Σε αυτούς τους πέντε εκλεπτυσμένους αυτοβιογραφικούς στοχασμούς, ο Ίταλο Καλβίνο ανατρέχει στο δικό του παρελθόν, θυμάται αμήχανους περιπάτους με τον πατέρα του από την παιδική του ηλικία, την παντοτινή λατρεία του για τον κινηματογράφο και τον αγώνα του με τους παρτιζάνους της ιταλικής Αντίστασης κατά των φασιστών. Συλλογίζεται επίσης τα κοινωνικά συμβόλαια, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, την αίσθηση που του προκαλεί το να μαζεύει τα σκουπίδια από το καλάθι της κουζίνας και να τα πετάει, καθώς και το σχήμα που πιστεύει πως θα είχε ο κόσμος. Οι προβληματισμοί του αυτοί σχετικά με τη φύση της ίδιας της μνήμης είναι συναρπαστικοί, πνευματώδεις και φωτίζονται από την αλχημική ευφυΐα αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Σε τούτο το βιβλίο, ένα βιβλίο εξόχως προσωπικό και ακριβώς για αυτό ακατάτακτο, αναδεικνύονται όλες οι αστραφτερές αρετές του, η αντισυμβατική και αναλυτική του ματιά, η αφηγηματική και δοκιμιακή του δεινότητα, η ανθρωπιστική και κριτική του εγρήγορση. Ο Δρόμος του Σαν Τζοβάνι λειτουργεί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τσέζαρε Γκάρμπολι στο επίμετρο της έκδοσης, ως μια «μεταφορά» για ολόκληρη τη λογοτεχνία του Ίταλο Καλβίνο.
Ρούνεϋ Σάλλυ
Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, γύρω στα τριάντα, επιτυχημένος, ικανός και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγαλύτερο αδελφό του. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους του, ο Ίβαν γνωρίζει τη Μάργκαρετ, γυναίκα μεγαλύτερή του σε ηλικία, που βγαίνει από το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και οι ζωές τους συνδέονται ακαριαία και έντονα. Για τα αδέλφια που πενθούν και τους ανθρώπους που αγαπούν, η περίοδος αυτή είναι ένα μεσοδιάστημα, ένα ιντερμέδιο, μια περίοδος πόθου και απελπισίας, ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν πόσα μπορεί να βαστάξει μια ζωή χωρίς να διαλυθεί…
Μαρκ Μπρέι
Από τότε που υπάρχει φασισμός, υπάρχει και αντιφασισμός – γνωστός επίσης ως «antifa». Γεννημένο από την αντίσταση εναντίον του Μουσολίνι και του Χίτλερ τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε τις επόμενες δεκαετίες και σήμερα αποτελεί την αιχμή του δόρατος απέναντι στην ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον φασισμό.
Το antifa κίνημα στερεί από τους φασίστες την ευκαιρία να διασπείρουν τον δηλητηριώδη λόγο τους και υπερασπίζεται ευάλωτες κοινότητες απέναντι σε πράξεις βίας που υποκινούνται από τους φασίστες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το φίμωμα του φασιστικού λόγου είναι αντιδημοκρατικό, όμως οι antifa είναι απόλυτοι: δεν πρέπει να δοθεί ποτέ στον φασιστικό τρόμο η παραμικρή ευκαιρία να θριαμβεύσει ξανά!
Σε αυτή τη συναρπαστική έρευνα, ο ιστορικός και ακτιβιστής Μαρκ Μπρέι μάς δίνει μια λεπτομερή επισκόπηση της συνολικής ιστορίας του αντιφασισμού από τη γέννησή του ως τις μέρες μας. Βασισμένο σε συνεντεύξεις αντιφασιστών από όλο τον κόσμο, το Antifa παρουσιάζει τις τακτικές του κινήματος και τη φιλοσοφία που το διέπει, δίνοντάς μας μια καθαρή εικόνα της αντίστασης ενάντια στον φασισμό με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται.
Ένα βιβλίο-εργαλείο για κάθε αντιφασίστα και αντιφασίστρια!
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου που έχει μόλις προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος, εμφανίζεται ένας επαγγελματίας ζητιάνος που εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία των χωρικών. Η δυσοίωνη ματιά του Καρκαβίτσα στην ελληνική ύπαιθρο, η ένταση με την οποία περιγράφει τη δαιμονική και πρωτεϊκή μορφή του ζητιάνου αλλά και το άγριο τοπίο του χωριού, το οποίο καταστρέφεται ολοκληρωτικά, κάνουν τον Ζητιάνο ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, μια ανελέητη σάτιρα της ελληνικής πραγματικότητας.
Στο επίμετρό του ο Σωτήρης Παρασχάς αναδεικνύει τη μεταφορά του παράσιτου πάνω στην οποία στήνει ο Καρκαβίτσας το έργο του, ανατρέχοντας στη λογοτεχνική της παράδοση, συνδέοντάς τη με την εξέλιξη της επιστημονικής γλώσσας της εποχής και προτείνοντας μια ερμηνευτική γραμμή που υπερβαίνει τη λογική της ηθογραφίας.




