Μπακουνάκης Summer 23
Ποίηση
«Το αρχαίο δραματικό ποίημα του μύθου της προμήθειας της φωτιάς από τον Προμηθέα ξεκίνησα να το μεταφράζω τον Σεπτέμβριο του 2014 (τώρα που σημειώνω, σε μια γωνιά του μυαλού μου αναδύεται η σεφερική λέξη μεταγραφή για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις) και πρέπει να σταμάτησα να εργάζομαι σ’ αυτό στα τέλη της άνοιξης του 2018», αναφέρει ο μεταφραστής. «Η εργασία έγινε τμηματικά, αποσπασματικά και λόγω πενθών σπασμωδικά, κάποιες φορές με ασυνήθιστη ταχύτητα καθώς γύρευα να προλάβω το θάνατο επιστήθιου φίλου, με παύσεις πολλές και επανεκκινήσεις. Υπάρχει ένα είδος γιάτρισσας συγκέντρωσης που ανθίζει στις απώλειες και στις καταστροφές. Τότε υπήρχε για μένα γιάτρισσα. Έπειτα η μετάφραση διάβηκε από ανεκπλήρωτες θεατρικές διαδρομές πριν φτάσει σε αυτή την παράσταση.»
Η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου έγινε ο καμβάς, ίσως και η αφορμή, για την θεατρική και μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού, σε μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι δύο φορείς συνέπραξαν, προκειμένου για την παρουσίασή του στο Αναγνωστήριο της ιστορικής έδρας της ΕΒΕ, το Βαλλιάνειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Αμαλία Μουτούση και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, η μεσόφωνος ʼννα Παγκάλου και οι μουσικοί Κατερίνα Κωνσταντούρου και Χρήστος Λιάτσος.
Ποίηση
Στη γλώσσα μου
ίδια πια βαραίνουν
άνθρωποι
και πουλιά
Λιγοστεύω
Στο νέο του ποιητικό βιβλίο ο Γιάννης Αντιόχου συγκεντρώνει και επανεξετάζει ποιήματα προερχόμενα από τις οκτώ ποιητικές συλλογές του· από το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε το 2003 μέχρι το Αυτός, ο κάτω ουρανός, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2020. Στο σώμα περιλαμβάνονται και αδημοσίευτα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια. Η επίτομη αυτή έκδοση μαρτυρά το ανεπαίσθητο νήμα που ορίζει την ποιητική του πορεία τα τελευταία 20 χρόνια.
Ποίηση
Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή.
Σκύβει το κεφάλι αυτή;
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ
το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της.
Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,
από κοντά, με τις περούκες
και τα φιογκάκια στα παπούτσια
σ’ έναν χορό που σας κρατά
δεμένους χώρια.
Κι όταν ο φόβος
σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά
απογεύματα με γεύση χώματος,
να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·
γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν
κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·
μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως
πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες.
Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,
μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος.
Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες.
Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο αναγνώστης στον Οβολό συναντά την εφαρμογή της κλασικής μεθόδου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου: Το παλαιικό αναπαράγεται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος με κάποιου είδους νοσταλγία και μέσα από τη χρήση επιλεγμένων εκφράσεων της καθαρεύουσας. Η αυστηρότατη από την άλλη πλευρά κειμενική δομή, η διαύγεια και η σαφήνεια της έκφρασης μαζί με την απόλυτη προσοχή στην λεπτομέρεια μάς παραπέμπουν στον τόσο δημοφιλή στις μέρες μας μινιμαλισμό. Μέσα σε ένα περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και θορύβου όπως είναι αυτό που ζούμε, ο Παπαδημητρακόπουλος μάς προσκαλεί να συγκεντρωθούμε στο ασήμαντο και στο σεμνό. Γι’ αυτό και ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι ότι η πεζογραφία του μικρού, του απλού και του ευκρινούς που καλλιεργεί είναι εντελώς μοντέρνα (Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», Η Καθημερινή, 6/3/2005).
Ξένη λογοτεχνία
Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, βρίσκονται φριχτά δολοφονημένες σε ένα κτίριο της οδού Μοργκ στο Παρίσι. Το δωμάτιό τους, στον τέταρτο όροφο, ήταν κλειδωμένο. Πώς μπόρεσε ο δολοφόνος να τις προσεγγίσει; Και γιατί τους επιτέθηκε με τόσο άγριο τρόπο;
Η υπόθεση κινεί το ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη ντετέκτιβ, του Ογκίστ Ντιπέν, που θα προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα με τη λογική…
Οι φόνοι της οδού Μοργκ είναι μια αριστουργηματική ιστορία μυστηρίου, που θεωρείται από πολλούς το αρχέτυπο του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος. Στον τόμο αυτό παρουσιάζεται μαζί με δύο ακόμα ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Ογκίστ Ντιπέν, “Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ” και “Το κλεμμένο γράμμα”.
Μια τριλογία που γέννησε αμέτρητα έργα και λογοτεχνικούς ήρωες, μεταξύ των οποίων τον Σέρλοκ Χολμς, και, όπως έχει επισημάνει η Dorothy L. Sayers, «είναι σχεδόν ένα πλήρες εγχειρίδιο της θεωρίας και πράξης του αστυνομικού μυθιστορήματος»
Ελληνική λογοτεχνία
Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.
Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.
Κοινωνιολογία
Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας. Από το δίκρανο στην τεχνολογία τροφίμων
Από την εμφάνιση των σχέσεων ανταλλαγής έως την παγκοσμιοποίηση της εποχής μας, η τροφή είναι συγχρόνως αντικείμενο αλλά και δείκτης των τάσεων και του συσχετισμού δυνάμεων που συνδιαμόρφωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Στις μέρες μας, η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία της Covid-19 από το 2019, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022, γέννησαν σοβαρές ανησυχίες για τη σταθερότητα του κυρίαρχου αγροδιατροφικού μοντέλου και την επάρκεια σε βασικά τρόφιμα διεθνώς. Συνειδητοποιούμε πλέον ότι η σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση στα τρόφιμα δεν αποτελεί κάποια απαραβίαστη πραγματικότητα, πως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διεθνή σκηνή, καθώς και στη σταθερότητα των κρατών. Όσο η τροφή απογυμνώνεται από το ψυχαγωγικό της ένδυμα στις κοινωνίες της αφθονίας, όλο και πιο ξεκάθαρα αποκαλύπτεται η γεωπολιτική της ουσία.
Το βιβλίο του Pierre Raffard αναδεικνύει τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προκλήσεις που παρουσιάζονται στα χωράφια ή στους αμπελώνες, σε όλο το μήκος των αλυσίδων μεταποίησης και διανομής, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αλλά επίσης μέσα στο πιάτο μας και γύρω από αυτό. Η τροφή ως μέσο επιβίωσης αλλά και ως εργαλείο ήπιας ή σκληρής ισχύος, οι προκλήσεις τις οποίες θέτει στην παραγωγή τροφίμων η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια ηγεμονία συγκεκριμένων εταιρειών ειδών διατροφής, ο ρόλος της τεχνολογίας τροφίμων, το διαδίκτυο και οι στρατηγικές μάρκετινγκ που επιδιώκουν να προβλέψουν και να ελέγξουν τις πιο προσωπικές επιλογές μας, τα κινήματα για μια πιο βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση της τροφής, είναι όψεις μιας πολυσύνθετης πραγματικότητας και δείχνουν ότι το πιάτο μας αποτελεί έναν προνομιακό χώρο για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να αναλογιστούμε την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών στο μέλλον. (
Ξένη λογοτεχνία
“Το Εγώ του ταξιδιώτη” γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις “είναι μόλις κάτι περισσότερο από ένα βλέμμα, ένα κοίλο κέλυφος στο οποίο αποτυπώνεται η μορφή της πραγματικότητας, ένα δοχείο που υπερχειλίζει από τα πράγματα”. Εξού και η τεράστια ποικιλία των τοπίων που ο ίδιος διασχίζει και αποκωδικοποιεί σαν να είναι πρόσωπα, από τη Μαδρίτη στην Πράγα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, από τη Φινλανδία μέχρι την Αυστραλία, από τη μια θάλασσα στην άλλη, κάνοντας στάση και στην Τεργέστη φυσικά, στην πόλη όπου κατεξοχήν υφαίνεται και περιπλέκεται ένας λαβυρινθώδης ιστός διαφορετικών εποχών. “Σκοπός του ταξιδιού” διευκρινίζει ο Μάγκρις “είναι οι άνθρωποι”. Ταξιδεύω σημαίνει “έρχομαι αντιμέτωπος με την Ιστορία και τις παραλλαγές της”. Και το βιβλίο αυτό συνιστά ακριβώς μια τέτοια απολαυστική αναμέτρηση, διότι προέρχεται από έναν παρατηρητή φιλοπερίεργο και πολυμαθή, ειρωνικό και μεγαλόψυχο, ποιητή και συγχρόνως ιστορικό και φιλόσοφο. Πέρα όμως από τις ετερόκλητες αφορμές που πυροδότησαν τα συγκεκριμένα αφηγήματα, αυτό που κυρίως συναρπάζει είναι η βαθύτερη συνοχή τους χάρη στην οποία αναγνωρίζουμε τα βασικά θέματα και μοτίβα του έργου του Μάγκρις, τις αέναες και δημιουργικές ανησυχίες του.
Δοκίμιο
Ο δικός μου κόσμος δεν είναι ο κόσμος των θεωριών. Οι σκέψεις αυτές είναι σκέψεις ενός πρακτικού. Το έργο κάθε μυθιστοριογράφου περιλαμβάνει μια εγγενή αντίληψη της ιστορίας του μυθιστορήματος, μια ιδέα για το τι εστί μυθιστόρημα. Σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα περί μυθιστορήματος που εμπεριέχεται στα μυθιστορήματα μου έδωσα τον λόγο.»
Ξένη λογοτεχνία
Ο πατέρας μου προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα μου μια Κυριακή του Ιούνη, νωρίς το απόγευμα»: το βιβλίο είναι η ιστορία μιας δωδεκάχρονης, αφορά όμως και την αφηγήτρια, μια ώριμη γυναίκα, την ίδια τη συγγραφέα. Η βίαιη στιγμή ζει μέσα της. Το τραύμα έρχεται σε μια εποχή που ακόμα νιώθει τόσο κοντά στους γονείς της, ώστε η επαπειλούμενη βίαιη πράξη να της είναι ακατανόητη. Τη σχίζει σαν τσεκούρι.
Με τον καιρό, η ανάμνηση παγώνει ώσπου δεν είναι παρά ένα ενσταντανέ που κουβαλά στο πορτοφόλι της, απαράλλακτη ακόμα και μετά από χρόνια, όταν η δωδεκάχρονη έχει γίνει γυναίκα και συγγραφέας. Χρόνια αργότερα η πληγή είναι ακόμα εκεί, όμως η ύπαρξή της ολόκληρη έχει θρέψει γύρω της σαν το δέντρο που, αν και χτυπήθηκε από κεραυνό, επιβίωσε.
Με τη συναισθηματικά πλούσια φωνή της σπουδαίας λογοτεχνίας και την οξεία αναλυτική ματιά ενός επιστήμονα, η Annie Ernaux προσφέρει έναν δυνατό στοχασμό για την εμπειρία και τη δύναμη μιας βίαιης ανάμνησης να αντέχει στον χρόνο και να καθορίζει την τροχιά μιας ζωής.
Ξένη λογοτεχνία
Ας σκεφτούμε ένα ευρύχωρο σπίτι με άπειρα μικροπράγματα αλλά χωρίς καθόλου ζωή. Αίφνης προβάλλει ένα θηλυκό πρόσωπο. Αυτή είναι η Ελίζα, μια ορφανή κοπέλα, περικυκλωμένη από επικές αφηγήσεις με ήρωες και δεσποσύνες. Αποφασισμένη να αποτυπώσει την ιστορία της οικογένειάς της, η Ελίζα ανυψώνει σε μυθικές διαστάσεις τη μητέρα της Άννα, τον πατέρα της Φραντσέσκο, τον ξάδελφο Εντοάρντο και τη Ροζάρια, μια ανοιχτόψυχη πόρνη. Αυτά τα πλάσματα, από αδιάφορα έως κακόμοιρα, μεταμορφώνονται σε αληθινούς ανθρώπινους χαρακτήρες που βιώνουν ένα σωρό αλλόκοτες περιπέτειες. Το αποτέλεσμα; Μια εν δυνάμει ηθογραφική κωμωδία μετουσιώνεται εν τέλει σε μεγαλοπρεπέστατη τραγωδία. Η Ελίζα, η γυναίκα με τις μακριές κοτσίδες και τη χλωμή όψη, η καταφρονεμένη κόρη, έχει κληρονομήσει ένα αίνιγμα από τους γονείς της.
Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ο φόβος και η ματαίωση που κατασκευάζουν οι παθιασμένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι γάμοι, τα εξώγαμα παιδιά. Προκειμένου να κατανοήσει αυτή την τρέλα, η Ελίζα επιστρατεύει τη μνήμη και τη φαντασία της. Έπειτα γράφει και μας μεταφέρει σε μια πόλη του ιταλικού Νότου στις αρχές του 20ού αιώνα, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου η ελευθερία των γυναικών ήταν στα χέρια των ανδρών, συζύγων ή εραστών. Το Ψέμα και μάγια (1948), αυτό το ανησυχαστικό μυθιστόρημα, ακολουθεί τα πρότυπα μιας λογοτεχνικής παράδοσης που από τον Σταντάλ και τον Τολστόι φτάνει μέχρι τον Προυστ, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Έλσα Μοράντε χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γλώσσα, όπου η πρόφαση του υπαινιγμού και του παιχνιδιού δεν είναι παρά ένα είδος συστολής για να υπερασπιστεί τον μύχιο χαρακτήρα μιας μοναδικής, αλησμόνητης εξομολόγησης.
Ξένη λογοτεχνία
Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα “Πράσινα παντζούρια”, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα. Θέμα του: Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιοί, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ένοχης που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος.
Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού.
Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W.C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά: «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.
Ξένη λογοτεχνία
Ο χιπστερισμός του 21ου αιώνα τα χωράει όλα: κάθε πολιτική άποψη και καλλιτεχνική έκφραση γίνεται μέρος ενός μενού από το οποίο επιλέγει κανείς για να δημιουργήσει την ατομική του ταυτότητα. Ωστόσο οι σύγχρονοι χίπστερ είναι επίσης η τελευταία παραλλαγή μιας παλιάς πολιτισμικής παράδοσης.
Τα θεμελιώδη στοιχεία του χιπ, τα ρούχα, η συμπεριφορά, η μουσική, η λογική του γνώστη, μας οδηγούν στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου. Οι χίπστερ, εμπροσθοφυλακή της αστικής και πολιτισμικής αποικιοκρατίας, είναι επίσης η αιχμή του δόρατος του εξευγενισμού, που διαγράφει τη μνήμη της διαφορετικότητας, καλύπτοντας το παρελθόν με τη μονοχρωμία της κουλ ομογενοποίησης.
Ο Γκρέγκορι Πιερρό, ανατρέχοντας στην ιστορία του φαινομένου, μας οδηγεί να το ξανασκεφτούμε, να το αντιστρέψουμε, να το αποδιαρθρώσουμε, και εντέλει να το αποαποικιοποιήσουμε.
Ξένη λογοτεχνία
Γαλλία, έτος 2040. Το κράτος έχει πτωχεύσει και προβαίνει στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, με εξαίρεση αυτές που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια. Ακόμα και οι πόλεις περιέρχονται στην ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Οι φτωχοί θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ενώ σημαντικά προνόμια απονέμονται σε όσους έχουν την οικονομική ευχέρεια να τα αγοράσουν. Η δημοκρατία τύποις λειτουργεί, έχοντας όμως τεθεί υπό αυστηρή επιτήρηση. Ένας εκτεταμένος έλεγχος μέσω της γενικευμένης χρήσης της πιο προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας επιβάλλεται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, επιτρέποντας τον εύκολο εντοπισμό των ανεπιθύμητων. Ρωγμές, ωστόσο, εμφανίζονται στο σύστημα και δυνάμεις αντίστασης ξεπροβάλλουν. Οι αποκλεισμένοι οργανώνουν την εξέγερσή τους, ενώ οι μυστηριώδεις «Αθέατοι», απροσδιόριστα πλάσματα μεταξύ ζώου και ανθρώπου, κατορθώνουν να ξεφύγουν από την επιτήρηση, παρά τον ανελέητο διωγμό τους από τις Αρχές. Η πλοκή εκτυλίσσεται ακολουθώντας ένα ζευγάρι, τον Λόρκα και τη Σαχάρ, που αναζητούν την εξαφανισμένη τους κόρη με την ελπίδα ότι έχει καταφύγει στους «Αθέατους». Εδώ η πένα του Νταμαζιό αποκτά έντονη συναισθηματική φόρτιση και ο συγγραφέας αφιερώνει κάποιες πολύ συγκινητικές σελίδες στη σχέση γονιών-παιδιών.
Ο Αλαίν Νταμαζιό, μία από τις σημαντικότερες παρουσίες στον χώρο της σύγχρονης γαλλόφωνης λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, συναρθρώνει σε μια συναρπαστική ποιητική μυθοπλασία την πολιτική παρέμβαση, το θρίλερ και τη φιλοσοφία. Οι Αθέατοι είναι ένα βιβλίο-σύμπαν με θέμα τα διακυβεύματα των καιρών μας: την προσπάθεια ελέγχου των πάντων, την αμφισβήτηση και την αλληλεγγύη.
Ιστορία
Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017
61 πρόσωπα (Λένα Σαββίδη, Γιάννης Μαρίνος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πρετεντέρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Πέτρος Ευθυμίου, Παύλος Τσίμας κ.ά.) ξετυλίγουν την ιστορία του ΔΟΛ.