Η δολοφονία ενός φύλακα του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας ερευνάται από την αστυνόμο Αντιγόνη Φερλέκη και την ομάδα της. Όταν ο φόνος συνδέεται με αρχαιοκαπηλία, η πολιτική ηγεσία της χώρας κινητοποιείται και ο διευθυντής Ασφάλειας Αττικής, Κώστας Χαρίτος, αναλαμβάνει την εποπτεία της επιχείρησης. Η κατεύθυνση της έρευνας όμως αλλάζει όταν φτάνει στα χέρια τους μια επιστολή από τρεις αρχαιολόγους, στην οποία εξηγούν ότι δεν έχουν καμία σχέση με τον φόνο του φύλακα, αλλά απλώς “δανείστηκαν” κάποιες αρχαιότητες από την Ελευσίνα για να κατασκευάσουν, με τη βοήθεια των εργαλείων της τεχνητής νοημοσύνης, πιστά αντίγραφα των κλεμμένων γλυπτών του Παρθενώνα. Μετά από λίγες ημέρες στήνουν τα πρώτα αντίγραφα στον Λυκαβηττό και πείθουν τους υπουργούς Τουρισμού και Πολιτισμού ότι είναι μία ευκαιρία για αύξηση της επισκεψιμότητας αλλά και για πίεση προς την αγγλική κυβέρνηση να επιστρέψει τα γνήσια. Οι δολοφονίες που ακολουθούν όμως περιπλέκουν τα πράγματα και η εμπλοκή προσώπων του εξωτερικού ανατρέπει τη διαλεύκανσή τους.
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Χόρχε Ιμπαργκουενγκόιτια
Τρεις άντρες και μια γυναίκα φτάνουν σε ένα χωριό γυρεύοντας εκδίκηση από έναν φούρναρη. Μόλις εντοπίζουν τον φούρνο, ανοίγουν πυρ εναντίον του ιδιοκτήτη και βάζουν φωτιά στο μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης επιβιώνει και κατονομάζει την πρώην ερωμένη του Σεραφίνα Μπαλάδρο, ως ένοχη. Ομολογεί επίσης τη συμμετοχή του μαζί της σε έναν παράνομο ενταφιασμό. Και αρχίζει έτσι να αποκαλύπτεται μια μακάβρια ιστορία που εμπλέκει τις αδερφές Σεραφίνα και Αρκάνγκελα Μπαλάδρο, τσατσάδες στο επάγγελμα, σε μια σειρά δολοφονιών. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, το μυθιστόρημα του μεγάλου Μεξικανού συγγραφέα απεικονίζει με ανυπέρβλητο μαύρο χιούμορ και ειρωνεία τη ζοφερή επαρχιακή ζωή και τη σουρεαλιστική σχεδόν διαφθορά των κρατικών λειτουργών.
Νίκος Δαββέτας
Όταν η νόσος του Αλτσχάιμερ είχε καταβάλει πλήρως τη μητέρα μου, εκείνη εξακολουθούσε να θυμάται με τον δικό της τρόπο τα χρόνια που υπηρετούσε ως σωφρονιστική υπάλληλος στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Μπορεί να μη θυμόταν ποιος ήμουν, πού ζούσε και σε ποια εποχή, όμως ανέφερε συχνά, με τα μικρά τους ονόματα, δεκάδες κρατούμενες, ποινικές και πολιτικές, με τις οποίες είχε συγχρωτιστεί. Και όσο εκείνη ξαναζούσε «τα χρόνια του καθήκοντος», ως δεσμοφύλακας, αναγκαστικά τα ξαναζούσα κι εγώ, καθώς η παιδική μου ηλικία είχε σημαδευτεί από διαδοχικές επισκέψεις «στη δουλειά της μαμάς».
Το κοινό μας ταξίδι ως το αναπότρεπτο τέλος της, οι παραληρηματικοί μονόλογοι και οι καθημερινοί μας διάλογοι, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της ασθένειας, διασώθηκαν σε δυο πυκνογραμμένα τετράδια. Τώρα, δεν ξέρω αν συνιστούν μια εξομολόγηση μεταμφιεσμένη σε μυθοπλασία ή μυθοπλασία μεταμφιεσμένη σε αυτοβιογραφική εξομολόγηση.
Ν.Δ.