Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε

15.93

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης
Σελίδες: 432

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Ξένη λογοτεχνία

Η τελειότητα

Βιντσέντζο Λατρόνικο

Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.

Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025

 

14.00

Ξένη λογοτεχνία

Ορκισμένη

Ρενέ Καραμπας

Περιγραφή

Το μυθιστόρημα παρασύρει τον αναγνώστη στο αμείλικτο Κανούν, που εξακολουθεί να βασιλεύει σε απομονωμένες περιοχές των Βαλκανίων. Σύμφωνα με αυτό, οι γυναίκες γίνονται ορκισμένες παρθένες και μεταμορφώνονται σε άντρες, κόβοντας τα μαλλιά τους, φορώντας αντρικά ρούχα και αποκτώντας τις ελευθερίες των αντρών. Οι αιματηρές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες είναι καθημερινές, ο έρωτας ισούται με θάνατο, ενώ η γυναίκα αξίζει όσο είκοσι βόδια. Τίποτα παραπάνω.

Η Μπεκιά είναι ένα κορίτσι που θέλει απεγνωσμένα να γίνει ο γιος του πατέρα της, ο οποίος ήθελε να έχει αγόρι για παιδί. Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις ώστε να μεταμορφωθείς σε γιο; Είναι αμαρτία ν’ αποφύγεις τον θάνατο; Είναι λάθος να δοθείς εξ ολοκλήρου στο πάθος με τίμημα τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; Αυτή είναι η ιστορία για τον άνθρωπο, πέρα από το φύλο, πέρα από τις λέξεις «γιος» και «κόρη», «άντρας» και «γυναίκα», για τον άνθρωπο που συγκέντρωσε στα 21 γραμμάρια της ψυχής του την οργή και το έλεος του Θεού.

Ορκισμένη – ορκισμένη παρθένα, γυναίκα, η οποία δίνει όρκο παρθενίας σύμφωνα με το Κανούν του Λεκ Ντουκαγκίνι και αρχίζει να ζει σαν άντρας και κεφαλή της οικογένειας, σε πατριαρχικές κοινωνίες σε Βόρεια Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία. Αυτή είναι μια θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου, μέσω όρκου, που έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα να αποκτά τα δικαιώματα ενός άντρα, τα οποία στερούνται οι γυναίκες στα μέρη εκείνα. Βεντέτες αίματος χαρακτηρίζουν τα μέρη στα οποία κυριαρχεί το Κανούν. Έως τις μέρες μας έχουν απομείνει λίγες ορκισμένες παρθένες, καθώς οι κοινότητες όπου ζουν ερημώνουν. Όλο αυτό δεν συμβαίνει παρά 537χλμ. μακριά απ’ τη Βουλγαρία. Αυτό δεν είναι μύθος, ούτε παραμύθι.

Είναι ανθρώπινη ιστορία.

 

13.30

Αμάντα Μιχαλοπούλου

Mια απελπισµένη γυναίκα στην εµµηνόπαυση αρχίζει να βλέπει παράξενα όνειρα —µε Παναγίες, τίγρεις, αγελάδες, τη Ρόζα Λούξε­µπουργκ, τη Μέριλυν Μονρόε, τη µητέρα του Μπενίτο Μουσσολίνι—, όνειρα από τα οποία ξυπνάει κάθε βράδυ στις 4:30 ακριβώς. Για να ερµηνεύσει τη νυχτερινή ζωή της, επιδιώκει συναντήσεις µε τις γυναίκες της οικογένειας: την κόρη, την αδερφή και τη µητέρα της. Κι ενώ οι συζητήσεις αρχίζουν να ξεµπλέκουν το κουβάρι της κοινής τους ζωής, τα όνειρα ξαφνικά σταµατούν.

Στρέφεται τότε σε άλλες γυναίκες, από τη µητέρα της Ελένης Τοπαλούδη ως µια δεκάχρονη Αφγανή που αποχωρίστηκε ξαφνικά τη µαµά της. Κι αρχίζουν να παρελαύνουν στρατιές γυναικών που γεννούν, υιοθετούν, φροντίζουν ή αρνούνται να φροντίσουν. Καθώς οι εξοµολογήσεις τους συσσωρεύονται και διανθίζονται από τεστ γνώσεων, επιτραπέζια παιχνίδια, παραµύθια, µαθήµατα ετυµολογίας, θρησκευτικών και ζωολογίας, οι εµπειρίες τους εγκιβωτίζονται η µια µέσα στην άλλη, όπως τα µωρά στις κοιλιές των µαµάδων τους.

Στο «Μακρύ ταξίδι της µιας µέσα στην άλλη» η µητρότητα γίνεται µια εύπλαστη έννοια, µια ριζοσπαστική υπόθεση ελευθερίας και συµφιλίω­σης — ένας γιγάντιος οµφάλιος λώρος που συνδέει και τρέφει όλες τις γυναίκες που υπήρξαν κόρες της µητέρας τους, µητέρες της κόρης τους. Αλλά και µητέρες της µητέρας τους, κόρες της κόρης τους. Ένας λώρος που τρέφει κι όλους τους άντρες: επειδή, όπως λέει η ηρωίδα, «ο κόσµος θ’ αλλάξει µόνο αν οι άντρες διαβάσουν για τη ζωή των γυναικών µε την ίδια φυσικότητα που διάβαζαν ανέκαθεν οι γυναίκες για τη ζωή των αντρών».

18.80

Ελληνική λογοτεχνία

Λάθος κεφάλι

Λίνα Ρόκου

Η Καρίνα έχει εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, δυσκολεύεται όμως να ξεκινήσει τη συγγραφή του δεύτερου. Ο Παύλος Μ., ένας καταξιωμένος λογοτέχνης που ζει απομονωμένος στο σπίτι του, την καλεί να συγκατοικήσουν και από κοινού να γράψουν το επόμενο βιβλίο τους. Εκείνη δέχεται. Η συμβίωσή τους ξεκινά, παρέα με τον Ρατ, έναν γάτο που δεν νιαουρίζει ποτέ.

Πόσα αποκαλύπτουμε για τη ζωή μας μιλώντας για αυτή; Αφηγούμαστε τις ιστορίες μας για να τις μοιραστούμε ή για να τις αφήσουμε πίσω. Τι είναι αλήθεια και τι φανταστικό στην ανάμνηση;
Ο Παύλος και η Καρίνα θα δημιουργήσουν μια νέα ιστορία, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ποτέ.

«Όταν οι νεκροί διοργανώνουν πάρτι, οι παρευρισκόμενοι μου ζητούν κάθε φορά να πω την ίδια ιστορία, δηλαδή το πώς πέθανα. Δεν είναι παράξενο που συμβαίνει αυτό γιατί ο τρόπος που χάθηκα έγινε παγκοσμίως γνωστός, δεν ρουφάει κάθε μέρα η Γη ανθρώπους, ενώ έχουν ξαπλώσει για έναν απογευματινό υπνάκο, ούτε τους καταβροχθίζει με αποτέλεσμα να μη βρεθεί ποτέ το πτώμα τους. Όμως, εγώ κουράστηκα να ζω και να ξαναζώ τον θάνατό μου. Πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάτι άλλο, κάτι που ακόμα ζεσταίνει κάθε κύτταρό μου».

15.00

Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ

Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.

“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”

 

16.50