Στα αστυνομικά μυθιστορήματά του ο Πέτρος Μάρκαρης στέλνει τον ήρωά του αστυνόμο Χαρίτο στον λαβύρινθο της Αθήνας. Αυτή τη φορά, αποφάσισε να μπει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το οδοιπορικό του στην πόλη διαρκεί σχεδόν μία ώρα, όσο χρειάζεται ο Ηλεκτρικός να διανύσει την απόσταση από τον Πειραιά στην Κηφισιά. Ο συνεπιβάτης του συγγραφέα κατεβαίνει σε κάθε σταθμό, εξερευνά μαζί του τη γύρω περιοχή, γνωρίζει τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, ανακαλύπτει τις συναρπαστικές αντιθέσεις της, βρίσκεται μπροστά σε κρυφές εκπλήξεις, περπατά σε αρχαία μονοπάτια, αντιλαμβάνεται και κατανοεί όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, με τις φτωχές συνοικίες και τη σύγχρονη νεόπλουτη όψη της, την οποία δεν έχει χάσει ούτε την εποχή της κρίσης, γιατί η κρίση δεν άγγιξε τις περιοχές των νεόπλουτων, όπως άλλωστε κάθε κρίση.
Η Αθήνα της μιας διαδρομής
€11.00
Σελίδες: 176
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ελληνική λογοτεχνία
Ρέα Γαλανάκη
Έντεκα διηγήματα, έντεκα διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα και τον μύθο, στα αισθήματα και τα πάθη, στο όνειρο ή την τιμωρία, στα σύνορα μνήμης και λήθης. Και στα άλλα όμως σύνορα, αυτά που ενώνουν, που χωρίζουν, που σημαίνουν πόλεμο και προσφυγιά. Έντεκα διηγήματα, έντεκα απόπειρες για να ειπωθούν, όσο είναι δυνατόν να ειπωθούν, τα ανείπωτα. Για να ζυγιστεί, όσο κι αν είναι δύσκολο να ζυγιστεί, το σωστό και το λάθος στις ζωές των ηρώων, αλλά και στις δικές μας τις ζωές. Τι σώζει, ή τι στήνει ίσως την παγίδα της μοίρας. Έντεκα διηγήματα, καράβια να μας ταξιδέψουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε. Να μας πάνε παραπέρα.
Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005).
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ιορδανίδου
Το βιβλίο που αγάπησαν πολλοί είναι ένας ύμνος στην κουζίνας της Μικράς Ασίας. Η δυναμική Λωξάνδρα, μια σπουδαία μαγείρισσα και μια ασύγκριτη οικοδέσποινα, μας μαθαίνει μέχρι σήμερα πώς γίνονταν οι ντολμάδες, πότε είναι η εποχή για κάθε ψάρι, κάθε φαγητό, τι έτρωγαν μετά τα λουτρά και πώς στόλιζαν τα σπίτια τους οι νοικοκυρές της Πόλης για τις γιορτές. Αξίζει να διαβαστεί ξανά απ’ όσους αγαπούν την κουζίνα της Ανατολής.
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Επιστροφή στην Αθήνα. Πρεσβευτής στο Λονδίνο. Η εποχή του κυπριακού αγώνα.
“Απόγευμα ―αργά― βραδιάζει νωρίτερα. Ουρανός με λίγα σύννεφα― από τους σπάνιους εφέτο. Απέναντί μου σοφίτες μισές πράσινες ―στη μέση άσπρες― έπειτα πάλι πράσινες―ψυχρό χρώμα του γραφίτη στις στέγες ―μελί χρώμα των τούβλων και των κεραμιδιών. Αριστερά μια γωνία από το χτίριο της Αμερικανικής Πρεσβείας που υψώνεται, δεν ξέρω ως που. Ήχος ενός σκεπαρνιού διαλείπων και πίσω το γύρισμα μιας μηχανής, ένα βουητό, τίποτε άλλο.―Ένα παράδειγμα γραφής που θα μου χρειαζότανε για κάμποσο καιρό―απλώς ονοματίσματα― για να ηρεμήσω.
Μήπως το να έχει κανείς κάθε τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του τον επηρεάζει. Διαφορετικό ειδικό βάρος του χρόνου· θα ‘λεγα πιο βαρύς; ―δεν ξέρω. Πιο πλατύς, βέβαια, άλλη προοπτική, άλλη γεύση, ή συνήθεια επεμβαίνει λιγότερο. Θα προτιμούσα αλλιώς; Δεν είναι άσκημα έτσι. Έκλεισα χθες τα 60. Συλλογιζόμουνα χτες πως ίσως είναι τώρα καλύτερα, μια καινούργια άποψη, αν θέλει ο Θεός―πιθανότητες να βγω από την καθημερινή υπηρεσία· αυτή τη σπατάλη ―τόση σπατάλη― να δουλέψω, αλλιώς, να προσηλωθώ· αυτό που μου έλειψε τόσο να προσευχηθώ. Πάει ένας χρόνος και λίγες μέρες, το ενδιαφέρον μου για το υπηρετείν έχει αμβλυνθεί πολύ. Δεν είμαστε για μεγάλα πράγματα.”
Ελληνική λογοτεχνία
Κοσμάς Πολίτης
H ιστορία του έρωτα ανάμεσα στον Παύλο και στη Βίργκω, δυο νέων που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αγαπούν με πάθος ο ένας τον άλλον και τον παιδεύουν εξίσου. Η ιστορία διαδραματίζεται στην αστική Αθήνα και στον κοσμικό Πόρο τη δεκαετία του 1920, με άρωμα εποχής και προβληματισμούς που παραμένουν επίκαιροι.
Να παντρευτεί κανείς το πρόσωπο που αγαπά ή να μη διασύρει τον έρωτά του μες στη σκόνη της καθημερινότητας; Μήπως η ευτυχία έγκειται «στα όνειρά μας που μένουν ανέπαφα από τη φθορά της ζωής;».
Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη επιχειρεί να αποκαλύψει το κρυμμένο υπόστρωμα του έργου, το πυκνό συμβολικό του δίχτυ. Σταδιακά η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τη δεύτερη σημασία των ονομάτων, των τόπων, των πράξεων των ηρώων. Το ταξίδι του ήρωα για την απόκτηση του «καστανόμαλλου δέρατος», που συμβολίζει την αναζήτηση της τελειότητας, γίνεται ταυτόχρονα και μια περιπλάνηση στους μύθους και στα σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ελληνική λογοτεχνία
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Λονδίνο – Μέση Ανατολή – Κύπρος. Η εποχή του «Ημερολογίου Καταστρώματος Γ’».
“Ο μύλος της δημόσιας ζωής δεν πρόκειται να σταματήσει ―ούτε η κούραση ούτε η αηδία που μας ποτίζει το μεροκάματό μας. Υπάρχει ένα καλό σ’ αυτό το βάσανο: δε μ’ έχει χωνέψει· δεν είμαι σαν τις τροφές που έχει συνηθίσει. Ως άνθρωπος των γραμμάτων ανήκω σ’ έναν κόσμο που αποκλείει· ως άνθρωπος χωρίς περιουσία το ίδιο· το ίδιο και ως άνθρωπος με αντιδράσεις τιμιότητας, και με τη συνείδηση του υπηρετείν. Όλα αυτά δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν· τουλάχιστο να μη βλάψουν το Θεό.”
Ελληνική λογοτεχνία
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης ένα αινιγματικό γοητευτικό πλάσμα περιφέρεται στα στενά του Βαρδάρη, ντυμένο με παλιομοδίτικα γυναικεία ρούχα. Το φωνάζουν «Παρτάλι» (η λέξη που χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες για το πολυφορεμένο ρούχο αλλά και τον ξεπεσμένο, τον περιθωριακό) και κανείς δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν. Ο μύθος γύρω από τη ζωή του αλλά και η εμφάνισή του ελκύει δύο φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που σαγηνευμένοι εισβάλλουν ριψοκίνδυνα στη ζωή του ‒ στην πραγματικότητα, όμως, το Παρτάλι είναι εκείνο που εισβάλλει στη ζωή τους και την κατακτάει. Με υπαινικτικές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα και μυστικά της διανοούμενης Θεσσαλονίκης, το Παρτάλι είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και ανθρώπινο, μυστηριώδες και τολμηρό, με την παρενδυσία από ανάγκη ή από επιλογή ως βασικό μοτίβο.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Έγραψαν για το βιβλίο:
Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.
– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.
Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».
Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.
Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη
δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».
Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Ελληνική λογοτεχνία
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
Ελληνική λογοτεχνία
Κωνσταντίνος Λ. Τσιτσελίκης
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης γεννήθηκε το 1882 στην –τότε οθωμανική– Κοζάνη. Νομικός, με πλούσιες σπουδές στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βιέννη και στη Λειψία, υπήρξε επίσης δραστήριος δημοσιογράφος. Διετέλεσε βουλευτής για δύο πολύ κρίσιμα χρόνια του διχασμού. Άφησε πρωτότυπο σε σκέψη και μορφή έργο, με κείμενα λογοτεχνικά, λαογραφικά, ιστορικά.
Διαβάζοντάς τον βλέπει κανείς ότι είναι ένας σύγχρονός μας, που παίζει στα δάχτυλα τα γλωσσικά επίπεδα, γνωρίζει σε βάθος τα ήθη και τις ιστορικές συγκυρίες, ψυχογραφεί όσο λίγοι τους άντρες και τις γυναίκες, τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Ο κοσμοπολίτης Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι μια περίπτωση λησμονημένου συγγραφέα που λαμπρύνει την εξαιρετική παράδοση της διηγηματογραφίας μας.
Ελληνική λογοτεχνία
Βίκυ Τσελεπίδου
Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Ως τι εξακολουθεί να ζει αν χάσει τη μνήμη και την προσωπικότητά του; Κατά πόσο η γλώσσα ενυπάρχει σε όλα και κατά πόσο εμείς μέσα της; Πώς βρίσκει κανείς τη θέση του σε έναν κόσμο που συνεχώς ρέει; Υπάρχει άραγε κάποιο φωτεινό σημάδι στον ουρανό που να οδηγεί τα βήματά μας;
Ο Μεγάλος Σκύλος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο του νυχτερινού ουρανού και περιλαμβάνει το πιο λαμπρό άστρο του στερεώματος, τον Σείριο. Στην ελληνική μυθολογία ο αστερισμός αναπαριστά τον Σκύλο του κυνηγού Ωρίωνα που καταδιώκει τον Λαγό. Μυθολογικές δοξασίες των Ρωμαίων συνδέουν τον Μεγάλο Σκύλο με τον Κέρβερο της Κόλασης.
Ένα βιβλίο που ψηλαφεί τη σχέση του εγώ με τον τόπο και τον χρόνο και αναδεικνύει τη μνήμη ως μοναδικό όπλο άμυνας απέναντι στην τρωτότητά μας. Ένα βιβλίο για το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι και τανάπαλιν. Για αυτό το μάταιο, συνεχές –και κατ’ ουσίαν απερίγραπτο– πηγαινέλα μας.
Ελληνική λογοτεχνία
Μιχάλης Μοδινός
Δυο εποχές, δυο ζωές, δυο αποδράσεις, δυο ουτοπίες εντέλει, συγκλίνουν στον ίδιο μυθικό τόπο με χρονική απόσταση τριών αιώνων. Ένας καρδιτσιώτης γεωπόνος, ο Γαβριήλ, με τη ζωή του στερημένη νοήματος μετά από τη χρεωκοπία της επιχείρησής του, τη διάλυση του γάμου του και την τοξική ατμόσφαιρα που επικρατεί στη χώρα, θα επιχειρήσει μια καινούργια αρχή μέσω του ιδεατού έρωτα και της απόκτησης μιας φάρμας στην άγνωστη, εξωτική στον νου του Παραγουάη.
Παράλληλα με τη βίωση της νέας ανθρωπογεωγραφίας, ωστόσο, θα ανασυγκροτήσει, στα ιστορικά συμφραζόμενα του 18ου αιώνα, την πορεία ενός μακρινού προγόνου του από την Πίνδο, που είχε καταφύγει στον ίδιο προορισμό, μέσα στις κοσμογονικές πολιτισμικές ανακατατάξεις που συνέβαιναν τότε στον λατινοαμερικανικό κόσμο. Οι δυο ζωές επινοούνται εξαρχής, συγκλίνουν και αλληλογονιμοποιούνται.
Οικουμενική, περιπετειώδης και διαδραστική, η Παραγουάη του Μιχάλη Μοδινού είναι ταυτοχρόνως διάνοιξη νέων οριζόντων, ιστορική και γεωγραφική αναδίφηση, χειρουργική τομή στα αίτια και τα όρια της ανθρώπινης φυγής – μια πραγματεία για την υπαρξιακή σχέση μας με την άγρια ή καθημαγμένη φύση.