“Το Εγώ του ταξιδιώτη” γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις “είναι μόλις κάτι περισσότερο από ένα βλέμμα, ένα κοίλο κέλυφος στο οποίο αποτυπώνεται η μορφή της πραγματικότητας, ένα δοχείο που υπερχειλίζει από τα πράγματα”. Εξού και η τεράστια ποικιλία των τοπίων που ο ίδιος διασχίζει και αποκωδικοποιεί σαν να είναι πρόσωπα, από τη Μαδρίτη στην Πράγα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, από τη Φινλανδία μέχρι την Αυστραλία, από τη μια θάλασσα στην άλλη, κάνοντας στάση και στην Τεργέστη φυσικά, στην πόλη όπου κατεξοχήν υφαίνεται και περιπλέκεται ένας λαβυρινθώδης ιστός διαφορετικών εποχών. “Σκοπός του ταξιδιού” διευκρινίζει ο Μάγκρις “είναι οι άνθρωποι”. Ταξιδεύω σημαίνει “έρχομαι αντιμέτωπος με την Ιστορία και τις παραλλαγές της”. Και το βιβλίο αυτό συνιστά ακριβώς μια τέτοια απολαυστική αναμέτρηση, διότι προέρχεται από έναν παρατηρητή φιλοπερίεργο και πολυμαθή, ειρωνικό και μεγαλόψυχο, ποιητή και συγχρόνως ιστορικό και φιλόσοφο. Πέρα όμως από τις ετερόκλητες αφορμές που πυροδότησαν τα συγκεκριμένα αφηγήματα, αυτό που κυρίως συναρπάζει είναι η βαθύτερη συνοχή τους χάρη στην οποία αναγνωρίζουμε τα βασικά θέματα και μοτίβα του έργου του Μάγκρις, τις αέναες και δημιουργικές ανησυχίες του.
Ένα ατέλειωτο ταξίδι
€20.00
Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου
Σελίδες: 354
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Λέσχη Ανάγνωσης
Κάρλο Κολόντι
Η μεταμόρφωση του ξύλινου κούκλου Πινόκιο σε ένα ξεχωριστό έμβιο πλάσμα με ανήσυχη προσωπικότητα τον κάνει ένα σχεδόν κανονικό παιδί, παρά το ξύλινο σκαρί του. Η περιέργεια και οι σκανταλιές του τον μπλέκουν σε ένα σωρό περιπέτειες, έχοντας κάθε φορά και διαφορετικές τιμωρίες: η μύτη του μεγαλώνει κάθε φορά που λέει ψέματα, αναγκάζεται να χωριστεί από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, μεταμορφώνεται σε ζώο (ο συγγραφέας του στέλνει τα άτακτα παιδιά στη χώρα της χαράς, όπου μετατρέπονται σε γαϊδούρια), κινδυνεύει να σκοτωθεί από τα χέρια ψεύτικων φίλων και μαθαίνει να επιβιώνει σε κάθε κατάσταση, ακόμα και στην κοιλιά ενός θαλάσσιου κήτους. Στο τέλος, έχοντας αλλάξει από τις δυσκολίες, η Νεράιδα θα τον ανταμείψει, μεταμορφώνοντάς το σε αληθινό παιδί…
Λέσχη Ανάγνωσης
Πολ Μπόουλς
Ο ανελέητος ήλιος του ερήμου και ο ουρανός της Βόρειας Αφρικής, που μοιάζει να αντανακλά το φως, για ορισμένους Δυτικούς λειτούργησαν ως καθρέφτης του εσωτερικού τους spleen. Σε αυτό το μοναδικό βιβλίο, του οποίου ο πρωτότυπος τίτλος, Under the sheltering sky, είναι ακριβώς αυτή η έννοια, δύο «καταραμένοι» Αμερικανοί με ασήκωτες αποσκευές, ο Πορτ και η Κιτ Μόρσμπερι, διαρκώς ανικανοποίητοι και απολύτως υπερόπτες, ταξιδεύουν με σκοπό να διασχίσουν την έρημο της Αλγερίας, όπου ο Πορτ συναρπάζεται από την ιδέα της διαρκούς μετακίνησης, ενώ οι παράξενες συνθήκες οδηγούν την Κιτ στα όρια της καταστροφής. Η πρωτόγονη φύση, που σαγηνεύει αλλά και διαβρώνει, η ομορφιά του τοπίου και, παράλληλα, η τρομακτική συνειδητοποίηση της απομάκρυνσης από τις αστικές συνήθειες συνθέτουν «μια πραγματική αλληγορία της πνευματικής περιπέτειας στην οποία αποδύεται ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος της εποχής μας».
Ξένη λογοτεχνία
Σεμπάστιαν Μπάρι
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Ξένη λογοτεχνία
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Τις ημέρες που βρέχει, σε κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία της οδού Άστιγγος, στο Μοναστηράκι, όταν το νερό μπαίνει στο μαγαζί με τις ομπρέλες των πελατών, στρώνουν το δάπεδο με θεατρικά έργα για να το απορροφήσουν. Είναι πια τόσο αζήτητα, που η αξία τους έχει πέσει πιο κάτω και από του πριονιδιού. Κι όμως, κάποτε ο κόσμος αγόραζε θεατρικά έργα και τα διάβαζε, χωρίς να είναι ηθοποιός ή σκηνοθέτης, απλώς επειδή απολάμβανε την ανάγνωσή τους, όπως εκείνη ενός μυθιστορήματος. Και μόνο όταν τα διαβάζει κάποιος ‒και όχι όταν τα βλέπει στη σκηνή‒ ανακαλύπτει τον πλούτο και τις διαστάσεις των επιμέρους ιστοριών τους, όπως και τον ρυθμιστικό για την κύρια υπόθεση ρόλο τους. Διαφορετικά, όλα αυτά τα στοιχεία γίνονται φευγαλέα στραφταλίσματα που παρασύρει η ροή μιας παράστασης, χωρίς ο θεατής να προλαβαίνει να συλλαμβάνει το πλήρες βάθος τους.
Από τον Έμπορο της Βενετίας, που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν είναι τραγωδία, κομεντί, κωμωδία ή παρωδία, όλοι συγκρατούν την τρομερή φιγούρα του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ ως υπόδειγμα του χειρίστου είδους εκδικητικού απάνθρωπου. Άλλοι, πάλι, θεωρούν το έργο μια ποιητική διατριβή φιλοσοφίας του δικαίου με κύριο αντικείμενο την παράδοξη και μεγαλειώδη συνύφανση της έννοιας του δικαίου με εκείνην του ελέους, όπως την περιγράφει άψογα στον συγκινητικό μονόλογό της η μεταμφιεσμένη σε δικαστή αξιέραστη Πόρσια.
Κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε αν ο έμπορος της Βενετίας, δηλαδή ο Αντόνιο, δεν είχε έναν φίλο με το όνομα Μπασάνιο. Αυτή η φιλία συνιστά το «ρινγκ» που φιλοξενεί όλες τις συγκλονιστικές συγκρούσεις που παρέχει το έργο. Ο Αντόνιο, ως αληθινός φίλος που είναι, εγγυάται το δάνειο που ο Μπασάνιο παίρνει από τον Σάιλοκ, προκειμένου να αγοράσει όμορφα ρούχα και να καλύψει περαιτέρω έξοδα παραστάσεως στην προσπάθειά του να γοητεύσει την Πόρσια. Ο Μπασάνιο ‒που είναι καλό παιδί‒ κερδίζει την Πόρσια. Όμως ο Αντόνιο δεν καταφέρνει να εξοφλήσει τον Σάιλοκ. Και ο τελευταίος σέρνει τον έμπορο της Βενετίας στο δικαστήριο, απαιτώντας να του αποδοθεί το προβλεπόμενο από την ποινική ρήτρα του συμβολαίου τους, δηλαδή ένα κομμάτι κρέας από το σώμα του Αντόνιο, βάρους ίσου με εκείνο των χρυσών νομισμάτων που ο Σάιλοκ δάνεισε στον Μπασάνιο.
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη φιλίας από το να αποδέχεσαι να δικαστείς για λογαριασμό φίλου σου. Αλλά και αυτό δεν αρκεί για να ορίσει τι εστί φιλία. Η λέξη δεν προσφέρει «πρόγνωση» του τι σημαίνει. Όλοι την καταλαβαίνουν εμπειρικά, χωρίς απαραίτητα να συμφωνούν σε έναν ορισμό της. Η ουσία της τελικά μπερδεύεται και χάνεται στην αοριστία που προκαλούν οι πολυάριθμοι και ετερόκλητοι προσδιορισμοί της. Ωστόσο, είναι η κορωνίδα των εξευγενισμένων ανθρώπινων δεσμών. Είναι μια αγάπη που διαπερνά τα οχυρωματικά τείχη κάθε «εγώ», χωρίς να χρειάζεται την ερωτική έλξη ως εμπροσθοφυλακή που θα τα γκρεμίσει για να διευκολύνει την επέλασή της. Αυτή της η δύναμη, η αυτάρκειά της, καθιστά τη φιλία ένα αίνιγμα.
Σήμερα, περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν, όλοι θέλουν να είναι άτομα ελεύθερα, γνήσια, ανεξάρτητα και αυθεντικά. Και το πετυχαίνουν εις βάρος της δύναμης των δεσμών τους με τους άλλους. Έτσι, αντί να νιώθουμε έρωτα ή φιλία, καταλήγουμε σε κάτι χλιαρότερο, όπως είναι οι «σεξουαλικές σχέσεις» και οι «φιλικές σχέσεις». Χάθηκαν η περιπλοκότητα, οι θρίαμβοι και οι ήττες του κοινωνικού δεσμού – τα τρία στοιχεία που πάντα θεωρούνταν η αλήθεια και η ουσία του.
Στη σχέση των Αντόνιο και Μπασάνιο αντικρίζει κάποιος ένα σπάνιο και μάλλον ξεχασμένο πρότυπο φιλίας, που είναι το πιο θαυμαστό, το πιο ικανοποιητικό και ταυτόχρονα το πιο ενοχλητικό. Συχνά η φιλία τους οδηγεί στην καχυποψία ότι συντρέχει και μια ασυνείδητη, εντελώς λανθάνουσα έλξη ομοερωτικού χαρακτήρα. Η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη χαίρεται να «παίζει» με αυτή την εκδοχή. Αλλά είναι και πιστή στον Σαίξπηρ, ο οποίος ίσως να χαιρόταν κι εκείνος με το ίδιο παιχνίδι, αλλά είχε επίσης φροντίσει να τοποθετήσει ως «ενθέματα» στα λόγια των δύο χαρακτήρων μερικά ακλόνητα πειστήρια του ότι η μεταξύ τους φιλία δεν φέρει τα σημάδια της παραφοράς που θα ταίριαζαν σε έναν κρυφό έρωτα.
Αυτό που συμβαίνει στον Αντόνιο και στον Μπασάνιο είναι το περίφημο αριστοτελικό «ο έτερος γαρ αυτός» ‒ ο ένας βλέπει στον άλλο ένα είδωλο του εαυτού του. Είναι μια αίσθηση αγαλλίασης τόσο δυνατή, που επιτρέπει εύκολα να πάρει ο ένας τη θέση του άλλου και στις πιο δύσκολες περιστάσεις.
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Μπραμ Στόκερ
Η αρχέγονη αντίληψη περί της δύναμης του αίματος και της δοξασίας πως το κακό τρέφεται και γιγαντώνεται με το αίμα, όπως και η μακραίωνη παράδοση γύρω από τον Δράκουλα της Τρανσυλβανίας, αξιοποιούνται από τον Μπραμ Στόκερ στο ομώνυμο αριστούργημά του του 1897. Ο Βρετανός δικηγόρος Τζόναθαν Χάρκερ επισκέπτεται τον κόμη Δράκουλα στον πύργο του στα Καρπάθια Όρη για να τον βοηθήσει να αγοράσει ένα σπίτι στο Λονδίνο. Ο Χάρκερ ανακαλύπτει την τρομακτική αλήθεια για τον κόμη ‒ο οποίος στην αναζήτηση αίματος μεταμορφώνεται σε ένα φρικτό τέρας‒ και μένει φυλακισμένος στον πύργο του όσο ο Δράκουλας ταξιδεύει στην Αγγλία προς αναζήτηση θυµάτων για τον κόσµο των νεκροζώντανων.
Λέσχη Ανάγνωσης
Μιγκέλ Ντε Θερβάντες
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Τόμας Μαν
Ο πενηντάχρονος Γκούσταφ Άσενμπαχ, επιτυχημένος συγγραφέας, ταξιδεύει στη Βενετία για παραθερισμό. Στη διάρκεια ενός γεύματος στο ξενοδοχείο την προσοχή του τραβάει ένα εξαιρετικά όμορφο αγόρι. Σύντομα οι μέρες του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το πότε θα το ξαναδεί και αγνοεί τις δυσοίωνες φήμες που κυκλοφορούν ότι ένας λοιμός εξαπλώνεται στην πόλη. Ο Θάνατος στη Βενετία είναι μια αριστουργηματική ιστορία του 1912 για την εμμονή, την αγωνία του δημιουργού και την άβυσσο του τέλους. Κυρίως, είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, κάθε είδους. Ο Τόμας Μαν αναλύει και καταγράφει με ακρίβεια τις τάσεις της εποχής του, τις αγωνίες της ωριμότητας, την άβυσσο του θανάτου, που περισσότερο από καθένα βιώνει και αισθάνεται ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός.
«ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ» ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΘΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης αναλύει το βιβλίο. Διαβάστε το εδω!
Λέσχη Ανάγνωσης
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Κωμωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ που γράφτηκε το 1601-1602 ως μέρος της ψυχαγωγίας για το κλείσιμο της περιόδου των Χριστουγέννων. Στο γαϊτανάκι του έρωτα, που περιέχει πολλές μεταμορφώσεις, η Βιόλα και ο δίδυμος αδελφός της Σεμπάστιαν ναυαγούν μετά από τρικυμία και θεωρούν ο ένας τον άλλον πεθαμένο. Η Βιόλα, μεταμφιεσμένη σε αγόρι, μπαίνει στην υπηρεσία ενός τρελά ερωτευμένου δούκα, του Ορσίνο. Αναγκάζεται να γίνει αγγελιοφόρος του έρωτά του προς την Ολίβια, η οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη μεταμφιεσμένη Βιόλα που την περνάει για άντρα. Η Βιόλα, ωστόσο, ερωτεύεται τον Ορσίνο, που τη θεωρεί όμως κι αυτός άντρα. Ξαφνικά, θα εμφανιστεί στην Ολίβια ο Σεμπάστιαν, που θα την ερωτευτεί, και, μοιάζοντας με τη Βιόλα, μπλέκει την υπόθεση…
Λέσχη Ανάγνωσης
Φίλιπ Ροθ
Ένα από τα αριστουργήματα του Φίλιπ Ροθ, το Θέατρο του Σάμπαθ, αυτή η ορμητική κατάδυση στη συνείδηση ενός εξηντατετράχρονου πρώην μαριονετίστα, ο οποίος ζει απομονωμένος και αφοσιωμένος στην αχαλίνωτη ερωτική ζωή του και στη διαρκή αναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος του, δεν έχει ως άμεσο θέμα τη φιλία. Ωστόσο, η μορφική ιδιοφυΐα του Ροθ είναι αυτή που φέρνει τη φιλία στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο θάνατος ενός παλιού φίλου του ήρωα τον οδηγεί σε ένα ταξίδι επιστροφής στην προηγούμενη ζωή του, μέσω του οποίου ο Ροθ μας αφηγείται αναδρομικά τα βασικά περιστατικά του βίου του Σάμπαθ. Έτσι, η παλιά του παρέα καθίσταται κατά κάποιον τρόπο το πρώτο ακροατήριο που προκαλεί και ακούει τον παραληρηματικό, μισανθρωπικό αλλά και σπαρακτικό μονόλογο του Σάμπαθ. Η φιλία αναδεικνύεται συγχρόνως ως πεδίο ανταγωνισμού και ως χώρος εξομολόγησης, ως ένα πραγματικό θέατρο όπου μπορεί να ανέβει το δράμα της αυτοσυνείδησης.
Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο Ροθ τη γλώσσα και τα θέματά του είναι αυτός που έχουμε συνηθίσει από τα υπόλοιπα βιβλία του. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στοιχεία που κάνουν το Θέατρο του Σάμπαθ ένα πραγματικά σημαντικό λογοτεχνικό έργο: α) η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, ο μηδενισμός και η εσωτερική πάλη υποτάσσονται εδώ στον λόγο ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το γοητευτικό ή θετικό,· β) η αυτοαναφορική υφή του έργου και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που στον Ροθ είναι πάντοτε εμφανή, αποκτούν εδώ μια αφηρημένη και έντονα καλλιτεχνική διάσταση, καθώς ο ήρωας δεν είναι συγγραφέας ούτε διανοούμενος.
Κώστας Σπαθαράκης
Ξένη λογοτεχνία
Μαρκ Τουέιν
Ο σκανταλιάρης Τομ Σόγιερ διαθέτει όλα τα ζηλευτά χαρακτηριστικά ενός νεαρού αγοριού: είναι πολύ έξυπνος αν και καθόλου σπασίκλας, έχει λάβει την ανατροφή πολιτισμένου παιδιού αλλά ενδόμυχα θέλει να περνά τις μέρες του χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, θυσιάζεται για τα μάτια της αγαπημένης του Μπέκι και αφήνει τον μισητό του δάσκαλο να τον σαπίσει στις ξυλιές, είναι σκράπας στα θρησκευτικά και κάτι παραπάνω από αδιάφορος στο κατηχητικό (απηχώντας τον αθεϊσμό του Μαρκ Τουέιν), διέπεται από μια χαριτωμένη ηθική ανομία που οδηγεί το βλέμμα του προς τον ανοιχτό ορίζοντα, ζώντας σε ένα αιώνιο καλοκαίρι, σε ένα χωριό του Μισισιπή. Μαζί με τον κολλητό του, τον Χάκλμπερι Φιν, βρίσκει το ατρόμητο στοιχείο που του λείπει για να ξεχυθεί στις περιπέτειές του. Στο πρόσωπο του αλητάκου γιου του μπεκρή, του απροσάρμοστου και πιο μπρούτου της παρέας, που τα υπόλοιπα παιδιά θαυμάζουν και φοβούνται, κατά κάποιον τρόπο προπάτορα του Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, ανακαλύπτει την απόδραση που ο συγγραφέας ονόμαζε την ευκαιρία που αν δεν αδράξεις θα μετανιώνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αν ο Τουέιν δεν συνέχιζε με το σίκουελ Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, ο ξυπόλυτος συνοδοιπόρος του ήρωα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο φανταστικός του φίλος, ένα επινοημένο alter ego που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, ενισχύει το αγωνιστικό του πνεύμα, εξάπτει την ήδη ζωηρή περιέργειά του για το τι άλλο υπάρχει εκεί έξω και καταρρίπτει τη δειλία του. Οι αποκοτιές τους στα στοιχειωμένα σπίτια και στις σπηλιές παραμένουν θρυλικές, ένα χάρμα ανάγνωσης, γραμμένες σε ντοπιολαλιά, απλά και σταράτα, σαν να έχουν βγει από την καρδιά ενός 13χρονου που επιτέλους ξυπνάει, γιατί θέλει να τρομάξει, να ερωτευτεί, να μάθει – χωρίς η αφήγηση να βαραίνει από τον καταναγκασμό της ιστορίας ενηλικίωσης, καθώς ο Σόγιερ μαρκάρει την ηλικία του, σαν να προτιμά να την κρατήσει για πάντα. Η αβίαστη συνεννόηση των δύο αγοριών, όποτε τα βρίσκουν σκούρα αλλά και όταν απλώς χαζεύουν αποχαυνωμένα, τόσο χαρούμενα που δεν έχουν τίποτε ιδιαίτερο να κάνουν, συνιστά την ουτοπία της εφηβικής φιλίας, εκεί όπου ο αλλεργικός στις ευθύνες Χακ τραβάει από το χέρι τον εχέφρονα Τομ. Τους Αμερικανούς λογοτεχνικούς αναλυτές ακόμη απασχολούν τα ρατσιστικά θέματα που διατρέχουν το βιβλίο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος κρατά το ατόφιο πνεύμα της συνενοχής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Λέσχη Ανάγνωσης
Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, Έδγαρ Άλλαν Πόου
Ο Τομάζι ντι Λαμπεντούζα διηγείται τη θαμβωτική ιστορία ενός αυστηρού ελληνιστή καθηγητή, ο οποίος, απομονωμένος το καλοκαίρι της πρώτης του νεότητας σε ένα έρημο ακρογιάλι της Σικελίας, γνωρίζει τον θεϊκό έρωτα της σειρήνας Λίγειας και την «κτηνώδη χαρά της ύπαρξης», σμίγοντας μαζί της μέσα στα νερά. Η «αιώνια Σικελία» και το φυσικό μεγαλείο της είναι το σκηνικό της αλλόκοσμης αυτής ερωτικής ιστορίας όπου η μαγεία έχει κάτι χειροπιαστό και το αρχέγονο ζωώδες ένστικτο κυριαρχεί: κυριευμένος από πνευματική και σωματική ηδονή, ο καθηγητής Λα Τσιούρα παραδίνεται ολοκληρωτικά και για πάντα στο θείο πλάσμα ‒ και ο Λαμπεντούζα ανακαλεί την ιδανική χώρα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης.
Λέσχη Ανάγνωσης
Φίλιπ Ροθ
Η Αμερική στον πυρετό της κοσμογονικής δεκαετίας του ’60 μέσα από τη σύγκρουση του επιτυχημένου, καθώς πρέπει Αμερικανοεβραίου μεσοαστού Σίμουρ Λιβόβ, «ζωντανής διαφήμισης» του μεταπολεμικού αμερικανικού ονείρου με την επαναστατημένη έφηβη κόρη του που θέλει τον κόσμο και τον θέλει τώρα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάρει τα όπλα για να το καταφέρει. Βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1998, το καθηλωτικό «Αμερικανικό Ειδύλλιο» θεωρείται από τα κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ στις ΗΠΑ και μαζί με τα «Παντρεύτηκα έναν Κομμουνιστή» και «Το Ανθρώπινο Στίγμα» που ακολούθησαν χρονικά αποτελούν τη λεγόμενη «αμερικανική τριλογία» του πρόσφατα χαμένου συγγραφέα.