Βλέπετε 1–12 από 17 αποτελέσματα

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

18.80

Κάποτε, πριν από χρόνια, ο Κ. είχε σκύψει σε ένα πηγάδι μαζί με μια γυναίκα. Τα δύο πρόσωπά τους σάλεψαν, μια στιγμή, πάνω στα σκοτεινά νερά, γυαλιστερά, τρεμάμενα, το ένα κολλητά στο άλλο. Κι αμέσως ο Κ. ένιωσε ότι αγαπούσε αυτή τη γυναίκα.

Μια φορά ένας πασάς κάλεσε έναν φτωχό να του κάνει το τραπέζι. Έβαλε μπροστά του ένα πιάτο ελιές κι ένα πιάτο μαύρο χαβιάρι. Ο φτωχός ούτε στράφηκε να δει τις ελιές, έπεσε με τα μούτρα στο χαβιάρι. «Φάε κι ελιές, κουμπάρε», του λέει ο πασάς. «Καλό είναι και το χαβιάρι, πασά εφέντη μου», απάντησε, μασουλώντας πάντα, ο φτωχός.

Στην Κίνα ο Κ. είχε δει μια ζωγραφιά ανείπωτης αβρότητας, με τον τίτλο: «Η καμπάνα του δειλινού που χτυπάει σε μακρινό ναό». Δεν έβλεπες ούτε ναό ούτε καμπάνα. Μόνο ένα ήρεμο τοπίο, ελαφρά χρυσαφένιο, σκεπασμένο με γαλάζιο αέρα.

Όταν σε σκεφτούν οι κάμπιες, Θεέ μου, γίνονται πεταλούδες!

*

Μια περιπλάνηση στο σύμπαν του Νίκου Καζαντζάκη, ένα μωσαϊκό από 259 αλληγορίες σπαρμένες σε ολόκληρο το έργο του: στα μυθιστορήματα, στα ταξιδιωτικά, ακόμη και στην αλληλογραφία του.

Το απόσταγμα της σοφίας του κορυφαίου συγγραφέα, αντλημένο από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, την εβραϊκή παράδοση, το Ταό, το ζεν, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τον λαό της Κρήτης, την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και από την παγκόσμια Ιστορία.

*

Το αχανές έργο του δημιουργού του Ζορμπά βρίθει από σύντομες αλληγορίες, συμβολικά διηγηματάκια, μικροϊστορίες μισής σελίδας που πηγάζουν και συνίστανται από ιδέες. Μυστικιστικές παραβολές, πες. […]

Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από περίφημο πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω.

Από τον πρόλογο του συγγραφέα

Ποίηση

Υπερώον

Γιάννης Ρίτσος

10.95

Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.

Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;

Είναι γνωστό – ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.

Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.

Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.
Έρη Ρίτσου

 

Ελληνική λογοτεχνία

Το show είναι των Ελλήνων

Μένης Κουμανταρέας

6.00

Τι μπορεί να είπαν ο Κ.Π. Καβάφης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο τη μία και μοναδική φορά που συναντήθηκαν και ποια ήταν η αφορμή;
Τι σχέση μπορεί να είχε το κιμονό της Μπατερφλάυ με τον δικτάτορα Μεταξά και τα κανόνια του πολέμου;
Πώς, που και πότε ο Τσώρτσιλ φύσηξε τον καπνό του πούρου του στα μούτρα του σύντροφου Σιάντου και ποιες ήταν οι συνέπειες;
Τρεις συναντήσεις στις κουίντες της Ιστορίας με πρωταγωνιστές που σφράγισαν τον νεοελληνικό μας βίο.
Ο τίτλος της τρίτης νουβέλας και τίτλος όλου του βιβλίου είναι φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στον Ουκρανό φωτογράφο Κέσσελ, στη διάρκεια της ιστορικής σύσκεψης στις 26 του Κόκκινου Δεκέμβρη το ’44, όπου η τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας παιζόταν κορόνα-γράμματα.
Η μεσαία νουβέλα, “Ο κύριος Μπατερφλάυ”, αφορά μια άλλη παράσταση, ιταλικής όπερας αυτή τη φορά, με καλεσμένο τον υιό Πουτσίνι τρεις μόλις μέρες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η “Μπατερφλάυ του πολέμου”, όπως έγινε γνωστή, και μέχρι πρότινος ακόμα υπήρχαν επιζώντες.
Τέλος, η εναρκτήρια νουβέλα “Μια μέρα απ’ τη ζωή τους”, αφορά τη μοναδική φορά που ο Κωνσταντίνος Καβάφης συναντά τον Δημήτρη Μητρόπουλο τον Οκτώβριο του ’32 σε γνωστό αθηναϊκό σπίτι και ακούει τον μουσικό να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά ποιήματά του.

Βεβαίως δεν πρόκειται για ιστορικό ή πολιτικό βιβλίο. Η φαντασία έχει το πάνω χέρι και επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει.

Ξένη λογοτεχνία

Το κιβώτιο

Άρης Αλεξάνδρου

16.23

Το Κιβώτιο, έργο φαντασίας, εξαιρετικά ευανάγνωστο και συναρπαστικό σε όλα τα κεφάλαια του, είναι κλασικό θα λέγαμε μυθιστόρημα, που όμως ξεχωρίζει αισθητά για τις συνεχείς παρεκβάσεις του από τα καθιερωμένα είδη, τα οποία γνωρίζει και σέβεται.

Σε πρώτο στρώμα φαίνεται να περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας σαρανταμελούς ομάδας επίλεκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου θα κριθεί η έκβαση της αποστολής. Το κιβώτιο φτάνει στο προορισμό του με μοναδικό επιζώντα τον ανώνυμο αφηγητή που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας διεκπεραίωσης της επιχείρησης. Συνεπώς τίθεται από την αρχή θέμα της αξιοπιστίας του, που δεν τη προστατεύει το πλούσιο αγωνιστικό του παρελθόν. Έτσι υποχρεώνεται να απολογείται με επιστολές του απέναντι σε έναν ανακριτή που τον βλέπει μια φορά, και ο οποίος τελικά παραμένει άγνωστος και αγνώστων προθέσεων. Η κρίσιμη και αποφασιστική για το σύστημα «αλήθεια» παραμένει αίνιγμα και ο παραλήπτης της αλήθειας απροσδιόριστος.

Ωστόσο, η υπόθεση είναι πειστική, είναι αληθοφανής και το ενδιαφέρον της συνεχώς αυξάνει. Τα γεγονότα συμβαίνουν απέναντι σε μια υπαρκτή κατάσταση που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού, με τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα, συντηρώντας τις ασθένειες  του στην πιο αποτρόπαιη μορφή.

Γι’ αυτό, διαβάζοντας το έργο από μία ουσιαστική γωνία μπορείς να πεις ότι στο μυθιστορηματικό του σύμπαν συγκεντρώνεται ένας αντιπροσωπευτικός κόσμος ανθρώπων και καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας, όπου τα επισφαλή κίνητρα των οπαδών της κρύβονται με επιμέλεια πίσω από τη μονάδα αφοσίωσης και της υστεροβουλίας, ενώ καταγράφεται η κυρίαρχη νοοτροπία, σιωπηρά υποταγμένη στον πολιτικό αμοραλισμό, οποίος από ένα πρόταγμα ελευθερίας  – με διαδοχικές πράξεις – καταλήγει στην αναίρεση της. Και το μήνυμα του έργου, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Ο συγγραφέας αρνείται να εφεύρει μια και μοναδική απάντηση για την ανθρώπινη μοίρα.

Ελληνική λογοτεχνία

Το χρονικό των τριών ημερών

Κωστούλα Μητροπούλου

10.14

Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.

«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».

Fiction/Μυστηρίου

Το ένα από το άλλο

Φίλιπ Κερ

15.93

Μόναχο, 1949.
Στην πόλη επικρατεί χάος. Εγκληματίες πολέμου το σκάνε, βρώμικες συμφωνίες κλείνονται και μαχαιριές πέφτουν πισώπλατα.
Η πόλη έχει πολύ ψωμί για έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ: να καθαρίζει το ναζιστικό παρελθόν ευκατάστατων πολιτών, να διευκολύνει τη φυγή κάποιων στο εξωτερικό, να διευθετεί αξιώσεις για κλοπιμαία.
Είναι δουλειές που αηδιάζουν τον Μπέρνι Γκούντερ, αλλά γεμίζουν το άδειο πορτοφόλι του.
Κάποια στιγμή μια γυναίκα ζητάει τη βοήθειά του.
Ο άντρας της έχει εξαφανιστεί.
Πρόκειται για τον σαδιστή πρώην διοικητή ενός από τα πιο φρικτά στρατόπεδα εργασίας στην Πολωνία.
Δεν θέλει να τον βρει, θέλει απλώς να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρός. Φαίνεται αρκετά απλή υπόθεση και ο Γκούντερ την αναλαμβάνει. Στην πορεία συνειδητοποιεί ότι έχει μπλέξει πολύ άσχημα και αντιμετωπίζει εχθρούς από κάθε πλευρά.
Στην ηττημένη και διχασμένη Γερμανία, είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις ποιον μπορείς να εμπιστευτείς.

Ελληνική λογοτεχνία

Η Νυχτερίδα

Στρατής Τσίρκας

16.38

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες απαρτίζονται από τρεις τόμους: Η Λέσχη (1961), Αριάγνη (1962), Η Νυχτερίδα (1965). Η δράση τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια. Ένα μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας ανθρώπινη φωνή στο έπος και στο δράμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε ποικίλες αναδρομές, η τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους, από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κάποιων ηρώων, ως την παλιά Αίγυπτο ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου, το κίνημα του Απρίλη 1944 και τη δραματική καταστολή του, ενώ, με τον επίλογο του γ’ τόμου, μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Εμφύλιο, το 1954, όπου ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές. Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Ιστορική ακρίβεια και φαντασία σπάνια δένονται σ’ ένα τόσο αρμονικό σύνολο.

Κινώντας στιβαρά μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις των γεγονότων στη συνείδηση και στις σχέσεις των ανθρώπων, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Πολιτικές μηχανορραφίες, αχαλίνωτες φιλοδοξίες μέσα στη δίνη του πολέμου, αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς και γενναιότητας δίνουν το στίγμα των “Ακυβέρνητων Πολιτειών”, όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και με άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να συγχωνεύσει τον μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό έργο, που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα σ’ αυτό τον “σύντομο 20ό αιώνα”.

Ελληνική λογοτεχνία

Λυκοχαβιά

Κώστας Μπαρμπάτσης

9.90

«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.

Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.

Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.

Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.

Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.

Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.

Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης.

Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.

Ρολάν Μπαρτ

10.80

Τι ξέρουμε για το κείμενο; Τον τελευταίο καιρό, η θεωρία επιχειρεί να δώσει κάποια απάντηση. Μένει όμως ένα ερώτημα: Τι απολαμβάνουμε από το κείμενο;

Το ερώτημα τούτο οφείλουμε να το θέσουμε έστω και μόνο για ένα λόγο τακτικής: οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου ενάντια στην αδιαφορία της επιστήμης και στον πουριτανισμό της ιδεολογικής ανάλυσης∙ οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου ενάντια στην ταπείνωση της λογοτεχνίας σαν απλής ψυχαγωγίας.

Πώς να θέσουμε το ερώτημα; Συμβαίνει το χαρακτηριστικό της απόλαυσης να είναι πως δεν μπορεί να ειπωθεί. Χρειάστηκε λοιπόν να προσφύγουμε σε μια άτακτη σειρά αποσπασμάτων: στιλπνές πλευρές, πινελιές, κουκκίδες – φυλακτήρια ενός αόρατου σχεδιάσματος: απλή σκηνοθεσία της ερώτησης, βλαστός εξωεπιστημονικός της κειμενικής ανάλυσης.

Ρολάν Μπαρτ

Αν διαβάζω κι απολαμβάνω τούτη τη φράση, τούτη την ιστορία ή τούτη τη λέξη, είναι γιατί έχουν γραφεί μες στην απόλαυση. Το αντίθετο όμως; Γράφοντας μες στην απόλαυση, εξασφαλίζω άραγε – εγώ, ο συγγραφέας – την απόλαυση του αναγνώστη μου; Καθόλου. Τον αναγνώστη αυτόν πρέπει να τον γυρέψω [να τον «ψαρέψω»], χωρίς να ξέρω πού είναι. Κι έτσι δημιουργείται ένας χώρος της ηδονής. Δεν είναι το «πρόσωπο» του άλλου που μου είναι αναγκαίο, είναι ο χώρος…

Ρολάν Μπαρτ

Γρηγόρης Τσούνης & Λάμπρος Τσούνης

19.80

Όλοι γνωρίζουν ότι η Ακρόπολη είναι το σημαντικότερο μνημείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ότι ο Ιερός Βράχος δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα μεγάλα οικοσυστήματα της Ελλάδας, όπως τους εθνικούς δρυμούς, τα εθνικά πάρκα, τους υγροτόπους, τις περιοχές Natura 2000.

Στα είκοσι χρόνια των ερευνών τους ο Γρηγόρης και ο Λάμπρος Τσούνης κατέγραψαν όλα τα σπάνια φυτά και ζώα που απαντούν στα μονοπάτια της. Ανακάλυψαν ξανά, ύστερα από εκατό χρόνια που θεωρούνταν εξαφανισμένη, τη Μικρομέρια της Ακρόπολης. Το στενότοπο αυτό ενδημικό φυτό είναι από τα πιο σπάνια στον κόσμο και ζει μόνο στον Ιερό Βράχο και πουθενά αλλού στη γη!

Τα Μονοπάτια της Ακρόπολης είναι ένα κάλεσμα γνωριμίας με την απόλυτη ομορφιά και την υψηλή αισθητική. Με τον μαγικό κόσμο της φύσης στην Ακρόπολη, η οποία θα πρέπει να ανακηρυχθεί παγκόσμιο μνημείο φυσικής κληρονομιάς.

Στέφανος Παπατρέχας

11.25

Μεσαίωνας. Οι ισορροπίες ενός μοναστηριού διαταράσσονται από μια μοναχή, που φέρνει την αμαρτία. Μια δούκισσα βασανίζεται από τις ενοχές της και τιμωρείται μέσα από δαίμονες του ύπνου. Τσιγγάνοι στήνουν γλέντι και ξεγελούν ανυποψίαστους διαβάτες. Και ένας μυστηριώδης άνθρωπος – παρών σε όλα – εξαπατάει τους πάντες γλιστρώντας ανάμεσά τους και καταργώντας κάθε νόμο.

Νόμοι, άγγελοι, δαίμονες, ψέματα και αλήθεια… Ο άνθρωπος του οποίου τη σκοτεινή ζωή μα και τον θάνατο θα δείτε έπαιξε με όλα αυτά. Και θα το ακούσετε κι εσείς από το στόμα άλλων προσώπων της ύπαρξης αυτής, ποια ήταν η ταυτότητά της και ποια η αλήθεια. Εάν υπάρχει αλήθεια…

Ελληνική λογοτεχνία

Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

9.90

Τριάντα έξι σύντομα κείμενα για ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, από την οικογένεια και τους φίλους μου ως το πάθος με το γράψιμο.

Μια επιλεκτική αυτοβιογραφία.