Βλέπετε 61–68 από 68 αποτελέσματα

Γιοάν Σαπουτό

13.05

O ΡΑΪΝΧΑΡΤ ΧΕΝ (1904-2000) αποτελεί το αρχέτυπο του διανοούμενου τεχνοκράτη στην υπηρεσία του Τρίτου Ράιχ. Ο νομικός αυτός ήταν γνωστός για τις ριζοσπαστικές του θέσεις, καθώς υποστήριζε τη σταδιακή κατάργηση του Κράτους και την αντικατάστασή του από μία «κοινότητα» η οποία καθοριζόταν από τη φυλή και τον «ζωτικό χώρο» της. Ως ανώτερος γραφειοκράτης των Ες Ες –με τη λήξη του πολέμου κατέχει το βαθμό του Oberführer (στρατηγού)– συμβάλλει στην ανάπτυξη της ναζιστικής θεωρίας μελετώντας την προσαρμογή των θεσμών για το επερχόμενο Μεγάλο Ράιχ : Ποιές δομές και ποιές μεταρρυθμίσεις θα ήταν απαραίτητες ;

Μετά τον πόλεμο, ως πολίτης πλέον, ιδρύει στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων από την οποία, τις επόμενες δεκαετίες, θα περάσει η οικονομική και διοικητική ελίτ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας : περίπου 600.000 στελέχη των μεγαλύτερων γερμανικών εταιρειών, δίχως να συμψηφίσουμε τους 100.000 που παρακολούθησαν προγράμματα εξ αποστάσεως, διδάχθηκαν, χάρη στα σεμινάριά του και τα εγχειρίδια που εξέδιδε τακτικά, πώς να διοικούν το «ανθρώπινο δυναμικό» ή πιο συγκεκριμένα την ιεραρχική οργάνωση στόχων, για την επίτευξη των οποίων ήταν ελεύθερος ο παραγωγός να επιλέγει τα μέσα. Την ίδια πολιτική, δηλαδή, που ακολούθησε το Τρίτο Ράιχ για να επανοπλιστεί, να οδηγήσει στη λιμοκτονία τους σλαβικούς πληθυσμούς των ανατολικών χωρών και να εξολοθρεύσει τους Εβραίους.

Με την πάροδο της δεκαετίας του 1980, άλλες μέθοδοι ήρθαν στο προσκήνιο (όπως η λιγότερο ιεραρχική ιαπωνική, για παράδειγμα ). Όμως ο ναζισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των θεωριών διοίκησης και ήταν μία από τις βάσεις του σύγχρονου μάνατζμεντ.

Ποίηση

Κωμωδία

Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός

12.60
99 και ένα ποιήματα. Τί είναι αυτό το βιβλίο; Patchwork; Μεταμφιεσμένο λεξικό; Καλειδοσκόπιο για παιδιά που μεγάλωσαν; Τα αραδιασμένα εξαρτήματα μιας Χρονομηχανής; Ένα είναι σίγουρο. Εδώ προβάλλεται μια χειρονομία που κυριολεκτεί : Δηλώνει την ωμότητα της αγάπης. Έτσι εξηγείται και η δαντική μηχανική του βιβλίου. Πώς δηλαδή μαθαίνει κανείς να βαδίζει κατακόρυφα. Προς τα κάτω και προς τα πάνω.
Κωμωδία καλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί μαζί της με την ευχή να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της. Γιατί αν σε κάτι πιστεύει το εν λόγω βιβλίο είναι στη δύναμη του καθρέφτη.
Οι Στίγκας και Ευαντινός, με συν-θέσεις και αντιθέσεις, με θωπείες και ραπίσματα, με καλοτροχισμένη ειρωνεία, με ψυχραιμία και χιούμορ, κυρίως, με μια βαθιά έγνοια για την ανθρώπινη μοίρα, αναλαμβάνουν να μας οδηγήσουν ώς τον Παράδεισο. Ίσως και λίγο μακρύτερα.
Προσφορά!

Νίκος Καββαδίας

15.92

Νέα σημαντικά στοιχεία για τον Νίκο Καββαδία έρχονται στην επιφάνεια σαραντατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ύστερα από πολύχρονη έρευνα του δημοσιογράφου και μελετητή Μιχάλη Γελασάκη, παρουσιάζεται ένας τόμος με ανέκδοτο και αθησαύριστο έργο, άγνωστες συνεντεύξεις του ποιητή, τον ναυτικό του φάκελο, τα καράβια που ταξίδεψε, ανέκδοτη αλληλογραφία, σπάνιες μαρτυρίες, χειρόγραφα και αρχειακά έγγραφα, αδημοσίευτες φωτογραφίες, τη σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη και άλλα ευρήματα με επεξηγηματικά κείμενα.

Η έκδοση αυτή επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση και τη μελέτη γύρω από τον «Ιδανικό κι ανάξιο εραστή, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», ο οποίος παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους και πιο διαβασμένους Έλληνες ποιητές.

Ο μυστηριώδης ανθρωπογεωγραφικός κόσμος του Κόλια, όπως τον έλεγαν οι φίλοι, γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικός, με σταθερό φόντο τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς «στην πλάτη της θαλάσσης», όπου μόνη συντροφιά ήταν ο ήχος των μορσικών σημάτων.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Η κόλαση της Τρεμπλίνκα

Βασίλι Γκρόσμαν

13.00

Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.

Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.

Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.

Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.

Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.

 

Ξένη λογοτεχνία

Η λεοπάρδαλη του χιονιού

Σιλβέν Τεσόν

13.05

“- Τεσσόν! Υπάρχει ένα άγριο θηρίο στό Θιβέτ. Το κυνηγάω εδώ και έξι χρόνια, είπε ο Μυνιέ. Ζει στα υψίπεδα. Χρειάζονται πολύωρα πλησιάσματα μέχρι να το αντικρίσεις. Θα επιστρέψω φέτος το χειμώνα, έλα μαζί μου.
– Τι ζώο είναι;
– Η λεοπάρδαλη του χιονιού, είπε. Μια σκιά μαγική!
– Νόμιζα πως είχε εξαφανιστεί, είπα.
– Έτσι θέλει να πιστεύουμε.”

Είχα συναντήσει τον Βανσέν Μυνιέ ένα Πάσχα, μετά την προβολή της ταινίας του για το λύκο της Αβησσυνίας. Μου είχε μιλήσει για το πόσο άπιαστα είναι τα θηρία και για αυτή την υπέρτατη αρετή: την υπομονή. Μου είχε αφηγηθεί τη ζωή του ως φωτογράφου άγριων θηρίων και είχε απαριθμήσει τις τεχνικές για το καρτέρι. Επρόκειτο για μια τέχνη εύθραυστη και διακριτική η οποία συνίστατο στο να καμουφλάρεται κανείς μέσα στη φύση προκειμένου να παραφυλάξει ένα ζώο, του οποίου την έλευση τίποτε δεν εγγυάται. Οι πιθανότητες επιστροφής με άδεια χέρια είναι μεγάλες. Τούτη η αποδοχή της αβεβαιότητας μου φαινόταν πολύ αριστοκρατική – κι ως τέτοια αμιγώς αντιμοντέρνα.

Η λεοπάρδαλη του χιονιού κάνει έρωτα σε πάλλευκα τοπία. Το μήνα Φεβρουάριο μπαίνει σε οίστρο. Ζει μέσα στα κρύσταλλα, ντυμένη με γούνες. Τα αρσενικά παλεύουν, τα θηλυκά προσφέρονται, τα ζευγάρια καλούν το ένα το άλλο. Ο Μυνιέ τα είχε όλα προβλέψει: Αν θέλαμε να έχουμε κάποια πιθανότητα να την αντικρίσουμε, έπρεπε να την αναζητήσουμε μέσα στο καταχείμωνο, στα τέσσερις ή πέντε χιλιάδες μέτρα υψόμετρο. Θα προσπαθούσα να αντισταθμίσω τις αντιξοότητες του χειμώνα με τη χαρά της θέασής της.

“Λεοπάρδαλη”, το όνομα ηχούσε σαν κόσμημα. Τίποτε δεν εγγυόταν κάποια συνάντηση μαζί της. Το καρτέρι είναι ένα στοίχημα: Πηγαίνοντας να συναντήσεις τα άγρια ζώα, κινδυνεύεις ν’ αποτύχεις. Ορισμένοι δεν παρεξηγούνται και βρίσκουν χαρά στην αναμονή. Αυτό απαιτεί φιλοσοφικό πνεύμα με ροπή προς την ελπίδα. Δυστυχώς δεν ήμουν τέτοιου είδους άνθρωπος. Εγώ ήθελα να δω το θηρίο, παρότι, από τακτ, δεν ομολογούσα την αδημονία μου στον Μυνιέ.

Προσφορά!

Ξένη λογοτεχνία

Οι εκατό μέρες

Γιόζεφ Ροτ

14.33

Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.

Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.

Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.

Γιάννης Ρίτσος

20.85

Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).

Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά…

Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.

Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά. Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».

Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του…

 

Σταυρούλα Παπασπύρου

Προσφορά!

Κοινωνιολογία

Ευγονία και άλλα τινά

Θάνος Μούρραης - Βελλούδιος

9.60

Η εξαιρετική μελέτη του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου πραγματεύεται έθιμα φαλλικά, στα οποία η μεταμόρφωση και η μεταμφίεση παίζουν σημαντικό τελετουργικό ρόλο, κατάλοιπα λατρείας του Διονύσου και της Δήμητρας που επιβίωναν έως τη δεκαετία του ’50 και μερικά επιβιώνουν έως τις μέρες μας, αναμειγνυόμενα με σύγχρονα λατρευτικά έθιμα της Ορθοδοξίας. Ο Θάνος Βελλούδιος ταξίδεψε στα μέρη των εθίμων της ευγονίας που περιγράφει με τους φίλους του που φωτογράφιζαν ‒τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Σουηδό Φιν Στολ και τον Χ. Γουίνσλο‒ μοναδικά τοπικά φαλλικά έθιμα από κάθε περιοχή της Ελλάδας, π.χ. τον Λυδινό, τα Αναστενάρια και τον Καλόγερο, τον Χαροκόπο, τη Γονούσα, το Μπουρρανί, τη Βάβω ή τον Μακαρώνα.