Βλέπετε 49–60 από 68 αποτελέσματα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ταξίδι στην Εσπέρια

Νίκανδρος Νούκιος

19.35

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ένας ταπεινός Έλληνας αντιγραφέας χειρογράφων, ο Νίκανδρος ο Κερκυραίος, ξεκινά για ένα παράξενο, ανάστροφο ταξίδι. Ενώ οι σύγχρονοί του πηγαίνουν προς την Ανατολή η σαλπάρουν για τον Νέο Κόσμο, αυτός πορεύεται προς την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Φλάνδρα, την Αγγλία και τη Γαλλία.
Ουμανιστής με κλασική παιδεία, μας παραδίδει την Ευρώπη της Αναγέννησης μέσα από τα λόγια του Στράβωνα και του Ιουλίου Καίσαρα, και σ’ αυτή την Ευρώπη δεν βρίσκουμε ίχνος απ’ ό,τι εμείς θεωρούμε οικείο. Ποτάμια, πόλεις και λαοί με αρχαϊκά ονόματα ανήκουν σε χώρες εξωτικά μεταμορφωμένες, εκεί που η Μεταρρύθμιση είναι στα σπάργανα, εκεί που παρασκευάζεται η κερβεσία, αλλιώς μπίρα, και εκεί που τις γυναίκες τις φιλούν δημόσια στο στόμα.

Η σχέση των τραγικοκωμικών γαμήλιων περιπετειών του Ερρίκου Η’ βασιλιά της Αγγλίας, η συνάντηση με τον Φραγκίσκο Α’  τής Γαλλίας, ο διάσημος Έρασμος και ο Λούθηρος δεν καταφέρνουν ωστόσο να κρύψουν τον καημό του εξόριστου. Στο θέαμα μιας Ευρώπης που σπαράζεται από βίαιους και ασταμάτητους πολέμους, στο νου του Νίκανδρου έρχεται η Μεσόγειος, όπου ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και ο πειρατής βασιλιάς Μπαρμπαρόσα, οδηγημένοι από τις έριδες ανάμεσα στους πρίγκιπες της Δύσης, πολιορκούν και λεηλατούν την πατρίδα του την Κέρκυρα.
Το Ταξίδι γίνεται έτσι το αφήγημα μιας μελαγχολικής εξερεύνησης σε γη μακρινή, όπου η ικανότητα να μιλάς για τον άλλο γίνεται ζωτική ανάγκη για τη δική σου ύπαρξη, «ραγίζοντας το φίλτρο συνηθειών και προκαθορισμένων κρίσεων, ξεθαμπώνοντας τις διόπτρες», όπως γράφει ο Υβ Ερσάν, διευθυντής σπουδών στο EHESS, στο Επίμετρό του «Τα γυαλιά του Νίκανδρου».

Το Ταξίδι στην Εσπερία πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στους αιώνες από τη συγγραφή του, μεταφράζεται όμως στην Ελλάδα για πρώτη φορά ολόκληρο, με την επιμέλεια του Πάολο Οντορίκο, πρώην διευθυντή σπουδών στο EHESS. Ο ιστορικός σχολιασμός και οι σημειώσεις έγιναν από τον Ζοέλ Σναππ, ερευνητή του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών της Φλωρεντίας.

Ξένη λογοτεχνία

Γράμμα στον δικαστή μου

Ζωρζ Σιμενόν

14.00
Ένας επαρχιακός γιατρός, που ζει μια συμβατική οικογενειακή ζωή, προβαίνει, μετά την καταδίκη του, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση στον δικαστή του, χωρίς την αναζήτηση κανενός οίκτου. Γράφει για ό,τι τον οδήγησε στον φόνο, για ένα εκτός ορίων και ελέγχου πάθος ερωτικό. Ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα  του Σιμενόν, με τη συγκλονιστική ανατομία ενός φόνου.

Βασίλης Βασιλικός

13.05

Εκείνη την εποχή που γύριζα άσκοπα στην Ευρώπη έκπτωτος – το γιατί δεν είναι της ώρας – δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μου τη Ζωή που ζούσε χρόνια εγκαταστημένη στο Παρίσι. Μου ζητούσε να τη βοηθήσω στην επίλυση ενός πολύ λεπτού, όπως μου είπε, γι’ αυτήν προβλήματος. Επρόκειτο, δεν άργησα να το καταλάβω μόλις την επισκέφτηκα στο διαμέρισμά της στο Πασσύ, για το βιβλίο που ήθελε να γράψει με τα απομνημονεύματά της για τη Μεγάλη Φίλη της, τη Μεγάλη Ντίβα, την Divina, όπως την αποκαλούσαν, που είχε πεθάνει σ’ αυτό το ίδιο μελαγχολικό μα ολοζώντανο Παρίσι εννέα χρόνια πριν.

Ο Βασίλης Βασιλικός, μετά από μεγάλο αριθμό βιβλίων, επιστρέφει στο χρονικό, το είδος που τον έκανε διεθνώς γνωστό και που καλλιέργησαν συγγραφείς σαν τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τρούμαν Καπότε. Μόνο που αυτή τη φορά το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ. Η νουβέλα Ντίβα είναι, λοιπόν, η ιστορία μιας ακύρωσης. Αλλά, καμιά φορά, όσα δεν ειπώθηκαν τον καιρό που έπρεπε συμβαίνει να λέγονται με πιο αποκαλυπτικό τρόπο λίγο αργότερα.

Γιόζεφ Ροτ

16.11

“Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων”.
“Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν”.

Τις δεκαετίες 1920 ΚΑΙ 1930 ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ Michael Hofmann- τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.

Από τα τυραννικά γυμνάσια του αλβανικού στρατού, τα ετοιμόρροπα “πηγάδια” της νέας πρωτεύουσας του πετρελαίου στη Γαλικία και τα διαλυμένα παζάρια, τα σπίτια τα κομμένα στα δυο για να γίνουν τα Τίρανα μια μοντέρνα πρωτεύουσα, μέχρι τους ξεχωριστούς, ιδιόμορφους ανθρώπους που συναντά ο Ροτ στα ξενοδοχεία όπου μένει, αυτά τα κείμενα-βινιέτες είναι τρυφερά και μεθυστικά μαζί. Με τη θαυμάσια επιλογή και εισαγωγή του Μάικλ Χόφμαν, αποτελούν λογοτεχνικές καρτ ποστάλ από έναν κόσμο χαμένο, που κατευθυνόταν αμετάκλητα προς έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Ξένη λογοτεχνία

Ο θρύλος του Αγίου Πότη

Γιόζεφ Ροτ

9.28

«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμαζε ο Γιόζεφ Ροτ αυτό το τελευταίο του αφήγημα, που προφητεύει ποιητικά, μέσω της θαυμαστής ιστορίας του Παρισινού κλοσάρ, τον ίδιο του το θάνατο, με συγκλονιστική συνέπεια, εύθυμη άνεση και απαράμιλλη στυλιστική δεξιοτεχνία.

Ο Θρύλος του αγίου πότη δημοσιεύτηκε το 1939, τη χρονιά που πέθανε ο συγγραφέας. Σαν τον Αντρέας, τον ήρωα της ιστορίας, ο Ροτ πέθανε από τη μεγάλη κατανάλωση του αλκοόλ στο Παρίσι, αλλά το παρόν αφήγημα δεν αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση. Είναι ένα κοσμικό θαυμαστό παραμύθι, στο οποίο ο πλάνητας Αντρέας, αφού έχει ζήσει κάτω από τις γέφυρες, γίνεται αποδέκτης μιας σειράς τυχερών γεγονότων που τον οδηγούν ξαφνικά σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η νουβέλα είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένη, αυστηρή, ανατρεπτική και παιγνιώδης ταυτόχρονα, παρ’ όλο το μελαγχολικό θέμα της.

Ο συγγραφέας και πότης Γιόζεφ Ροτ, επειδή το φάσμα του επερχόμενου πολέμου τού στερούσε κάθε διάθεση να ζήσει και να επιζήσει, κατάφερε μ’ αυτό το έργο του να υψώσει εν ζωή ακόμα ένα έξοχο μνημείο αυτοειρωνείας. επιείκειας και καρτερίας.

Ξένη λογοτεχνία

Hotel Savoy

Γιόζεφ Ροτ

12.08

O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φτάσει στο τέλος του. Η απέραντη Ρωσία ελευθερώνει τους αιχμαλώτους της, που συγκεντρώνονται (κάθε μέρα και περισσότεροι) στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια απ’αυτές τις μικρές πόλεις, που τόσο καλά γνωρίζει, της οποίας το όνομα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει. Ο Γκάμπριελ Ντάν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: γοητευμένος από το πελώριο Hotel Savoy, πιάνει εκεί δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του απουσιάζει. Ο νέος άντρας γρήγορα πείθεται πως έχει ανακαλύψει μέσα στους ορόφους του ξενοδοχείου έναν καινούργιο κόσμο. Είναι μάλλον τα πολλά χρόνια του πολέμου και της αιχμαλωσίας που τον έχουν φέρει στο σημείο να βλέπει τα πάντα αλλιώτικα.

Μαζί του ανακαλύπτουμε κι εμείς τη συναρπαστική κρυφή ζωή του ξενοδοχείου, γνωρίζουμε πλάσματα παράξενα, αλλόκοτα, συγκινητικά ή τρομακτικά. Οι πελάτες του είναι άνθρωποι ταραγμένοι, ανήμποροι να βρουν την ηρεμία που λαχταρούν κι έχουν ανάγκη, ονειρεύονται μόνο την ανακούφιση από τις αφόρητες εντάσεις της ζωής τους. Και μαζί με τους ντόπιους περιμένουν κάποιον πλούσιο από την Αμερική, γεννημένο σ’αυτήν την πόλη. Οι φήμες λένε πως δεν θ’ αργήσει να έρθει και να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Η κατάσταση εκτονώνεται με τη βία και το χάος.

Το Hotel Savoy, όπου η πολυτέλεια και η χλιδή των πρώτων ορόφων έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μιζέρια των τελευταίων, είναι ένα ολοφάνερο σύμβολο: «Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Πριν πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους…»

Έτσι ξεκινά ο Ροτ το μυθιστόρημά του για την απώλεια της πίστης και τα βάσανα του ανθρώπου. Ο σύγχρονος Ιώβ δοκιμάζεται στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας και ύστερα στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Μέντελ Σίνγκερ χάνει την οικογένειά του, αρρωσταίνει βαριά και πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χρειάζεται ένα θαύμα…

Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τί είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.

Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!

Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!

Ξένη λογοτεχνία

Η κρύπτη των Καπουτσίνων

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Η κρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει  έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

Γιόζεφ Ροτ

20.90

Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ θεωρείται το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γερμανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Παρακολουθεί τις τύχες τριών γενεών της οικογένειας Τρόττα, που εργάζονται στην υπηρεσία του στέμματος: ο πρώτος Τρόττα είναι ένας απλός Σλοβένος στρατιώτης που ανέρχεται κοινωνικά στην κατώτερη αριστοκρατία, χάρη σε μια ηρωική πράξη στο ομιχλώδες πεδίο της μάχης του Σολφερίνο, όπου σώζει τη ζωή του αυτοκράτορα της Αυστρίας· ο δεύτερος είναι ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος· ο τρίτος είναι αξιωματικός του στρατού, που βλέπει τη ζωή του να περιπίπτει στην αφάνεια, μαζί με την αίγλη  των Αψβούργων, και τελικά πεθαίνει στον πόλεμο, χωρίς να αφήσει πίσω στους απογόνους.

Η πορεία των Τρόττα αντανακλά την πορεία της ιδίας της αυτοκρατορίας. Το ιδανικό της ανιδιοτελούς προσφοράς, που είναι κυρίαρχο στον μεσαίο από τους Τρόττα, κλονίζεται στον γιο του, όχι επειδή η αυτοκρατορία έχει αντικειμενικά πάρει στραβό δρόμο, αλλά επειδή υπάρχει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που καθιστά αναπότρεπτη την εγκατάλειψη του παλιού ιδεαλισμού (και αυτή ακριβώς η αλλαγή στην ατμόσφαιρα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την ανατομή της παλιάς Αυστρίας στο βιβλίο του Robert Musil Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες). Μέσα σε τρεις γενιές, η αυτοκρατορική εύνοια θα μεταμορφωθεί σε μια ανίατη κατάρα… Ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ για την παρακμή της αυστροουγγρικής μοναρχίας.

Όλιβερ Σακς

15.75

Ακόμη και μετά τον θάνατο του, το 2015, ο επιστήμων και αφηγητής Όλιβερ Σακς συνεχίζει να εμπλουτίζει τον κόσμο της επιστήμης και της λογοτεχνίας με γοητευτικές και διεισδυτικές μελέτες του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Σακς ξαναβρίσκει το ρυθμό και την απλότητα που χαρακτηρίζει το πολυδιαβασμένο Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ’ ένα καπέλο. Συγκλονιστικό σύγγραμμα νευροψυχολογίας και νευρολογίας της συμπεριφοράς, γραμμένο με τη σοφία και την απλότητα του ύστερου ύφους των μεγάλων δημιουργών, με ελάχιστες υποσημειώσεις, «ένα βιβλίο υπαρξιακό και προσωπικό, μια γεμάτη ενσυναίσθηση διείσδυση στην εμπειρία και στον κόσμο του κάθε αρρώστου». Πραγματική κλινική λογοτεχνία ή «ρομαντική επιστήμη», όπως την ονόμαζε ο Λούρια, που την εισήγαγε προτού την κάνει τόσο δημοφιλή ο Σακς.

Ο συγγραφέας δεν διστάζει σε κάποια κείμενά του να γίνει αυτοβιογραφικός και λυρικός με τον θαυμαστό τρόπο που περιέγραψε τους λονδρέζικους κήπους Κιου Γκάρντενς στο Νησί των τυφλών στα χρώματα. Είναι συνεχείς οι αναφορές του στη λογοτεχνία –με τον Μπέκετ, τον Προύστ, τον Ντοστογιέφσκι– και στη φιλοσοφία και τη διανόηση – με τον Βίττγκενσταϊν, τον Καντ, τον Χόμπς, τον Ντεκάρτ, τον Άινσταϊν κ.α.

To Κάθε πράγμα στη θέση του είναι ένας πολύ πιο προσωπικός στοχασμός για τα ατελείωτα πράγματα που ενθουσίαζαν τον συγγραφέα σ’ όλη τη ζωή του : από τις φτέρες, την κολύμβηση και τις σουπιές έως τις ιστορίες περιπτώσεων που διερευνούν τη σχιζοφρένεια, την άνοια και τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Πανηγυρισμός της εμπειρίας του ανθρώπου και ταυτόχρονα φαντασμαγορική ματιά σ’ ένα μυαλό μόνιμα γοητευμένο από τον κόσμο γύρω του, το Κάθε πράγμα στη θέση του συναρπάζει τους αναγνώστες με τη χαρακτηριστική ενσυναίσθηση, την πολυμάθεια και την πάντοτε λαμπρή γραφή του Όλιβερ Σακς.

19.90

Ιδού το κλασικό βιβλίο του Μπράντμπερι που έχει γράψει ιστορία, έχει εμπνεύσει ταινίες και συγγραφείς και θεωρείται σημείο-αναφοράς για την εξέλιξη του science fiction (αν και ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να κατηγοριοποιηθεί ως συγγραφέας συγκεκριμένου είδους). Πρόκειται για τις ιστορίες που απαρτίζουν τον Εικονογραφημένο Άνθρωπο, χαραγμένες σε ένα κατάστικτο σώμα, ορισμένες να μείνουν για πάντα ανεξίτηλα δεμένες με την ανθρώπινη φύση που δεν κατάφερε ποτέ να τις αποχωριστεί. Θα συνοδεύουν, άλλωστε, για πάντα τον «εικονογραφημένο άνθρωπο», που είναι καταδικασμένος να τις βλέπει να ξαναζωντανεύουν στα μάτια του, όπου και αν κοιτάζει.

Έτσι, το κατάστικτο σώμα γίνεται ένας ονειρικός, αλλά συνάμα εφιαλτικός τόπος, ένα αέναο χαοτικό μπορχεσιανό σύμπαν ‒δεν είναι τυχαίο το ότι ο Μπόρχες αγαπούσε πολύ τον Μπράντμπερι‒ απ’ όπου ξετυλίγονται αφηγήσεις σπαρακτικές και τρομακτικές για διαστημικά ταξίδια, αστροναύτες, το τέλος του κόσμου και παράξενες οικογένειες.

Το βιβλίο θεωρείται πλέον κλασικό και έχει εμπνεύσει θρυλικά άλμπουμ όπως το «Dark side of the moon» των Pink Floyd αλλά και τραγούδια όπως το «Rocket Man» του Έλτον Τζον. Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα πάντα, σε μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα, όπως και το θρυλικό Φαρενάιτ 451 αλλά και το Πέθανε ο σκύλος, κατά τ’ άλλα, όλα καλά.

Εμίλ Ζιττυά

11.61

“Έχω μια σχεδόν νοσηρή μανία να συλλέγω ντοκουμέντα για διαφορετικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Έτσι πολλές φορές προέκυψαν παράξενα ρεπορτάζ. Από το 1939 έως το 1945, συνήθιζα να ρωτάω κάθε λογής άνθρωπο -παιδιά, γέρους, εργάτες, χωρικούς, διανοούμενους- τι όνειρα έβλεπε. Αυτή η αδιάκριτη έρευνα, που δεν ήταν ψυχαναλυτική, σκοπό είχε να ανακαλύψει τι σκέφτονταν οι άνθρωποι του πολέμου και της Αντίστασης την ώρα που κοιμόντουσαν. Οι εικόνες που συνέλεξα συγκροτούν ένα άλλου είδους πολεμικό μυθιστόρημα”. (Εμίλ Ζιττυά)

Στη διάρκεια ενός πολέμου βλέπουμε στον ύπνο μας τον πόλεμο· ο Ζιττυά λέει ο ίδιος στον πρόλογό του ότι προσπάθησε να μάθει με ποιον τρόπο ο πόλεμος τρύπωνε στον ύπνο των ανθρώπων. Παρά ταύτα, απέφυγε εσκεμμένα οποιαδήποτε ερμηνεία, είτε ψυχολογική είτε κοινωνιολογική. Σημείωνε ό,τι του αφηγούνταν όσο πιο πιστά μπορούσε, ποντάροντας στην ευγλωττία της ακατέργαστης καταγραφής – που ήταν ήδη η καταγραφή μιας καταγραφής, η αφήγηση μιας αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό: Διαθέτει υψηλή υφολογική ομοιογένεια και συνάμα μεγάλη ποικιλία επιτονισμών και συναισθηματικών αποχρώσεων. […] Ερμηνεία δεν υπάρχει, αλλά κάθε όνειρο συνοδεύεται από μια σύντομη παρουσίαση του ονειρευόμενου, και οι λακωνικές “εικονογραφήσεις” δεν είναι ό,τι πια ευτελές έχει να προσφέρει αυτό το βιβλίο.
Πότε ακριβώς το έγραψε; Στην ορμή των γεγονότων, στη διάρκεια της Κατοχής; Ή αργότερα, βασιζόμενος στις σημειώσεις του; Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι κυκλοφόρησε το 1963, έναν χρόνο πριν από το θάνατό του.
Πριν δρασκελίσετε το κατώφλι αυτού του μοναδικού και ιδιότυπου βιβλίου, ορίστε, για το δρόμο, μια δεύτερη μαρτυρία ενός συγχρόνου του Εμίλ Ζιττυά: “Περπατούσε με βήμα σχολιαρόπαιδου και είχε το βλέμμα πειρατή. Τον κοίταζα από το πλάι, αυτό τον φανφάρα, αυτό το μονοκόμματο μπουλντόγκ, αυτή τη σγουρομάλλα καμήλα της ερήμου, αυτό τον πολύχρωμο παπαγάλο με το σακίδιο. Φορούσε στολή ναύτη. Η αναπνοή του μύριζε θάλασσα. Έγραφε πάνω σε βρόμικες σελίδες. Δεν ήταν άνθρωπος, αλλά δάσος χιλίων δέντρων”. (Εμμανουέλ Καρρέρ)