Βλέπετε 136–144 από 144 αποτελέσματα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ημερολόγιο Μόσχας

Βάλτερ Μπένγιαμιν

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν βρέθηκε στη Μόσχα για ένα δίμηνο, μεταξύ 1926 και 1927. Η καταγραφή του συγκεκριμένου ταξιδιού καταλαμβάνει περίοπτη θέση στα κείμενά του, εξαιτίας της ειλικρινούς και άτεγκτης πάλης που είχε ο Γερμανοεβραίος στοχαστής τόσο με τα κίνητρα όσο και με τη συνείδησή του. Φαίνεται ότι ο αρχικός λόγος εκείνου του ταξιδιού ήταν η Άσια Λάτσις, μια Λετονή που είχε αναδειχθεί σε σημαντική επιρροή για τον ίδιο, συναισθηματική και πνευματική.

Το ημερολόγιο του Μπένγιαμιν είναι, αφενός, η αποτύπωση μιας δύσκολης ερωτικής σχέσης όπου το αντικείμενο του πόθου είναι άπιαστο και μάλλον άπονο. Αφετέρου, είναι η ιστορία ενός αποτυχημένου ειδυλλίου με την Επανάσταση. Διότι ο Μπένγιαμιν μετέβη στη Ρωσία όχι μόνο για να αποκτήσει μια εικόνα της σοβιετικής κοινωνίας από πρώτο χέρι, αλλά και για να λάβει μια τελική απόφαση σχετικά με το αν θα γινόταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Όμως το Ημερολόγιο Μόσχας συνιστά κάτι παραπάνω από μια μαρτυρία για την ιδεολογική αμφιθυμία, τη διλημματική συνθήκη που βιώνει ένας διανοούμενος. Η αισθητική του αξία είναι επίσης μεγάλη. Γιατί ο Mπένγιαμιν αποδεικνύεται εδώ ένας από τους πιο διεισδυτικούς φυσιογνωμιστές της Μόσχας κατά τον εικοστό αιώνα, φιλοτεχνώντας ένα αλησμόνητο χειμερινό πορτρέτο της πόλης.

14.40
Προσφορά!

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Προυστ

Σάμιουελ Μπέκετ

Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.

Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.

Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.

10.80
Προσφορά!

Σου Πριντό

Το έργο του Φρίντριχ Νίτσε δυναμίτισε τα θεμέλια της δυτικής σκέψης. Έννοιες όπως ο θάνατος του Θεού, ο υπεράνθρωπος και η ηθική του δούλου διαποτίζουν την κουλτούρα μας, υψηλή και χαμηλή, ωστόσο ο ίδιος είναι ένας από τους πιο παρεξηγημένους φιλοσόφους στην Ιστορία. Ο Νίτσε θεωρούσε πως όλη η φιλοσοφία είναι αυτοβιογραφική. Η Sue Prideaux οδηγεί τους αναγνώστες στον κόσμο ενός μεγαλοφυούς, εκκεντρικού και πολύ βασανισμένου ανθρώπου, φωτίζοντας τα γεγονότα και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη ζωή και το έργο του. Από την ήρεμη, ευλαβή, χριστιανική ανατροφή του, η οποία σκιάστηκε από τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του, στο μοναχικό φιλοσοφείν στα ψηλά βουνά και τη φρίκη και τη θλίψη της τελικής διολίσθησης στην τρέλα, η Prideaux διερευνά με οξυδέρκεια και ευαισθησία τη διανοητική, συναισθηματική και πνευματική ζωή του Νίτσε.

Επιπλέον μας δίνει ολοκληρωμένες τις προσωπογραφίες των ανθρώπων που τον σημάδεψαν: του Ρίχαρντ και της Κόζιμα Βάγκνερ, της Λου Σαλομέ –της μοιραίας γυναίκας που του ράγισε την καρδιά– και της φανατικά εθνικίστριας και αντισημίτριας αδελφής του, της Ελίζαμπετ, που τον πρόδωσε παραχαράσσοντας τα κείμενά του και επιτρέποντας την κατάχρησή τους στα χέρια των Ναζί.

H Aγγλονορβηγίδα Sue Prideaux έχει τιμηθεί με το Tait Black Memorial Prize για τη βιογραφία του  Έντβαρντ Μουνκ (Edvard Munch: Behind the Scream), με το Duff Cooper Prize για τη βιογραφία του Στρίντμπεργκ (Strindberg: A Life). Η βιογραφία του Νίτσε (I am dynamite! A life of Nietzsche) πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά το 2018, αναδείχτηκε καλύτερη βιογραφία της χρονιάς από τους Times και τιμήθηκε με το Hawthοrnden Prize 2019, ενώ μεταφράζεται σε περισσότερες από 24 γλώσσες

21.60
Προσφορά!

Όσιαν Βουόνγκ

Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινή εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.

Ο Ocean Vuong γεννήθηκε το 1988 σ’ έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους νέους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου τιμήθηκε με το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot.

14.40
Προσφορά!

Νίκος Καββαδίας

Νέα σημαντικά στοιχεία για τον Νίκο Καββαδία έρχονται στην επιφάνεια σαραντατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ύστερα από πολύχρονη έρευνα του δημοσιογράφου και μελετητή Μιχάλη Γελασάκη, παρουσιάζεται ένας τόμος με ανέκδοτο και αθησαύριστο έργο, άγνωστες συνεντεύξεις του ποιητή, τον ναυτικό του φάκελο, τα καράβια που ταξίδεψε, ανέκδοτη αλληλογραφία, σπάνιες μαρτυρίες, χειρόγραφα και αρχειακά έγγραφα, αδημοσίευτες φωτογραφίες, τη σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη και άλλα ευρήματα με επεξηγηματικά κείμενα.

Η έκδοση αυτή επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση και τη μελέτη γύρω από τον «Ιδανικό κι ανάξιο εραστή, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», ο οποίος παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους και πιο διαβασμένους Έλληνες ποιητές.

Ο μυστηριώδης ανθρωπογεωγραφικός κόσμος του Κόλια, όπως τον έλεγαν οι φίλοι, γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικός, με σταθερό φόντο τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς «στην πλάτη της θαλάσσης», όπου μόνη συντροφιά ήταν ο ήχος των μορσικών σημάτων.

15.92

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Η κόλαση της Τρεμπλίνκα

Βασίλι Γκρόσμαν

Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.

Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.

Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.

Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.

Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.

 

13.00

Σταύρος Τσιώλης

«Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μυθιστόρημα; Είναι νουβέλα; Είναι διηγήματα; Είναι μια ιστορική διατριβή επιστήμονα; Τίποτα δεν είναι! Κάποια παιδικά αφηγήματα είναι. Μπορεί να έχουν και χρονολογικά λάθη, λάθος τοπωνυμίες, αλλά είναι αληθινά! Δεν υπάρχει πια κανένας φίλος μου να βεβαιώσει κάτι διαφορετικό. Είμαι δικαιωμένος!» 

Με το γνωστό γλαφυρό ύφος και το ίδιο λεπτό χιούμορ που διατρέχει τις αγαπημένες ταινίες του, ο αξέχαστος Σταύρος Τσιώλης, μας παραδίδει, μετά θάνατον, ένα αφήγημα  γεμάτο συγκινητικές μνήμες από την παιδική του ηλικία στην γενέτειρά του, την Τρίπολη, την περίοδο της Κατοχής.
Την ιδέα του έριξε ο παραγωγός Χρήστος Β.Κωνσταντακόπουλος στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας Γυναίκες που περάσατε από ’δώ, ακούγοντας τις διηγήσεις του. To βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αποτελεί την πρώτη εκδοτική δραστηριότητα της κινηματογραφικής εταιρείας παραγωγής FALIRO HOUSE PRODUCTIONS.

Η αφήγηση απλώνεται από  το 1941, όταν ο σκηνοθέτης ήταν μόλις 4 ετών, έως και το 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Οι σκόρπιες μνήμες του Σταύρου Τσιώλη, που εντυπώνονται στο νου, συνθέτουν την εικόνα της ρημαγμένης από την πείνα και τις κακουχίες ελληνικής επαρχίας, υπό το πρίσμα ενός παιδιού και του μικρόκοσμού του: η (εκπάγλου καλλονής) μητέρα που πασχίζει να σώσει τον ασθενικό μικρό αδερφό, η αυτοθυσία της γειτονιάς και τα σωτήρια ρυζόγαλα, τα αποφάγια των Γερμανών, οι μικρές, καθημερινές πράξεις ηρωισμού, ο πατέρας που γυρίζει από την Αλβανία, ο βαρύς χειμώνας, οι εκτελέσεις ως αντίποινα στις ενέδρες του ΕΛΑΣ, οι δωσίλογοι και οι καταδότες…

Οι μαυραγορίτες, ναι,  αλλά και οι μπακάληδες που βοήθησαν, οι ταβερνιάρηδες που προσέφεραν ένα πιάτο φαί, οι ζαχαροπλάστριες που κέρασαν ένα χωνάκι τον μικρό Σταύρο και τον αδερφό του, τον Λάκη, που δεν ήξεραν τι θα πει λιχουδιά, παρά μόνο αφόρητη πείνα -χαρίζοντάς τους μια ανεκτίμητη παιδική ανάμνηση. Παιδιά  που αντίκριζαν τον θάνατο έξω από τα σπίτια τους, που βλέπαν δικούς τους να κείτονται νεκροί ή να διώκονται λόγω αντιστασιακής δράσης, που πάλευαν να επιβιώσουν ξεθάβοντας βόλια από τις εκτελέσεις και τις ασκήσεις των Γερμανών για να πουλήσουν το περιζήτητο μολύβι, που ξεγελούσαν την πείνα τους με την κορινθιακή σταφίδα και, στα δύσκολα, κατέφευγαν στο Μαίναλο.
Η σύλληψη του παππού, τα πρώτα σημάδια εμφύλιου διχασμού, οι διώξεις, οι μάχες των ανταρτών με τους ταγματασφαλίτες, οι διαψευσμένες ελπίδες, η φυλάκιση του πατέρα στην Ακροναυπλία… Αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα του μικρού Σταύρου, που …λιγοθυμά μπροστά σε κορίτσια-οπτασίες, προβληματίζοντας τον θείο Χρήστο: «Άρχισες τους έρωτες από έξι χρονώ; Κακομοίρη, θα σου πιουν το αίμα οι γυναίκες!». Αυτές οι γυναίκες έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική πορεία του έλληνα δημιουργού που πέρυσι έφυγε από κοντά μας…

 

9.00

Γιάννης Ρίτσος

Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).

Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά…

Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.

Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά. Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».

Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του…

 

Σταυρούλα Παπασπύρου

20.85
Προσφορά!

Αλμπέρτος Ναρ, Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ, τις οποίες συγκέντρωσαν και εξέδωσαν στον τόμο αυτό οι Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτας Ναρ, δεν αποτελούν απλώς τεκμήριο και ανεκτίμητη ιστορική πηγή, αλλά και μάθημα για τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κακό, τόσο από τη μεριά εκείνων που το επιβάλλουν όσο και από εκείνους που το υφίστανται και επιβιώνουν. Μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην καρδιά του βαθύτερου σκότους, αυτού της ζωής και του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό λεξικό όρων, ονομάτων και τόπων, καθώς και χρονολογικό πίνακα γραμμένα από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.

“Κι εμείς μυρίζαμε όλο τον καπνό. Ήτανε μυρωδιά από κρέας καμένο. Και το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Είναι άσχημα να το πεις αυτό σ’ έναν άνθρωπο, ότι καίγονται άνθρωποι εκεί μέσα. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Μπορεί να το κάνουν αυτό άνθρωποι; Κι εντούτοις, μετά, με τον καιρό… Βλέπεις η συνήθεια σου δίνει μια ανακούφιση. Συνηθίζεις το κακό. Στην αρχή υποφέρεις πολύ. Μετά το συνηθίζεις και λες, αυτή είναι η ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είμαστε σ’ ένα στρατόπεδο και είναι αδιέξοδο”.

“Υπήρχαν κάποιοι αποχωρισμοί που σε κανένα βιβλίο δεν γράφονται, δηλαδή μια μάνα να αφήνει το παιδί, το παιδί να αφήνει τη μάνα… και να ξέρουμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ. Ήταν μαρτύριο, κόλαση εκείνη η ώρα. Αποχωρισμός ζωντανός… Και δεν φταίγαμε σε τίποτα, έφταιγε μόνο το ότι ήμασταν Εβραίοι. Δεν κλέψαμε, δεν δολοφονήσαμε, μόνο που ήμασταν Εβραίοι”.

“Κι εγώ ήθελα να φύγω και μου λέει ο πατέρας μου: “Πάρε ένα πιστόλι, σκότωσέ μας, κι ύστερα φύγε”. Πως να φύγουμε λοιπόν; Τι να κάνουμε; Να αφήναμε τον πατέρα με πέντε παιδιά;”

“Αυτά που σας λέω, ούτε λέγονται, ούτε μπορεί να τα γράψει κανείς, ούτε να τα φανταστεί. Το τι μέρες δύσκολες, του θανάτου, έχουμε περάσει, δεν γράφονται, ούτε διηγούνται”.

“Εύχομαι άλλο κακό να μη δούμε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

24.39