Καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της στο γραφείο, κοιτάζοντας τα κύματα στο τέλος του δρόμου να χτυπιούνται σε έναν κουρελιασμένο αφρό και να ραντίζουν τον κυματοθραύστη, η Άλις έμαθε να γελάει με την καταστροφική μεγαλοσύνη των στοιχείων της φύσης. Τα φουσκωμένα μοβ και μαύρα σύννεφα σκίζονταν με εκτυφλωτικές φωτεινές αστραπές και οι βροντές έκαναν το σπίτι να τρέμει συθέμελα. Αλλά με τα δυνατά μπράτσα του πατέρα της γύρω της και τον σταθερό καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς του στα αφτιά της, η Άλις πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με το θαύμα της μανίας έξω από τα παράθυρα και πως, μέσω εκείνου, θα μπορούσε να αντικρίσει την καταστροφή του κόσμου με απόλυτη ασφάλεια. Όταν ήρθε η κατάλληλη εποχή του χρόνου, ο πατέρας της την πήγε στον κήπο και της έδειξε πώς μπορούσε να πιάνει μπούμπουρες. Αυτό ήταν κάτι που κανένας άλλος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας της έπιανε ένα ειδικό είδος μπούμπουρα, που το αναγνώριζε από το σχήμα του, και τον κρατούσε στην κλειστή χούφτα του, βάζοντας το χέρι του στο αφτί της. Στην Άλις άρεσε να ακούει το θυμωμένο, πνιχτό βουητό της μέλισσας, πιασμένης στη σκοτεινή παγίδα του χεριού του πατέρα της, αλλά χωρίς να τσιμπάει, χωρίς να τολμάει να τσιμπήσει. Μετά, με ένα γέλιο, ο πατέρας της άνοιγε διάπλατα τα δάχτυλά του, και η μέλισσα πετούσε, ελεύθερη, ψηλά στον αέρα και μακριά…
Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.
Τζωρτζ Λε Νονς
Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ’ όνομά μου
Βικτωρία Θεοδώρου
Αδαής ακόμη, κοιτάζεις την αντανάκλασή σου και χαίρεσαι
«εγώ είμαι» λες, «αυτός είμαι εγώ», ούτε που φαντάζεσαι
πως δεν είσαι, και δεν θα γίνεις, το είδωλό σου, ένας άλλος
είναι η αντανάκλασή σου, κι όχι μόνο αυτή στον καθρέφτη,
όλες οι αντανακλάσεις από εδώ και πέρα, όλα τα είδωλά σου
είναι ένας άλλος, αλλιώς ζει, αλλιώς σκέφτεται,
άλλα στηρίγματα έχει, εσύ δεν τα φαντάζεσαι καν.
Αμέριμνος σου λέει ιστορίες για τη μάνα του
κι ούτε του περνάει από το νου πως εσύ δεν έχεις μάνα.
Νοσταλγικός σου περιγράφει το πατρικό του σπίτι
κι ούτε μπορεί να φανταστεί πως εσύ δεν έχεις σπίτι.
Πικραμένος σου αφηγείται πως τον αδίκησαν στη δουλειά
κι ούτε υποψιάζεται πόσα χρόνια έχεις άνεργος.
Απλά πράγματα, καθημερινά, δεδομένα
σπίτι, δουλειά, οικογένεια, καταγωγή
μόνο που δεν είναι δεδομένα
και δεν θέλεις πια να ξανασυναντήσεις
δεν θέλεις πια να ξαναμιλήσεις με κανέναν
δεν διαθέτεις τον ελάχιστο απαιτούμενο
κοινό παρονομαστή
έχεις χάσει προ πολλού κάθε παρονομαστή.
Και κανείς δεν δύναται να διανοηθεί πως υπάρχεις κι εσύ
μέσα στην επιδεικτική αρτιμέλεια του κόσμου.
Φραντς Κάφκα
850
Ένας περιοδεύων πωλητής υφασμάτων ξυπνάει ένα πρωί συνειδητοποιώντας ότι έχει καθυστερήσει πολύ για τη δουλειά του. Η αργοπορία του τον γεμίζει αγωνία για το μέλλον του και το μέλλον της οικογένειάς του· και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να ξεκινήσει άλλη μια μέρα στην ίδια άχαρη δουλειά, αντιμετωπίζει μια βασική σωματική δυσκολία: έχει μεταμορφωθεί σε ένα τερατώδες έντομο.
Πέρα από την περίφημη πρώτη φράση της —μια απ’ τις πιο συνταρακτικές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας—, η Μεταμόρφωση είναι μια ιστορία τέλεια ειπωμένη, μια ιδέα αενάως μεθερμηνευόμενη, ένας υπαρξιακός μύθος που καθόρισε τη συλλογική συνείδηση του 20ού αιώνα.