Βλέπετε 1–15 από 83 αποτελέσματα

Άγρα

Ξένη λογοτεχνία

Σιωπή

Λεονίντ Αντρέγεφ

Κάθε πρωί, μετά τη λειτουργία, ο πατήρ Ιγνάτιος πήγαινε στο καθιστικό, έριχνε το βλέμμα του στο άδειο κλουβί και στο γνώριμο σκηνικό του δωματίου, καθόταν στην πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια και άκουγε το δωμάτιο να σωπαίνει. Ήταν κάτι παράξενο. Το κλουβί σώπαινε σιγανά και τρυφερά, και στη σιωπή αυτή ήταν αισθητά η θλίψη, τα δάκρυα και το απόμακρο, πεθαμένο γέλιο. Η σιωπή τής γυναίκας του, μαλακωμένη από τους τοίχους, ήταν πεισματική, βαριά σαν μολύβι και τρομακτική, τόσο τρομακτική που στην πιο ζεστή μέρα ο πατήρ Ιγνάτιος ένιωθε παγωνιά. Παρατεταμένη, παγωμένη σαν τάφος και αινιγματική σαν το θάνατο ήταν η σιωπή της κόρης. Λες και η σιωπή ετούτη ήταν βασανιστική για αυτή την ίδια και ζητούσε παθιασμένα να μετατραπεί σε λόγο, αλλά κάτι ισχυρό και ανεγκέφαλο, σαν μηχανή, την κρατούσε ακίνητη και την τέντωνε σαν σύρμα. […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το εξαιρετικό αυτό διήγημα στηρίχτηκε στο αληθινό συμβάν της αυτοκτονίας της κόρης ενός ιερέα στην πόλη Οριόλ. Ο εν λόγω ιερέας, ο Αντρέι Καζάνσκι, είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο της οικογένειας Αντρέγεφ, τον Λεονίντ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον αληθινό λόγο της αυτοκτονίας. Το κορίτσι είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και ζούσε σε ένα σπίτι με πολλές απαγορεύσεις από έναν πολύ αυστηρό πατέρα.
Το διήγημα του Αντρέγεφ συγκίνησε ιδιαίτερα τον Μ. Γκόρκι, ο οποίος φρόντισε να το προωθήσει και να εισαγάγει τον σεμνό ανερχόμενο συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Λ.Τολστόι του έδωσε τιμητική θέση στην πλούσια βιβλιοθήκη του.

 

6.50

Μαρίνα Καραγάτση

Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Άγρα το τελευταίο ολοκληρωμένο σύντομο πεζογράφημα που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2016. Η έκδοση συνοδεύεται από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Λεωνίδα Εμπειρίκου για τη Μαρίνα Καραγάτση.

Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο, γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με το θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω τον γιατρό, ποιός το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό : να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο.

[…]

Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε ! Τί να πω τώρα ! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει ; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις : Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: « Για πες μου, στον θεό σου », της έλεγε, « μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε ; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες ; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου ». Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα » των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.

 

9.00

Αλέξης Ακριθάκης

Η ύπαρξη των ημερολογίων ρίχνει φως στις σκιές της ζωής του Αλέξη Ακριθάκη και χαρτογραφεί απόκρημνους τόπους. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, η δεκαετία του ’60, το πνεύμα της ελευθερίας, ναρκωτικά, αλκοόλ, χιλιόμετρα, ταχύτητα, πόλεις (με προεξάρχουσες την Αθήνα και το Βερολίνο), καφέ, νυχτερινά κέντρα, δρόμοι, λεωφόροι, μνήμες, νοσταλγία, spleen, σάτιρα, ειρωνεία, φόβοι, αγωνία, οργή, τόξα, έξεις, αυτοκαταστροφή, εσωτερικότητα, απόγνωση, απώλεια, εφιάλτες, κραυγή, αθωότητα, η μυθολογία (και η κατάρα) του καλλιτέχνη, η αυτοκτονία ως θάρρος και οδός, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων η έργα εν προόδω και, συχνά, ολοκληρωμένα έργα, Artist’s books, υλικά, ποσά, τεχνίτες, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανά τις εποχές, λογαριασμοί, συνταγές μαγειρικής, ποίηση, τρυφερότητα, ο βαθύς πόνος της τέχνης, το πάσχον σώμα, η κατωφέρεια του θανάτου, παρελαύνουν από τις σελίδες των τετραδίων του στο διάστημα μίας τριακονταετίας. […]

Ο Αλέξης Ακριθάκης διένυσε ενός αποστάσεις ενός σύντομης ζωής του με ενός ταχύτητες που του υπέβαλλαν το ταλέντο του, το ένστικτο, το νευρικό του σύστημα, οι συντεταγμένες του έργου του, η μνήμη του θανάτου, η ποίηση, όσο και ο ατίθασος και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του – απότοκος ενός πληγωμένου, ευαίσθητου και αβόλευτου ψυχισμού. — ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ακριθάκης τρέχει, και από τις σκόρπιες σελίδες των τετραδίων ως τα πέρατα του κόσμου, από την αρχή της ζωής και ώς το τέλος της ζωής του, δεν σταματά να εκπέμπει σήματα και συνθήματα, σημεία και τέρατα, αφορισμούς και ποιήματα, έρωτες και παθήματα, ίχνη και πατήματα. Έτσι, μέσα στη ροή του χρόνου, με το έργο του δικαιώνεται η προφητική κατακλείδα του Νάνου Βαλαωρίτη στο κείμενο που εγκαινιάζει την έκθεση του Ακριθάκη το 1965 : «Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε». — ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

25.00

Ξένη λογοτεχνία

Φαρενάιτ 451

Ρέι Μπραντμπερι

Διεθνώς καταξιωμένο, με περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε κυκλοφορία, το κλασικό μυθιστόρημα του Ρέυ Μπράντμπερυ “Φαρενάιτ 451” είναι μια ιστορία για τη λογοκρισία και για τους ανθρώπους που την αψηφούν – ένα βιβλίο εξίσου επίκαιρο σήμερα με την εποχή που πρωτοεκδόθηκε, περίπου πριν από εξήντα χρόνια.

“Το σύστημα ήταν απλό. Όλοι το καταλάβαιναν. Τα βιβλία έπρεπε να καούν, μαζί με τα σπίτια όπου ήταν κρυμμένα.

Ο Γκάυ Μόνταγκ ήταν πυρονόμος και η δουλειά του ήταν να βάζει φωτιά. Το απολάμβανε να βάζει φωτιά. Επί δέκα χρόνια έκανε αυτή την εργασία και δεν τον προβλημάτισε ποτέ η ευχαρίστηση που ένιωθε κατά τις νυχτερινές επιδρομές ή η χαρά του όταν έβλεπε τις σελίδες να παραδίνονται στις φλόγες… Δεν τον προβλημάτιζε τίποτε έως ότου συνάντησε ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι που του μίλησε για το παρελθόν, για τον καιρό που οι άνθρωποι δεν φοβόνταν. Και κατόπιν συνάντησε έναν καθηγητή που του μίλησε για το μέλλον, για τις μέρες που οι άνθρωποι θα μπορούν να σκέφτονται. Αίφνης, ο Γκάυ Μόνταγκ συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει…”.

Η ρωμαλέα και ποιητική πρόζα του Μπάντμπερυ και η ασυνήθιστη διορατικότητά του όσον αφορά τις δυνατότητες της τεχνολογίας συνδυάζονται και συνθέτουν μια προφητική αφήγηση για την υποδούλωση του δυτικού πολιτισμού στα μήντια, στα ναρκωτικά και στον κομφορμισμό – μια αφήγηση εφάμιλλη του “1984” του Όργουελ και του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος” του Χάξλεϋ.

17.99

Ελληνική λογοτεχνία

Τουμπεκί

Πέτρος Πικρός

Ο Πέτρος Πικρός στο μυθιστόρημα “Τουμπεκί”, τελευταίο μέρος της τριλογίας “Χαμένα κορμιά”, διερευνά και πάλι το κρυφό πρόσωπο της πόλης, οδηγώντας τον αναγνώστη στους σκοτεινούς δρόμους του κοινωνικού περιθωρίου. Ο τίτλος του έργου του δεν ορίζει απλώς την ιδιωματική γλώσσα αυτού του χώρου, αλλά και τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής. Η λέξη “τουμπεκί” (είδος καπνού για το ναργιλέ) στη μεταφορική σημασία της παραπέμπει στον υπόκοσμο και στη συνθηματική γλώσσα του, ενώ στόχος του συγγραφέα είναι να αναφερθεί συνολικά στο διεφθαρμένο κοινωνικό σύστημα. Το “Τουμπεκί” κατάγεται από την παράδοση του νατουραλισμού, ωστόσο οι καινοτομίες που επιχειρεί ο Πικρός ανανεώνουν την εγχώρια πεζογραφία και αναδεικνύουν θεματικές, μοτίβα, πεδία και γλωσσικά ιδιώματα που έως τότε δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά τη λογοτεχνική συντεχνία.

21.70

Πατρίσια Χάισμιθ

Ο Τομ Ρίπλεϋ τα ήθελε όλα: τα χρήματα, την επιτυχία, την καλή ζωή. Ήταν έτοιμος ακόμα και να  σκοτώσει για να τα αποκτήσει όλα αυτά. Όταν ένας πλούσιος Αμερικανός του ζήτα να φέρει πίσω τον γιο του, ο όποιος έχει εγκατασταθεί στην Ιταλία, θα καταστρώσει ένα διαβολικό σχέδιο: να πάρει τη θέση του άσωτου υιού και να ζήσει με την ταυτότητα εκείνου μια ζωή ονειρεμένη…

Τίποτα απλούστερο για τον Τομ. Χάρη στο ταλέντο του στην πλαστογραφία εξαπατά τις αρχές. Και σε ό,τι αφορά το φόνο, ένα απλό «δυστύχημα» θα του επιτρέψει να αλλάξει ταυτότητα, αφήνοντας συγχρόνως να φανεί η γοητεία που ασκούσε το θύμα στον θύτη του…

Πρώτο μυθιστόρημα της σειράς με ήρωα τον Ρίπλεϋ, η οποία ξεκίνησε το 1955 και ολοκληρώθηκε το 1990, Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός από τους πιο απίθανους χαρακτήρες της αστυνομικής λογοτεχνίας, η διπροσωπία του οποίου γοήτευσε κινηματογραφιστές όπως ο René Clément (Plein Soleil, 1960) και ο Anthony Minghella (The Talented Mr. Ripley, 1999): πρόκειται για ταινίες που προσπάθησαν να συλλάβουν το ανεπαίσθητο. Ένας γοητευτικός εστέτ αλλά κυνικός στο έπακρο, φιλικός και συμπαθής αλλά με μια απεχθή αλαζονεία, ο Τομ αψηφά κάθε ηθική, διεκδικώντας το δικαίωμα να σκοτώνει, στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, η οποία ξεδιπλώνεται σε τέσσερα ακόμα μυθιστορήματα (όλα στις Εκδόσεις Άγρα).

O Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ τιμήθηκε το 1956 και το 1957 με το Ειδικό Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου, το γαλλικό Grand Prix de Littérature Policière, καθώς και το βραβείο Έντγκαρ Άλλαν Πόου της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου. Το 1959 γυρίστηκε γαλλική ταινία με τον τίτλο Plein Soleil, σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλεμάν, με τον Αλαίν
Ντελόν (αγαπημένο Ρίπλεϋ της Χάισμιθ), τη Μαρί Λαφορέ και τον Μωρίς Ρονέ. Το 1999 κυκλοφόρησε η ταινία Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ σε σκηνοθεσία Άντονυ Μινγκέλλα, με τον Ματ Ντέημον ως Ρίπλεϋ. Το 2024 κυκλοφορεί σε μίνι σειρά οκτώ επεισοδίων στο Netflix, σε σκηνοθεσία Στηβεν Ζέιλλιαν, με τον Άντριου Σκοττ ως Ρίπλεϋ.

16.50

Ξένη λογοτεχνία

Ο πάτος του μπουκαλιού

Ζωρζ Σιμενόν

“Εκατό μέτρα πιο πέρα βρισκόταν ο φράχτης που χώριζε την πόλη στα δύο, τη μισή απ’ την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, την άλλη μισή απ’ την πλευρά του Μεξικού. Χαμήλωσε ταχύτητα, σταμάτησε. Η σιλουέτα ενός αξιωματικού της Υπηρεσίας Μετανάστευσης πλησίασε. Φυσικά, όλοι γνώριζαν τον Π.Μ. Δεν χρειαζόταν καν να δείξει τα χαρτιά του.

Ήταν εκπληκτικό: Ακόμη και με τη βροχή που ισοπέδωνε τα πάντα, η αντίθεση κάθε φορά τον ξάφνιαζε. Διέσχιζε ένα σύνορο, οι ρόδες του αυτοκινήτου έκαναν ελάχιστες στροφές και ο Π.Μ. είχε την εντύπωση ότι έμπαινε σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, αμφιλεγόμενο, απαγορευμένο. […]

-Ένας ηλικιωμένος Ινδιάνος Απάτσι ισχυρίζεται ότι θα βρέχει επί σαράντα μέρες. Το δήλωσε αυτό προ μίας εβδομάδας σε έναν δημοσιογράφο. Φαίνεται ότι τα φίδια και οι λαγοί έχουν εγκαταλείψει τις φωλιές τους γύρω απ’ τον ποταμό. […]

Οι λέξεις που ξεστόμισε δεν του άρεσαν, όμως ήταν πολύ αργά για να τις πάρει πίσω. – Βρίσκεσαι εδώ, σωστά; Η γυναίκα σου και τα παιδιά σου είναι στην άλλη πλευρά. Υποθέτω ότι δεν με υποπτεύεσαι πως θέλω να φωνάξω την αστυνομία και να πω: “Ορίστε, εδώ είναι ο αδελφός μου που καταζητείται…”. […]

Κατάλαβε ξαφνικά αυτό που θέλησε να πει η Νόρα για τον τρόπο τους, του Ντόναλντ και του δικού του, να κοιτάζονται, να κοιτάζονται όπως μόνο δύο αδέλφια μπορούν να κοιταχτούν. Είχε τη λεπτότητα να μην του το διευκρινίσει. Αλλά σήμαινε ότι κοιτάζονταν με ένα είδος μίσους που το βλέπεις μόνο στους ανθρώπους ίδιας οικογένειας. […]

Οι δυο αδελφοί απ’ το Άπλτον, κοντά στο Φαίρφηλντ, οι δύο γιοι του γερο-Άσμπριτζ, αναζητούσαν ο ένας τον άλλον, οπλοφορώντας και οι δύο, σε μια κοιλάδα των μεξικανικών συνόρων. […]”

ΕΝΑ “ΣΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ” ΤΟΥ ΣΙΜΕΝΟΝ από την αμερικανική περίοδό του. Δύο αδέλφια, που έκαναν διαφορετικές επιλογές και ακολούθησαν άλλη πορεία στη ζωή τους -ο ένας έγινε πετυχημένος δικηγόρος και κτηματίας, ο άλλος, που έζησε στη φτώχεια, σκότωσε και δραπέτευσε απ’ τη φυλακή-, βρίσκονται μέσα σε μία αποχαλινωμένη φύση και έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο με όρους αρχαίας τραγωδίας.

13.00

Ξένη λογοτεχνία

Το μπλε δωμάτιο

Ζωρζ Σιμενόν

– Σε πόνεσα;
– Όχι.
– Είσαι θυμωμένος μαζί μου;
– Όχι.

Ήταν αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, εφόσον ζούσε τη σκηνή στην πρωτογενή της κατάσταση, χωρίς να βάζει ερωτήματα στον εαυτό του, χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι θα υπήρχε μια μέρα κάτι που θα έπρεπε να καταλάβει. Όχι μόνον όλα ήταν αλήθεια, αλλά όλα ήταν πραγματικά: εκείνος, το δωμάτιο, η Αντρέ που παρέμενε ξαπλωμένη στο ακατάστατο κρεβάτι, γυμνή με ανοιχτά τα σκέλη και το σκούρο εφήβαιό της απ’ όπου κυλούσε ένα νάμα από σπέρμα. […] Οι λέξεις δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Μιλούσαν για την απόλαυση να μιλούν και μόνο, όπως μιλάει κανείς μετά τον έρωτα, με το κορμί ακόμα σε διέγερση, το κεφάλι λίγο άδειο.

Εκείνη τη μέρα στο μπλέ δωμάτιο του ξενοδοχείου ο Τόνυ και η Αντρέ κουβεντιάζουν μετά την ερωτική πράξη. “Αν ξανάβρισκα την ελευθερία μου… θα ξανάβρισκες κι εσύ τη δική σου;” Ο Τόνυ δεν απαντά στην ερώτηση. Ο ανακριτής και ο ψυχίατρος θέλουν τώρα να καταλάβουν. Να καταλάβουν γιατί ο Τόνυ μετά απ’ αυτήν την συνάντηση απέφευγε την ερωμένη του. Γιατί έφυγε ξαφνικά σε διακοπές με τη σύζυγο και την κόρη του. Γιατί την ημέρα της τραγωδίας είχε εξαφανιστεί. Ο Τόνυ δεν απαντά στις ερωτήσεις αλλά ξαναζεί τους μήνες που κύλησαν μετά την τελευταία του συνάντηση στο μπλε δωμάτιο. “Θα ξανάβρισκες κι εσύ την ελευθερία σου;” Οι ένορκοι που θ’ αποφανθούν για την ενοχή του Τόνυ δεν έχουν καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση.
Ένας Σιμενόν αναπάντεχος όπου ξαναβρίσκουμε όλες τις αρετές που τον κατέστησαν έναν από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ένα μυθιστόρημα τραχύ, ταραγμένο και απίστευτα μοντέρνο.

12.32

Ξένη λογοτεχνία

Πεντιγκρή

Ζωρζ Σιμενόν

To “Πεντιγκρή” είναι το πιο μακροσκελές, το πιο εκπληκτικό, το πιο τολμηρό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν είναι το βιβλίο που έχει φτάσει να θεωρείται, ολοένα περισσότερο, ο πυρήνας των σημαντικών επιτευγμάτων του ως χρονικογράφου του σύγχρονου εαυτού και της σύγχρονης κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Σιμενόν ξεκίνησε να γράφει μια αυτοβιογραφία με θέμα την παιδική του ηλικία στο Βέλγιο. Έδειξε τις πρώτες σελίδες στον Αντρέ Ζιντ, και εκείνος τον προέτρεψε να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με μεταγενέστερο σχόλιο του ίδιου του Σιμενόν, ένα βιβλίο στο οποίο όλα είναι αληθινά αλλά τίποτα δεν είναι ακριβές. Το “Πεντιγκρή” ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, με την πολιτική αστάθεια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που τον χαρακτηρίζουν, φτάνει ως το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918 και αποτελεί μια εποποιία της καθημερινής ύπαρξης σε όλη της τη συγκεχυμένη, ανολοκλήρωτη ένταση και πυκνότητα, μια ιστορία για την ενηλικίωση ενός πρόωρα αναπτυγμένου και περίεργου αγοριού και για την έλευση του σύγχρονου κόσμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Ο Σιμενόν γεννήθηκε το 1903 στη Λιέγη του Βελγίου. Στο “Πεντιγκρή” αφηγείται την ιστορία της παιδικής του ηλικίας, τη μικροαστική ανατροφή του, τις δολοπλοκίες της μητέρας του, τον πρόωρο θάνατο του πράου και χαμηλών τόνων πατέρα του, τις καταστροφές του πολέμου. Αυτή η σαν μυθιστόρημα αυτοβιογραφία του αποτελεί το κορυφαίο έργο του και πιθανώς το σπουδαιότερο έργο της βελγικής λογοτεχνίας». (Luc Sante)
«Ο Σιμενόν ζωντανεύει στο “Πεντιγκρή” ολόκληρο τον αισθητηριακό κόσμο των παιδικών χρόνων του στη Λιέγη. Οι λέξεις του αιχμαλωτίζουν τους ήχους, τις όψεις, τις γεύσεις, τις οσμές και τις υφές της πόλης… Γράφοντος σε πρόζα οπτική και απτική, ο Σιμενόν στο “Πεντιγκρή” κάνει για τη Λιέγη ό,τι ο νεαρός Τζόυς για το Δουβλίνο: δημιουργεί νοερά την πόλη με τέτοια αμεσότητα που νιώθουμε σαν να έχουμε διαβεί τους δρόμους της». (Lucile Frackman Becker)
«Το “Πεντιγκρή” είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο, γεμάτο ανθρωπιά και τρυφερότητα, γραμμένο σε τόνο τραχύ και με λέξεις αιχμηρές. Μια πραγματική αποκάλυψη». (La Tribune)

 

22.90

Ζωρζ Σιμενόν

Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες. Άραγε θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα. Ανήγγειλαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα, κοφτά, χωρίς διαλείμματα όταν περνούσε απ’ το ένα θέμα στο άλλο: «Εσωτερικές ειδήσεις: Οι αστυνομίες έξι Πολιτειών, με τη συνδρομή του FBI, αναζητούν τον δεκαεξάχρονο δολοφόνο Μπεν Γκάλλοουεϋ. Αυτός, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λίλιαν Χώκινς, ηλικίας μόνο δεκαπεντέμισι ετών, εγκατέλειψε το Έβερτον, από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το βράδυ του Σαββάτου, οδηγώντας την καμιονέτα του πατέρα του. Αφού σκότωσε με περίστροφο τον ονομαζόμενο Τσαρλς Ράλστον, πενηντατεσσάρων ετών, κάτοικο του Λονγκ-Έντυ, στα σύνορα της Πενσυλβάνιας, το ζευγάρι έκλεψε το μπλε Όλντσμομπιλ του θύματος και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά». Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, ωρολογοποιός σε ένα χωριό στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του.Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει σπίτι. Λίγο αργότερα ο Ντέηβ μαθαίνει έκπληκτος ότι ο γιός του καταζητείται για φόνο από την αστυνομία. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αποφασίζει να τον βοηθήσει, αλλά ο Μπεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στο ενδιαφέρον του πατέρα του και δεν θέλει να τον δει. Παρ’ όλο τον πόνο που τού προκαλεί η στάση του γιού του, ο Ντέηβ προσπαθεί να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει. Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον είναι ένα από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα για την αδιέξοδη σχέση πατέρα και γιου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

12.90

Ξένη λογοτεχνία

Ο ανυπόφορος γκάουτσο

Ρομπέρτο Μπολάνιο

«Αναζητώ κάτι το εξαιρετικό για να το πω με λόγια απλά και συνηθισμένα».
Ο “Ανυπόφορος γκάουτσο” είναι το τελευταίο βιβλίο που ο συγγραφέας άφησε έτοιμο προς έκδοση και αποτελείται από τέσσερα διηγήματα και δύο διαλέξεις. Κυκλοφόρησε το 2003 και την επόμενη χρονιά βραβεύτηκε με το βραβείο αφήγησης Altazor. Στα διηγήματα που περιλαμβάνει ξεχωρίζει το υποδειγματικό ύφος ειρωνείας και μερικά χαρακτηριστικά «κλειδιά» στο έργο του Μπολάνιο, η ίδια η λογοτεχνία ως λογοτεχνικό θέμα, η αστυνομική πλοκή, ένα παιχνίδι αναφορών στον Κάφκα, η τέχνη ως εμμονή, η αναζήτηση μιας αλήθειας που φαίνεται απαραίτητη μόνο σε όσους την αναζητούν, η απομυθοποίηση της πραγματικότητας και του θανάτου.
Δύο ομιλίες που έγραψε ο Μπολάνιο για διαλέξεις συμπληρώνουν τον τόμο. Στο «Λογοτεχνία + Ασθένεια = Ασθένεια», μια ανέκδοτη ιστορία δίνει αφορμή για έναν συλλογισμό πάνω στην ασθένεια και στο θάνατο. Το «Μύθοι του Κθούλου», από την άλλη, προσφέρει μία ενδιαφέρουσα ματιά, προσωπική και κριτική, στο λογοτεχνικό ισπανόφωνο πανόραμα του καιρού μας. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

15.90

Ξένη λογοτεχνία

Η μανία με τον Καραβάτζο

Όλιβερ Μπανκς

Ένας μικρέμπορος έργων τέχνης σ’ έναν μικρό οίκο πλειστηριασμών στη Νέα Υόρκη, που ετοιμάζεται να παίξει το μεγάλο παιχνίδι της ζωής του σε μια κλειστή δημοπρασία κλεμμένων αναγεννησιακών έργων, βρίσκεται δολοφονημένος μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη, και ο ντετέκτιβ ΄Εϊμος Χάτσερ, που δουλεύει στην εξιχνίαση κλοπών έργων τέχνης, φεύγει για τη Ρώμη να βρει τη λύση.

Αρχίζοντας από μία μοναδική ένδειξη -μία πρόστυχη επιγραφή σε αρχαΐζοντα ιταλικά- ο Χάτσερ συνθέτει ένα τρομακτικό αντιφατικό πορτρέτο του δολοφόνου : πρόκειται για έναν αλλόκοτο εγκληματικό εγκέφαλο με εξαιρετική πολυμάθεια και απάνθρωπα ένστικτα, που λατρεύει τον Καραβάτζο…

 

 

15.00

Όλιβερ Μπανκς

Βλέπετε, ο πίνακας του Μητροπολιτικού Μουσείου του 1660 είναι ανολοκλήρωτος. Η Χέντρικε ήταν ήδη άρρωστη. Πέθαινε. Φαντάζομαι ότι ο Ρέμπραντ δεν άντεχε να τον τελειώσει. Αισθάνεται κανείς την τραγωδία, την αίσθηση της θνητότητας. Είναι τα πράγματα που δεν μπορώ να παραβλέψω στη φωτογραφία του πίνακα. Η γνώμη μου είναι ότι ο χαμένος πίνακας πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο 1660 με αυτόν του Μητροπολιτικού Μουσείου και όχι στο 1658 με αυτόν του Βερολίνου».

[…] Σταμάτησε να μιλάει. Με τα μάτια μισόκλειστα, ακολούθησε με το δείκτη του το περίγραμμα του προσώπου της Χέντρικε στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. «Ναι, πιστεύω ότι ο πίνακας είναι του Ρέμπραντ». O Σάμιουελ Βάϊνστοκ, ένας διορατικός έμπορος έργων τέχνης, ιδιοκτήτης μιας μικρής γκαλερί στη Βοστώνη, δέχεται μια μέρα από έναν μικρομεσάζοντα κάτι απίστευτο: ένα χαμένο, άγνωστο έργο του Ρέμπραντ, που απεικόνιζε μια γυναίκα της εποχής του 1660, όταν ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφιζε την τότε σύντροφό του, τη Χέντρικε Στόφελς, μετά το θάνατο της αγαπημένης του Σάσκια. Υπήρχε η εξαιρετική πιθανότητα να είναι αληθινό; Παράλληλα, ο Έλτον Ρος, διευθυντής ενός μουσείου στη Βοστώνη, βρίσκεται μπρος σ’ ένα εκπληκτικό αρχαιοελληνικό αγγείο, αντίστοιχης ομορφιάς και τέχνης με τον κρατήρα του Εξηκία στο Μόναχο και τον κρατήρα του Ευφρονίου στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης· τού τον έχει προσκομίσει μυστικά ένας Αρμένης σκοτεινός έμπορος τέχνης. Οι δύο ιστορίες πλέκονται και αρχίζει μια σειρά φόνων και εξαφανίσεων. Ο Έιμος Χάτσερ, ο ντετέκτιβ-ιστορικός τέχνης, ήρωας του Όλιβερ Μπανκς, εμφανίζεται ξανά, και μέσα από τις έρευνες της αστυνομίας, την ιστορία της τέχνης, σχολαστικούς ακαδημαϊκούς ερευνητές, ειδικευμένους κορνιζοποιούς στα τελάρα του 17ου αιώνα και περιπετειώδη ταξίδια στην Ευρώπη προσπαθεί να βρει τα νήματα που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Η έκδοση συνοδεύεται από σημείωμα του μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη

14.99

Ξένη λογοτεχνία

Ρομπέρτο Τσούκκο

Μπερνάρ-Μαρί Κολτές

“Το όνομά του ήταν Roberto Zucco: είχε σκοτώσει τους γονείς του σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έπειτα “λογικεύτηκε” πάλι ώς τα εικοσιπέντε του, απότομα για άλλη μια φορά “εκτροχιάζεται”, σκοτώνει έναν αστυνομικό, επί πολλούς μήνες επιδίδεται σε πράξεις βίας, με συλλήψεις ομήρων, φόνους, εξαφανίσεις μέσα στη φύση, χωρίς κανείς να ξέρει ποιος ήταν ακριβώς ο δράστης.

Μετά, ύστερα από την παράσταση που έδωσε πάνω στις στέγες των φυλακών, κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο και αυτοκτονεί με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Μια απίστευτη διαδρομή, ένα μυθικό πρόσωπο, ένας ήρωας σαν τον Σαμψών ή τον Γολιάθ, τέρατα δυνάμεων, που τελικά σωριάζεται καταγής από ένα πετραδάκι ή από μια γυναίκα είναι η πρώτη φορά που εμπνέομαι απ’ αυτό που ονομάζουμε γεγονός του αστυνομικού δελτίου όμως αυτό εδώ δεν είναι τέτοιο γεγονός”.

12.32

Ξένη λογοτεχνία

Οκαβάνγκο

Καρίλ Φερέ

Ένας λαθροθήρας δολοφονημένος, αποδεκατισμένα ζώα σε ένα καταφύγιο άγριας πανίδας, μια ανακριτική έρευνα σε εξέλιξη στη Ναμίμπια, στην καρδιά του άγριου κόσμου.

ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ ΜΕ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ κατά των λαθροκυνηγών, η ρέηντζερ Σολάνα Μπετγουέηζ είχε το θλιβερό καθήκον να βρίσκεται κοντά σε κουφάρια και πτώματα ακρωτηριασμένων ζώων. Έτσι, όταν ένας νεαρός άνδρας βρίσκεται νεκρός στο κέντρο του Wild Bunch, ένα προστατευόμενο φυσικό πάρκο ζώων στα σύνορα της Ναμίμπιας, αντιλαμβάνεται ότι η έρευνά της θα την έφερνε αντιμέτωπη με πολλές σκοτούρες. Ένας λόγος παραπάνω που ο ιδιοκτήτης του πάρκου, ο Τζων Λέηθαμ, αποδεικνύεται μυστηριώδες πρόσωπο. Φίλος ή εχθρός; Η Σολάνα θα πρέπει να παλέψει με τις αμφιβολίες της αλλά και με μια πολύ άσχημη είδηση: Ο Σκορπιός, ο χειρότερος λαθροκυνηγός της ηπείρου, έχει επιστρέψει στα εδάφη της…
Πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα στην καρδιά των αφρικανικών πάρκων άγριας φύσης, το Οκαβάνγκο είναι ένας ύμνος στην ομορφιά του άγριου κόσμου και στην επείγουσα ανάγκη να τον αφήσουμε να ζήσει.

19.90