Είναι 1985, και βρισκόμαστε σε μια πόλη της Ιρλανδίας. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, εποχή πολυάσχολη για τον Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτή ξυλείας και κάρβουνου. Νωρίς ένα πρωί, παραδίδει μια παραγγελία στο τοπικό μοναστήρι – κι έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινιά και τη συνένοχη σιωπή μιας πόλης που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εκκλησίας.
Σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας ο Μπιλ Φέρλονγκ προσπαθεί να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του καθώς η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της. Στο τιμόνι μιας μικρής εταιρείας και πατέρας πέντε κοριτσιών, έχει καταφέρει να φτιάξει τη ζωή του μόνος του. Η μητέρα του, υπηρέτρια, έμεινε έγκυος στα δεκαπέντε αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συνέβαινε, δεν την πέταξαν απ’ το σπίτι με το μωρό της. Από αυτή την άποψη, ο Μπιλ ήταν πιο τυχερός από άλλα παιδιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Μπιλ κάνει την τελευταία του παράδοση στο μοναστήρι – όπου, υπό το πρόσχημα ότι τις εκπαιδεύουν, οι μοναχές εκμεταλλεύονται κοπέλες «χαλαρών ηθών» και τις βάζουν να δουλεύουν στο πλυντήριο του μοναστηριού. Τα όσα ανακαλύπτει ο Μπιλ εκεί, και η δύσκολη απόφαση στην οποία τον οδηγούν, τα αφηγείται η συγγραφέας με τόσο συγκρατημένη χάρη, που αυτό το όμορφο κείμενο γίνεται ταυτόχρονα αινιγματικό και συνταρακτικό.
Ένα κομψοτέχνημα που δικαίως υμνήθηκε από την κριτική.
Ηλίας Ζάικος
” Η ιδέα πως θα υπάρχει ένα βιβλίο όπου στη θέση του συγγραφέα θ’ αναγράφεται τ’ όνομά μου, ακόμη και μέχρι σήμερα που γράφω αυτό το σημείωμα, μου φαίνεται σχεδόν αστεία. «Θα πέσει φωτιά να σε κάψει», μου διαμηνύει ο άλλος μου εαυτός, πάντα δεν με χώνευε τούτος και τώρα άδραξε την ευκαιρία να με ταπεινώσει.
Οι σπουδαίοι γραφιάδες ποτέ δεν έλειψαν στον τόπο μας, τί είδους σκοπιμότητα ή και μια κρυμμένη ματαιοδοξία ίσως κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ’ την απόφασή μου να εκδοθεί τούτη η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία;
Η μουσική μού δίδαξε πως το ερώτημα είναι ρητορικό, μια σοφιστεία. Σταματάς να παίζεις τα μπλουζ που αγαπάς επειδή ξεπεράστηκες από άλλους ή μήπως διότι οι νότες που επέλεξες έχουν ήδη ακουστεί; Χώρια που είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και σ’ ακαδημαϊκές πραγματείες τεχνικής φύσης, πάντα ανιχνεύονται σημεία όπου ο γράφων ξεφορτώνει ιδιαίτερα συναισθήματα κι απόψεις κάθε απόχρωσης, μια βαθύτερη ανάγκη που την αποζητούμε όλοι.
Ξεκίνησα να βάζω λέξεις στο χαρτί από μια ενδόμυχη επιθυμία όχι να πω κάτι που δεν ξέρετε – τί θα μπορούσα να προσθέσω άλλωστε σε όσα ο άνθρωπος έχει ήδη αποκαλύψει, ποιές ιδέες θα ήμουν ικανός να σκαρφιστώ που δεν σημείωσε ο ποιητής; – μα επειδή τα κείμενα αυτής της έκδοσης τα νιώθω κάπως σαν πρελούδια που δεν πρόφτασα να μορφοποιήσω, τραγούδια δίχως ρίμες και μελωδικές γραμμές, σαν λαχτάρα να υπερασπιστώ την ύπαρξή μου ως μουσικός-άνθρωπος και καλλιτέχνης-πολίτης, πάντα έτσι ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου άλλωστε.
Βρέθηκα στον πυρήνα της πληρότητας επειδή είχα την τύχη να καθορίζω πού και πότε θα κάνω το επόμενο βήμα. Ταυτόχρονα, πέρασε η ζωή μου κι έμαθα ελάχιστα. Είναι τούτες οι αδυσώπητες αντιφάσεις που τυραννούν κι εμένα και τόσο πετυχημένα έχουν περιγραφεί κατά καιρούς στις μάχες του καλού με το κακό, της φωτιάς με το νερό, της γέννησης με τον θάνατο. Εκείνοι οι συλλογισμοί που τη μια μέρα σε κάνουν θεό και την επόμενη σκουπίδι.
Αρκετοί μού ’δωσαν ώθηση να βιβλιοδετήσω τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου, κυρίως φίλοι που τους άρεσε ο τρόπος που τοποθετώ λέξεις και νοήματα στη σειρά. Θέλω, όμως, να σταθώ σε κάποιες γυναίκες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο ζήτημα.
Η μία είναι η κόρη μου, η Ξένη…..”
(Από τον πρόλογο του συγγραφέα)
Ο Ηλίας Ζάικος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 20 του. Τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε τους Blues Gang, με τους οποίους την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν τον πρώτο μπλουζ δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1986 το γκρουπ μετονομάζεται σε Blues Wire και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Έχει κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκους με το συγκρότημα, καθώς και προσωπικές δουλειές κι ένα DVD. Εμφανίστηκε σε αμέτρητες συναυλίες συμμετέχοντας σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, TV shows, radio broadcasts και πληθώρα άλλων εκδηλώσεων.
Ασχολήθηκε επί σειρά ετών με το ραδιόφωνο ως μουσικός παραγωγός σε αρκετούς σταθμούς και για πάνω από μία δεκαετία στον 9,58 της ΕΡΤ 3. Επίσης, έχει εμφανιστεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο ενώ δίδαξε κιθάρα στο ωδείο Φ.Νάκας.
Θεωρείται ο σημαντικότερος μουσικός του μπλουζ στην Ελλάδα και εκ των κορυφαίων πανευρωπαϊκά.
Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.
Πίνακας εξωφύλλου: Λουκάς Βενετούλιας, Θεσσαλονίκη, 1980
Κώστας Μανδηλάς
Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”.
Αρχές της δεκαετίας του ’80, μια παρέα νεαρών της περιοχής Πετραλώνων και Θησείου, μπουχτισμένη από τη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα της στρατευμένης έκφρασης και των ρηχών επικοινωνιακών στερεότυπων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα περιοδικό αυτοέκφρασης, την «Ανοιχτή Πόλη». Ένα αντεργκράουντ έντυπο που από το τρίτο τεύχος, υπήρξε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό μέλος του θρυλικού «Alternative Press Syndicate». Μέσα από το πνεύμα της αντικουλτούρας, της επιλεγμένης ριζοσπαστικής rock μουσικής και της διαφορετικής αντιεξουσιαστικής- εναλλακτικής λογικής, στα δεκατρία χρόνια της ύπαρξής της, η «Ανοιχτή Πόλη» επιχείρησε να αρθρώσει έναν άλλο λόγο απέναντι στο ξύλινο λόγο των διάφορων μεταπολιτευτικών νεολαιίστικων κομματικών παραφυάδων. Τη διαδρομή αυτού του περιοδικού, αλλά και τη σχέση του με τα πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής (φτάνοντας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90), περιγράφει ο υπεύθυνος της έκδοσης κι ένας από τους βασικούς συντελεστές του, ο Κώστας Μανδηλάς. Μέσα από τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα, δίνονται πολλές πληροφορίες για τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, στέκια και ανθρώπους εκείνων των καιρών, που έδωσαν κι αυτοί/ές πολλά στη μάχη ενάντια στην αποικιοποίηση της καθημερινής ζωής. Ταυτόχρονα σκιαγραφείται το χρώμα μιας εποχής, που μπορεί να έχει περάσει ωστόσο τα αιτήματά της για ελευθερία και σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν επίκαιρα.
Κλαούδια Πινιέιρο
Πληρωμένες δολοφόνισσες και φοιτήτριες, influencers και νοικοκυρές, θεούσες και πόρνες: 13 διηγήματα με ηρωίδες αποφασισμένες να παλέψουν προτού γίνουν θύματα. Οι Αδέσποτες Σκύλες είναι γυναίκες δυνατές, που λύνουν μόνες τους τα προβλήματά τους, επειδή ξέρουν ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν στη βοήθεια κανενός θεού. Το πολύ πολύ να εμπιστευτούν τον εαυτό τους στον διάβολο, μια και προτιμούν να χύσουν ξένο αίμα παρά να τις χρησιμοποιήσουν, να τις κακοποιήσουν, να τις σκοτώσουν. Και, πράγμα πολύ σημαντικό, δεν διστάζουν να περιγελάσουν τον εαυτό τους ακόμα και στις τρομερότερες στιγμές, όταν η καυστική ειρωνεία και το ανηλεές μαύρο χιούμορ της Ντάλια δε λα Σέρδα μάς κάνει να απορούμε πώς γίνεται να γελάμε μετά απ’ όσα διαβάσαμε δυο παραγράφους παραπάνω.