Βλέπετε, ο πίνακας του Μητροπολιτικού Μουσείου του 1660 είναι ανολοκλήρωτος. Η Χέντρικε ήταν ήδη άρρωστη. Πέθαινε. Φαντάζομαι ότι ο Ρέμπραντ δεν άντεχε να τον τελειώσει. Αισθάνεται κανείς την τραγωδία, την αίσθηση της θνητότητας. Είναι τα πράγματα που δεν μπορώ να παραβλέψω στη φωτογραφία του πίνακα. Η γνώμη μου είναι ότι ο χαμένος πίνακας πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο 1660 με αυτόν του Μητροπολιτικού Μουσείου και όχι στο 1658 με αυτόν του Βερολίνου».
[…] Σταμάτησε να μιλάει. Με τα μάτια μισόκλειστα, ακολούθησε με το δείκτη του το περίγραμμα του προσώπου της Χέντρικε στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. «Ναι, πιστεύω ότι ο πίνακας είναι του Ρέμπραντ». O Σάμιουελ Βάϊνστοκ, ένας διορατικός έμπορος έργων τέχνης, ιδιοκτήτης μιας μικρής γκαλερί στη Βοστώνη, δέχεται μια μέρα από έναν μικρομεσάζοντα κάτι απίστευτο: ένα χαμένο, άγνωστο έργο του Ρέμπραντ, που απεικόνιζε μια γυναίκα της εποχής του 1660, όταν ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφιζε την τότε σύντροφό του, τη Χέντρικε Στόφελς, μετά το θάνατο της αγαπημένης του Σάσκια. Υπήρχε η εξαιρετική πιθανότητα να είναι αληθινό; Παράλληλα, ο Έλτον Ρος, διευθυντής ενός μουσείου στη Βοστώνη, βρίσκεται μπρος σ’ ένα εκπληκτικό αρχαιοελληνικό αγγείο, αντίστοιχης ομορφιάς και τέχνης με τον κρατήρα του Εξηκία στο Μόναχο και τον κρατήρα του Ευφρονίου στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης· τού τον έχει προσκομίσει μυστικά ένας Αρμένης σκοτεινός έμπορος τέχνης. Οι δύο ιστορίες πλέκονται και αρχίζει μια σειρά φόνων και εξαφανίσεων. Ο Έιμος Χάτσερ, ο ντετέκτιβ-ιστορικός τέχνης, ήρωας του Όλιβερ Μπανκς, εμφανίζεται ξανά, και μέσα από τις έρευνες της αστυνομίας, την ιστορία της τέχνης, σχολαστικούς ακαδημαϊκούς ερευνητές, ειδικευμένους κορνιζοποιούς στα τελάρα του 17ου αιώνα και περιπετειώδη ταξίδια στην Ευρώπη προσπαθεί να βρει τα νήματα που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Η έκδοση συνοδεύεται από σημείωμα του μεταφραστή Ανδρέα ΑποστολίδηΒιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Αλις Μονρό
Η στιγμή που η ζωή μας αλλάζει για πάντα. Μια τυχαία συνάντηση, μια πράξη που δεν έγινε, ένα απλό γύρισμα της μοίρας. Στη νέα συλλογή διηγημάτων της Alice Munro, οι ήρωες είναι και πάλι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, με τα ψεγάδια και τα λάθη του ο καθένας, είναι εν ολίγοις, και αυτή τη φορά, εντελώς ανθρώπινοι. Ένας στρατιώτης που επιστρέφει στην πατρίδα από τον πόλεμο και αποφεύγει –με απροσδόκητο τρόπο και για ανεξήγητο λόγο– να δει τη μνηστή του. Μια πλούσια κληρονόμος που έρχεται αντιμέτωπη με τον εκβιασμό. Μια μητέρα που διαπράττει μοιχεία πλάι στο παραμελημένο παιδί της. Ένας πατέρας τσακισμένος από τις ενοχές.
Φωτισμένες από τη διορατικότητα και το απαράμιλλο αφηγηματικό χάρισμα της Καναδής νομπελίστα, οι «μικρές ζωές» των «μικρών» αυτών ανθρώπων, στο αγαπημένο της επαρχιακό σκηνικό γύρω από τη λίμνη Χέρον του Οντάριο και με τον ήχο του τρένου σχεδόν σταθερά στο βάθος, σαν μουσική υπόκρουση, αιφνιδιάζουν με την απρόσμενη, παράξενη, ενίοτε επικίνδυνη τροπή τους. Και στο τέλος της συλλογής, οι τέσσερις αυτοβιογραφικές ιστορίες, τέσσερα παραμύθια παιδικής ηλικίας που, σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας της Μunro, είναι «τα πρώτα και τελευταία – και τα κοντινότερα – πράγματα που έχω να πω για τη δική μου ζωή».
Σταντάλ
Ο Ζυλιέν Σορέλ, γιος ενός ξυλουργού σε μια μικρή επαρ-χιακή πόλη της Γαλλίας την εποχή της Παλινόρθωσης, μαθητής ενός παλιού πολεμιστή του Ναπολέοντα αλλά και του τοπικού εφημέριου, ένας έξυπνος, ημιμαθής, ρομαντικός νεαρός γεμάτος φιλοδοξίες, προσπαθεί να ξεφύγει από τις ρίζες του και να ανέλθει, φεύγει για το Παρίσι, ερωτεύεται χωρίς να το καταλάβει, μάχεται και ηπάται. Το Κόκκινο και το μαύρο, το κατεξοχήν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, είναι το προγραμματικό κείμενο της κοινωνικής κινητικότητας: ο Ζυλιέν εργάτης, μαθη-τευόμενος ιερέας, παιδαγωγός, γραμματέας, κοσμικός, διπλωμάτης, κατάσκοπος, ευγενής, υπαξιωματικός, εγκλη-ματίας και θανατοποινίτης, θα μπορούσε να έχει γίνει ξυλέμπορος, ιερέας ή επαναστάτης, να έχει παντρευτεί την καμαριέρα της ερωμένης του, μια πάμπλουτη Ρωσίδα κληρονόμο ή μια νεαρή αριστοκράτισσα του Παρισιού. Ο Σταντάλ αποδίδει με την ανάλαφρη ειρωνεία του τις αδυναμίες και το διχασμό του ήρωά του, την ασταθή αυτοκατανόηση και την κωμωδία της εσωτερικής του ζωής, παίζοντας με τη γλώσσα της φιλοδοξίας και του έρωτα, και συμπυκνώνοντας προκαταβολικά την πορεία όλων των ηρώων του 19ου αιώνα.