Ελληνική λογοτεχνία
“Μέσα στην κάμαρή μου, δεξιά καθώς μπαίνουμε, έχω ένα κουτί γεμάτο λογής αναμνηστικά και κυρίως πολλές και διάφορες φωτογραφίες. Σκέφθηκα λοιπόν ότι με το υλικό αυτό θα μπορούσα να συνθέσω μια ενδιαφέρουσα πεζή αφήγηση. Πρόσωπα και πράγματα, όταν πολλές φορές τα ερευνώ εκεί μέσα, με ξαφνιάζουν και με απελπίζουν, καθώς, δυσκολευόμενος να ξαναβρώ την τάξη που είχαν στη ζωή, νιώθω σα να περιπλανιέμαι ανάμεσα σ’ ερείπια ή μέσα σε κοιμητήριο. Σε τέτοιες περιπτώσεις μου κόβεται η λαλιά και μου είναι αδύνατο να εκφραστώ. Όμως αναδιπλούμενος γύρω από τη μνήμη σε στιγμές απόγνωσης όπως εκείνη πού σας ανάφερα, όταν επέστρεφα από το Ασβεστοχώρι, την παράλλη Κυριακή, κατέληξα σε μια τάξη απαρίθμησης, που εστάλαξε παρηγοριά και διάθεση υγιή και άρτια μέσα μου. Μ’ ενδιέφερε ότι καταλάβαινα πως κάθε μνήμη είναι αριθμός, ότι σαν αριθμός έχει τη ρυθμική του κίνηση, με την οποία κυκλοφορεί μέσα στο άπειρο.” – Ν. Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ
Ξένη λογοτεχνία
Ξένη λογοτεχνία
Ελληνική λογοτεχνία
“Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ένιωσε τη ζεστασιά της στο σώμα του. Ήταν έξι χρονών και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της.”
Το χάδι, ως διαρκής έλλειψη και αναζήτηση, διατρέχει το βιβλίο, το οποίο συντίθεται από δώδεκα διηγήματα, σπαράγματα ζωής της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του αφηγητή, σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας.
Ο αφηγητής, ώριμος και νηφάλιος πια, αποτολμά το συγκερασμό του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, αναπτύσσοντας μια ιδιότυπη αποστασιοποιημένη μνημοτεχνική, που του επιτρέπει, μέσω της κινηματογραφικής εικονοποιίας και της ελλειπτικής καταγραφής, να ψαύσει -ως παιδί και ως ενήλικος- το αληθινό πρόσωπό του.
Ελληνική λογοτεχνία
O Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως Μπέμπης (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής που, λόγω της ιδιοφυΐας, της μόρφωσης, της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του στο μπουζούκι και στην κιθάρα, της καθηλωτικής γοητείας του και της αυτοκαταστροφικής αγωνίας του, απέκτησε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, διαστάσεις θρύλου.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, έχοντας μελετήσει τα υπάρχοντα στοιχεία της εργοβιογραφίας και της καλλιτεχνικής διαδρομής του και «συνομιλώντας» για χρόνια με την προσωπικότητά του, παρουσιάζει ένα εκτενές λογοτεχνικό πορτραίτο του, μια αυτοαναφορική εξομολόγησή του, με αποδέκτη έναν φανταστικό επιστήθιο φίλο του μα και όλους μας. Μέσα από την αφήγηση αναδεικνύονται σημαίνοντα πρόσωπα της λαϊκής μας μουσικής, εμβληματικά τραγούδια, ανάλυση χαρακτήρων συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών και θαυμαστών του τραγουδιού, η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής του καλλιτέχνη, η ζωή των μουσικών μας στην Κατοχή και στη μεταπολεμική Ελλάδα, και στα αμερικανικά κέντρα διασκέδασης, με ιδιαίτερη έμφαση στο «αγγελικό και μαύρο φως» που σφραγίζει την ψυχική ιδιοσυστασία αυτού του μοναδικού και ανεπανάληπτου «αριστοκράτη μάγκα».
Ελληνική λογοτεχνία
H «Aντίστροφη αφιέρωση» είναι το τελευταίο σημαντικό ποιητικό κείμενο που έγραψε και δημοσίευσε η Μάτση Χατζηλαζάρου λίγο πριν από το θάνατό της. Πρόκειται για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και μεστά ποιήματά της, και πιθανώς το πλέον γνωστό και αγαπημένο από το αναγνωστικό κοινό έργο της.
Το ερωτικό αυτό ποίημα δίνει την αίσθηση πως ολοκληρώνει μια πορεία, πως κλείνει έναν κύκλο, αφού ουσιαστικά επιστρέφει πολλαπλώς στην (ποιητική της) αφετηρία. Το ποίημα, χωρίς να τον κατονομάζει, απευθύνεται στον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον εραστή-σύζυγο, τον ψυχαναλυτή-ερμηνευτή, τον μύστη της στον ποιητικό χώρο και στον υπερρεαλισμό, τον αποδέκτη των πρώτων της ποιημάτων. Με άλλα λόγια, η «Αντίστροφη αφιέρωση» λειτουργεί ως συμπύκνωση, κορύφωση και επιστέγασμα ολόκληρης της ποιητικής της παραγωγής. Κυρίως όμως ακολουθεί την πεποίθησή της πως στο μόνο πράγμα που η ποίηση θα πρέπει να υπακούει είναι η «προσπάθεια να είναι κανείς όσο μπορεί πιο ειλικρινής για ό,τι τον συγκινεί και τον τρώει».
Συνδυάζοντας ερμηνευτικά σχόλια, διακειμενικές παραπομπές στο προγενέστερο έργο της Μ. Χατζηλαζάρου αλλά και στο έργο του Α. Εμπειρίκου, αρχειακό υλικό, ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία, το βιβλίο επιχειρεί μια πολυπρισματική προσέγγιση, αναλυτική και συνθετική, στην «Αντίστροφη αφιέρωση» της ποιήτριας.
“Έλεγα, σε όποιον ήταν πρόθυμος να με ακούσει, ότι δεν περίμενα τίποτα, κι αυτός ήταν ένας τρόπος να κρύβω ότι περίμενα σχεδόν τα πάντα, κάτι που με τη σειρά του μ’ έκανε να ζω στη φρίκη και στο έγκλημα”.
Στον Άνχελ Ρος αρέσει ο κίνδυνος, ο Τζόυς και ο Τζιμ Μόρρισον. Ένα καλοκαίρι στη Βαρκελώνη, αυτός ο νέος, που θέλει να γίνει συγγραφέας, γνωρίζεται με την Άννα, μια εκκεντρική Νοτιοαμερικανή, και την ακολουθεί σαν ίσκιος της στα πιο σκοτεινά άκρα ή εκεί που τη σέρνει η τρέλα, παγιδευμένος ανάμεσα στη μουσική και την ψυχεδέλεια που τον συνεπαίρνουν και στην ηρεμία της λογικής σκέψης: ανάμεσα στον Τζιμ Μόρρισον και στον Τζέημς Τζόυς.
Στις αυτοκτονικές του περιπλανήσεις, αυτό το ζευγάρι που ζει στο χείλος του γκρεμού θα αγαπηθεί, θα χαθεί, θα παίξει με τη ζωή του και με τη ζωή των άλλων, θα τρομοκρατήσει και θα σφαγιάσει με παραλογισμό, κυνηγώντας τον πια απίθανο στόχο.
Πώς θα τα καταφέρει η Άννα να γλιτώσει από την καταβύθιση στο έγκλημα; Κι ο Άνχελ θα καταφέρει να γράψει το τζοϋσιανό του μυθιστόρημα ενώ ακούει τις τελευταίες νότες από το The End του Τζιμ Μόρρισον;
Οι Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς είναι το δραματικό ημερολόγιο ενός νεαρού ήρωα-αντιήρωα. Αντιστρέφουν και αναθεωρούν το τυπικό λογοτεχνικό πλαίσιο που αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία μιας περιπέτειας σαν αυτή της Μπόννυ και του Κλάυντ, για παράδειγμα, ή για το σπουδαίο έργο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Με κομμένη την ανάσα.
Γραμμένο με τέσσερα χέρια στις αρχές της δεκαετίας τοθ 1980, στο μυθιστόρημα αυτό ο Ρομπέρτο Μπολάνιο και ο Α. Γκ. Πόρτα ένωσαν το ταλέντο τους για να φτιάξουν μαζί μια pulp ιστορία στην οποία, με μαγικό τρόπο -τον μαγικό τρόπο της λογοτεχνίας- ο αναγνώστης δεν βρίσκει ρωγμές, δεν αντιλαμβάνεται καμία παραφωνία και που προοικονομεί αυτό στο οποίο θα βασιστεί ένα μέρος του μετέπειτα έργου τους: το παιχνίδι της πολυμάθειας, της μαυρίλας, της οργής, του χιούμορ και της μελαγχολίας.
Η έκδοση συμπληρώνεται από το Ημερολόγιο μπαρ και ένα κείμενο του Α. Γκ. Πόρτα, στο οποίο αφηγείται, πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα, την εμπειρία του να γράφεται με τέσσερα χέρια ένα βιβλίο με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Ιστορία
“Εδώ θα καταγραφούν με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα έτυχε να συμβούν σε κάθε σημείο της Ρωμαϊκής Επικράτειας. Ο λόγος είναι ότι ήταν αδύνατο να καταγραφούν οι πράξεις με τον πρέποντα τρόπο όσο οι αυτουργοί τους ήταν ακόμη στη ζωή, γιατί, αν με ανακάλυπταν, δεν θα μπορούσα να γλιτώσω από τον πιο οικτρό θάνατο και δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ούτε καν για την ασφάλεια των πιο στενών μου συγγενών.” (Προκόπιος)
Η Απόκρυφη ιστορία του Προκόπιου [500 (;) – 565 μ.Χ.] είναι ένα παράξενο συμπλήρωμα των Ιστοριών και του Περί Κτισμάτων του ίδιου συγγραφέα. Η εξιστόρηση των τριών πολέμων -εναντίον των Περσών, των Βανδάλων και των Γότθων- είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν ο συγγραφέας, φανερά αηδιασμένος, αποφάσισε να χαρίσει εκ του ασφαλούς σε κάποιες απομακρυσμένες μέλλουσες γενεές το κουτσομπολιό των παρασκηνίων που ήταν του συρμού ενόσω ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα έπαιζαν τους αυτοκρατορικούς τους ρόλους και ο Βελισάριος οδηγούσε τα ρωμαϊκά όπλα από θρίαμβο σε θρίαμβο. Κατά τη δική του ομολογία, σκοπός της συγγραφής του βιβλίου, που ο ίδιος προφανώς ονόμασε Ανέκδοτα, ήταν να πει απροκάλυπτα την πάσαν αλήθεια που δεν είχε κρίνει φρόνιμο να καταγράψει στα εφτά βιβλία των Ιστοριών αυτά είχαν ήδη δημοσιευτεί και διαδοθεί από άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας.
Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια να αποδείξει την πλήρη διαφθορά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, την ασημαντότητα του Βελισαρίου και την αδιαντροπιά της Αντωνίνας.
Εκτός από την πολιτική διαφθορά και τα ερωτικά σκάνδαλα και τη γενική αδιαφορία για τη θρησκεία και την ηθική, ο αναγνώστης θα βρει στον Προκόπιο πολλά πράγματα, που θα του θυμίσουν τη σημερινή ζωή. Θα διαβάσει για κοινωνικές υπηρεσίες με γιατρούς και δασκάλους που πληρώνονται από το κράτος και για επιχορηγούμενες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις για τέλεια οργανωμένες ταχυδρομικές υπηρεσίες για κατασκοπεία και αντικατασκοπεία για δασμούς και φόρους, για τελωνεία, για επιβαρύνσεις στις εισαγωγές και απαγορεύσεις εισαγωγών για πλημμελή φωτισμό των δρόμων και ανεπαρκή ύδρευση για μονοπώλια, σταθεροποίηση των τιμών, παράνομα μερίσματα, κίβδηλες πωλήσεις και μαύρη αγορά για άνοδο του τιμαρίθμου και για υποτίμηση του νομίσματος για μικρότερα καρβέλια και νοθευμένα αλεύρια για αγορανομία για το παράφορο πάθος των φιλάθλων και τις μανιώδεις και σκληρές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς διαφορετικών ομάδων.
Ελληνική λογοτεχνία
Ποιοί φορούσαν σμόκιν εκείνο το βράδυ στην Αθήνα;
Κάποιος δεν έλεγε την αλήθεια απ’ όλους. Αλλά ποιός; Πρώτα ήταν η μητέρα Μενδρινού. Έλεγε ψέματα. Η κόρη της δεν είχε καμιά διάθεση να αυτοκτονήσει. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας τους, που προσπάθησε να
τον διώξει από την Αθήνα, και τώρα αυτός, ο κ. X της Ηρώς, που δεν δεχόταν εκβιασμούς. Όλοι εκινούντο γύρω από το θάνατο της Ζιζής Μενδρινού. Αλλά ποιά σχέση μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους; Κάθε καινούργιο ίχνος που ανεκάλυπτε, αντί να τον πλησιάσει στη λύση του προβλήματος, τον απεμάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Κι όμως, υπήρχε κάτι. Ποιός ήταν ο «Μεγάλος», για τον οποίον είχε μιλήσει η Ηρώ;
Ο Αγγελίδης, ένας νέος ταλαντούχος οπερατέρ, γυρνάει νύχτα από τον Πειραιά με τον ηλεκτρικό. Πλησιάζοντας την Αθήνα, βλέπει από το παράθυρο του τραίνου, κοντά στις γραμμές, έναν άντρα να πετάει το πτώμα μιας γυναίκας από ένα αυτοκίνητο. Ο άντρας φορούσε σμόκιν. Κανείς απ’ τους συνεπιβάτες του δεν είδε τη σκηνή. Το θέμα του γίνεται εμμονή και κόντρα σε όλες τις μαρτυρίες, με προσωπικό κίνδυνο, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο. Μια σύνθετη ίντριγκα, με πολλές απρόβλεπτες διακλαδώσεις, με πλούσιο ερωτισμό, στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950. Και με τον αστυνόμο Μπέκα, το άκρο αντίθετο του ήρωα, να παρεμβαίνει με τον ήρεμο και μοναδικά αποτελεσματικό τρόπο του.
Ξένη λογοτεχνία
Το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι, άδικα παραγνωρισμένο, είναι η φωτισμένη εξομολόγηση ενός μοναχικού εφήβου. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής Αρκάντι Ντολγκορούκι είναι ένας αφελής νεαρός, φιλόδοξος και πείσμων. Νόθος γιος ενός ξεπεσμένου γαιοκτήμονα και μιας δουλοπάροικης, που τον κακομεταχειρίστηκαν στο σχολείο ο δάσκαλος και οι συμμαθητές του, κλείνεται σε μια μεγαλομανή απομόνωση και βυθίζεται σε χαώδεις στοχασμούς, όπου ανακατεύονται το φάντασμα του πλουτισμού, η εμμονή με την αριστοκρατία και το μυστικιστικό ντελίριο.
Καίγεται από τον πόθο να αποκαλύψει τα σφάλματα του πατέρα του, που ελάχιστα τον γνωρίζει, αλλά και να κερδίσει την αγάπη του. Ταξιδεύει στην Αγία Πετρούπολη για να συναντήσει τη «συμπτωματική οικογένειά » του, που έχει κατακλύσει τα όνειρά του. Με μια αόριστη επιθυμία για επικοινωνία και επαφή, οπλισμένος με ένα μυστηριώδες γράμμα που πιστεύει ότι του δίνει δύναμη πάνω στους άλλους, έρχεται σε αντιπαράθεση με όλους και με όλα, χωρίς όμως τα αποτελέσματα που ονειρευόταν. Και όλα αυτά με φόντο τις ερωτικές ίντριγκες της πετρουπολίτικης κοινωνίας.
Το μυθιστόρημα διατρέχουν αναφορές σε επαναστατικά μοτίβα, στα οδοφράγματα του Παρισιού του 1848, στη Γαλλική Κομμούνα, στο φάσμα των Ρότσιλντ και του υπέρμετρου πλουτισμού, στους στοχαστές Ρουσσώ, Φουριέ, Γκέρτσεν, Μπακούνιν και Προυντόν, στους Ρώσους συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται ο Ντοστογέφσκι –Πούσκιν, Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Τολστόι– αλλά και στον Μπαλζάκ.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Τα 36 μαθήματα χορού δεν είναι μόνο η απλή εξιστόρηση του αγώνα ενός κοριτσιού που, αψηφώντας το δύσκολο και συχνά εχθρικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε, πάλεψε μόνη, δούλεψε σκληρά κάνοντας σωστές επιλογές και τελικά δικαιώθηκε σαν γυναίκα και σαν καλλιτέχνιδα. Ούτε είναι μόνο άλλη μία απόδειξη πώς το να ξεκινήσει κανείς με λίγα εφόδια, αν πραγματικά το θέλει, δεν μπορεί να τον εμποδίσει να πετύχει σε αυτό με το οποίο θέλει να καταπιαστεί.
Τα 36 μαθήματα χορού αποτελούν τρανό παράδειγμα για το πώς μια γυναίκα είναι ικανή, ατσαλώνοντας τη θέλησή της, να αλλάξει τροχιά ζωής ώστε να αποφύγει τις ταπεινές υποχωρήσεις. Παράλληλα όμως εμπεριέχουν και την ολοζώντανη ιστορία της λειτουργίας των πρώτων χρόνων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία μέσα από την αυτοβιογραφική αφήγηση της Σάσας Ντάριο και τα ακριβή στοιχεία του βιβλίου φωτίζει τόσο τις άγνωστες σε πολλούς συνθήκες που αντιμετώπισαν αρχικά όσοι υπηρέτησαν την τέχνη του χορού στην Ελλάδα, όπως την έλλειψη υλικών και τεχνογνωσίας, όσο και τους ίδιους τους ανθρώπους της και τον
τρόπο δουλειάς τους, όπως ο Άγγελος Γριμάνης, ο Βασίλης Φωτοπουλος, η Ανθή Ζαχαράτου, ο Νίκος Ζαχαρίου, ο Γιάννης Μέτσης κ.α.
Η Σάσα Ντάριο μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και παρουσιάζει τη ζωή της, την Ε.Λ.Σ. και την ιστορία της. Και η Ε.Λ.Σ., άλλωστε, τόσα χρόνια παρουσίασε, ανέδειξε και αποθέωσε τη Σάσα Ντάριο…
Η έκδοση συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό φωτογραφικών πορτραίτων της, όπου λάμπει με την ομορφιά της, φωτογραφίες από τα ταξίδια της με περιοδείες σε Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη, και ακολούθως τη μετάβαση στο Παρίσι, για τη χορευτική της εκπαίδευση, ντοκουμέντα από τον Τύπο της εποχής, συμβόλαιά της, προγράμματα παραστάσεων, φωτογραφίες συνεργατών της, και πολλών προσωπικοτήτων που συναντά στην καριέρα της, καθώς και ένα αυτοτελές αφιέρωμα με σπάνιες και ιστορικές φωτογραφίες από τις σημαντικότερες παραστάσεις όπου συμμετείχε.