Ιστανµπούλ, άνοιξη 1975. Ο Κεµάλ και η Σιµπέλ, παιδιά δύο γνωστών οικογενειών της πόλης, ετοιµάζονται να αρραβωνιαστούν. Όταν όµως ο Κεµάλ συναντά τη Φισούν, µακρινή του ξαδέλφη και πωλήτρια σε µπουτίκ, µαγεύεται. Έκτοτε, φαντάζεται διαρκώς το κοινό του µέλλον µε τη Φισούν – και η ζωή του αλλάζει. Ο παθιασµένος έρωτάς του δηµιουργεί ένα αγεφύρωτο ρήγµα που τον χωρίζει από την αστική τάξη της Ιστανµπούλ. Για πολλά χρόνια ο Κεµάλ συλλέγει µε µανία όλα τα πράγµατα που έχει αγγίξει η αγαπηµένη του, ώστε, κοιτάζοντάς τα, να τη νιώθει πάντα κοντά του. Όταν η Φισούν πεθαίνει, µετά από χρόνια, ο Κεµάλ αγοράζει το σπίτι της για να το µετατρέψει σε µουσείο, φόρο τιµής προς εκείνη αλλά και προς τη ζωή που ο ίδιος δεν έζησε. Ένα µουσείο, που θα είναι ταυτόχρονα ο χάρτης µιας κοινωνίας και της καρδιάς του. «Ένα βιβλίο για τον ανεκπλήρωτο έρωτα, άξιο να σταθεί πλάι στη Λολίτα, στη Μαντάµ Μποβαρύ, και στην Άννα Καρένινα… Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κεµάλ διατρέχει τις δεκαετίες, παρουσιάζοντας ένα γοητευτικό παλίµψηστο από συγγενείς και φίλους, τη ζωή και τα ήθη της µπουρζουαζίας στην Ιστανµπούλ». Financial Times «Το Μουσείο της αθωότητας µας αρπάζει και µας καθηλώνει, εσκεµµένα, ηθεληµένα, σκόπιµα… Ίσως η µυστική του καρδιά χτυπά στην ιστορία της Φισούν: στο ήρεµο κατηγορώ προς έναν πολιτισµό εγκλωβισµένο σε αρχαία ήθη που πνίγουν τις γυναίκες µέχρι θανάτου». San Francisco Chronicle «Το σηµαντικότερο µυθιστόρηµα του 21ου αιώνα… Ανακαλεί τα µεγάλα µυθιστορήµατα για την ερωτική εµµονή του Μπαλζάκ, του Σταντάλ, του Φλοµπέρ, του Ντοστογέφσκι, του Τολστόι και του Τόµας Μαν». The New Leader «Το πιο προσιτό µυθιστόρηµα του Παµούκ και το πιο βαθύ…» The Economist
Γιάννης Παρασκευόπουλος
Χώρος τέρψης και ευδαιμονίας, ο κήπος συμβολίζει ένα πρωταρχικό τόπο, μια απώτατη καταγωγή και μια ανάμνηση της Χρυσής Εποχής της ανθρωπότητας. Η μορφή και το περιεχόμενο του κήπου διαπερνούν τους κοινωνικούς και τοξικούς διαχωρισμούς, δημιουργώντας μια νέα γεωγραφία. Η εντατική σκέψη του κήπου ανταποκρίνεται σ’ ένα γήινο αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα μεταφυσικό αίσθημα, που όσο περίπλοκο και να είναι αποσκοπεί στην απλότητα. Η ευτοπία του κήπου αποτελεί την αναζήτηση μιας χαμένης σύνδεσης του πολιτισμού με τη φύση, την ανακατασκευή του χαμένου χρόνου, αλλά και τη χωρική αναίρεση του χρόνου.
Στην “Ποιητική του Κήπου” προτείνεται μια ιστορία της έννοιας και της πρακτικής του κήπου. Στο έργο εξετάζονται διεξοδικά οι συνθήκες εμφάνισης του κήπου σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Από την αρχή μέχρι το τέλος της, η Ποιητική καλύπτει ένα ευρύ ιστορικό, λογοτεχνικό, θεολογικό και φιλοσοφικό φάσμα θεωριών και αναφορών στην έννοια του κήπου, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχογεωγραφία αυτού του τόπου.
Όμηρος
Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.
Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]
Γκουρμπετελλί Ερσόζ
Από παλιά τα βουνά ήταν μέσα στην καρδιά μου, αλλά κατάλαβα ότι πόλεμος σημαίνει να κεντήσω την καρδιά μου στα βουνά.
Δεν μπορεί να υπάρξει πόλεμος χωρίς το φόβο.
Ο πόλεμος δεν είναι ζωή στον κήπο με τα ρόδα, αλλά προσπάθεια συνέχισης της ζωής μέσα στην πυρίτιδα και στο αίμα”.
Tο ΚΕΝΤΗΣΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ. Ημερολόγιο μιας Κούρδισσας αντάρτισσας, 1995-1997 της Γκουρμπετελλί Ερσόζ είναι ένα χρονικό του αγώνα για ανεξάρτητο Κουρδιστάν και ταυτόχρονα μια επιτόπια μαρτυρία ως απάντηση στην παραπληροφόρηση του κράτους της Τουρκίας και των συμμάχων του.
Η Γκουρμπέτ, η Ξενιτοπούλα, αφηγείται μάχες, γράφει ποιήματα, αποδύεται σε στοχασμούς και αυτοκριτική. Το γράψιμο του ημερολογίου είναι για εκείνη, αφενός, πράξη πολιτική και προσωπική, που της επέτρεψε την ακατέργαστη καταγραφή των γεγονότων μιας ιστορίας που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ επίσημα, και, αφετέρου, ευκαιρία να εκφράσει τα όνειρά της, τις πεποιθήσεις της, να διατυπώσει τις αναλύσεις και τις αμφιβολίες της.
Το Ημερολόγιο της Γκουρμπέτ μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας μαχήτριας, να διαπιστώσουμε και να εξερευνήσουμε τα παρακείμενα και τις αντιφάσεις του ένοπλου αγώνα, και, κυρίως, να συντροφέψουμε τις αντάρτισσες γυναίκες και να σφυρηλατήσουμε το ρόλο τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
Η κατασκευή ενός αρχείου μνήμης in situ μας είναι απαραίτητη στο να χαρτογραφούμε και να συνοδεύουμε τους πολιτικούς αγώνες.