O δηλητηριαστής συνεπήρε το συλλογικό φαντασιακό των βικτωριανών ως ο πιο προσφιλής απόηχος της γοτθικής κουλτούρας που τους καθόρισε, φιλοδωρώντας με μια πρόσθετη χροιά εκλέπτυνσης την ευγενή τέχνη του φόνου. Ο Ουάιλντ σκιαγράφησε ευφυώς την περσόνα του θέματός του ως μετενσάρκωση του gothic villain, με δεδομένο ότι στην ιστορία του διαπλέκονται όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις αφηγήσεις του είδους (μολυσμένος οικογενειακός ιστός, προδοσία, απληστία, γοητεία και εξαπάτηση, ίντριγκες για την υφαρπαγή περιουσίας, εμπλοκή με τον νόμο). Τον αναδεικνύει σε μαύρο άγγελο της γοτθικής μυθιστορίας –εξεγερμένο ρομαντικό, μελαγχολικό δήμιο και περιούσιο θύμα μιας οριστικής απομάγευσης του κόσμου–, στις αισθητικές εκβολές και καταβολές του οποίου συναντιούνται ο beau ténébreux του Amadis de Gaule, ο λόρδος πιερότος του Λαφόργκ και ο δολοφονικός δανδής του Μπωντλαίρ ή του Ωρεβιγύ που, επιδιδόμενος σε μια διαβολική flânerie, σουλατσάρει στα βουλεβάρτα της γαλλικής πρωτεύουσας μεταμορφώνοντας την πραγματικότητα με την ακρίβεια και την ορμή εικονοκλάστη αλχημιστή.
«Ο Ουάιλντ είναι από εκείνους τους happy few που δεν χρειάζονται την αποδοχή του κριτικού – και, μερικές φορές, ούτε καν την αποδοχή του αναγνώστη, καθώς η απόλαυση που μας χαρίζει είναι διαρκής και ακαταμάχητη». Jorge Luis Borges