Γράμμα στον δικαστή μου
€14.00
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Σελίδες: 296
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ρόμπερτ Μπόγιερ
Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του covid-19, ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για το μέλλον των καπιταλισμών. Και ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι «αυριανές μέρες» δεν θα πρέπει πλέον να θυμίζουν σε τίποτα τις «χθεσινές». Προς το παρόν, οι όποιες προβλέψεις προσκρούουν σε μια ριζική αβεβαιότητα που μας καλεί να είμαστε προσεκτικοί: θα χρειαστεί χρόνος για να ξεμπλέξουμε το κουβάρι των ευθυνών και να οικοδομήσουμε ενδεχομένως νέες εναλλακτικές.
Γι’ αυτό και πρέπει οπωσδήποτε να αντιληφθούμε τη δυναμική της κρίσης. Όπως έδειξε η περίφημη 18η Μπρυμαίρ του Λουβοδίκου Βοναπάρτη του Μαρξ (1852), οι καλύτερες «εν θερμώ» αναλύσεις γίνονται από συγγραφείς που μπορούν να διακρίνουν σε βάθος χρόνου τις τάσεις του συστήματος. Ο Ρομπέρ Μπουαγιέ, μείζων συντελεστής της οικονομικής Σχολής της Ρύθμισης –η οποία μελετά την οικονομία ως αναπόσπαστο τμήμα των κοινωνιών και της ιστορίας τους–, είναι ο πλέον κατάλληλος να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, αποδείχτηκε η αξία αυτής της σχολής σκέψης, η οποία λαμβάνει υπόψη της τόσο τις αδράνειες που συντείνουν στην αναπαραγωγή του συστήματος όσο και τις δυνάμεις που το ωθούν σε μετασχηματισμό: η έκβαση δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένη και, όσο περισσότερο διαρκούν οι κρίσεις, τόσο πιο απίθανη καθίσταται η επιστροφή στην προγενέστερη κατάσταση.
Στο ανά χείρας δοκίμιο, ο συγγραφέας μάς βοηθά να κατανοήσουμε τις διεργασίες που πυροδοτήθηκαν το 2020 και εξερευνά τις υπάρχουσες δυνατότητες. Η αποσταθεροποίηση των διεθνών σχέσεων, ο κατακερματισμός της Ευρωζώνης, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η άνοδος των λαϊκισμών είναι κάποια πιθανά σενάρια. Δεν θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί και μια μεγάλη στροφή προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο στη συμπληρωματική σχέση μεταξύ παιδείας, επαγγελματικής κατάρτισης, υγείας και πολιτισμού, που θα ανταποκρινόταν στα αιτήματα αλληλεγγύης των πολιτών και στις απαιτήσεις της οικολογικής μετάβασης.
Ξένη λογοτεχνία
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.
Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Ξένη λογοτεχνία
Χόρχε Λουις Μπόρχες΄, Μαρία Κοδάμα
Μπουένος Άιρες, Ισλανδία και Μαγιόρκα, Ελλάδα, Καλιφόρνια και Ρώµη, ο Μπόρχες δηµιουργεί την προσωπική του γεωγραφία από πεζά, στίχους, όνειρα και φωτογραφίες· χαρτογραφεί ένα ταξίδι στο οποίο ο χρόνος είναι ταυτόχρονα πεπερασµένος και άπειρος. Και αποδεικνύει, για άλλη µία φορά, ότι η τέχνη δεν είναι απλώς µια αναπαράσταση της πραγµατικότητας, αλλά ένα αναπόσπαστο κοµµάτι της.
«Κατά τη διάρκεια της ευχάριστης παραµονής µας στη Γη, η Μαρία Koδάµα κι εγώ πήραµε γεύση από πολλά µέρη, κάνοντας πολλά ταξίδια από τα οποία προέκυψαν πολλά κείµενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό… Ιδού, λοιπόν, το βιβλίο. Δεν πρόκειται για µια σειρά κείµενα που τα εικονογραφούν φωτογραφίες ή για µια σειρά φωτογραφίες που επεξηγούνται από λεζάντες. Κάθε τίτλος καλύπτει µια ενότητα που αποτελείται από εικόνες και λέξεις. Η ανακάλυψη του αγνώστου δεν είναι ειδικότητα µονάχα του Σεβάχ, του Έρικ του Ερυθρού ή του Κοπέρνικου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να µην έχει κάνει µια ανακάλυψη. Αρχίζει ανακαλύπτοντας το πικρό, το αλµυρό, το κοίλο, το λείο, το τραχύ, τα επτά χρώµατα του ουράνιου τόξου και τα είκοσι τόσα γράµµατα του αλφαβήτου· ύστερα συνεχίζει µε τα πρόσωπα, τους χάρτες, τα ζώα και τα άστρα· καταλήγει στην αµφιβολία ή την πίστη και στη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα της άγνοιάς του». Χ. Λ. Μπόρχες
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Βασίλι Γκρόσμαν
Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Ξένη λογοτεχνία
Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς
Το Πέρασμα του Μακελάρη είναι ένα μυθιστόρημα για την ομώνυμη, φανταστική πόλη της αμερικανικής Δύσης, μεταξύ 1870-1890, όπου κυνηγοί βουβαλιών σταθμεύουν για να οργανώσουν ομάδες εξόρμησης: ένας-δύο κυνηγοί, ένας-δύο γδάρτες και ένας υπεύθυνος τροφοδοσίας. Την εποχή του «πυρετού» του χρυσού συντελείται και ο «πυρετός» του κυνηγιού, με εξαφάνιση ειδών της άγριας φύσης. Κάθε ομάδα εξολόθρευε 2.000 έως 5.000 ζώα σε κάθε εξόρμηση. Την ίδια εποχή ο Θορό και ο Έμερσον, οι κορυφαίοι Αμερικανοί στοχαστές, επισήμαιναν τον κίνδυνο της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του Στόουνερ για το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού και την αλόγιστη καταστροφή της φύσης που τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Άντριους, απόφοιτος του Χάρβαρντ, που αποφασίζει να γνωρίσει τη χώρα του εκτός του πανεπιστημίου, είναι η τυπική περίπτωση ενός αντι-Στόουνερ. Πλαισιώνεται από μια νεαρή πόρνη, τη Φρανσίν, δύο κυνηγούς που θα αποτελέσουν την κυνηγητική ομάδα και έναν μεταπράτη. Το μυθιστόρημα είναι ολιγοπρόσωπο, με διεισδυτική περιγραφή των χαρακτήρων, όπως άλλωστε γνωρίζουμε από τα άλλα έργα του Γουίλιαμς τον Στόουνερ και τον Αύγουστο, και με καταπληκτικές περιγραφές του φυσικού πλούτου της Αμερικής.
Ποίηση
Χάρης Μεγαλυνός
ΗΜΕΡΑ
Καταλαβαίνω τη μέρα απ’ το στόμα,
απ’ το πώς τρέχει το νερό στον νιπτήρα,
απ’ το πώς συνδυάζεται το κρασί της περασμένης βραδιάς
με την κολλημένη στον πίσω γομφίο οδοντόπαστα.
Κι όμως δεν ήταν πάντα έτσι ανθρώπινη η μέρα μου,
ο ξυπνητός μου ήλιος,
αφού δεν περίμενε ούτε καν την αυγή
για να κοκκινίσει τα σκοτεινά παντζούρια
και τις αναλαμπές των τζαμιών.
Πες ότι οι μέρες τότε ήσαν αμίμητες,
έτοιμες να εφορμήσουν απ’ τον τάφο των σεντονιών
και τις ομίχλες που τύλιγαν στη μακαριότητά τους
τα χαλιά, τα υπνοδωμάτια, τις κορνίζες.
Πες καλύτερα ότι οι μέρες εκείνες
για πρώτη φορά έσπρωχναν προς τα πίσω
χοντρά ρούχα, φατνώματα και πόρτες
που δεν είχαν αριθμούς σπιτιών
ούτε σούπες ρυθμισμένες για το κρύο
παρά οκτάωρα μελετηρών παιδιών
με εξασφαλισμένο το οικονομικό τους μέλλον.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Όσιαν Βουόνγκ
Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινή εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.
Ο Ocean Vuong γεννήθηκε το 1988 σ’ έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους νέους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου τιμήθηκε με το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot.
Στέφανος Καβαλλιεράκης
Η Ελληνική Επανάσταση κατατάσσεται δικαιολογημένα στις μεγάλες επαναστάσεις που σφράγισαν την εποχή της Νεωτερικότητας. Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έκρηξή της έχει εύλογα κορυφώσει το ενδιαφέρον.
Η σειρά 200 χρόνια από την Επανάσταση φιλοδοξεί να συνεισφέρει στη δημόσια ιστορία και στον διάλογο για τον χαρακτήρα και τις μορφές της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων.
Το βιβλίο αυτό διερευνά ένα γοητευτικό μυστήριο, αλλά και μια συναρπαστική ιστορική διαδρομή, τη συνάντηση προσώπων, γεγονότων, συγκυριών, στην πορεία της προετοιμασίας για το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία έμοιαζε άκαιρη και εκτός διεθνούς πλαισίου.
Δύο αιώνες μετά, η ιστορική μελέτη έχει να επιλύσει πολλά ιστορικά ζητήματα ακόμα, ενώ εκκρεμεί η ένταξη της επανάστασης στα κυρίαρχα σχήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας – ίσως γιατί διατηρεί έως και σήμερα την ιδιοτυπία της, που έχει να κάνει ακριβώς με τις διαφορετικές οπτικές και τα βλέμματα που μπορεί να συγκεντρώνει πάνω της. Η Ελληνική Επανάσταση συνιστά ένα νεωτερικό γεγονός για την ίδια την Ευρώπη σ’ ένα φαινομενικά ασφυκτικό, παραδοσιακό πλαίσιο.
Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι Διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου Ευταξία από το 2018. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου όπου ολοκλήρωσε και τη διδακτορική του διατριβή ως υπότροφος. Είναι εισηγητής στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει γράψει σειρά ιστορικών άρθρων με άξονα την ιστορία της εκπαίδευσης, την κίνηση των ιδεών και τις ιδεολογικές διαμορφώσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αρθρογραφεί τακτικά στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων παρουσιάζοντας ιστορικά βιβλία, καθώς και στην επιθεώρηση Βιβλίου Books’ Journal. Με τον Α. Κουτσολαμπρόπουλο επέλεξαν, συνέθεσαν και επιμελήθηκαν τα κείμενα για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Σπουδαία ερείπια: Η Ελλάδα με τα μάτια των ξένων ταξιδιωτών (16ος-19ος)» που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2020.
Στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση» κυκλοφορούν: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Ιωάννης Καποδίστριας: Ο «αμνός» της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων των Θάνου Μ. Βερέμη, Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου) και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: Ο ηγέτης της Μάνης στην Ελληνική Επανάσταση του Αθανάσιου Συροπλάκη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου).
Η σειρά συνεχίζεται το 2021 με τα βιβλία: Ρήγας Φεραίος, Μπουμπουλίνα, Τα συντάγματα της Επανάστασης, Οι εμφύλιες διαμάχες του 1821, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Επανάσταση.
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ξυλούρη
Σε κάποιους τόπους, οι άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους πέτρες σε σχήμα καραβιού, πέτρινα πλοία για να πάνε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο. Για τους ζωντανούς, τα πλοία αυτά γίνονταν τόποι συνάντησης και τελετουργίας. Τα διηγήματα αυτής της συλλογής, δεκαπέντε ιστορίες για νησιά κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε θάλασσες πραγματικές ή φανταστικές, είναι πέτρινα πλοία με τον τρόπο τους: αφηγήσεις για ανθρώπους και τόπους που χάνονται, για τα ίχνη τους που κάποτε σβήνουν, και για όσους μένουν πίσω να θυμούνται.
Λένε κάποιοι πως η θάλασσα είναι απλώς ένας καθρέφτης. Τα νησιά δεν είναι παρά αντανακλάσεις των αστεριών? ο ωκεανός, ο ουρανός αντίστροφα. Γι’ αυτό και, όταν έχεις χαθεί στη θάλασσα, αρκεί να σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό και τ’ αστέρια θα σου δείξουν τον δρόμο. Στο τέλος, θα χρειαστεί κάποιος να στραγγίξει τον ωκεανό για ν’ ανασύρει τα πτώματα. (απόσπασμα από το βιβλίο)
Ξένη λογοτεχνία
Σεμπάστιαν Μπάρι
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.