Βλέπετε 481–492 από 807 αποτελέσματα

Ξένη λογοτεχνία

Εμμονή

Αντόνια Σ. Μπάιατ

19.80

Γύρω από τον μεγάλο βικτοριανό ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος. Πανεπιστημιακοί, φιλόλογοι, μελετητές, διεκδικούν την αποκλειστικότητα της μελέτης του έργου του. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται, ακόμη και η κλοπή χειρογράφων, η δόλια απόσπαση πληροφοριών, η εξαπάτηση. Αλλά καθώς αυτές οι ακαδημαϊκές διαμάχες κορυφώνονται, ο νεαρός ερευνητής Ρόλαντ Μίτσελ ανακαλύπτει μια επιστολή του ποιητή που απευθύνεται σε μια άγνωστη γυναίκα.

Μαζί με τη φεμινίστρια, πρωτοπόρο των γυναικείων σπουδών, Μωντ Μπέιλι, θα επιχειρήσουν να διαλευκάνουν το ερωτικό μυστήριο που φαίνεται να περιβάλλει την επιστολή. Οι δυο τους, κρυφά από συναδέλφους και ανταγωνιστές μελετητές, θα αποδυθούν σ’ ένα ασθματικό κυνήγι θησαυρού και πολύ γρήγορα η διανοητική τους περιπέτεια θα γίνει και πραγματική.

Από τα αρχοντικά του Λίνκολνσαϊρ στους βαλτότοπους και στις λίμνες του βόρειου Γιορκσάιρ, από τους θρύλους για τη Νεράιδα Μελουζίνα και την καταποντισμένη πόλη Υς στις φυσιοδιφικές αναζητήσεις και τις πνευματιστικές ανησυχίες των επιφανών βικτοριανών, από τους παράνομους έρωτες στις ρομαντικές αυτοκτονίες, το κορυφαίο μυθιστόρημα της βραβευμένης Αγγλίδας συγγραφέως υφαίνει ένα δίχτυ παθών, παραπλάνησης και τραγωδίας.

Και είναι ταυτόχρονα ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι «μίμησης ύφους» ποιητών και ποιητριών του 19ου αιώνα, ένας αφηγηματικός άθλος που αξιοποιεί τα πιο συναρπαστικά στοιχεία του λογοτεχνικού αινίγματος που ονομάζεται ρομαντικό μυθιστόρημα.

Κυριάκος Χαρίτος

11.70

Κι αν ο θάνατος χτυπάει οκτάωρο;
Κι αν έχει προβλήματα στη δουλειά;
Κι αν περιμένει αργίες, λαχταρά προαγωγές, τρέμει απολύσεις;
Κι αν γυρίζει σπίτι κουρασμένος μονάχα με την ελπίδα
ενός ήσυχου Σαββατοκύριακου;

Παλινδρομώντας μεταξύ σοβαρότητας και γκροτέσκου, επιστημονισμού και ιδεοληψίας, ποίησης και γλωσσικής αμηχανίας η Μικρή Εγκυκλοπαίδεια του Θανάτου τολμά να αναρωτηθεί. Επιχειρεί να απαντήσει.Ένα λογοτεχνικό φυτολόγιο του τέλους.Μια διασκεδαστική γεμάτη απορίες “θανατολόγηση”.Ένα γλωσσικό εκθετήριο γεμάτο διαφορετικά πορτρέτα του ίδιου προσώπου.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κήπος των ψυχών

Βασίλης Τσιαμπούσης

12.00

“ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΞΕΓΥΜΝΩΝΑΝ, ΕΠΕΙΤΑ ΕΨΑΧΝΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ, ΤΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ και τους μπόγους τους και, φορώντας γάντια, έβαζαν τα χέρια τους ακόμα και στις τρύπες των γυναικών, μήπως είχαν κρύψει κάτι εκεί μέσα.

Να σκεφτείς, είπε, νεαρά κορίτσια τα ξεπαρθένευαν με τα βρωμόχερά τους, για να βρουν κάνα κρυμμένο δαχτυλίδι. Και μια γριά, την ώρα που την έψαχναν, χέστηκε και την περίλαβαν στις κλοτσιές […] Το πιο συγκινητικό, όμως, ήταν ένας γάμος που τελέστηκε το τελευταίο βράδυ. Επρόκειτο να γίνει στη συναγωγή λίγες μέρες αργότερα, αλλά αναγκαστικά τον έκαναν στην καπναποθήκη. Κι αφού ο ραβίνος διάβασε τη γαμήλια ευχή, έπειτα ο μπαμπάς του κοριτσιού τριγύριζε συγκινημένος κι έλεγε στους υπόλοιπους: “Σας ευχαριστώ που παραστήκατε στη χαρά των παιδιών μας… Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας”. Στο τέλος όλοι μαζί είπαν ένα τραγούδι για τον γαμπρό και τη νύφη, που, αντί ν’ ακούγεται χαρούμενο, σου ξέσκιζε την ψυχή.

Τι μου ήρθε και τον ρώτησα: Εσύ, Κώστα, κούρεψες κάναν Εβραίο; Τότε έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και είπε: Από αύριο θα σταματήσω τη δουλειά. Καλύτερα να πεθάνουμε από την πείνα, παρά να ξαναπάω στο κουρείο”.

Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών γυναικών, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η καλοσύνη κάποιων προσώπων, η συμπαράσταση από άτομα που δεν τα υπολόγιζες, η απίστευτη -κρυμμένη- δύναμη του έρωτα, μα προπαντός η αντοχή και το κουράγιο των τυραννισμένων, που ξαναρχίζουν μ’ ελπίδα τη ζωή τους σ’ έναν δύσκολο αλλά πανέμορφο κόσμο.

Εμινέ Γεσίμ Μπεντλέκ

19.80

Λωζάνη, 30 Ιανουαρίου 1923: η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών. 1,3 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί από την Ανατολία ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, και 300 χιλιάδες μουσουλμάνοι της Ελλάδας μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Η Εμινέ Γεσίμ Μπεντλέκ, επίκουρη καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Bingöl της Τουρκίας, αναζητεί το κοινό οθωμανικό παρελθόν Ελλήνων και Τούρκων της Μικράς Ασίας πριν από την Ανταλλαγή του 1923, βασισμένη σε τρία λογοτεχνικά έργα: Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, Πουλιά χωρίς φτερά του Λουί ντε Μπερνιέρ και Μια προίκα αμανάτι: Οι άνθρωποι της ανταλλαγής του Κεμάλ Γιαλτσίν.

Δεδηλωμένος στόχος της Μπεντλέκ είναι να δείξει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Ανατολίας δεν διαπνέονταν από ελληνικά εθνικιστικά αισθήματα, διότι η κουλτούρα και οι παραδόσεις τους ήταν σχεδόν ίδιες με εκείνες των μουσουλμάνων Τούρκων της Ανατολίας, με τους οποίους συμβίωναν επί αιώνες. Η συγκινητική ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας δείχνει ότι οι Τούρκοι και οι Έλληνες ήταν σε θέση να συνυπάρχουν πριν από την άνοδο του εθνικισμού και το ξέσπασμα του πολέμου στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή το 1912, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται μάλιστα από τις γραπτές πηγές και τα διπλωματικά αρχεία. Στόχος του βιβλίου της Μπεντλέκ είναι να συμβάλει στη συμφιλίωση Ελλήνων και Τούρκων, δύο γειτονικών λαών του Αιγαίου που συγκρούστηκαν κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.

Ξένη λογοτεχνία

Σαν σκόνη στον άνεμο

Λεονάρντο Παδούρα

26.00

Η μέρα αρχίζει άσχημα για την Αδέλα, μια νεαρή Νεοϋορκέζα κουβανικής καταγωγής, όταν την παίρνει τηλέφωνο η μητέρα της Λορέτα. Οι δύο γυναίκες είναι πάνω από έναν χρόνο τσακωμένες, επειδή η κόρη όχι μόνο έχει μετακομίσει στο Μαϊάμι αλλά ζει και με έναν τύπο που η μητέρα δεν εγκρίνει, τον γοητευτικό Μάρκος από την Αβάνα, ο οποίος έχει φτάσει πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μάρκος διηγείται στην Αδέλα ιστορίες από την παιδική του ηλικία στο νησί, τότε που ζούσε προστατευμένος μέσα σε μια ομάδα φίλων των γονιών του, γνωστή και ως Συμμορία. Κάποια στιγμή εκείνος της δείχνει μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν από είκοσι πέντε χρόνια, μια σημαδιακή εικόνα από την τελευταία φορά που βρέθηκαν όλοι μαζί. Εκείνη, που είχε ένα προαίσθημα ότι η μέρα της θα στράβωνε, ανακαλύπτει ανάμεσα στα πρόσωπα και κάποιο που της είναι οικείο. Και τότε μια άβυσσος ανοίγεται κάτω από τα πόδια της.

Στο νέο του μυθιστόρημα ο Λεονάρδο Παδούρα μιλάει για τους Κουβανούς που επιβίωσαν στην εξορία και στη διασπορά, σε μέρη όπως η Βαρκελώνη, η βορειοδυτική άκρη των ΗΠΑ, η Μαδρίτη, το Πουέρτο Ρίκο, το Μπουένος Άιρες. Τι έκανε η ιστορία σε αυτούς τους ανθρώπους που κάποτε είχαν αγαπηθεί τόσο πολύ; Τι συνέβη με αυτούς που έφυγαν αλλά και με όσους αποφάσισαν να μείνουν; Πώς τους άλλαξε ο χρόνος; Θα τους ξαναφέρει κοντά ο μαγνητισμός που ασκεί το αίσθημα του ανήκειν και η δύναμη των συναισθημάτων; Ή μήπως είναι όλοι τους πια σαν σκόνη στον άνεμο; Ένα βιβλίο για το τραύμα της διασποράς και τη ρήξη των σχέσεων, και παράλληλα ένας ύμνος στη φιλία, στους αόρατους και πανίσχυρους δεσμούς της στοργής και της εμπιστοσύνης, στην αφοσίωση που έρχεται από παλιά. Ένα ακόμη θαυμάσιο, συγκινητικό έργο από τον Λεονάρδο Παδούρα.

Ξένη λογοτεχνία

Μαθήματα χημείας

Μπόνι Γκάρμους

16.92

Η χηµικός Ελίζαµπεθ Ζοτ απέχει πολύ από τη µέση γυναίκα. Μάλιστα, η Ελίζαµπεθ Ζοτ θα ήταν η πρώτη που θα επεσήµαινε πως δεν υπάρχει µέση γυναίκα. Βρισκόµαστε όµως στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και η ανδροκρατούµενη οµάδα της στο Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς στο οποίο εργάζεται έχει µια εντελώς αντιεπιστηµονική άποψη για την ισότητα. Με εξαίρεση το µεγάλο αστέρι της επιστηµονικής κοινότητας, τον Κάλβιν Έβανς, υποψήφιο για το Βραβείο Νόµπελ. Ο Έβανς είναι µοναχικός, ιδιοφυής, συµπονετικός αλλά και άγαρµπος. Και την ερωτεύεται, µα για τι άλλο, για το µυαλό της. Πραγµατική χηµεία!

Όπως όµως η επιστήµη, έτσι και η ζωή είναι απρόβλεπτη. Μερικά χρόνια αργότερα η Ελίζαµπεθ Ζοτ θα βρεθεί ανύπαντρη, µε ένα παιδί κι έναν σκύλο, να παρουσιάζει –όλως παραδόξως– την πιο επιτυχηµένη εκποµπή µαγειρικής της τηλεόρασης. Η ασυνήθιστη προσέγγισή της απέναντι στη µαγειρική αποδεικνύεται επαναστατική. Όσο όµως το κοινό της µεγαλώνει τόσο µεγαλώνει και η δυσαρέσκεια ορισµένων. Γιατί απ’ ό,τι φαίνεται η Ελίζαµπεθ Ζοτ δεν µαθαίνει στις γυναίκες µόνο τα µυστικά της κουζίνας, αλλά κυρίως τους µαθαίνει ότι η θέση µιας γυναίκας είναι έξω από αυτήν. Τις προκαλεί να αλλάξουν τρόπο ζωής.

Ξένη λογοτεχνία

Σανταράμ

Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς

27.00

Το Σανταράμ είναι ένα ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που παραπέμπει σε αντίστοιχα επικά έργα (Λόρενς Ντάρελ, Χέρμαν Μέλβιλ). Ο αφηγητής είναι φυγάς. Μετά το χωρισμό του από τη γυναίκα του και την αδυναμία επαφής με την κόρη του, η ζωή του μεταμορφώθηκε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Ήταν νεαρός ερευνητής της φιλοσοφίας κι εξαιρετικός πολιτικός ακτιβιστής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, αλλά έγινε ένας επαναστάτης που έπνιξε τα ιδανικά του στην ηρωίνη, ένας φιλόσοφος που έχασε την ακεραιότητά του στο έγκλημα, ένας ποιητής που έχασε την ψυχή του σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, ένας από τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους στην Αυστραλία.

Είχε καταδικαστεί σε 19 χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία, αλλά δραπέτευσε από τη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Πέντριτζ. Κατέφυγε στη Βομβάη, μέσα στην απίστευτη ποικιλία του όχλου της, μ’ ένα διαβατήριο που είχε το όνομα κάποιου Λίντσεϊ και μια πρωτόφαντη χαρά να σκιρτάει στην καρδιά του. Στη Βομβάη η μοίρα έριξε τα χαρτιά της για τον αφηγητή. Εκεί, θα αποκτήσει ένα καινούργιο όνομα στο εξής θα τον αποκαλούν Σανταράμ, άνθρωπο της ειρήνης του Θεού.

Ντάνιελ Σνεντερμάν

22.00

Ένας Γερμανός Μουσολίνι.

Τρεις λέξεις.

Οι τρεις αυτές λέξεις έχουν ξεθαφτεί από μια αμερικανική εφημερίδα της δεκαετίας του 1920. Είναι ίσως η πρώτη μνεία του Χίτλερ στον αμερικανικό Τύπο. Το άρθρο, στις μέσα σελίδες της εφημερίδας, είναι γραμμένο αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ στο Μόναχο (1923), ένα συμβάν που δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Ένας ασήμαντος σαματάς σε μπιραρία, στη νότια μητρόπολη της μεγάλης ηττημένης του Μεγάλου Πολέμου. Μερικοί νεκροί, μερικοί τραυματίες, ένας μυστακοφόρος ταραξίας ο οποίος φυλακίστηκε για κάμποσους μήνες και εκμεταλλεύτηκε τη φυλάκισή του για να γράψει ένα ακαταλαβίστικο συνονθύλευμα που έσταζε μίσος, το Mein Kampf: εν κατακλείδι, ένα επεισόδιο χωρίς προεκτάσεις. Ο Τύπος θα ξυπνήσει δέκα χρόνια αργότερα, όταν θα είναι πολύ αργά. Και ούτε καν τότε.

Ξένη λογοτεχνία

Ζάτοπεκ

Γιαν Νόβακ

15.00

Ο Εμίλ Ζάτοπεκ, ο θρυλικός δρομέας των μεγάλων αποστάσεων, για πολλούς διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πιο σημαντικού ολυμπιονίκη όλων των εποχών. Η ικανότητα που είχε ο άνθρωπος αυτός να διευρύνει τα όριά του, την ίδια την αντοχή του σώματός του, τον ανέδειξε ως έναν από τους κορυφαίους αθλητές της σύγχρονης ιστορίας. Το 1948, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κέρδισε την κούρσα των δέκα χιλιομέτρων αλλά στην αντίστοιχη των πέντε χιλιομέτρων τερμάτισε δεύτερος, δεν ικανοποιήθηκε απολύτως. Όμως το κατόρθωμά του λίγα χρόνια αργότερα, το 1952, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, εκεί όπου κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια, στα πέντε χιλιόμετρα, στα δέκα χιλιόμετρα και στον μαραθώνιο, αποτελεί ένα σπουδαίο επίτευγμα άνευ προηγουμένου. Η εντυπωσιακή του επιτυχία τον κατέστησε τότε εθνικό ήρωα.

Νωρίτερα ωστόσο, ο Ζάτοπεκ είχε ήδη προλάβει να επιδείξει και το ποιόν του χαρακτήρα του, την ευθύτητα, την ακεραιότητα και το θάρρος του σε ένα άλλο κρίσιμο επίπεδο, ως δημόσιο πρόσωπο. Αντιστεκόμενος με τον τρόπο του στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του και πιέζοντάς το αποτελεσματικά, κατάφερε να βοηθήσει ουσιαστικά τον συναθλητή του Στάνισλαβ Γιούνγκβιρτ. Τον τελευταίο τον άφησαν εντέλει να συμμετάσχει σε εκείνη την ολυμπιάδα, παρότι ήταν αποκλεισμένος για πολιτικούς λόγους. Στο Ζάτοπεκ, αυτό το ατμοσφαιρικό και συναρπαστικό graphic novel με φόντο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Γιαν Νόβακ με τις λέξεις του και ο Γιάρομιρ 99 με τις εικόνες του αναπλάθουν την πορεία ενός εμβληματικού αθλητή ο οποίος εξακολουθεί να εμπνέει και να συγκινεί, από την πρώτη του συνάντηση με την ακοντίστρια Ντάνα Ίνγκροβα, τη μοναδική αγάπη της ζωής του, μέχρι όλα όσα δημιούργησαν τη στέρεη, πολύτιμη και επίκαιρη κληρονομιά του.

Ξένη λογοτεχνία

Ουίσκυ Τάνγκο Φοξτρότ

Ντέιβιντ Σάφερ

20.00

Η Λεϊλά Μετζνούν, μια νεαρή ιδεαλίστρια που εργάζεται για λογαριασμό μιας αμερικανικής ΜΚΟ, βλέπει κάτι που δεν θα έπρεπε να δει, σ’ ένα απομονωμένο δάσος στα σύνορα της Βιρμανίας με την Κίνα.
Ο Λίο Κρέιν, γόνος πάμπλουτης οικογένειας που οι θεωρίες συνωμοσίας δεν τον αφήνουν αδιάφορο, πέφτει και χτυπάει με το ποδήλατό του στον δρόμο για τη δουλειά του, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Το ατύχημα συμβαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Τελικά, καταφέρνει να φτάσει στον χώρο εργασίας του, αλλά την ίδια μέρα απολύεται.

Ο Μαρκ Ντέβεροου, διάσημος συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας, ξέρει πολύ καλά πόσο ανόητες είναι οι συνταγές του και ψάχνει απεγνωσμένα να κάνει κάτι καλύτερο στη ζωή του.
Αυτό που συνδέει τους τρεις ήρωες -και το οποίο αρχικά αγνοούν- είναι ότι έχουν τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων της Επιτροπής, μιας μυστικής οργάνωσης αποτελούμενης από μεγιστάνες των επιχειρήσεων και πανίσχυρους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, που δραστηριοποιείται σε όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να ελέγξει τα προσωπικά δεδομένα και την αποθήκευση και μεταφορά των πληροφοριών, και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα. Καθένας τους θα λάβει μέρος με τον τρόπο του στην επιχείρηση αντίστασης κατά της Επιτροπής, η οποία ενορχηστρώνεται από μια κολεκτίβα ευρηματικών χάκερ ακτιβιστών και βασίζεται σε ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, κλασικές μεθόδους κατασκοπείας και εντυπωσιακή τεχνολογία αιχμής.

Η Λεϊλά, ο Λίο και ο Μαρκ θα κληθούν στην πορεία να παλέψουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες, να επαναξιολογήσουν τις αρχές που νοηματοδοτούν τη ζωή τους και να επαναπροσδιορίσουν τις πεποιθήσεις τους για την αγάπη και τη φιλία, όπως επίσης και τη σχέση τους με τις οικογένειες και τις κοινότητές τους. Αντλώντας τις επιρροές του από τη λαϊκή κουλτούρα και τον κινηματογράφο, τη φιλοσοφία και τη σύγχρονη τεχνολογία, τον Νιλ Στίβενσον και τον Φίλιπ Ντικ, τον Ντον ΝτεΛίλο και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, το “Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ” είναι ένα τολμηρό, πρωτότυπο και με έντονο σασπένς μυθιστόρημα, το οποίο παρουσιάζει με ευρηματικό και ίσως προφητικό τρόπο τους κινδύνους και τις προοπτικές που κρύβουν οι ονλάιν ζωές μας.

Ελληνική λογοτεχνία

Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη

Γιάννης Ξανθούλης

15.93

Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα. Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία. Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε. Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.

Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος. Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο «συναισθηματικός κρίκος» μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο. Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται. Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες…

Ξένη λογοτεχνία

Αγαπημένη

Τόνι Μόρισον

17.08

Ατενίζοντας ατρόμητα την άβυσσο της σκλαβιάς, το κλασικό αυτό μυθιστόρημα μεταμορφώνει την Ιστορία σε μια αφήγηση υποβλητική σαν έπος, βίαιη σαν πολεμικό τραγούδι, τρυφερή σαν νανούρισμα.

Η Σιθ γεννήθηκε σκλάβα στον Νότο και δραπέτευσε στο Οχάιο, ωστόσο δεκαοκτώ χρόνια αργότερα δεν είναι ακόμη ελεύθερη. Την κατατρύχουν οδυνηρές αναμνήσεις από το Φιλόξενο Σπιτικό, το όμορφο αγρόκτημα που έγινε για την ίδια και τους συντρόφους της ο τόπος της απόλυτης φρίκης. Το καινούργιο της σπίτι το στοιχειώνει το φάντασμα του μωρού της που πέθανε χωρίς όνομα, από τα ίδια της τα χέρια, με μία μονάχα λέξη χαραγμένη στην ταφόπλακά του, να θυμίζει πως κάποτε έζησε: Αγαπημένη.

Ποιητικό και σκληρό, τεντωμένο σαν σχοινί, το μυθιστόρημα εξερευνά το ανεξίτηλο τραύμα της δουλείας με τρόπο που καθηλώνει τον αναγνώστη. Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της νομπελίστριας Τόνι Μόρισον, της πιο τολμηρής γυναικείας φωνής στην αμερικανική πεζογραφία.