Το Τσανάκ Καλέ, πόλη κοντά στην Τροία, στην περιοχή των Δαρδανελλίων, έγινε γνωστό ήδη από τον 18ο αιώνα για τα κεραμικά του που εξάγονταν σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Επηρεασμένοι από τις ανασκαφές του Σλήμαν, ορισμένοι περιηγητές ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την παράξενη ομορφιά τους ώστε έφτασαν να τα θεωρούν απογόνους της κεραμικής τέχνης της εποχής του Ομήρου. Στη Γαλλία, η μανία γι’ αυτά τα κεραμικά συνέπεσε με την επανεκτίμηση των παραδοσιακών τεχνουργημάτων από φαγιάνς μετά την ήττα του 1870, μια τάση που ενθαρρύνθηκε από το κίνημα Arts & Crafts και τον ιαπωνισμό. Κανείς δεν αντιστάθηκε στη γοητεία τους, ανάμεσά τους ο Μαλλαρμέ και ο Προυστ. Στην Ελλάδα και την Τουρκία η οθωμανική αυτή χειροτεχνία, που τόσο είχαν θαυμάσει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, συμβολίζει έναν κόσμο ειρηνικό, πριν από τα τραγικά γεγονότα του 1922. Τόπος μνήμης και καταλύτης παθών, αυτή η ταπεινή παραγωγή εξακολουθεί να φέρνει κοντά ή να χωρίζει τους ανθρώπους στις δύο απέναντι ακτές του Αιγαίου Πελάγους, καθώς υφίσταται την ιδεολογικοποίηση της νοσταλγίας. Η πολιτισμική αρχαιολογία είναι το αντικείμενο της παρούσας συγκριτικής μελέτης που εγκολπώνεται πολλούς επιστημονικούς κλάδους, προκειμένου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους λόγους που διαμόρφωσαν την οικειοποίηση, την υποδοχή και τη θριαμβευτική αναγνώριση αυτής της κληρονομιάς.
Σουβενίρ από τα Δαρδανέλλια
€15.00
Μετάφραση: Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
Σελίδες: 200
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιβλία
Γκράχαμ Γκριν
Συναγερμός στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Μια διαρροή πληροφοριών πυροδοτεί κλίμα καχυποψίας, διάχυτης ανησυχίας και έντασης, ενώ διεξάγονται συνεχείς έλεγχοι ασφαλείας. Τα πρόσωπα σιγά-σιγά εμφανίζονται στη σκηνή: Ο Μορίς Κάσελ, ένας ήσυχος και διακριτικός πράκτορας που εγκατέλειψε το πεδίο δράσης του στην Αφρική για να αποσυρθεί στα κεντρικά γραφεία του Λονδίνου. Η γυναίκα του Σάρα, μαύρη, από τη Νότια Αφρική, που διέφυγε στη Βρετανία καταδιωκόμενη από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Ο Ντέιβις, βοηθός του Κάσελ, που, για να ξεχάσει τους αποτυχημένους έρωτές του, βυθίζεται στο αλκοόλ και τον τζόγο. Ο κυνικός και επικίνδυνος Πέρσιβαλ, με το καλοκάγαθο παρουσιαστικό του οικογενειακού γιατρού. Ο Συνταγματάρχης Ντέιντρι, άνθρωπος αφοσιωμένος στο καθήκον, με αυστηρό προφίλ, μοναχικός, που παλεύει με τη συνείδησή του. Και ο C, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη του για την Αφρική και την πίστη του στις συντηρητικές αξίες και την ταξική δομή της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γκρην επιστρέφει στον κόσμο των κατασκόπων και της προδοσίας, για να πλέξει το εγκώμιο της ανυπακοής και να δείξει με οξυδερκή και ευαίσθητο τρόπο σε ποια τραγωδία μπορεί να καταλήξει η αδιάλλακτη και άκαμπτη εφαρμογή της έννοιας του “εθνικού συμφέροντος” που πολύ συχνά και εύκολα παραμερίζει τον ανθρώπινο παράγοντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Πάτρικ Λι Φέρμορ
Τη Ρούμελη δεν τη βρίσκεις στους σημερινούς χάρτες. Είναι το όνομα που δόθηκε παλιά στη βόρεια Ελλάδα, από τον Βόσπορο ως την Αδριατική κι από τη Μακεδονία μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ σαγηνεύτηκε τόσο από την παραδοξότητα αυτού του ονόματος, που το απαθανάτισε σ’ αυτό το απολαυστικό αφήγημα.
Είναι μια περιήγηση που μας ταξιδεύει ανάμεσα στους σαρακατσάνους βοσκούς, στα μοναστήρια των Μετεώρων και τα χωριά των Κραβάρων κι ως την ανακάλυψη, ακόμα, ενός ζευγαριού παντόφλες που φορούσε ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Όπου πηγαίνει ο Φέρμορ, συμμετέχει στην τοπική ζωή, που οι περιγραφές της ξεπηδούν ολοζώντανες απ’ τη σελίδα. Η τελετή του σαρακατσάνικου γάμου, με όλο της το συναρπαστικό τελετουργικό, και η διήγηση του μπαρμπα-Ηλία για τις λογής λογής επιδέξιες μεθόδους επαιτείας έχουν εξίσου θέση σ’ αυτό το θαυμάσιο οδοιπορικό.
Και είναι επίσης ένα ταξίδι που αποκαλύπτει τη σύγκρουση που ενυπάρχει στην κληρονομιά των Ελλήνων: την αδύναμη λόγια διασύνδεση με τα κλέη του αρχαίου κόσμου, και την πιο πρόσφατη μα όχι λιγότερο ιστορική βυζαντινή κληρονομιά, καθώς κι αυτήν που άφησε πίσω της η Τουρκοκρατία. Κάτω απ’ όλα αυτά, ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμα παλαιότερος κόσμος, που ενδείξεις του βρίσκει ο Φέρμορ σε λόφους, βουνά και σχεδόν άγνωστες ακτές.
Ξένη λογοτεχνία
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.
Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Ποίηση
Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.
Ποίηση
Χάρης Μεγαλυνός
ΗΜΕΡΑ
Καταλαβαίνω τη μέρα απ’ το στόμα,
απ’ το πώς τρέχει το νερό στον νιπτήρα,
απ’ το πώς συνδυάζεται το κρασί της περασμένης βραδιάς
με την κολλημένη στον πίσω γομφίο οδοντόπαστα.
Κι όμως δεν ήταν πάντα έτσι ανθρώπινη η μέρα μου,
ο ξυπνητός μου ήλιος,
αφού δεν περίμενε ούτε καν την αυγή
για να κοκκινίσει τα σκοτεινά παντζούρια
και τις αναλαμπές των τζαμιών.
Πες ότι οι μέρες τότε ήσαν αμίμητες,
έτοιμες να εφορμήσουν απ’ τον τάφο των σεντονιών
και τις ομίχλες που τύλιγαν στη μακαριότητά τους
τα χαλιά, τα υπνοδωμάτια, τις κορνίζες.
Πες καλύτερα ότι οι μέρες εκείνες
για πρώτη φορά έσπρωχναν προς τα πίσω
χοντρά ρούχα, φατνώματα και πόρτες
που δεν είχαν αριθμούς σπιτιών
ούτε σούπες ρυθμισμένες για το κρύο
παρά οκτάωρα μελετηρών παιδιών
με εξασφαλισμένο το οικονομικό τους μέλλον.
Ξένη λογοτεχνία
Jonathan Coe
Το μεθυστικό καλοκαίρι του 1977 μια αφελής κοπέλα, η Καλλιστώ, αναχωρεί από την Αθήνα για να γνωρίσει τον κόσμο. Μετά το ταξίδι της στην Αμερική, βρίσκεται αναπάντεχα σε ένα ελληνικό νησί που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό σκηνικό. O Μπίλι Γουάιλντερ, διάσημος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, γυρίζει εκεί την ταινία του Fedora, και η Καλλιστώ προσλαμβάνεται ως βοηθός. Παρατηρεί συνεπαρμένη τον λαμπερό, πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο ζωής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Ενώ η Καλλιστώ είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της περιπέτεια, ο ίδιος ο Γουάιλντερ αντιλαμβάνεται ότι το άστρο του έχει μάλλον αρχίσει να σβήνει. Το Χόλυγουντ τον απορρίπτει, και μόλις που κατόρθωσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία του, από τη Γερμανία. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών και τον συντροφεύει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και ευαίσθητο πορτρέτο μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Jonathan Coe στρέφει το βλέμμα του στην έννοια του χρόνου και στη σημασία της φήμης, στην οικογένεια και στην απατηλή σαγήνη της νοσταλγίας. Όταν ο κόσμος βαδίζει προς την αλλαγή, γαντζώνεσαι στην παλιά, αγαπημένη σου ζωή, ή αποφασίζεις ότι είναι ώρα να την αφήσεις πίσω;
Ρόμπερτ Μπόγιερ
Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του covid-19, ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για το μέλλον των καπιταλισμών. Και ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι «αυριανές μέρες» δεν θα πρέπει πλέον να θυμίζουν σε τίποτα τις «χθεσινές». Προς το παρόν, οι όποιες προβλέψεις προσκρούουν σε μια ριζική αβεβαιότητα που μας καλεί να είμαστε προσεκτικοί: θα χρειαστεί χρόνος για να ξεμπλέξουμε το κουβάρι των ευθυνών και να οικοδομήσουμε ενδεχομένως νέες εναλλακτικές.
Γι’ αυτό και πρέπει οπωσδήποτε να αντιληφθούμε τη δυναμική της κρίσης. Όπως έδειξε η περίφημη 18η Μπρυμαίρ του Λουβοδίκου Βοναπάρτη του Μαρξ (1852), οι καλύτερες «εν θερμώ» αναλύσεις γίνονται από συγγραφείς που μπορούν να διακρίνουν σε βάθος χρόνου τις τάσεις του συστήματος. Ο Ρομπέρ Μπουαγιέ, μείζων συντελεστής της οικονομικής Σχολής της Ρύθμισης –η οποία μελετά την οικονομία ως αναπόσπαστο τμήμα των κοινωνιών και της ιστορίας τους–, είναι ο πλέον κατάλληλος να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, αποδείχτηκε η αξία αυτής της σχολής σκέψης, η οποία λαμβάνει υπόψη της τόσο τις αδράνειες που συντείνουν στην αναπαραγωγή του συστήματος όσο και τις δυνάμεις που το ωθούν σε μετασχηματισμό: η έκβαση δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένη και, όσο περισσότερο διαρκούν οι κρίσεις, τόσο πιο απίθανη καθίσταται η επιστροφή στην προγενέστερη κατάσταση.
Στο ανά χείρας δοκίμιο, ο συγγραφέας μάς βοηθά να κατανοήσουμε τις διεργασίες που πυροδοτήθηκαν το 2020 και εξερευνά τις υπάρχουσες δυνατότητες. Η αποσταθεροποίηση των διεθνών σχέσεων, ο κατακερματισμός της Ευρωζώνης, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η άνοδος των λαϊκισμών είναι κάποια πιθανά σενάρια. Δεν θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί και μια μεγάλη στροφή προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο στη συμπληρωματική σχέση μεταξύ παιδείας, επαγγελματικής κατάρτισης, υγείας και πολιτισμού, που θα ανταποκρινόταν στα αιτήματα αλληλεγγύης των πολιτών και στις απαιτήσεις της οικολογικής μετάβασης.
Στέφανος Καβαλλιεράκης
Η Ελληνική Επανάσταση κατατάσσεται δικαιολογημένα στις μεγάλες επαναστάσεις που σφράγισαν την εποχή της Νεωτερικότητας. Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έκρηξή της έχει εύλογα κορυφώσει το ενδιαφέρον.
Η σειρά 200 χρόνια από την Επανάσταση φιλοδοξεί να συνεισφέρει στη δημόσια ιστορία και στον διάλογο για τον χαρακτήρα και τις μορφές της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων.
Το βιβλίο αυτό διερευνά ένα γοητευτικό μυστήριο, αλλά και μια συναρπαστική ιστορική διαδρομή, τη συνάντηση προσώπων, γεγονότων, συγκυριών, στην πορεία της προετοιμασίας για το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία έμοιαζε άκαιρη και εκτός διεθνούς πλαισίου.
Δύο αιώνες μετά, η ιστορική μελέτη έχει να επιλύσει πολλά ιστορικά ζητήματα ακόμα, ενώ εκκρεμεί η ένταξη της επανάστασης στα κυρίαρχα σχήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας – ίσως γιατί διατηρεί έως και σήμερα την ιδιοτυπία της, που έχει να κάνει ακριβώς με τις διαφορετικές οπτικές και τα βλέμματα που μπορεί να συγκεντρώνει πάνω της. Η Ελληνική Επανάσταση συνιστά ένα νεωτερικό γεγονός για την ίδια την Ευρώπη σ’ ένα φαινομενικά ασφυκτικό, παραδοσιακό πλαίσιο.
Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι Διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου Ευταξία από το 2018. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου όπου ολοκλήρωσε και τη διδακτορική του διατριβή ως υπότροφος. Είναι εισηγητής στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει γράψει σειρά ιστορικών άρθρων με άξονα την ιστορία της εκπαίδευσης, την κίνηση των ιδεών και τις ιδεολογικές διαμορφώσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αρθρογραφεί τακτικά στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων παρουσιάζοντας ιστορικά βιβλία, καθώς και στην επιθεώρηση Βιβλίου Books’ Journal. Με τον Α. Κουτσολαμπρόπουλο επέλεξαν, συνέθεσαν και επιμελήθηκαν τα κείμενα για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Σπουδαία ερείπια: Η Ελλάδα με τα μάτια των ξένων ταξιδιωτών (16ος-19ος)» που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2020.
Στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση» κυκλοφορούν: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Ιωάννης Καποδίστριας: Ο «αμνός» της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων των Θάνου Μ. Βερέμη, Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου) και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: Ο ηγέτης της Μάνης στην Ελληνική Επανάσταση του Αθανάσιου Συροπλάκη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου).
Η σειρά συνεχίζεται το 2021 με τα βιβλία: Ρήγας Φεραίος, Μπουμπουλίνα, Τα συντάγματα της Επανάστασης, Οι εμφύλιες διαμάχες του 1821, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Επανάσταση.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σάμιουελ Μπέκετ
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Φιλοσοφία
Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία: Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
«Κάποτε υπολόγισα ότι η γνωστή και αναγνωρισμένη παγκοσμίως ρωσική λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση και πεζογραφία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και έπειτα, δεν ξεπερνά τις 23.000 τυπωμένες σελίδες κανονικού μεγέθους. Από την άλλη, η γαλλική ή η αγγλική, λόγου χάριν, λογοτεχνία έχει πίσω της ήδη μια ιστορία αρκετών αιώνων και ουκ ολίγων αριστουργημάτων. Καταλήγω, λοιπόν, στο πρώτο από τα συμπεράσματά μου: Με εξαίρεση ένα μεσαιωνικό μείζον έργο, η ρωσική λογοτεχνία μπορεί πολύ εύκολα να χωρέσει στα στενά όρια ενός περίπου αιώνα – ή έστω λίγο περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και κάποια πιο πρόσφατα έργα μιας κάποιας αξίας.
Εν ολίγοις, ένας αιώνας, ο 19ος, υπήρξε αρκετός προκειμένου σε μια χώρα δίχως αυτοφυή λογοτεχνική παράδοση να “παραχθεί” λογοτεχνία υψηλής ποιότητας, με παγκόσμια ακτινοβολία, ικανή να συγκριθεί –σε όλα τα πεδία, με εξαίρεση τον όγκο της– με εκείνη της Γαλλίας ή της Αγγλίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται πολλούς αιώνες πίσω. Αυτή η αξιοθαύμαστη άνθηση θα ήταν αδύνατη αν η Ρωσία δεν είχε σημειώσει ανάλογη πρόοδο, και μάλιστα ταχύρρυθμη, και σε άλλα πεδία της πνευματικής ζωής – τόσο ώστε να μην υπολείπεται ως προς την πρόοδο αυτή των μεγάλων χωρών της Δύσης. Έχω επίγνωση ότι αυτή η αλματώδης πολιτισμική και πνευματική πρόοδος που σημειώθηκε στη Ρωσία του 19ου αιώνα είναι ελάχιστα γνωστή στη Δύση». B. N.