Η θύελλα που σπείραμε

21.10

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Μετάφραση: Αριάδνη-Αθανασία Μοσχονά
Σελίδες: 400

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Κωδικός προϊόντος: LF-BK-10870 Κατηγορία:

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Ξένη λογοτεχνία

In Memoriam

Άλις Γουίν

1914

Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος αφανίζει χιλιάδες νέους και στις δυο πλευρές. Για τον Χένρι Γκοντ, τον Σίντνεϊ Έλγουντ και τους συμμαθητές τους ωστόσο, η βία της μάχης μοιάζει πολύ μακρινή. Νέα για ηρωικούς θανάτους φίλων που καταφθάνουν στο ειδυλλιακό τους οικοτροφείο στην έξοχη κάνουν απλά το μέτωπο πιο συναρπαστικό.

Ο κατά το ήμισυ Γερμανός Γκοντ, βέβαια, δίνει ήδη την προσωπική του μάχη με την έλξη που αισθάνεται για τον γοητευτικό Έλγουντ. Όταν λοιπόν οι δικοί του του ζητούν να καταταγεί για να γλιτώσουν την κατακραυγή, δεν διστάζει στιγμή· αντίθετα, νιώθει ανακουφισμένος που ξεφεύγει από τα βασανιστικά του συναισθήματα για τον καλύτερό του φίλο. Για κακή του τύχη ωστόσο, ο Έλγουντ βιάζεται να τον συνοδεύσει, ενώ σύντομα ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Τώρα ο θάνατος τους περιβάλλει σε όλη του τη φρίκη και κανείς δεν γνωρίζει ποιος θα είναι ο επόμενος.

Καλύτερο βιβλίο της χρονιάς: The Washington Post, NPR και The New Yorker.

19.90

Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα

Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδελφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει. Λίγες βδομάδες πριν απ’ την τραγωδία, η Λιλιάνα πήρε μια οριστική απόφαση: Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτε πως μέσα της, όπως ορθά είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, φύλαγε ένα αήττητο καλοκαίρι. Θα τον άφηνε. Η δική του απόφαση, όμως, ήταν πως εκείνη δεν θα είχε ζωή χωρίς αυτόν.

Όταν άνοιξα τις κούτες με τα πράγματα της αδελφής μου, η φωνή της ταξίδεψε στον χρόνο. Το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη.

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Μια γυναίκα

Σιμπίλα Αλεράμο

Να αγαπάς, να θυσιάζεσαι και να υποτάσσεσαι!
Αυτό ήταν το πεπρωμένο κάθε γυναίκας;

Όταν η παιδική της ηλικία σε μια παραθαλάσσια πόλη τελειώνει με δραματικό και βίαιο τρόπο, η ανώνυμη αφηγήτρια αυτού του φλογερού αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος ανακαλύπτει συγκλονισμένη τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, στην Ιταλία, στην αυγή του 20ού αιώνα. Καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η δική της δυστυχία δεν διαφέρει από τη δυστυχία της μητέρας της και κάθε γυναίκας γύρω της, επαναστατεί κι αποφασίζει να ξεφύγει από τη μοίρα της. Με θάρρος και οργή, πολύ μπροστά από την εποχή της, η Σιμπίλα Αλεράμο υπογράφει το πρώτο φεμινιστικό έργο της Ιταλίας και έργο-ορόσημο στην ευρωπαϊκή φεμινιστική λογοτεχνία. Μαζί με τη θέση της γυναίκας, η Αλεράμο δίνει μια καλειδοσκοπική εικόνα της Ιταλίας εκείνης της εποχής – τη φρενήρη εκβιομηχάνιση του Βορρά, τη μιζέρια και την εγκατάλειψη του Νότου, την πολιτική και λογοτεχνική ζωή της χώρας· όλα σε ένα δραματικό φόντο που πολύ ορθά ο Λουίτζι Πιραντέλο περιγράφει ως «δυσάρεστο και δυνατό».

Ένα βιβλίο που άλλοι το αντιμετώπισαν σαν σκάνδαλο και άλλοι βρήκαν σ’ αυτό, επιτέλους, τη φωνή τους για πρώτη φορά.

14.35

Ξένη λογοτεχνία

Τι ωραίο πλιάτσικο

Τζόναθαν Κόου

Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου.

Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» περιλαμβάνει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα – για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράζονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, […] όπου “κατεστημένο” είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.

Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από την Μύριελ Σπαρκ: “Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί…”. Αυτό υποστηρίζει ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι. (ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, από το επίμετρο της έκδοσης)

[…] Όσον αφορά την πληγείσα υπερηφάνεια της βρετανικής άρχουσας τάξης, η Σώτη Τριανταφύλλου στο επίμετρο του μυθιστορήματος του Κόου δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των περιπετειών της μετά τη δεκαετία του 1960, όταν “ξαφνικά οι βαθυστόχαστοι Βρετανοί αποικιοκράτες παρουσιάζονταν ως κωμικοί γέροι με κάσκες και βερμούδες, και οι σοβαρές Αγγλίδες κυρίες ως ανέραστες γεροντοκόρες με τσιριχτές φωνές και κραυγαλέα καπελίνα”. Στο μυθιστόρημα του Κόου έχουμε και πάλι τα βρετανικά στερεότυπα τα οποία εξωθούνται στην υπερβολή και στο γελοίο, αλλά αυτή τη φορά η άρχουσα τάξη δεν είναι περιθωριοποιημένη, ούτε άκακη. Οι σνομπ της Βρετανίας δεν είναι απλώς εκκεντρικοί ή γραφικοί, αλλά είναι στυγνοί εκμεταλλευτές. Πλάσματα διεφθαρμένα πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας. Το αποτέλεσμα είναι κωμικό και ο Κόου το εκμεταλλεύεται στο έπακρον, με μια αποτελεσματικότητα άξια των καταβολών του.

Ο Κόου παραθέτει στο τέλος τις βασικές πηγές του έργου του, μια βιβλιογραφία αρκετά ευρεία. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για ένα λογοτέχνη που δεν βασίζεται απλώς στο αισθητήριό του ή στο ταλέντο του, αλλά σε ικανές αποσκευές γνωσιολογικού περιεχομένου. Έχοντας και ο ίδιος μια πολύ σικ ανατροφή, με σπουδές στα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ, είναι κομμάτι αυτής της βρετανικής κοινωνίας που σατιρίζει. Εκ των έσω γίνονται οι καλύτερες ανατροπές.

25.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο πετρίτης

Τζων Άλεν Μπέικερ

«Δεν υπάρχει τίποτα τρομερότερο για ένα άγριο πλάσμα —ούτε ο ­πόνος, ούτε ο θάνατος— από το φόβο του ανθρώπου. Ένα κηλιδοβούτι, βουτηγμένο στα πετρέλαια, ελεεινό, ακόμα κι αν μπορεί μόνο το κεφάλι του να κουνήσει, θα προσπαθήσει να τραβηχτεί με το ράμφος του και να πέσει απ’ την άλλη μεριά του αναχώματος, αν απλώσεις το χέρι να το πιάσεις, κι ας επιπλέει σαν ξερό κούτσουρο στα νερά της πλημμυρίδας. Ένα δηλητηριασμένο κοράκι που χάσκει και χτυπιέται ανήμπορο στα χορτάρια βγάζοντας κίτρινους αφρούς απ’ το λαιμό του, θα ριχτεί ξανά και ξανά στον τοίχο του αέρα έτσι και προσπαθήσεις να το τσακώσεις. Ένα κουνέλι, πρησμένο και άθλιο από τη μυξωμάτωση, ένας μικρός σφυγμός όλο κι όλο που χτυπάει μέσα σ’ ένα σακούλι από κόκκαλα και γούνα, θα νιώσει τη δόνηση απ’ τα βήματά σου και θα σε αναζητήσει με μάτια γουρλωμένα και τυφλά. Κι ύστερα θα συρθεί σε κάποιο θάμνο, τρέμοντας από φόβο. Εμείς είμαστε οι φονιάδες. Ζέχνουμε θάνατο. Κουβαλάμε την αποφορά του. Κολλάει επάνω μας σαν παγετός. Αδύνατον να τον διώξουμε».

Ένας νεαρός άντρας τριγυρίζει καθημερινά για μήνες, μόνος, στους υδροβιότοπους της ανατολικής Αγγλίας. Παρατηρεί εμμονικά ένα γεράκι, τον πετρίτη. Να κυνηγά, να σκοτώνει, να τρώει, να παίζει, να κάνει μπάνιο. Τον θαυμάζει, αυτόν τον απαράμιλλο θηρευτή, το ταχύτερο πλάσμα στον κόσμο, που εξαιτίας του ανθρώπου κινδυνεύει να χαθεί από το πρόσωπο της γης. Τον ακολουθεί αδιάκοπα, καταγράφοντας εκστατικά τις κινήσεις του.

Κλασικό έργο της φυσιογραφικής γραμματείας, ο Πετρίτης παρουσιάζει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουμε· μια οπτική που μόνο με την άνευ όρων υποταγή του θεατή στο αντικείμενο της παρατήρησής του μπορεί να κερδηθεί. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο κείμενο πάνω στην ίδια τη γλώσσα και στο πώς οι λέξεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολότερη αποστολή: να μιλήσουν για «αυτό που όντως υπάρχει».

20.00