Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Maria Pawlikowska Jasnorzewska ήταν γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους ως «Πολωνή Σαπφώ». Πλέον θεωρείται παγκοσμίως μια από τις πιο μοντέρνες ποιήτριες της Πολωνίας. Δε συνέβαινε όμως αυτό όσο ζούσε, αφού η τέχνη της υπήρξε αρκετά αμφιλεγόμενη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, γεννημένη καθώς ήταν σε αριστοκρατική οικογένεια εικαστικών το 1891, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα γνωστοί για τα στρατιωτικά θέματα και τις πολεμικές σκηνές που απεικόνιζαν. Η νεαρή Μαρία, πασιφίστρια από τότε, επιλέγει τον έρωτα και τη φύση, δοσμένα μέσα από μια προσωπική φαντασία. Σε πολλά από τα ποιήματά της, η Pawlikowska έβλεπε το πέρασμα του χρόνου σαν μια προσωπική τραγωδία. Η προσωπική της ενασχόληση με τη νεότητα και τις συνέπειες των γηρατειών, πριν καν η ποιήτρια φτάσει στα 30, σηματοδοτούν το έργο της που είναι γεμάτο φόβους για τον θάνατο και την αγάπη, μα και θαυμασμό για τους αέναους κύκλους της φύσης. Η Pawlikowska είχε δημιουργήσει μια φήμη σκανδαλώδη στους συντηρητικούς κύκλους, τόσο για την αντισυμβατική προσωπική της ζωή (παντρεύτηκε τρεις φορές) όσο και για την καινοτόμο, γεμάτη ερωτισμό, ποίησή της, καθώς επίσης και για τα αντι-συμβατικά θεατρικά της έργα που πραγματεύονταν θέματα-ταμπού, όπως το δικαίωμα της γυναίκας στην έκτρωση. Με το ξέσπασμα του πολέμου μια νέα θεματογραφία κάνει την εμφάνισή της στα έργα της. Ήδη από το 1937 είχε γράψει, κατηγορώντας τον εαυτό της, επειδή ήταν πολιτικά αδιάφορη: Πώς τόλμησες να γράψεις για τριαντάφυλλα, όταν η ιστορία έκαιγε σαν δάσος στην κάψα του καλοκαιριού; Στη θλίψη της προστέθηκαν η αυτο-εξορία στην Αγγλία, ο θάνατος των δικών της και η ραγδαία επιδείνωση της υγείας της. Η Maria Pawlikowska Jasnorzewska πέθανε από καρκίνο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας το1945. Οι μαρξιστές κριτικοί λογοτεχνίας στην μεταπολεμική Πολωνία αγνόησαν το έργο της, λόγω της υποκειμενικής και απαισιόδοξης φύσης του. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ωστόσο, άρχισε να επαναξιολογείται και έκτοτε η λογοτεχνική της κληρονομιά γνώρισε μια αναγέννηση με επανεκδόσεις, μεταφράσεις και μελοποιήσεις. ΑΓΑΠΗ Ένα μήνα τώρα, δε σε είδα ούτε μιά μέρα. Καμιά αλλαγή. Ίσως να ‘μαι πιο χλωμή, λίγο νωθρή, πιο σιωπηλή. Φαίνεται, μπορεί και ζει κανείς χωρίς αέρα.
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Εμανουέλ Καρέρ
Η τρέλα και ο τρόμος έχουν στοιχειώσει τη ζωή μου. Όλα τα βιβλία μου δεν μιλούν για τίποτε άλλο.
Μετά τον Εχθρό, δεν άντεχα πια. Ήθελα να ξεφύγω.
Πίστεψα ότι θα ξέφευγα αγαπώντας μια γυναίκα και κάνοντας μια έρευνα.
Η έρευνα αφορούσε τον παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, ο οποίος αφού έζησε μια δραματική ζωή εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1944 και εκτελέστηκε, κατά πάσα πιθανότητα, ως συνεργάτης των Γερμανών. Αυτό είναι το μυστικό της μητέρας μου, το φάντασμα που καταδιώκει την οικογένειά μας.
Για να ξορκίσω αυτό το φάντασμα, πήρα ριψοκίνδυνους δρόμους. Κατέληξα σε μια μικρή πόλη, χαμένη κάπου στη ρωσική επαρχία, όπου έμεινα για αρκετό καιρό, όντας συνέχεια σ’ επιφυλακή, περιμένοντας να συμβεί κάτι. Και όντως συνέβη κάτι: ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Η τρέλα και ο τρόμος επέστρεφαν. Επέστρεψαν, επίσης, στην ερωτική μου ζωή. Έγραψα, για τη γυναίκα που αγαπούσα, μια ερωτική ιστορία η οποία πίστευα ότι θα είχε αντίκτυπο στην πραγματικότητα, όμως η πραγματικότητα ανέτρεψε τα πλάνα μου. Μας βύθισε σ’ έναν εφιάλτη που έμοιαζε με τις χειρότερες ιστορίες των βιβλίων μου και ο οποίος ισοπέδωσε τις ζωές μας και την αγάπη μας.
Γι’ αυτό μιλάει ετούτο το βιβλίο: για τα σχέδια που καταστρώνουμε προκειμένου να ελέγξουμε την πραγματικότητα και για τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα ξαναπαίρνει πάντοτε το πάνω χέρι και μας απαντάει.
Γωγώ Ατζολετάκη
H Αλεξάνδρα, μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά που βιώνει, μετρά τα χρόνια της. Σίγουρα είναι πολλά. Βρίσκεται πια στη «γκρίζα ζώνη» της ζωής της… Όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη ούτε τόσο άρρωστη, όσο πιστεύουν οι άλλοι.
Κι αυτοί ο «άλλοι» δεν είναι παρά τα παιδιά της –ο γιος της και η νύφη της, ιδιαιτέρως η νύφη της–, που πλέον δεν θέλουν τη γιαγιά μέσα στα πόδια τους, στο πολυτελές σπίτι τους, που η ίδια η Αλεξάνδρα τους βοήθησε ν’ αποκτήσουν.
Και πώς ν’ απαλλαγούν από τη «γριά»; Πού να τη στείλουν;
Το Γηροκομείο είναι πάντα μια καλή λύση!
Ανήμπορη να αντιδράσει η Αλεξάνδρα, υποτάσσεται στη μοίρα της. Αποφασισμένη ότι εκεί, στο Γηροκομείο, παραπεταμένη και ξεχασμένη, θα τελευτήσει τις μέρες της.
Όμως, η πάντα απρόβλεπτη ζωή, θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Ένα τυχαίο γεγονός θα γίνει το έναυσμα για μια καινούργια αρχή, για πρωτόγνωρους και ελπιδοφόρους ορίζοντες.
Ποτέ μη λες «ποτέ»!
Μια ωδή στην τρίτη ηλικία της ζωής μιας γυναίκας, που τελικά μπορεί να εξελιχθεί σε μια… τρίτη άνοιξη!