Βλέπετε 373–384 από 814 αποτελέσματα

Ποίηση

Γενικό άσμα

Πάμπλο Νερούδα

36.00

Πενήντα σχεδόν χρόνια από την πρώτη του έκδοση το Canto General επανακυκλοφορεί στην αξεπέραστη μετάφραση της Δανάης Στρατηγοπούλου.

«Μια τρομερή κραυγή ελευθερίας και χειραφέτησης» (Le Monde) από τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ού αιώνα» (Gabriel Garcia Márquez) το Γενικό Άσμα χάρισε στον Νερούδα το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1971.

Ο ποιητής άρχισε να το γράφει το 1948, κυνηγημένος από το καθεστώς της Χιλής και συνόψισε σε αυτό την ιστορία της χώρας του και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, καθώς και τους πόθους του λαού του σε δύσκολους καιρούς. Το είχε ολοκληρώσει όταν, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, γνώρισε τη Δανάη Στρατηγοπούλου, τραγουδίστρια, μουσικό, και καθηγήτρια ελληνικής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, έγιναν φίλοι και της εμπιστεύτηκε τη μετάφραση του στα ελληνικά, μια μετάφραση που τιμήθηκε με βραβείο στη Λειψία.

Λέα Ούπι

16.92

Η Λέα μεγαλώνει στην Αλβανία στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μια χώρα όπου η κρατική ιδεολογία έχει επισήμως αντικαταστήσει τη θρησκεία. Εκείνα τα χρόνια ήταν ακόμη σχεδόν αδύνατον είτε να πας είτε να φύγεις από την Αλβανία. Ήταν ένα μέρος με ατελείωτες ουρές και ελλείψεις στα μαγαζιά, με πολιτικές εκτελέσεις και παντοδύναμη μυστική αστυνομία. Για τη Λέα, ήταν το σπίτι της και η ασφάλειά της. Οι άνθρωποι ήταν ίσοι, οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και τα παιδιά μεγαλώνοντας θα οικοδομούσαν έναν καλύτερο κόσμο. Υπήρχε κοινός σκοπός και ελπίδα. Και τότε, τον Δεκέμβριο του 1990, έναν χρόνο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όλα άλλαξαν, εν μιά νυκτί σχεδόν. Τα αγάλματα του Στάλιν και του Χότζα γκρεμίστηκαν. Μπορούσες να ψηφίζεις ελεύθερα, να φοράς ό,τι θέλεις, δεν φοβόσουν πια μήπως σε ακούσει κάποιο αδιάκριτο αυτί. Όμως εργοστάσια έκλειναν, δουλειές χάνονταν και ολόκληρες οικογένειες έφευγαν, κατά χιλιάδες, για την Ιταλία και την Ελλάδα, επιθετικά συστήματα πυραμίδας κυριάρχησαν, δίπλα στο οργανωμένο έγκλημα και τη σωματεμπορία. Ο πατέρας της αναγκάστηκε, παρά τις αριστερές του πεποιθήσεις, να κάνει απολύσεις, η μητέρα της εξελίχθηκε σε συντηρητική πολιτικό στο πρότυπο της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Η Ούπι συνδυάζει το προσωπικό και το πολιτικό, τη λογοτεχνία με την πολιτική θεωρία, σ’ ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που μεγάλωσε κυριολεκτικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, είναι το βιβλίο ενός ανθρώπου που βρέθηκε απέναντι στο Τέλος της Ιστορίας, και που αναρωτιέται σήμερα για το νόημα της λέξης.

Ξένη λογοτεχνία

Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα

Λούσυ Άντλινγκτον

11.97

Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες.

Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ…

Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο. Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού· ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε. Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και, μαζί με μένα, τη Ρόουζ, τη Μάρτα και την Κάρλα.

Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας.

Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος.

Έλλα, 1944

Ελληνική λογοτεχνία

Η ομορφάσχημη

Νίκος Καχτίτσης

10.50

Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.

Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.

Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.

Γιτσχάκ Κάτσνελσον

12.15

Το «Άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι το σημαντικότερο επικό ποίημα που γράφτηκε στην περίοδο της θανάτωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Η σύνθεσή του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1943. Χειρόγραφες μεταγραφές του διασώθηκαν μυθιστορηματικά, σε μπουκάλια θαμμένα στο πάρκο της πόλης Βιττέλ ή στο χερούλι μιας βαλίτσας. Λίγους μήνες αργότερα, στο Άουσβιτς, ο ποιητής, μαζί με τον μεγάλο του γιο Τσβι, θα ακολουθήσουν την τραγική μοίρα του λαού τους στα χρόνια του ναζισμού. Είχε προηγηθεί ο χαμός της συζύγου του Χάνα και των δύο μικρότερων γιών του, Μπένσιον και Γιόμελε.

Η ανείπωτη τραγωδία, οικογενειακή και συλλογική ταυτόχρονα, ερημώνει εσωτερικά τον ποιητή. Έχοντας πλήρη επίγνωση, προσπαθεί να αρθρώσει λόγο για όσα βιώνει και συγχρόνως νιώθει την υποχρέωση να σιωπήσει. Ο Κατσνέλσον εξεγείρεται. Πώς μπορεί ο Θεός να συνυπάρχει με την Τρεμπλίνκα; Όμως και μια ζωή δίχως Θεό μοιάζει αβίωτη. Το ρίγος που διαπερνά τον αναγνώστη του άσματος ενεργοποιείται όχι από την αισθητική, αλλά από την άμεση επαφή του με τη φρίκη.

Ξένη λογοτεχνία

Κάτι έχω να σας πω

Χανίφ Κιουρεϊσι

21.20

Το Κάτι έχω να σας πω παρακολουθεί την πορεία ενός επιτυχημένου ψυχαναλυτή που, στις αρχές του βιβλίου, συλλογίζεται τα χρόνια της ενηλικίωσής του στα προάστια του Λονδίνου, τη δεκαετία του 1970, τον πρώτο του έρωτα (σχέση που εξακολουθεί να τον στοιχειώνει) και μία βάναυση πράξη βίας από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει. Το μυθιστόρημα καταγράφει με εξαιρετικό τρόπο την αίσθηση σεξουαλικής ελευθερίας και την ευφορία της κουλτούρας των ναρκωτικών εκείνης της δεκαετίας – όπως και τη βίαιη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και του κεφαλαίου. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αποτελούν παραστατικό φόντο στα δραματικά γεγονότα που θα συμβούν τριάντα χρόνια αργότερα καθώς οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν τη φθορά της μέσης ηλικίας, με τα νεανικά τους τραύματα να μην έχουν επουλωθεί. Κάποιες στιγμές κωμικό, κάποιες άλλες επίπονα τρυφερό, το μυθιστόρημα ασχολείται με τις σχέσεις αντρών και γυναικών, γονέων και παιδιών. Με ακλόνητη επιδεξιότητα ο Κιουρέισι έχει δημιουργήσει μια αξιομνημόνευτη ομάδα αναγνωρίσιμων χαρακτήρων, που όλοι τους παλεύουν με τα όριά τους ως ανθρώπινα όντα, κυνηγημένοι από το παρελθόν, ώσπου βρίσκουν την εσωτερική δύναμη να συγχωρήσουν – τον εαυτό τους κυρίως.

Έντγκαρ Άλαν Πόε

18.00

Μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που καταλήγει σ’ έναν κρυπτογραφικό γρίφο, ένα ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια τελετουργία διάβασης προς το ανόσιο: μεσ’ από φουρτουνιασμένες θάλασσες, ανταρσίες, ναυάγια, κανιβαλισμούς και ξωτικά νησιά με επικίνδυνους κατοίκους, ένας ιδιοφυής συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη του σε μια κάθοδο στο ασυνείδητο, σε μια πάλη του λευκού με το μαύρο, ή και σε μια λαζαρική ανάσταση, αφού ο νεκρός ήρωας, που είναι ζωντανός, διεκδικεί από τον συγγραφέα την πατρότητα του έργου.

Το πρώτο πεζογράφημα του Edgar Allan Poe, το “σημαντικότερο έργο του” κατά τον Borges, που επηρέασε πλήθος γνωστών συγγραφέων.

Μάτση Χατζηλαζάρου

18.08

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Ελληνική λογοτεχνία

Λόλα Καραμπόλα

Ερωφίλη Κόκκαλη

11.70

Δεν σου κρύβω ότι κατά βάθος όπως κάθε μάνα που μεγαλώνει αγόρι με… με το αυτό του… πώς να το πω… κατάλαβες, χάρηκα, χίλιες φορές να τον μαζεύω από τα γήπεδα παρά από τις μπιμπιμπό και τα πατίνια. Στάξε μου λίγο γάλα, μωρή. Μια σταγόνα. Φτάνω στα γηπεδάκια, ρωτάω, ξαναρωτάω, και εκεί που έχω ξελαρυγγιαστεί κι έχω λαχανιάσει, μπαμπάκι το στόμα μου, και δεν έχω πια ανάσα να φωνάξω κι έχει πιάσει και ψύχρα, σουρούπωνε. Φτάνει, μωρή, το γάλα. Εκεί είναι αλάνα, δεν είναι πλατεία να κόβει λίγο, τον εντοπίζω να βγαίνει σεινάμενος κουνάμενος από ένα περιβολάκι, ο Θεός να το κάνει. Ήθελα να ’ξερα, για ομορφιά το παράτησαν εκεί οι αχαΐρευτοι του δήμου; Κάτι πικροδάφνες σαν ανάποδο γαμώτο. Και τότε, τσουπ, ξοπίσω του βγαίνει και ο γιος της Αλβανίδας με κατεβασμένα παντελόνια, αυτός που δουλεύει στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου του Κρητικού, τον αναγνώρισα με την πρώτη».

Η Λόλα Καραμπόλα στέκεται μπροστά στον θαμπό καθρέφτη του μπάνιου, τυλιγμένη σε μια πετσέτα με τα αρχικά του Ε.Σ. Αρπάζει μια μπλούζα από τα άπλυτα και, καθώς τον καθαρίζει από την υγρασία, μέσα του βλέπει τα χρόνια του δημοτικού να περνάνε σαν σκηνές από ταινία. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο δυομισάρι της προσφυγικής συνοικίας, αντιλαλούν τραγούδια και κατάρες. Έξω παραμονεύουν κραξίματα, αστυνομουνίες και καραμπόλες. Στον καθαρό καθρέφτη παρατηρεί ξανά το ξένο ρούχο, το σώμα της.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Αταραξία

Δήμητρα Κολλιάκου

11.61

Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.

Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;

Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική,  Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.

Ματιάς Ενάρ

22.50

Για τις ανάγκες της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με το τι σημαίνει να ζεις στην ύπαιθρο τον 21ο αιώνα, ο φοιτητής Εθνολογίας Νταβίντ Μαζόν εγκαταλείπει το Παρίσι και μετακομίζει σε ένα λιτό χωριό της γαλλικής επαρχίας. Εγκατεστημένος στο αγρόκτημα της Ματίλντ και του Γκαρύ, και γρήγορα εξοπλισμένος με ένα μηχανάκι, χρήσιμο για τη διεξαγωγή των ερευνών του, ο νεοφερμένος αρχίζει να κρατά ημερολόγιο, καταγράφοντας μικρά γεγονότα και τοπικά έθιμα, αποφασισμένος να ορίσει και να αποτυπώσει την πεμπτουσία της αγροτικής ζωής. Για να βυθιστεί καλύτερα στο πνεύμα του τόπου, ο Νταβίντ γίνεται συχνός επισκέπτης του Καφέ των Ψαράδων και του πληθωρικού δημάρχου Μαρσιάλ, ο οποίος ως ο ιδιοκτήτης του τοπικού γραφείου κηδειών είναι ο αμφιτρύωνας του ετήσιου Συμποσίου της Συντεχνίας των Νεκροθαφτών, μιας γιγαντιαίας τριήμερης γιορτής κατά τη διάρκεια της οποίας ο Θάνατος δίνει μια ανάπαυλα ώστε οι νεκροθάφτες —και οι αναγνώστες— να διασκεδάσουν χωρίς ενδοιασμούς.

Σε μια μυθική αφθονία φαγητού, σπονδών και λέξεων, σε ένα αδιάκοπο μπρος πίσω μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, ακολουθώντας τις ιδιοτροπίες του Τροχού του Χρόνου στον οποίο ο Θάνατος ανασταίνει τις ψυχές που αιχμαλωτίζει, ο συγγραφέας της Πυξίδας (Βραβείο Goncourt 2015) αποκαλύπτει τον λαϊκό πολιτισμό σε όλο το βάθος του, επιστρατεύοντας τη μυθολογία, τη λογοτεχνία, την πολιτική και την επιστήμη για να ζωογονήσουν με τους χυμούς τους μια αφήγηση γεμάτη οίστρο, ιλαρότητα και χιούμορ.

Ξένη λογοτεχνία

Ο Στόουνερ

Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς

13.50

Το μυθιστόρημα περιγράφει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Στόουνερ, ενός βαηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας: τη διδασκαλία του, τις σχέσεις του στο Πανεπιστήμιο, τις φιλίες του, την αποτυχία του γάμου του αλλά και τον έρωτά του για μια νεαρή καθηγήτρια, σχέση που θα εμπλακεί αναπόφευκτα στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς της πανεπιστημιακής ζωής.

“Το σημαντικότερο στοιχείο του μυθιστορήματος, γράφει ο συγγραφέας, είναι η συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ… Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει”.