληνική λογοτεχνία
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
Ελληνική λογοτεχνία
Έλσα Κορνέτη
Παράξενες κοχυλόμορφες πολιτείες, αλαφιασμένοι φαροφύλακες, ψάλτες κορακόμορφοι και κοράκια- βουτηχτές, πόλεις που σαπίζουν, θάλασσες που ναρκοθετούνται και τάματα που υπεξαιρούνται, καπνισμένες δεσποσύνες και εφευρετικοί φτεροσυλλέκτες, πρίγκιπες των αλγόριθμων και εμμονικές εντομολόγοι, αλησμόνητοι πρόγονοι και εγκλωβισμένοι σε λαβυρίνθους, συνθέτουν, μεταξύ άλλων, τον δραματικό κόσμο στον οποίο εκτυλίσσονται οι 24 ευφάνταστες ιστορίες αυτής της συλλογής.
Με γλώσσα που κατάγεται από τον μαγικό ρεαλισμό, με γνήσια μεταφυσική αγωνία αλλά και συναίσθηση του τραγικού αδιεξόδου στο οποίο έχει φτάσει η σχέση ανθρώπου-φύσης, η Έλσα Κορνέτη βουτά θεαματικά και γενναία στα έγκατα της φαντασίας περιγράφοντας με εκφραστική ακρίβεια και οξυδερκή ποιητική ματιά έναν κόσμο που ακροβατεί μεταξύ ονείρου και εφιάλτη και αφηγείται την οδυνηρή μετάβαση από την ψευδαίσθηση της σύγχρονης ευδαιμονίας στην καταστροφή, από τα τεχνολογικά επιτεύγματα στην εμπέδωση της αλλοτρίωσης αλλά και από την αποδοχή της απόγνωσης στην απροσδόκητη λύτρωση. Μια γραφή πίστης στη νέα αρχή που πάντα θα οραματίζεται ο άνθρωπος, νοσταλγώντας κάποιο κήπο γαλήνης, σε όποιο τεχνολογικό λαβύρινθο κι αν κλειστεί, σε όποιο γκρέμισμα κι αν πέσει