1872. Η έρημος, ακτινοβόλα και λαμπερή, είναι ένα καλειδοσκόπιο από σκύλους, βάτα, σκόνη και ουρανό. Η Τσίνα Άιρον, το κορίτσι που είχε κερδίσει ο γκάουτσο Μαρτίν Φιέρο στα χαρτιά, συνοδεύει πλέον τη Λιζ, μια Σκωτσέζα η οποία ακολουθεί τα ίχνη του δικού της άντρα. Η Τσίνα, απαλλαγμένη πια από το λάσο του γκάουτσο, ξεκινά ένα ταξίδι εξερεύνησης μέσα από τις υφές, τις γεύσεις και τις απολαύσεις που της προσφέρουν η γη και η νέα της σύντροφος. Έπειτα από μια μακρά πορεία φτάνουν στο Παραΐσο. Εκεί συναντούν έναν κόσμο ελεύθερο, όπου τα πλάσματα αγκαλιάζονται γεμάτα επιθυμία, όπου τα ποτάμια, τα πουλιά και τα δέντρα συνυπάρχουν μέσα στην ίδια αγάπη. Με τούτη την πληθωρική αφήγηση, που ήταν υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Booker, η Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα ανατρέπει και συγχρόνως αναπλάθει το σύμπαν ενός κλασικού λογοτεχνικού έπους της Αργεντινής μέσα από το πρίσμα του θηλυκού φύλου. Οι Περιπέτειες της Τσίνα Άιρον είναι μια παθιασμένη κουήρ περιπέτεια, μια πολύχρωμη γιορτή για τη ζωή, ένα ριζοσπαστικό μυθιστόρημα για τη χειραφέτηση μιας γυναίκας που αγκαλιάζει τα αχανή τοπία της πάμπας.
Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον
€15.00
Μετάφραση: Άννα Βεροιοπούλου
Σελίδες: 194
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ξένη λογοτεχνία
Μαρκ Τουέιν
Ο σκανταλιάρης Τομ Σόγιερ διαθέτει όλα τα ζηλευτά χαρακτηριστικά ενός νεαρού αγοριού: είναι πολύ έξυπνος αν και καθόλου σπασίκλας, έχει λάβει την ανατροφή πολιτισμένου παιδιού αλλά ενδόμυχα θέλει να περνά τις μέρες του χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, θυσιάζεται για τα μάτια της αγαπημένης του Μπέκι και αφήνει τον μισητό του δάσκαλο να τον σαπίσει στις ξυλιές, είναι σκράπας στα θρησκευτικά και κάτι παραπάνω από αδιάφορος στο κατηχητικό (απηχώντας τον αθεϊσμό του Μαρκ Τουέιν), διέπεται από μια χαριτωμένη ηθική ανομία που οδηγεί το βλέμμα του προς τον ανοιχτό ορίζοντα, ζώντας σε ένα αιώνιο καλοκαίρι, σε ένα χωριό του Μισισιπή. Μαζί με τον κολλητό του, τον Χάκλμπερι Φιν, βρίσκει το ατρόμητο στοιχείο που του λείπει για να ξεχυθεί στις περιπέτειές του. Στο πρόσωπο του αλητάκου γιου του μπεκρή, του απροσάρμοστου και πιο μπρούτου της παρέας, που τα υπόλοιπα παιδιά θαυμάζουν και φοβούνται, κατά κάποιον τρόπο προπάτορα του Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, ανακαλύπτει την απόδραση που ο συγγραφέας ονόμαζε την ευκαιρία που αν δεν αδράξεις θα μετανιώνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αν ο Τουέιν δεν συνέχιζε με το σίκουελ Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, ο ξυπόλυτος συνοδοιπόρος του ήρωα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο φανταστικός του φίλος, ένα επινοημένο alter ego που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, ενισχύει το αγωνιστικό του πνεύμα, εξάπτει την ήδη ζωηρή περιέργειά του για το τι άλλο υπάρχει εκεί έξω και καταρρίπτει τη δειλία του. Οι αποκοτιές τους στα στοιχειωμένα σπίτια και στις σπηλιές παραμένουν θρυλικές, ένα χάρμα ανάγνωσης, γραμμένες σε ντοπιολαλιά, απλά και σταράτα, σαν να έχουν βγει από την καρδιά ενός 13χρονου που επιτέλους ξυπνάει, γιατί θέλει να τρομάξει, να ερωτευτεί, να μάθει – χωρίς η αφήγηση να βαραίνει από τον καταναγκασμό της ιστορίας ενηλικίωσης, καθώς ο Σόγιερ μαρκάρει την ηλικία του, σαν να προτιμά να την κρατήσει για πάντα. Η αβίαστη συνεννόηση των δύο αγοριών, όποτε τα βρίσκουν σκούρα αλλά και όταν απλώς χαζεύουν αποχαυνωμένα, τόσο χαρούμενα που δεν έχουν τίποτε ιδιαίτερο να κάνουν, συνιστά την ουτοπία της εφηβικής φιλίας, εκεί όπου ο αλλεργικός στις ευθύνες Χακ τραβάει από το χέρι τον εχέφρονα Τομ. Τους Αμερικανούς λογοτεχνικούς αναλυτές ακόμη απασχολούν τα ρατσιστικά θέματα που διατρέχουν το βιβλίο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος κρατά το ατόφιο πνεύμα της συνενοχής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Ξένη λογοτεχνία
Jonathan Coe
Το μεθυστικό καλοκαίρι του 1977 μια αφελής κοπέλα, η Καλλιστώ, αναχωρεί από την Αθήνα για να γνωρίσει τον κόσμο. Μετά το ταξίδι της στην Αμερική, βρίσκεται αναπάντεχα σε ένα ελληνικό νησί που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό σκηνικό. O Μπίλι Γουάιλντερ, διάσημος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, γυρίζει εκεί την ταινία του Fedora, και η Καλλιστώ προσλαμβάνεται ως βοηθός. Παρατηρεί συνεπαρμένη τον λαμπερό, πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο ζωής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Ενώ η Καλλιστώ είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της περιπέτεια, ο ίδιος ο Γουάιλντερ αντιλαμβάνεται ότι το άστρο του έχει μάλλον αρχίσει να σβήνει. Το Χόλυγουντ τον απορρίπτει, και μόλις που κατόρθωσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία του, από τη Γερμανία. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών και τον συντροφεύει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και ευαίσθητο πορτρέτο μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Jonathan Coe στρέφει το βλέμμα του στην έννοια του χρόνου και στη σημασία της φήμης, στην οικογένεια και στην απατηλή σαγήνη της νοσταλγίας. Όταν ο κόσμος βαδίζει προς την αλλαγή, γαντζώνεσαι στην παλιά, αγαπημένη σου ζωή, ή αποφασίζεις ότι είναι ώρα να την αφήσεις πίσω;
Ξένη λογοτεχνία
Σεμπάστιαν Μπάρι
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Λέσχη Ανάγνωσης
Αντρέ Ασιμάν
Πριν διαβάσει κανείς το βιβλίο, αναπόφευκτα θα φέρει στο μυαλό τις πάμφωτες, καλοκαιρινές εικόνες της δημοφιλούς κινηματογραφικής του μεταφοράς. Αλλά το βιβλίο δεν χρειάζεται υποστήριξη. Είναι ένα από τα πιο ερωτικά και τρυφερά βιβλία που έχουν γραφτεί μεταπολεμικά, με τον καθηγητή ιστορίας Έλιο να αναπολεί ένα καλοκαίρι του στην ιταλική Ριβιέρα των ’80s, όταν, ως 17χρονος έφηβος, ερωτεύτηκε παράφορα τον Όλιβερ, έναν 24χρονο Αμερικανό ερευνητή, φτάνοντας σε τέτοιο σημείο σύνδεσης ώστε να «δανειστούν» ο ένας το όνομα το άλλου. Απροετοίμαστοι για τις συνέπειες της αμοιβαίας έλξης, οι ατέλειωτες καλοκαιρινές μέρες τούς παρασύρουν σε εναλλασσόμενα ρεύματα εμμονής, σαγήνης και πόθου. Αψηφώντας τους κινδύνους, οι δυο τους συγκλίνουν προς κάτι που φοβούνται ότι δεν θα ξαναβρούν ποτέ: την απόλυτη σύνδεση με έναν άλλον άνθρωπο. Το καλοκαίρι που τραγουδάει και βομβίζει σε κάθε σελίδα της ιστορίας επιτείνει την αίσθηση του χαμένου παραδείσου, που είναι κάθε περασμένος έρωτας.
Λέσχη Ανάγνωσης
Τζορτζ Όργουελ
Στο προτελευταίο βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ περιγράφεται με αλληγορικό τρόπο μια δυστοπική ιστορία στην οποία τα ζώα μιας φάρμας επαναστατούν επειδή δεν αντέχουν τη σκληρή αντιμετώπιση του ανθρώπου-αφέντη, αντανακλώντας τα γεγονότα που οδήγησαν στη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και ακολούθως στη σταλινική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Η επανάσταση των ζώων που οργανώνεται από ένα ηλικιωμένο γουρούνι για να ξεφύγουν από τη σκλαβιά μετατρέπεται σταδιακά σε μονοκρατορία, όπου τα γουρούνια γίνονται οι νέοι δυνάστες. Η αλλοτρίωση που φέρνει η εξουσία και η (εύκολη) μεταμόρφωση του καταπιεσμένου σε αφέντη που κάνει αφόρητη τη ζωή των γύρω του είναι διαχρονική ‒ και σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
LiFO Βιβλία
Άντι Γουόρχολ
Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.
Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.
Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».
Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».
Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.
Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.
Λέσχη Ανάγνωσης
Μιγκέλ Ντε Θερβάντες
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Αλέξανδρος Δουμάς
Με σκηνικό το μεσογειακό τοπίο του νησιού Μοντεχρίστο στο τοσκανικό αρχιπέλαγος, δασωμένο, ηλιοφώτιστο, δροσερό, o διαχρονικά δημοφιλής Κόμης Μοντεχρίστος είναι ένας ήρωας με τα μυθικά χαρακτηριστικά του υπεράνθρωπου. Φυλακισμένος άδικα από νεαρή ηλικία για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, μέσα από τη διαρκή πάλη του καλού και του κακού, «κινηματογραφική» δράση και συγκινήσεις, δραπετεύει και βρίσκει τον θησαυρό που του αναφέρει ένας συγκρατούμενός του, παίρνοντας εκδίκηση απ’ όσους τον αδίκησαν. Ο ανυπότακτος ήρωας του ακραιφνούς ρομαντισμού παλεύει μέχρις εσχάτων με τον πόνο και το σκοτάδι της βασανισμένης του ψυχής μέχρι να βρει την ποθούμενη λύτρωση και δικαίωση, όπως την εννοεί ο ίδιος. Αποδεσμευμένος από κανόνες και περιορισμούς, απολαμβάνοντας την πλήρη ελευθερία κινήσεων που του παρέχει το χρήμα μαζί με τη γνώση, φτάνει μέχρι το τέλος, αλλά, στο μεταξύ, έχει επιτρέψει στον εαυτό του να δείξει έλεος, όταν οι περιστάσεις εμπλέκουν και τα αθώα τέκνα των τιμωρουμένων. Η πλήρης εκδοχή του μυθιστορήματος σε δύο τόμους, χιλίων σελίδων έκαστος, χωρίς καμία συντόμευση, περικοπή ή λογοκρισία.
Ξένη λογοτεχνία
Γουίλφρεντ Θέσιγκερ
«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]
―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO
ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER
Λέσχη Ανάγνωσης
Αλμπέρ Καμί
Το Καλοκαίρι είναι μια συλλογή δοκιμίων, γραμμένων από το 1939 έως και το 1953, με κοινό συνδετικό άξονα τον ήλιο της Μεσογείου, τις αναμνήσεις του Καμύ από την Αλγερία, τις τραγωδίες της Ευρώπης ‒την ανθρωπότητα που ασφυκτιά κάτω από τις δικτατορίες, αιμορραγεί από τους πολέμους, ξεψυχά στα μίση‒ αλλά και την ομορφιά για την οποία, όπως ο ίδιος λέει, «οι Έλληνες πήραν τα άρματα». Με ύφος λιτό, που αρμόζει στο μεσογειακό καλοκαίρι, και γλώσσα απολαυστική αναζητά το πιο αναγκαίο στη ζωή: το φως και την ευτυχία.
Ξένη λογοτεχνία
Ντόνα Ταρτ
Οι αμφίρροπες δυνάμεις της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, ο θρήνος της απώλειας, οι θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης, ο εθισμός, η καθοριστική δύναμη της στιγμής, η παρακμή του αμερικανικού ονείρου τη μετά την 9/11 εποχή: είναι πολλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η Ντόνα Ταρτ στο μνημειώδες, βραβευμένο με Πούλιτζερ το 2014, τρίτο μυθιστόρημά της. Μέσα στις σχεδόν 1.000 σελίδες του, όμως, είναι η έννοια της φιλίας και οι διαφορετικές της εκφάνσεις που διαπερνούν τη ραχοκοκαλιά του. Ο κεντρικός χαρακτήρας του, Θίο Ντέκερ, αναπτύσσει, όπως όλοι μας, φιλίες διαφορετικού ειδικού βάρους κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της νεότητάς του. Όλες αυτές οι όψεις της φιλίας παρουσιάζονται εντελώς αρχετυπικά από την Ταρτ, και μάλιστα όχι σαν απλά υποκατάστατα του οικογενειακού ελλείμματος, αλλά ως αυθύπαρκτες σχέσεις που συνδέουν ετερόκλητους ανθρώπους. Η αγνή, σχολική φιλία του με τον Άντι Μπάρμπουρ είναι αυτή που θα του δώσει την πρώτη του κοινωνική ώθηση, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του. Το βραχύβιο μητρικό υποκατάστατο της αγέρωχης κυρίας Μπάρμπουρ σχεδόν θα αντιστραφεί στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του Άντι, που θα φέρει στην επιφάνεια την ευάλωτη πλευρά της. Η γνωριμία του με τον Χόμπι θα τον εμπνεύσει επαγγελματικά, καθώς ο αντικέρ θα λειτουργήσει ως μέντορας για το μέλλον του. Τα συναισθήματά του για την Πίπα, που τον στοιχειώνουν επί σειρά ετών, δεν θα μπορέσουν τελικά, λόγω του κοινού τραυματικού βιώματος, να εξελιχθούν σε ερωτική σχέση.
Είναι όμως η αδελφική, περίπλοκη, βαθιά φιλία του Θίο με τον Μπόρις που μας έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν ανατρέχουμε ξανά στην Καρδερίνα. Όπως είχε γράψει και η κορυφαία κριτικός των «New York Times», Μιτσίκο Κακουτάνι, χαρακτηρίζοντάς την «ντικενσιανό μυθιστόρημα», «ο Μπόρις είναι ο Artful Dodger στον Όλιβερ Τουίστ του Θίο […], [δύο χαρακτήρες που] θα λάβουν τη θέση τους στο πάνθεον των κλασικών σχέσεων φιλίας, δίπλα στον Λόρελ και τον Χάρντι, τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν (σ.σ. από το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ), τον Μέισον και τον Ντίξον του Πίντσον». Κι αν ο Μπόρις μπορεί σε μια πρώτη, εύκολη ανάγνωση να φαντάζει ως η «κακή επιρροή» που οδηγεί τον Θίο σταδιακά στον εθισμό και στο έγκλημα, το κλασικό αντίβαρο, δηλαδή, στην έλλειψη οικογενειακής προσοχής και στο τραύμα, η αλήθεια είναι ότι μάλλον τον βοηθά να επιβιώσει και λειτουργεί ως το έναυσμα για απελευθέρωση, καθώς η σχέση τους θεμελιώνεται σταδιακά από βαθιά αγάπη και ανάγκη για επαφή. Ακόμα και όταν προκύπτει η προδοσία του Μπόρις, είναι τόσο ισχυρά θεμελιωμένο αυτό που έχουν, τόσο άνευ όρων η αγάπη που τους συνδέει, που δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει μια ιδιότυπη, επεισοδιακή κάθαρση, παρά το στερεότυπο που θέλει τις φιλίες να διαλύονται πιο εύκολα από τις οικογενειακές σχέσεις.
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Λέσχη Ανάγνωσης
Αλέξανδρος Δουμάς
Με σκηνικό το μεσογειακό τοπίο του νησιού Μοντεχρίστο στο τοσκανικό αρχιπέλαγος, δασωμένο, ηλιοφώτιστο, δροσερό, o διαχρονικά δημοφιλής Κόμης Μοντεχρίστος είναι ένας ήρωας με τα μυθικά χαρακτηριστικά του υπεράνθρωπου. Φυλακισμένος άδικα από νεαρή ηλικία για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, μέσα από τη διαρκή πάλη του καλού και του κακού, την «κινηματογραφική» δράση και συγκινήσεις, δραπετεύει και βρίσκει τον θησαυρό που του αναφέρει ένας συγκρατούμενός του, παίρνοντας εκδίκηση απ’ όσους τον αδίκησαν. Ο ανυπότακτος ήρωας του ακραιφνούς ρομαντισμού παλεύει μέχρις εσχάτων με τον πόνο και το σκοτάδι της βασανισμένης του ψυχής μέχρι να βρει την ποθούμενη λύτρωση και δικαίωση, όπως την εννοεί ο ίδιος. Αποδεσμευμένος από κανόνες και περιορισμούς, απολαμβάνοντας την πλήρη ελευθερία κινήσεων που του παρέχει το χρήμα μαζί με τη γνώση, φτάνει μέχρι το τέλος, αλλά, στο μεταξύ, έχει επιτρέψει στον εαυτό του να δείξει έλεος, όταν οι περιστάσεις εμπλέκουν και τα αθώα τέκνα των τιμωρουμένων. Η πλήρης εκδοχή του μυθιστορήματος σε δύο τόμους, χιλίων σελίδων έκαστος, χωρίς καμία συντόμευση, περικοπή ή λογοκρισία.