Βλέπετε 25–36 από 68 αποτελέσματα

Ανδρέας Αποστολίδης

26.75

Τι συμβαίνει στο εμπόριο αρχαιοτήτων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο;

Πως σχηματίζονται οι μεγάλες σύγχρονες ιδιωτικές συλλογές και που βρίσκουν τα μεγάλα μουσεία της Δύσης καινούργια ευρήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης;

Το διεθνές εμπόριο διαθέτει ένα πολύπλοκο αλλά ορατό σύστημα λειτουργίας για το «ξέπλυμα» και τη νομιμοποίηση των λαθρανασκαφών στις χώρες που είναι πλούσιες σε αρχαιότητες.

Ο αρχαιολόγος Νηλ Μπρόντι, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Παράνομων Αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου του Καίημπριτζ υποστηρίζει: «Ανακαλύπτεις διαρκώς να επαναλαμβάνονται τα ίδια ονόματα σε διάφορους συνδυασμούς. Είναι λοιπόν σωστό να αντιμετωπίζει κανείς το χώρο αυτό ως κύκλωμα».

Το “Κύκλωμα” ήταν και το θέμα του ντοκτυμαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη, που προβλήθηκε δύο φορές από την ελληνική κρατική τηλεόραση το 2006 και συζητήθηκε διεθνώς.

Ο Ανδρέας Αποστολίδης, με τη διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη ντοκυμαντέρ έρευνας και του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, γράφει μια μελέτη για το εμπόριο αρχαιοτήτων, συνδυάζει αποκαλυπτικές προσωπικές αφηγήσεις και ιστορίες, άγνωστα ντοκουμέντα και αρχεία και αναλύει συγκεκριμένες συγκλονιστικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας σε ένα θέμα που για πρώτη φορά στην Ελλάδα τοποθετείται στο διεθνές του πλαίσιο με βάση τις σύγχρονες νομικές και ηθικές αντιλήψεις για τη σημασία και την αξία της επιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος

16.90

Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη συλλογή διηγημάτων Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, καθώς σε αυτήν εντοπίζεται η ρηξικέλευθη συνεισφορά του Χάκκα στην ανανέωση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η προτεινόμενη ανάλυση αναδεικνύει την πρωτοτυπία της γραφής του Χάκκα, η οποία συνδυάζει τον ρεαλισμό με την κριτική της γλώσσας, και εξετάζει τις νεωτερικές καταβολές της σε κινήματα όπως ο ντανταϊσμός, ο υπερρεαλισμός και οι πρόδρομοί τους, καθώς και σε τάσεις που διαμορφώθηκαν στην παγκόσμια τέχνη και λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του 1960.

Η γραφή του Χάκκα επιχειρεί τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση της απογοήτευσης και της μελαγχολίας, κινητοποιούμενη από τη γνώση της ασθένειας και της διαφαινόμενης εγγύτητας του θανάτου και ενστερνιζόμενη μια συστηματική επιθετικότητα προς κάθε μορφή κοινωνικού ελέγχου και οργάνωσης, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Οι κατηγοριοποιήσεις του Εμφυλίου πολέμου αντιμετωπίζονται αιρετικά και διαβάζονται όπως μια καρκινική επιγραφή: και από τα δεξιά προς τα αριστερά και από τα αριστερά προς τα δεξιά. Έτσι ο αριστερός και ο δεξιός στο ίδιο λεωφορείο μετά από είκοσι χρόνια ξαναγράφουν το παρελθόν τους συμφωνώντας ότι “όσοι μπλεχτήκαμε τότε… βράζουμε στο ίδιο καζάνι”.

Οι “ιστορίες” αναδεικνύουν το σεξουαλικό στοιχείο ως κυρίαρχο στη ζωή και αποδέχονται το σωματικό στοιχείο με τον πιο απόλυτο τρόπο, από το άγγιγμα μέχρι τα περιττώματα. Έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα, επειδή αφηγητής και χαρακτήρας είναι “εκτός” συστήματος, και μελαγχολικό τόνο, επειδή συνειδητοποιούν ότι πρόκειται για μια χρονικά περιορισμένη ανατροπή – για όσο χρόνο κρατά η ανάγνωση.

Ελληνική λογοτεχνία

Κάμπος

Στρατής Βογιατζής

23.00

“Τα ζώα εισχώρησαν στη φαντασία μας καταρχήν ως αγγελιαφόροι και ως υποσχέσεις”, γράφει ο John Berger στο Γιατί να κοιτάμε τα ζώα;. Στο αξιοσημείωτο βιβλίο του Κάμπος ο Στρατής Βογιατζής επιστρέφει στη φαντασία μας ένα εξαιρετικό εύρος από ζώα. Είτε όμως βλέπουμε ένα παγόνι να ανοίγει σαν βεντάλια τα φτερά του είτε μια κατσίκα να κοιτάζεται στον καθρέφτη, οι υποσχέσεις που μας δίνουν αυτά τα ζώα είναι ανεξιχνίαστες. Όπως και για τις μοναχικές μορφές που περιπλανιούνται στα μαγικά τοπία του Βογιατζή, ένα μόνο μήνυμα μπορούμε να λάβουμε: Είμαστε χαμένοι στον παράδεισο.

Ζακ Μποννέ

15.65

Μικρή ερωτική εξομολόγηση στο βιβλίο και στη λογοτεχνία.

ΖΕΙΤΕ ΜΕ ΤΟ ΦΟΒΟ μήπως πέσει η βιβλιοθήκη σας και σας πλακώσει ενόσω κοιμόσαστε; Ή υπερβολική συσσώρευση βιβλίων θέτει άραγε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της οικογένειάς σας; Ταξινομείτε τα βιβλία σύμφωνα με το θέμα τους, τη γλώσσα, τον συγγραφέα, την χρονολογία έκδοσης, το σχήμα τους ή μήπως με ένα εντελώς διαφορετικό κριτήριο που μόνο εσείς το γνωρίζετε; Μπορεί κανείς να τοποθετήσει πλάι πλάι σ΄ ένα ράφι δύο συγγραφείς που ήσαν θανάσιμα τσακωμένοι μεταξύ τους όσο ζούσαν; Αυτά και άλλα πολλά προβλήματα καλούνται να επιλύσουν οι βιβλιομανείς, τελευταία δείγματα ενός είδους που τείνει να εκλείψει. Αυτοί που, εκτός από το πάθος να έχουν στην κατοχή τους βιβλία, θέλουν επιπλέον και να τα διαβάζουν.

Οι βιβλιοθήκες είναι ζωντανές υπάρξεις που αντικατοπτρίζουν τη περιπλοκότητα του εσωτερικού μας κόσμου. Καταλήγουν συχνά να δημιουργούν ένα λαβύρινθο από τον οποίο, προς μεγάλη πλήν όμως επικίνδυνη απόλαυσή μας, μπορεί κάλλιστα να μη βγούμε ποτέ.
Σ’ αυτή τη μικρή πραγματεία με θέμα την τέχνη να συμβιώνει κανείς μ’ έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό βιβλίων, εμφανίζονται, μεταξύ άλλων, ο Πεσσόα που επιχειρεί να γίνει βιβλιοθηκάριος, ο Ματίς που θέτει υποψηφιότητα για «επόπτης του δικαίου των φτωχών», ή ακόμη ο πλοίαρχος Άχαμπ και το μυστήριο του ποδιού που του έφαγε ο Μόμπυ Ντίκ. Στην πραγματικότητα, οι δεκάδες χιλιάδες σελίδες που καταλαμβάνουν τα ράφια μας κατοικούνται από ολοζώντανα φαντάσματα, τα οποία, έτσι και τα συναντήσουμε στο δρόμο μας, δεν μας αφήνουν πια ποτέ.

Μπερνάρ-Μαρί Κολτές

10.50

Επανακυκλοφορεί από την «Άγρα» μετά από καιρό το σπουδαίο, κλασικό πλέον, θεατρικό έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές. 

«Για μένα, το τεράστιο που υπάρχει στα κείμενα του Κολτές είναι αυτό το μίγμα Ρεμπώ και Φώκνερ. Τα θεατρικά πρόσωπα χτίζονται και αναπτύσσονται με αφετηρία αποκλειστικά και μόνο τη γλώσσα. Συγχρόνως βρίσκουμε σ’ αυτά τα κείμενα μια μολιερική δομή, μια δομή άριας. […] Ο Κολτές ήταν ο μόνος στη νέα δραματουργία που κίνησε το ενδιαφέρον μου». – HEINER MÜLLER

O ΝΤΗΛΕΡ : Αν βαδίζετε έξω, αυτήν την ώρα και σ’ αυτό το μέρος, είναι επειδή ποθείτε κάποιο πράγμα που δεν έχετε, κι αυτό το πράγμα, εγώ, μπορώ να σας το προμηθεύσω· διότι αν είμαι σ’ αυτή τη θέση πολύ περισσότερο χρόνο πριν από σας και για πολύ περισσότερο χρόνο από σας, κι αν ακόμη αυτήν την ώρα που είναι η ώρα των άγριων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα δεν με διώχνει από δω, είναι επειδή έχω αυτό που χρειάζεται για να ικανοποιώ τον πόθο που περνά μπροστά μου, κι αυτό είναι σαν ένα βάρος που πρέπει να το ξεφορτώσω πάνω σ’ οποιονδήποτε, άνθρωπο ή ζώο, που περνά από μπροστά μου. Γι’ αυτόν τον λόγο σας πλησιάζω, παρά την ώρα που είναι η ώρα όπου κανονικά ο άνθρωπος και το ζώο ρίχνονται άγρια ο ένας πάνω στον άλλο, πλησιάζω, εγώ, εσάς, με την ταπεινότητα εκείνου που προτείνει απέναντι σ’ εκείνον που αγοράζει, με την ταπεινότητα εκείνη που κατέχει απέναντι σ’ εκείνον που ποθεί. […]

Λοιπόν μη μου αρνείσθε να μου πείτε, παρακαλώ, τον λόγο, να μου τον πείτε· και αν το ζήτημα είναι να μην πληγώσετε καθόλου την αξιοπρέπειά σας, ε λοιπόν, πείτε τον όπως τον λέμε σ’ ένα δέντρο, ή μπροστά στον τοίχο μιας φυλακής, ή μέσα στη μοναξιά ενός κάμπου με βαμβάκι όπου κάνουμε τον περίπατό μας, γυμνοί, τη νύχτα· να μου τον πείτε χωρίς καν να με κοιτάξετε. Διότι η μόνη αληθινή ωμότητα αυτής της ώρας του λυκόφωτος όπου στεκόμαστε και οι δύο δεν είναι ότι ένας άνθρωπος πληγώνει τον άλλον, ή τον ακρωτηριάζει ή τον βασανίζει, ή του ξεριζώνει τα μέλη και το κεφάλι, ή έστω τον κάνει να κλάψει· η αληθινή και τρομερή ωμότητα είναι εκείνη του ανθρώπου ή του ζώου που καθιστά ημιτελείς τον άνθρωπο ή το ζώο. […]

Πάνω στη σκηνή τού Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι είναι δύο – ο Ντήλερ και ο Πελάτης : έχουμε ένα διάλογο. Είναι όμως ένας φιλοσοφικός διάλογος στο ύφος εκείνων του 18ου αιώνα, ή μήπως πιο απλά η είσοδος δύο κλόουν ; Πιθανόν και τα δύο, συναρμοσμένα με μια τεράστια ελευθερία γραφής.

Η γλώσσα του είναι ένα όπλο, κι αυτοί εκεί οι δύο, που δεν μοιάζουν να αγαπιούνται και πολύ, παλεύουν ο ένας εναντίον του άλλου με τις λέξεις· πρέπει ο καθένας να κάνει τον άλλο να βγάλει τα έντερά του, να τον σύρει στο δικό του πεδίο, ν’ αρνηθεί το πεδίο του άλλου, να μην παραδεχθεί ποτέ ότι βρίσκεται σε θέση αιτήματος, στερήσεως, κι ότι είναι φτωχός – κυρίως φτωχός από πόθους.

Η έκδοση συνοδεύεται από εξαιρετικά πλούσιο επίμετρο, με κείμενα των P. Chéreau, M. Casarès, H. Müller, συνεντεύξεις του B.-M. Koltès, εργοβιογραφία και 28 φωτογραφίες.

Ξένη λογοτεχνία

Ιστορίες από την Κολυμά

Βαρλάμ Σαλάμοφ

51.99

Το 1936, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, δημοσιογράφος και συγγραφέας, συλλαμβάνεται για αντεπαναστατική δράση και στέλνεται να εκτίσει την ποινή του στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας – ένας από τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων.

Οι “Ιστορίες από την Κολυμά”, αυτό το αριστούργημα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, είναι μια επική σειρά από σύντομα διηγήματα στα οποία αποτυπώνονται τα συνολικά δεκαεπτά χρόνια που ο συγγραφέας πέρασε στα σοβιετικά γκουλάγκ : έξι χρόνια ως σκλάβος στα χρυσωρυχεία της Κολυμά και στη συνέχεια, σε μια λιγότερο ανυπόφορη συνθήκη, ως αμειβόμενο νοσηλευτικό προσωπικό στις φυλακές-στρατόπεδα.

Την αφήγησή του για τη ζωή στην Κολυμά άρχισε να τη γράφει μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953. Είναι, αφενός, η βιογραφική κατάθεση ενός από τους λίγους επιζήσαντες των στρατοπέδων και, αφετέρου, μια ιστορική καταγραφή των ίδιων των γκουλάγκ· αλλά πρωτίστως είναι ένα λογοτεχνικό έργο ασύγκριτης δύναμης, διορατικότητας και πίστης.

Μέσα από τη γραφή του ο Σαλάμοφ θέτει στόχο να απαντήσει στα θεμελιώδη ηθικά ερωτήματα που τον βασάνιζαν στα χρόνια των στρατοπέδων, εκεί όπου μεταξύ άλλων γνώρισε από πρώτο χέρι και τον κόσμο του εγκλήματος όπως πραγματικά είναι, πολύ πιο κακός απ’ ό,τι στο Υπόγειο του Ντοστογέφσκι : «Πώς κάποιος παύει να είναι άνθρωπος; » «Πώς γίνονται οι εγκληματίες ; »

Το 1972, όταν έγραφε τις τελευταίες ιστορίες του, τα στρατόπεδα κατεδαφίζονταν, οι πύργοι φρούρησης και οι στρατώνες ισοπεδώνονταν. « Υπήρχαμε ; », ρωτάει ο Σαλάμοφ, και μετά, χωρίς δισταγμό: « Απαντώ: Υπήρξαμε ».

Γιόζεφ Ροτ

13.41
Είναι τόσο σπάνιο να βρίσκει κανείς ανέκδοτα έργα μεγάλων συγγραφέων που έχουν πεθάνει, όπως και κείμενα μεγάλων συγγραφέων που δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί. Τα δύο αυτά στοιχεία συνδυάζονται στον παρόντα τόμο με το ημιτελές μυθιστόρημα Περλέφτερ του Γιόζεφ Ροτ, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1978, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, σε μια κούτα που γλίτωσε από την κατάσχεση των γραπτών του από τους Ναζί στον εκδοτικό οίκο Κίπενχώυερ στη Λειψία, όπου ο Ροτ τα είχε εναποθέσει για φύλαξη όταν έφυγε εσπευσμένα στο Παρίσι τη μέρα που ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία το 1933. Η σημασία αυτού του ημιτελούς έργου, που εμπλουτίζει το corpus ενός από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα, είναι προφανής.

 

Το Περλέφτερ, η ιστορία ενός αστού είναι το εκθαμβωτικό πορτραίτο ενός κομφορμιστή. Άνθρωπος χλιαρός, υποκριτής, τυχοδιώκτης, μικροπρεπής, ανίκανος να αγαπήσει ή να μισήσει, εγωιστής, τσιγκούνης και γεμάτος φόβους, αυτός ο Βιεννέζος επιχειρηματίας είναι έτοιμος να κάνει οποιονδήποτε συμβιβασμό αρκεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Ξέρει πώς να προσαρμόζεται σε όλα τα καθεστώτα, είτε πρόκειται για μοναρχία είτε για δημοκρατία, αλλά φοβάται την επανάσταση και κάθε μορφή αναρχίας που μπορεί να υπονομεύσει την επιτυχία του. Ο Περλέφτερ είναι το πρότυπο εκείνων των καιροσκόπων που, όταν ήρθε η ώρα, υποστήριξαν τον Χίτλερ και το καθεστώς του χωρίς ενδοιασμούς.

 

Ανολοκλήρωτο πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, το Περλέφτερη ιστορία ενός αστού είναι μια συναρπαστική μελέτη χαρακτήρων. Βρίσκουμε και εδώ ένα από τα γνωρίσματα του Γιόζεφ Ροτ : τη νοσταλγία ενός χαμένου κόσμου, με τη συνεχή ένταση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Και μολονότι ο συγγραφέας του Εμβατηρίου του Ραντέτσκυ αρνείται να εκθειάσει την πρόοδο και τη νεωτερικότητα, δεν εξιδανικεύει ετούτο το σύμπαν που εξαφανίζεται και με μεγάλη κριτική διαύγεια εντοπίζει μέσα του τα σπέρματα της βίας και της κτηνωδίας που προαναγγέλλουν το χειρότερο.

Ελληνική λογοτεχνία

Το χάδι

Αλέξανδρος Στεφανίδης

8.50

“Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ένιωσε τη ζεστασιά της στο σώμα του. Ήταν έξι χρονών και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της.”

Το χάδι, ως διαρκής έλλειψη και αναζήτηση, διατρέχει το βιβλίο, το οποίο συντίθεται από δώδεκα διηγήματα, σπαράγματα ζωής της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του αφηγητή, σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας.
Ο αφηγητής, ώριμος και νηφάλιος πια, αποτολμά το συγκερασμό του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, αναπτύσσοντας μια ιδιότυπη αποστασιοποιημένη μνημοτεχνική, που του επιτρέπει, μέσω της κινηματογραφικής εικονοποιίας και της ελλειπτικής καταγραφής, να ψαύσει -ως παιδί και ως ενήλικος- το αληθινό πρόσωπό του.

Ελληνική λογοτεχνία

Μπέμπης

Θωμάς Κοροβίνης

16.50

O Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως Μπέμπης (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής που, λόγω της ιδιοφυΐας, της μόρφωσης, της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του στο μπουζούκι και στην κιθάρα, της καθηλωτικής γοητείας του και της αυτοκαταστροφικής αγωνίας του, απέκτησε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, διαστάσεις θρύλου.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, έχοντας μελετήσει τα υπάρχοντα στοιχεία της εργοβιογραφίας και της καλλιτεχνικής διαδρομής του και «συνομιλώντας» για χρόνια με την προσωπικότητά του, παρουσιάζει ένα εκτενές λογοτεχνικό πορτραίτο του, μια αυτοαναφορική εξομολόγησή του, με αποδέκτη έναν φανταστικό επιστήθιο φίλο του μα και όλους μας. Μέσα από την αφήγηση αναδεικνύονται σημαίνοντα πρόσωπα της λαϊκής μας μουσικής, εμβληματικά τραγούδια, ανάλυση χαρακτήρων συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών και θαυμαστών του τραγουδιού, η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής του καλλιτέχνη, η ζωή των μουσικών μας στην Κατοχή και στη μεταπολεμική Ελλάδα, και στα αμερικανικά κέντρα διασκέδασης, με ιδιαίτερη έμφαση στο «αγγελικό και μαύρο φως» που σφραγίζει την ψυχική ιδιοσυστασία αυτού του μοναδικού και ανεπανάληπτου «αριστοκράτη μάγκα».

Ελληνική λογοτεχνία

Όλα δεν τα ᾽χω πει…

Χρήστος Δανιήλ

13.90

H «Aντίστροφη αφιέρωση» είναι το τελευταίο σημαντικό ποιητικό κείμενο που έγραψε και δημοσίευσε η Μάτση Χατζηλαζάρου λίγο πριν από το θάνατό της. Πρόκειται για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και μεστά ποιήματά της, και πιθανώς το πλέον γνωστό και αγαπημένο από το αναγνωστικό κοινό έργο της.

Το ερωτικό αυτό ποίημα δίνει την αίσθηση πως ολοκληρώνει μια πορεία, πως κλείνει έναν κύκλο, αφού ουσιαστικά επιστρέφει πολλαπλώς στην (ποιητική της) αφετηρία. Το ποίημα, χωρίς να τον κατονομάζει, απευθύνεται στον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον εραστή-σύζυγο, τον ψυχαναλυτή-ερμηνευτή, τον μύστη της στον ποιητικό χώρο και στον υπερρεαλισμό, τον αποδέκτη των πρώτων της ποιημάτων. Με άλλα λόγια, η «Αντίστροφη αφιέρωση» λειτουργεί ως συμπύκνωση, κορύφωση και επιστέγασμα ολόκληρης της ποιητικής της παραγωγής. Κυρίως όμως ακολουθεί την πεποίθησή της πως στο μόνο πράγμα που η ποίηση θα πρέπει να υπακούει είναι η «προσπάθεια να είναι κανείς όσο μπορεί πιο ειλικρινής για ό,τι τον συγκινεί και τον τρώει».

Συνδυάζοντας ερμηνευτικά σχόλια, διακειμενικές παραπομπές στο προγενέστερο έργο της Μ. Χατζηλαζάρου αλλά και στο έργο του Α. Εμπειρίκου, αρχειακό υλικό, ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία, το βιβλίο επιχειρεί μια πολυπρισματική προσέγγιση, αναλυτική και συνθετική, στην «Αντίστροφη αφιέρωση» της ποιήτριας.

Μπολάνιο Ρομπέρτο - Τζ. Α. Πόρτα

16.50

“Έλεγα, σε όποιον ήταν πρόθυμος να με ακούσει, ότι δεν περίμενα τίποτα, κι αυτός ήταν ένας τρόπος να κρύβω ότι περίμενα σχεδόν τα πάντα, κάτι που με τη σειρά του μ’ έκανε να ζω στη φρίκη και στο έγκλημα”.
Στον Άνχελ Ρος αρέσει ο κίνδυνος, ο Τζόυς και ο Τζιμ Μόρρισον. Ένα καλοκαίρι στη Βαρκελώνη, αυτός ο νέος, που θέλει να γίνει συγγραφέας, γνωρίζεται με την Άννα, μια εκκεντρική Νοτιοαμερικανή, και την ακολουθεί σαν ίσκιος της στα πιο σκοτεινά άκρα ή εκεί που τη σέρνει η τρέλα, παγιδευμένος ανάμεσα στη μουσική και την ψυχεδέλεια που τον συνεπαίρνουν και στην ηρεμία της λογικής σκέψης: ανάμεσα στον Τζιμ Μόρρισον και στον Τζέημς Τζόυς.

Στις αυτοκτονικές του περιπλανήσεις, αυτό το ζευγάρι που ζει στο χείλος του γκρεμού θα αγαπηθεί, θα χαθεί, θα παίξει με τη ζωή του και με τη ζωή των άλλων, θα τρομοκρατήσει και θα σφαγιάσει με παραλογισμό, κυνηγώντας τον πια απίθανο στόχο.

Πώς θα τα καταφέρει η Άννα να γλιτώσει από την καταβύθιση στο έγκλημα; Κι ο Άνχελ θα καταφέρει να γράψει το τζοϋσιανό του μυθιστόρημα ενώ ακούει τις τελευταίες νότες από το The End του Τζιμ Μόρρισον;
Οι Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς είναι το δραματικό ημερολόγιο ενός νεαρού ήρωα-αντιήρωα. Αντιστρέφουν και αναθεωρούν το τυπικό λογοτεχνικό πλαίσιο που αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία μιας περιπέτειας σαν αυτή της Μπόννυ και του Κλάυντ, για παράδειγμα, ή για το σπουδαίο έργο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Με κομμένη την ανάσα.

Γραμμένο με τέσσερα χέρια στις αρχές της δεκαετίας τοθ 1980, στο μυθιστόρημα αυτό ο Ρομπέρτο Μπολάνιο και ο Α. Γκ. Πόρτα ένωσαν το ταλέντο τους για να φτιάξουν μαζί μια pulp ιστορία στην οποία, με μαγικό τρόπο -τον μαγικό τρόπο της λογοτεχνίας- ο αναγνώστης δεν βρίσκει ρωγμές, δεν αντιλαμβάνεται καμία παραφωνία και που προοικονομεί αυτό στο οποίο θα βασιστεί ένα μέρος του μετέπειτα έργου τους: το παιχνίδι της πολυμάθειας, της μαυρίλας, της οργής, του χιούμορ και της μελαγχολίας.

Η έκδοση συμπληρώνεται από το Ημερολόγιο μπαρ και ένα κείμενο του Α. Γκ. Πόρτα, στο οποίο αφηγείται, πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα, την εμπειρία του να γράφεται με τέσσερα χέρια ένα βιβλίο με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Ουέντα Ακινάρι

18.50

Το γνωστότερο έργο του Ιάπωνα κλασικού συγγραφέα Ουέντα Ακινάρι είναι αυτή η συλλογή με τις Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή. Σε αυτές τις ιστορίες του φανταστικού, όπως συμβαίνει στις ιστορίες του θεάτρου Νο, βλέπουμε όλων των ειδών τα όντα του παράλληλου κόσμου των πνευμάτων να αναδύονται, να δρουν και να εξαφανίζονται πάλι. Ένα απολαυστικό μείγμα μαγείας, ποίησης και πραγματικότητας που εκφράζει τον μαγεμένο κόσμο των Ιαπώνων του άλλοτε, αλλά όχι λιγότερο και του σήμερα.

Οι εννέα ιστορίες μυστηρίου του Ουγκέτσου Μονογκατάρι, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1776, αποτελούν το καλύτερο και διασημότερο δείγμα της λογοτεχνίας του απόκρυφου στην Ιαπωνία. Συνενώνουν διακριτικά τον κόσμο της καθημερινότητας με την επικράτεια του ανοίκειου και αποτελούν απόδειξη για τη γοητεία που ασκούσαν τότε, αλλά και σήμερα, το παράξενο και το μυστηριώδες στην ιαπωνική ψυχή. Αποτέλεσαν επίσης την πηγή έμπνευσης για την εξαιρετική ομότιτλη ταινία του Κεν’τζι Μιζογκούτσι το 1953.

Ο τίτλος “Ουγκέτσου μονογκατάρι”, που μπορεί να αποδοθεί ως “Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή”, απηχεί επίσης την ιδέα ότι μυστηριώδη όντα εμφανίζονται σε συννεφιασμένες, βροχερές νύχτες και σε πρωινά που το φεγγάρι κρέμεται ακόμα στον ουρανό. Δαίμονες, στοιχειά, παράξενα όνειρα, πράγματα πέρα από τον κόσμο του λογικού γεμίζουν όλες τις ιστορίες.

Η ανατριχιαστική ομορφιά αυτού του διαχρονικού αριστουργήματος συμπληρώνεται από την γοητεία που έχει ως λογοτέχνημα, η οποία κατά μεγάλο μέρος πηγάζει από τον αριστοτεχνικό συνδυασμό του κινέζικου λόγου με το λόγο της ιαπωνικής κλασικής λογοτεχνίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε σε αριστουργήματα σαν το “Γκέν’τζι μονογκατάρι”.