Βλέπετε 1–15 από 92 αποτελέσματα

Πόλις

Λάσλο Κρασναχορκάι

Σε μια μικρή και λησμονημένη από τον Θεό πόλη της Ουγγαρίας, χαμένη μέσα στην ομιχλώδη και παγωμένη λεκάνη των Καρπαθίων, πλανάται η απροσδιόριστη απειλή μιας επικείμενης καταστροφής. Η απειλή, που δεν κατονομάζεται ποτέ, επιτείνεται όταν καταφτάνει στην πόλη ένα μυστηριώδες τσίρκο που κουβαλάει μαζί του μια γιγαντιαία φάλαινα και επιδεικνύει τον παράδοξο “Πρίγκιπα” με τα τρία, καθώς λέγεται, μάτια. Οι τρομαγμένοι πολίτες νιώθουν πως πρέπει να αντιδράσουν και καταφεύγουν σε οτιδήποτε νομίζουν πως μπορεί να δαμάσει το χάος, από τη μουσική ως τον φασισμό. Και ανάμεσα στους μοχθηρούς ή άβουλους κατοίκους της πόλης ξεχωρίζει ο αλαφροΐσκιωτος Βάλουσκα, ο τρυφερός ήρωας του βιβλίου, η μοναδική αγνή και ευγενική ψυχή. “Αντάξιο ενός Κάφκα κι ενός Μπέκετ, ενός Μπέρνχαρτ και ενός Μέλβιλ, το μυθιστόρημα καθηλώνει τον αναγνώστη με τις υπνωτιστικές ποιητικές εικόνες του, τους παραληρηματικούς μονολόγους των ηρώων του και τις μπουρλέσκ καταστάσεις που φέρνουν ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη του αναγνώστη. Με άκρως διεισδυτική ματιά, ο συγγραφέας περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση στις σύγχρονες κοινωνίες μας, στις οποίες τα άτομα, έρμαια του φόβου και των δεισιδαιμονιών τους, μάταια αγωνίζονται ενάντια στην κατάσταση της διάλυσης και του χάους που, κατά την άποψη του συγγραφέα, “είναι η φυσική κατάσταση του κόσμου”. Μυστήριο, μελαγχολία και θλίψη διατρέχει όλο το βιβλίο η αντίσταση είναι ανώφελη, αφού η προσπάθεια να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση οδηγεί την πόλη σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Η μόνη χαραμάδα φωτός είναι η αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασής μας και η αλλαγή στάσης απέναντι στη ζωή και στον συνάνθρωπό μας”, παρατηρεί η μεταφράστρια του βιβλίου Ιωάννα Αβραμίδου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Πάει και το φραντζολάκι

Λάσλο Κρασναχορκάι

Κεντρικός ήρωας του νέου μυθιστορήματος του Λάσλο Κράσναχορκαϊ είναι ο 91χρονος Γιόζι Κάντα, ο οποίος μάταια έκανε τα πάντα για να εξαφανιστεί από τα μάτια του κόσμου. Οι οπαδοί του, όμως, καταφέρνουν να τον εντοπίσουν σ’ ένα χωριό της Ουγγαρίας. Ο Κάντα, συνταξιούχος ηλεκτρολόγος, έχει στο αίμα του το ινκόγκνιτο, η οικογένειά του κρατάει μυστική την καταγωγή της εδώ και αιώνες και, προς το παρόν, ούτε κι ο ίδιος θέλει να μαθευτεί ευρέως ότι, σαν απόγονος του Τζένγκις Χαν και του Μπέλα Δ΄, θα μπορούσε να διεκδικήσει τον ουγγρικό θρόνο ως Ιωσήφ Α΄ του οίκου των Άρπαντ. Δεν θέλει ωστόσο να αναμειχθεί στην πολιτική: δηλώνει ότι δεν θέλει να ταΐσει άλλο τη φωτιά, αλλά να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι. Τι λένε όμως γι’ αυτό οι ενθουσιώδεις μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται αιθεροβάμονες βασιλόφρονες αλλά και επίδοξοι τρομοκράτες; Και γενικά: μπορεί κανείς να προλάβει ποτέ το μοιραίο; Στο νέο του σατιρικό μυθιστόρημα, ο Κράσναχορκαϊ –μετά τη Νέα Υόρκη, τη Δαλματία και τη Θουριγγία– επιστρέφει σε μια καρναβαλική Ουγγαρία. Όλοι είναι βυθισμένοι στο τέλμα: ο γερο-βασιλιάς με το εξοχικό του σπιτάκι αλλά και οι φιλοξενούμενοί του που εμφανίζονται από το πουθενά, ανάμεσά τους και ένας περιπλανώμενος μουσικός ονόματι Λάσλο Κράσναχορκαϊ. Και πού να βρίσκεται στο μεταξύ το Φραντζολάκι, το σκυλί φύλακας του Γιόζι; Θα χαθεί στην ομίχλη; Ή θα παραμείνει μαζί μας για πάντα;

20.00

Λάσλο Κρασναχορκάι

Τοποθετημένη στο σήμερα, η Επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ αφηγείται την ιστορία του βαρόνου Μπέλα Βένκχαϊμ (ενός ήρωα που θυμίζει τον πρίγκιπα Μίσκιν), ο οποίος αποφασίζει, στο τέλος της ζωής του, να επιστρέψει στη γενέτειρά του στην ουγγρική επαρχία. Δραπετεύοντας από το Μπουένος Άιρες, για να μην αναγκαστεί να πληρώσει τα υπέρογκα χρέη του στα καζίνα της πόλης, όπου ζούσε εξόριστος, ελπίζει να συναντηθεί και πάλι με τη Μάρικα, την αγαπημένη του από τα μαθητικά του χρόνια. Στην πατρίδα του πια, βρίσκει μια πόλη γεμάτη κομπιναδόρους και πολιτικάντηδες, όπου βασιλεύει η μιζέρια και ο παραλογισμός. Στο μεταξύ, ο κύριος Καθηγητής -ένας διεθνούς φήμης επιστήμονας που μελετά τα βρύα και ζει σε ένα αλλόκοτο παράπηγμα, σαν ησυχαστήριο, σε μια ακατοίκητη περιοχή έξω απ’ την πόλη- παραληρεί ακατάπαυστα και προσπαθεί επίμονα να αποκτήσει ανοσία απέναντι στις ίδιες του τις σκέψεις. Μέσω μιας συναρπαστικής πλοκής, με τον θάνατο και την άβυσσο να καραδοκούν, η έσχατη καταδίκη έρχεται να συντρίψει τους ανυποψίαστους κατοίκους της πόλης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Η Σέιομπο πέρασε από κάτω

Λάσλο Κρασναχορκάι

Από το Κιότο στη Βενετία, από το Παρίσι στην Αθήνα, και, ακόμη, περνώντας από τη Γρανάδα και τη Γενεύη, ο Λάσλο Κρασναχορκάι μας παρασύρει σε ένα γοητευτικό ταξίδι μέσα από δεκαεπτά αφηγήσεις, που αποτελούν παραλλαγές και στοχασμούς γύρω από την τέχνη και τη δημιουργία, αλλά και την αναζήτηση: του ιερού. Με τη βοήθεια ενός τουρίστα, που χάνεται στα δαιδαλώδη δρομάκια της Βενετίας και ανακαλύπτει θαμπωμένος ένα άγνωστο έργο της Σχολής του Σαν Ρόκο, ενός ηθοποιού του θεάτρου Νο, ο οποίος ενσαρκώνει τη θεά Σέιομπο, ενός φύλακα του Μουσείου του Λούβρου, που τον συνδέει ένας σχεδόν ερωτικός δεσμός με την Αφροδίτη της Μήλου, ή, ακόμα, ενός αρχιτέκτονα παθιασμένου με τη μουσική μπαρόκ, ο οποίος με αδέξιο τρόπο προσπαθεί να μεταδώσει τον ενθουσιασμό του σε κάποιους γέροντες χωρικούς, ο συγγραφέας μάς κάνει να μοιραστούμε μαζί του τη δύναμη της καλλιτεχνικής εμπειρίας σε όλη την πολυπλοκότητά της. Ξεδιπλώνοντας μια μεγαλειώδη πρόζα, που με τον ρυθμό της μας προσκαλεί σε στοχαστικές αναζητήσεις, ο Κρασναχορκάι, διαδοχικά ιερατικός, ειρωνικός, και πάντα βαθιά καλλιεργημένος, καταπιάνεται με τον ρόλο του καλλιτέχνη, αλλά και του θεατή, και ερευνά τη συγκίνηση που προκαλεί η μεγάλη τέχνη στον καθένα από εμάς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) «Με απρόσμενο τρόπο, η σειρά των κεφαλαίων της Σέιομπο -φωτεινά και κάποιες φορές εκτυφλωτικά, όπως εκείνο που είναι αφιερωμένο σε μια επίσκεψη στην Ακρόπολη με τον ήλιο κατακούτελα, που μας κάνει να συναντήσουμε τα θαύματα του ορατού μας κόσμου (αγάλματα, πίνακες, μάσκες, μνημεία)- ολοκληρώνεται με σελίδες απίστευτης, σχεδόν αβάσταχτης, έντασης με μια κραυγή στο σκοτάδι». (Le Nouveau Magazine Litteraire) «Η αβάσταχτη ομορφιά της τέχνης. Ένας ύμνος στην αισθητική έκσταση. Ο μακροπερίοδος χαρακτηριστικός λόγος του Κρασναχορκάι δεν δυσκολεύει τον αναγνώστη και συμβολίζει με τον τρόπο του τη βαθιά εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ωραίου που καθοδηγεί το κείμενο και μας καθιστά πιο ισχυρούς». (Le Monde) «Τον χαρακτηρίζουν αυστηρό και δυσπρόσιτο. Ο μεγάλος Ούγγρος συγγραφέας με τη Σέιομπο αποδεικνύει ότι η ριζοσπαστικότητά του δεν τον εμποδίζει να παρακολουθεί τον κόσμο γύρω του. Ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα για τη δύναμη της τέχνης με ύφος αισθητικού μανιφέστου». (Lire)

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Το τανγκό του Σατανά

Λάσλο Κρασναχορκάι

Ένα απομονωμένο χωριό βυθισμένο στην εγκατάλειψη και την παρακμή, στα βάθη μιας ουγγρικής πεδιάδας που τη σαρώνει ο άνεμος και η αδιάκοπη βροχή. Παντού λάσπη, αγέλες σκύλων τριγυρίζουν και οι λιγοστοί κάτοικοι φυτοζωούν ανάμεσά τους, ένας γιατρός χωρίς ασθενείς κι ένας δάσκαλος χωρίς μαθητές. Χωρίς δουλειά, παλεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσω της ίντριγκας, της προδοσίας, της απιστίας, νιώθοντας βαθιά απόγνωση. Κάθε προσπάθεια φυγής είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων. Ο κομμουνισμός έχει καταρρεύσει, η πίστη στον Θεό και στις ιδεολογίες έχει κλονιστεί. Και να, ξαφνικά, δύο άντρες, που όλοι πίστευαν ότι είναι νεκροί, επανεμφανίζονται. Φως στο σκοτάδι. Ο ένας από τους δύο, παρά τη διαβολική του εμφάνιση, γίνεται δεκτός ως ο «Μεσσίας» που θα τους σώσει από τον αφανισμό. Περιμένουν, αγωνιούν και ελπίζουν. Έχουν την αίσθηση μιας επικείμενης αποκάλυψης. Τη φοβούνται και την επιθυμούν. Το “Τανγκό του Σατανά” είναι ο κωμικοτραγικός χορός μιας λύτρωσης που δεν έρχεται ποτέ, ένα ποιητικό ταξίδι για την αναζήτηση της αλήθειας, ένα κείμενο που ξεχειλίζει από συμπόνια και ανθρωπιά για τη μηδαμινή κουκκίδα που συνιστά η ύπαρξή μας μέσα σ’ έναν χαοτικό κόσμο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) «Το “Τανγκό του Σατανά” είναι ένα κολοσσιαίο μυθιστόρημα: συμπαγές, έξυπνα δομημένο, συχνά συνταρακτικό, με ένα όραμα που συναρπάζει. Σκληρό, αμείλικτο και σε τέτοιο βαθμό ζοφερό που συχνά γίνεται κωμικό. Ο Κρασναχορκάι είναι ένας οραματιστής συγγραφέας» (Theo Tait, The Guardian) «Μεθυστικό και χιουμοριστικό, σκοτεινό αλλά όμορφο, το “Τανγκό του Σατανά” είναι ένα σύγχρονο αριστούργημα που καταφέρνει όχι μόνο να μιλήσει στην εποχή του, αλλά και να την υπερβεί» (Beth Jones, The Telegraph)

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Πόλεμος και πόλεμος

Λάσλο Κρασναχορκάι

Από τις γειτονιές μιας μικρής ουγγρικής πόλης, στη Βουδαπέστη, στη Νέα Υόρκη και αλλού, ακολουθούμε τη μανιακή φωνή του Γκιόργκι Κόριμ, του ήρωα του Πόλεμος και πόλεμος, αυτού του ταπεινού, θλιμμένου γραφιά. Απελπισμένος, ώρες ώρες σχεδόν τρελός, αλλά επίσης έντονα συναισθηματικός, ο Κόριμ έχει ανακαλύψει, στα σκονισμένα Αρχεία της μικρής ουγγρικής πόλης όπου εργάζεται, ένα χειρόγραφο το οποίο επί δεκαετίες δεν έχει αγγίξει κανείς. Το συγκλονιστικής ποιητικής ομορφιάς κείμενο εξιστορεί την περιπλάνηση τεσσάρων συντρόφων, που πολέμησαν μαζί σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο και αγωνίζονται τώρα να επιστρέψουν σπίτι τους και να ξεφύγουν από τον αμείλικτο κόσμο της βίας. Συγκινημένος από τον εξαιρετικά ευάλωτο χαρακτήρα των ηρώων του χειρογράφου, ο Κόριμ θέτει ως σκοπό της ζωής του να μεταβιβάσει στον κόσμο το ζωτικής σημασίας μήνυμα του κειμένου που μόλις ανακάλυψε. Αποφασίζει να εκπληρώσει αυτό το καθήκον στη Νέα Υόρκη, που αποτελεί για κείνον το «κέντρο του κόσμου». Ακολουθώντας τον Κόριμ με επίμονο ρεαλισμό σε όλη του τη διαδρομή, και κυρίως στους δρόμους της Νέας Υόρκης, το Πόλεμος και πόλεμος -ένα από τα σημαντικότερα και πλέον φιλόδοξα βιβλία αυτού του Ούγγρου «μαιτρ της Αποκάλυψης», όπως τον αποκαλεί η Susan Sontag- μας μεταφέρει με συγκλονιστικό και ανθρώπινο τρόπο σ’ έναν κόσμο που διχάζεται ανάμεσα στην αγριότητα και τη μανιώδη ομορφιά. Με γραφή που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, το Πόλεμος και πόλεμος επιβεβαιώνει τα λόγια του W. B. Sebald ότι η πρόζα του Κρασναχορκάι «ξεπερνά κατά πολύ όλες τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες της σύγχρονης γραφής». (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Μποκανέρα

Μισέλ Πεντινιέλι

Αν πιστέψουμε τους κατοίκους της υπόλοιπης Γαλλίας, στη Νίκαια βρίσκουμε ήλιο, θάλασσα, τουρίστες, συνταξιούχους και φασίστες. Συναντάμε όμως και την Ντιου Μποκανέρα. Πενηντάρα, χωρίς παιδιά, αγαπά τον καφέ και πάσχει από αϋπνίες. Είναι ιδιωτική ντετέκτιβ και φορά αρβύλες, είναι αστεία και θαρραλέα, με μια δόση μελαγχολίας. Μια μέρα, ένας άντρας με αγγελική μορφή τής ζητά να ερευνήσει τον θάνατο του συντρόφου του. Λίγες μέρες μετά, δολοφονείται και ο ίδιος. Η Ντιου Μποκανέρα θα κάνει άνω-κάτω την πόλη για να ανακαλύψει τον ένοχο. Μια πόλη πλουσίων σε πλήρη ανοικοδόμηση, με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις, όπου οι γκέι, οι φτωχοί και οι μετανάστες, παρά τις μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσονται, έρχονται αντιμέτωποι με την καχυποψία και την εχθρότητα.

15.99

Ξένη λογοτεχνία

Χωριστά δωμάτια

Πιερ Βιτόριο Τοντέλι

Ο Λέο, διάσημος συγγραφέας στα τριάντα δύο του χρόνια, βιώνει τον τεράστιο πόνο της απώλειας του συντρόφου του, του Τόμας, ενός νεαρού Γερμανού πιανίστα. Προσπαθώντας να διαχειριστεί το πένθος του ταξιδεύει σε μια Ευρώπη που αλλάζει, και μέσα από τις συνεχείς αναδρομές του στο παρελθόν ξαναζωντανεύει η έντονη ερωτική τους σχέση: η γνωριμία τους σ’ ένα πάρτι στο Παρίσι, η περιπλάνησή τους στις μπιραρίες και τα πανδοχεία της δυτικής Γερμανίας, το επεισοδιακό τους ταξίδι στην Ισπανία την εβδομάδα των Παθών. Οι δυο εραστές συναντιούνται συχνά, περνούν τις διακοπές τους μαζί, αλλά ζουν χωριστά, σε διαφορετικές πόλεις, σε χωριστά δωμάτια, με απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Ο Λέο είχε επιβάλει αυτή την απόσταση προκειμένου να διατηρείται άσβεστο το ερωτικό τους πάθος και να μπορούν το υπόλοιπο διάστημα απερίσπαστοι να δουλεύουν, να δημιουργούν, να εξελίσσονται. Τώρα, που ο Τόμας έχει φύγει από τη ζωή, ο Λέο έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη μοναξιά που, εκτός από συναισθηματικά, τον μπλοκάρει και συγγραφικά. Σκάβει μέσα του για να βρει τα βαθύτερα κίνητρα της ζωής, της αγάπης, της γραφής, και στοχάζεται πάνω στη διαφορετικότητα, την πίστη, τη νεότητα που χάνεται, το πένθος, τη νοσταλγία. Η παρατήρηση του κόσμου γύρω του και οι λέξεις, για μία ακόμα φορά λυτρωτικές, θα τον βοηθήσουν να ανοιχτεί ξανά προς τους άλλους και τη ζωή την ίδια.

18.80

Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν

Ένας τόπος για να επιστρέφεις είναι ο τίτλος της ιστορίας ζωής του Τζεντ Τιούκσμπουρι, όπως την αφηγείται ο ίδιος, έχοντας φτάσει στη μέση ηλικία και έχοντας πια συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και με το περιβάλλον του. Την αφηγείται με μια γλώσσα ολοζώντανη που κινείται από το ποιητικό μέχρι το ωμό και το άσεμνο, με ελεγχόμενη συγκίνηση και καυστικό χιούμορ, αρχίζοντας από τα παιδικά του χρόνια σε μια άχρωμη αγροτική περιοχή της Αλαμπάμα και φτάνοντας μέχρι την επίτευξη των στόχων του: να γίνει ένα διακεκριμένος καθηγητής φιλολογίας που θα κατέχει πλήρως και σε βάθος το αντικείμενό του.

Ο Τζεντ γεννιέται στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στα εννιά του χρόνια χάνει τον μέθυσο και ακαμάτη πατέρα του σ’ ένα δυστύχημα που αγγίζει τα όρια του κωμικού. Η πανέξυπνη, υπερδραστήρια και πρακτική μητέρα του σπεύδει να μετοικήσει και να στήσει μια καινούργια ζωή για τον εαυτό της και το αγόρι της. Η ζωή τους κυλάει ομαλά μέσα στις δυσκολίες της και, όταν πια ο Τζεντ τελειώνει το σχολείο, η μητέρα του μία μόνο συμβουλή τού δίνει: «Να παίρνεις ό,τι είναι να πάρεις και μετά να τραβάς παρακάτω. Μη σταματάς πουθενά».

Ο Τζεντ συνεχίζει ακάθεκτος και διαπρέπει στους τομείς της κλασικής και μεσαιωνικής φιλολογίας, παρότι μεσολαβεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και βρίσκεται για ένα διάστημα να πολεμάει στο πλευρό των Ιταλών Παρτιζάνων. Με την επιστροφή του στον τόπο του, ξαναγυρίζει στο πανεπιστήμιο και παντρεύεται. Όμως η γυναίκα του πεθαίνει λίγο καιρό μετά τον γάμο τους. Ακολουθεί μια θυελλώδης σχέση με μια παλιά του γνώριμη, η οποία σφραγίζει όλο το μυθιστόρημα. Μετά το τέλος αυτής της σχέσης, της συναρπαστικής και ολέθριας, ο Τζεντ θα ξαναπαντρευτεί, θα αποκτήσει έναν γιο, και θα χωρίσει. Και τότε θα έρθει πια η ώρα να κάνει τον απολογισμό του με μάτι κοφτερό και με ανελέητο χιούμορ, σφυροκοπώντας και κατανοώντας, ίσως και δίνοντας άφεση στον εαυτό του.

Όλα αυτά, με φόντο μια Αμερική που σπεύδει να περάσει στη φάση της ευημερίας, τόσο μετά τον Α΄ όσο και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διότι στο παρασκήνιο των μυθιστορημάτων του Γουόρεν υπάρχει πάντα η Ιστορία. Ενίοτε και στο προσκήνιο.

Το Ένας τόπος για να επιστρέφεις είναι το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν και ένα από τα τρία καλύτερά του, όπως ο ίδιος πίστευε.

Με αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας μάς προσφέρει τρία κλειδιά που μας επιτρέπουν να προσπελάσουμε το συγγραφικό του σύμπαν: τον έρωτα, στη πιο σπαρακτική του διάσταση, την περιπέτεια, με τη μεσαιωνική έννοια της αναζήτησης ενός Γκράαλ, και τον Αμερικανικό Νότο, ως μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του ανήκειν και της απάρνησης.

Ο Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν γεννήθηκε στο Γκάθρι της Πολιτείας Κεντάκι των ΗΠΑ το 1905 και πέθανε στο Στράτον της Πολιτείας Βερμόντ το 1989.

Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και πανεπιστη-μιακός δάσκαλος, είναι ο μόνος Αμερικανός συγγραφέας που τιμήθηκε τόσο με το βραβείο Πούλιτζερ ποίησης (δύο φορές, το 1957 και το 1979) όσο και με το Πούλιτζερ μυθιστορήματος (για το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά, το 1947). Είναι επίσης ο πρώτος που έλαβε, το 1986, τον τίτλο του Δαφνοστεφούς Ποιητή των ΗΠΑ. Βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο ποίησης των ΗΠΑ και τιμήθηκε με το Medal of Freedom από τον Πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, καθώς επίσης και με το National Medal of Arts. Όπως έγραψαν οι New York Times, το πολυεπίπεδο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο καθρεφτίζει με σύνθετο και περίπλοκο τρόπο την ανθρώπινη εμπειρία. Σταθερός στόχος του συγγραφέα είναι να διερευνήσει την έννοια της τιμής και της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της ελευθερίας, της ευθύνης και της ενοχής.

25.00

Ξένη λογοτεχνία

Τι ωραίο πλιάτσικο

Τζόναθαν Κόου

Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου.

Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» περιλαμβάνει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα – για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράζονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, […] όπου “κατεστημένο” είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.

Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από την Μύριελ Σπαρκ: “Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί…”. Αυτό υποστηρίζει ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι. (ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, από το επίμετρο της έκδοσης)

[…] Όσον αφορά την πληγείσα υπερηφάνεια της βρετανικής άρχουσας τάξης, η Σώτη Τριανταφύλλου στο επίμετρο του μυθιστορήματος του Κόου δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των περιπετειών της μετά τη δεκαετία του 1960, όταν “ξαφνικά οι βαθυστόχαστοι Βρετανοί αποικιοκράτες παρουσιάζονταν ως κωμικοί γέροι με κάσκες και βερμούδες, και οι σοβαρές Αγγλίδες κυρίες ως ανέραστες γεροντοκόρες με τσιριχτές φωνές και κραυγαλέα καπελίνα”. Στο μυθιστόρημα του Κόου έχουμε και πάλι τα βρετανικά στερεότυπα τα οποία εξωθούνται στην υπερβολή και στο γελοίο, αλλά αυτή τη φορά η άρχουσα τάξη δεν είναι περιθωριοποιημένη, ούτε άκακη. Οι σνομπ της Βρετανίας δεν είναι απλώς εκκεντρικοί ή γραφικοί, αλλά είναι στυγνοί εκμεταλλευτές. Πλάσματα διεφθαρμένα πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας. Το αποτέλεσμα είναι κωμικό και ο Κόου το εκμεταλλεύεται στο έπακρον, με μια αποτελεσματικότητα άξια των καταβολών του.

Ο Κόου παραθέτει στο τέλος τις βασικές πηγές του έργου του, μια βιβλιογραφία αρκετά ευρεία. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για ένα λογοτέχνη που δεν βασίζεται απλώς στο αισθητήριό του ή στο ταλέντο του, αλλά σε ικανές αποσκευές γνωσιολογικού περιεχομένου. Έχοντας και ο ίδιος μια πολύ σικ ανατροφή, με σπουδές στα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ, είναι κομμάτι αυτής της βρετανικής κοινωνίας που σατιρίζει. Εκ των έσω γίνονται οι καλύτερες ανατροπές.

25.00

Ξένη λογοτεχνία

Οι Θεατρίνοι

Γκράχαμ Γκρην

Τρεις άντρες και μια γυναίκα ταξιδεύουν με το φορτηγό πλοίο “Μήδεια”, με προορισμό την Αϊτή. Ο κύριος Μπράουν, χωρίς ρίζες, χωρίς οικογένεια, χωρίς πίστη. Ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στο Πορτ-ω-Πρενς, που το κληρονόμησε από μια σχεδόν άγνωστή του γυναίκα: τη μητέρα του. Ο κύριος και η κυρία Σμιθ, Αμερικανοί, ιδεολόγοι, σταυροφόροι της χορτοφαγίας, που πιστεύουν με πάθος και αθωότητα ότι μπορεί να εξαλείψει τη βιαιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και ο αξιαγάπητος κύριος Τζόουνς: Είναι πράγματι ταγματάρχης; Έχει πολεμήσει στη Βιρμανία; Ή μήπως είναι ένας ψεύτης, ένας επιτήδειος απατεώνας με σκοτεινό παρελθόν και ανεξιχνίαστες προθέσεις;

Αϊτή: η λεηλατημένη χώρα της δικτατορίας του Πάπα Ντοκ και της παραστρατιωτικής οργάνωσης των Τοντόν Μακούτ, τόπος διαφθοράς, βίας και βαρβαρότητας, όπου όλα είναι ρευστά και αβέβαια, όπως τα ορίζουν οι κυνικοί της κάθε εξουσίας, μέσα κι έξω από τη χώρα. Εδώ οι ήρωες, άλλοι στρατευμένοι κι άλλοι παθητικοί θεατές, θα παίξουν ο καθένας τον ρόλο του, μέχρι να έρθει η ώρα του θανάτου ή η ώρα της αλήθειας. Θεατρίνοι που υποδύονται τον έρωτα δίχως να τον βιώνουν πραγματικά, παίζουν με τον κίνδυνο δίχως να πιστεύουν σε έναν ανώτερο σκοπό, κοντοστέκονται στις παρυφές της ζωής κρυμμένοι πίσω από μάσκες.

Ατμόσφαιρα έντασης, στοιχεία αστυνομικού, ερωτικού και πολιτικού μυθιστορήματος, πλοκή που ξαφνιάζει, αγωνία που κορυφώνεται. Ο Γκράχαμ Γκρην καταγράφει την περιπέτεια της Αϊτής αλλά και κάθε ατομικής ύπαρξης, αποδίδοντας άλλοτε με βρετανικό φλέγμα και άλλοτε με ειρωνεία το κωμικό στοιχείο που συνοδεύει την τραγική εμπειρία, τα πολιτικά παιχνίδια, την ηθική αμφιθυμία και την αναζήτηση νοήματος μέσα στο χάος.

 

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Επίτιμος Πρόξενος

Γκράχαμ Γκρην

Σε μια επαρχιακή πόλη της Αργεντινής, μια αντάρτικη ομάδα σχεδιάζει την απαγωγή του αμερικανού πρεσβευτή. Από λάθος, όμως, στη θέση του συλλαμβάνει τον επίτιμο πρόξενο (χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες) της Μεγάλης Βρετανίας, Τσάρλι Φόρτναμ. Εξηντάρης, αμετανόητος πότης, παντρεμένος με μια νεαρή πρώην πόρνη, την Κλάρα, δεν έχει και πολλές συμπάθειες και η τύχη του αφήνει μάλλον τους πάντες (και τη Μεγάλη Βρετανία) αδιάφορους.

Μόνο ο νεαρός γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, γιος ενός εξόριστου Άγγλου που πέρασε δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή πριν δολοφονηθεί, εραστής της Κλάρα, ανίκανος να αγαπήσει, ζηλεύοντας το πάθος που τρέφει ο Φόρτναμ για την ερωμένη του, μπλέκεται σχεδόν άθελά του στην προσπάθεια απελευθέρωσης του ομήρου, αντιμετωπίζοντας γραφειοκρατικά εμπόδια, κρατική διαφθορά, διπλωματικές συμπαιγνίες, καθώς και τη συναισθηματική εμπλοκή του με τους απαγωγείς, των οποίων ηγείται ένας πρώην ιερέας.

Ο Γκράχαμ Γκρην, με αφάνταστη μυθιστορηματική επιδεξιότητα, εκθέτει στους αναγνώστες του την άποψή του για τον κόσμο, τη χωρίς ελπίδα αγάπη, τους φτωχούς, την πίστη στον Θεό και την Επανάσταση, τη θυσία και τη λύτρωση, χωρίς ποτέ να εκπέσει στην ηθικολογία και τον διδακτισμό.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Η Δύναμις και η Δόξα

Γκράχαμ Γκρην

Η Δύναμις και η Δόξα καθιέρωσε τον Γκράχαμ Γκρην, διεθνώς, ως συγγραφέα μεγάλου διαμετρήματος. “Θεωρείται κατά γενική ομολογία το αριστούργημά του, το βιβλίο του Γκρην που χαίρει της μεγαλύτερης εκτίμησης τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς”, γράφει ο Τζον Άπνταϊκ.

Με το επιχείρημα ότι ο Καθολικός κλήρος είναι διεφθαρμένος και οπισθοδρομικός, η επαναστατική κυβέρνηση του Μεξικού, το 1924, εξαπολύει ευρείας κλίμακας διώξεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας που έχουν ως επακόλουθο τον πόλεμο των Cristeros. Σε ορισμένες Πολιτείες οι διωγμοί είναι ιδιαίτερα σκληροί και οι ιερείς καλούνται να αποσχηματισθούν, υπό την απειλή της θανατικής ποινής. Η δράση του μυθιστορήματος τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

“Το κοινωνικό τοπίο είναι ένα τοπίο βίας και εγκατάλειψης. Κυρίως εγκατάλειψης, υλικής και ψυχικής. Έρημη χώρα: άδειες, παρατημένες καλύβες, εγκαταλελειμμένα σπίτια, γκρεμισμένες εκκλησίες, κουρασμένοι και παραιτημένοι άνθρωποι. Αρρώστια και θάνατος παντού. Ο Θεός φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τα πλάσματά του. […] Σε όλη αυτή την αχανή περιοχή, τούτη την περίοδο του άγριου διωγμού, έχει απομείνει ένας μόνο ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Διατρέχει την περιοχή κυνηγημένος από την αστυνομία, προσπαθώντας διαρκώς να κρυφτεί, να διαφύγει και να δραπετεύσει”, γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης.

Ο ήρωας συγκεντρώνει όλα τα μειονεκτήματα: αλκοολικός, πατέρας εξώγαμου παιδιού που το έχει εγκαταλείψει, δειλός, με πίστη κλονισμένη, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Και όμως, ο παπάς αυτός αρνείται να υποταγεί, μετακινείται από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να ξεφύγει από την καταδίωξη, φροντίζει ασθενείς, τελεί λειτουργίες, βαφτίζει παιδιά και οδηγείται στο μαρτύριο, κινούμενος από ένα ιδιότυπο αίσθημα αξιοπρέπειας. Ο Γκρην αντιπαραθέτει στον ήρωά του έναν άλλο, πολύ ισχυρό χαρακτήρα: τον επικεφαλής των διωκτικών δυνάμεων, αδιάφθορο, “ασκητή και μυστικό της Επανάστασης, που αγωνίζεται για τη συνολική καταστροφή του παλιού κόσμου της αδικίας”. Αυτός ο ιδεαλιστής με το περίστροφο “θέλει να λυτρώσει τα παιδιά από τη δυστυχία, τη φτώχια, τις προκαταλήψεις, είναι “διατεθειμένος να πραγματοποιήσει ολόκληρη σφαγή για χάρη τους”” (Στ.Ζ.) και, μολονότι επικαλείται τις αρχές της αδελφοσύνης και του Ορθού

Λόγου, βάφει τα χέρια του με αίμα.

Ο ίδιος ο Γκρην έγραψε για το Η Δύναμις και η Δόξα: “Αυτό το βιβλίο μου έδωσε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση από όλα όσα έχω γράψει”.

 

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Φεύγει το φάντασμα

Φίλιπ Ροθ

Σαν ένας άλλος Ριπ Βαν Ουίνκλ, που επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ανακαλύπτει ότι όλα έχουν αλλάξει, ο Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, την πόλη που έχει εγκαταλείψει πριν από έντεκα χρόνια. Μόνος στο σπίτι του στο βουνό, στην ορεινή Νέα Αγγλία, ο Ζούκερμαν δεν είναι παρά συγγραφέας: ούτε γυναίκες, ούτε ειδήσεις, παρά μόνο η ενασχόληση με το έργο του και η προσπάθεια να υπομείνει το άχθος των γηρατειών.

Περιπλανώμενος, σαν νεκραναστημένος, στους δρόμους της πόλης, σύντομα θα πραγματοποιήσει τρεις συναντήσεις που θα διαρρήξουν την επιμελώς περιφρουρημένη μοναξιά του. Η πρώτη είναι με ένα νεαρό ζευγάρι, το διαμέρισμα του οποίου ο Ζούκερμαν δέχεται, σε μια στιγμιαία παρόρμηση, να ανταλλάξει με το δικό του. Εκείνοι θέλουν να εγκαταλείψουν το Μανχάταν μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αναζητώντας καταφύγιο στην εξοχή, ενώ ο ίδιος ερωτοτροπεί με την ιδέα να επιστρέψει στη ζωή της πόλης. Αλλά, από τη στιγμή που τους συναντά, οΖούκερμαν αρχίζει επίσης να επιθυμεί να ανταλλάξει τη μοναξιά του με την ερωτική πρόκληση της νεαρής γυναίκας, της Τζέιμι: τα θέλγητρά της τον τραβούν και πάλι σε όσα πίστευε ότι είχε αφήσει πίσω του – τις ερωτικές σχέσεις, το ζωηρό παιχνίδι της καρδιάς και του σώματος.

Η δεύτερη συνάντηση είναι με ένα πρόσωπο που έχει σημαδέψει τα νεανικά χρόνια του Ζούκερμαν, την Έιμι Μπελέτ, σύντροφο και μούσα του Ε.Ι. Λόνοφ, ενός συγγραφέα που τον θαυμάζει απεριόριστα ο Ζούκερμαν. Η άλλοτε ακαταμάχητη Έιμι είναι σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα καταρρακωμένη από την ασθένεια, ταγμένη να διαφυλάσσει τη μνήμη εκείνου του αυστηρού Αμερικανού συγγραφέα, που έδειξε στον Νέιθαν τον μοναχικό δρόμο της συγγραφής.

Τέλος, η τρίτη συνάντηση είναι με τον επίδοξο βιογράφο του Λόνοφ, έναν αδίστακτο νεαρό λόγιο, ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο “μεγάλο μυστικό” του Λόνοφ.

Αιφνίδια μπλεγμένος -όπως ούτε ήθελε ούτε σκόπευε να εμπλακεί- με τον έρωτα, το πένθος, την επιθυμία και την εχθρότητα, ο Ζούκερμαν πρωταγωνιστεί σε ένα εσωτερικό δράμα με συναρπαστικές δυνατότητες και οδυνηρές επιπτώσεις. Στοιχειωμένο από το προηγούμενο έργο του Ροθ “Ο συγγραφέας-φάντασμα” (πρώτο μέρος της τριλογίας Ζούκερμαν Δεσμώτης), το “Φεύγει το φάντασμα” συνιστά ένα εντυπωσιακό άλμα σε μια νέα φάση της ακόρεστης αφοσίωσης του μεγάλου συγγραφέα στη μυθοπλασία.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Καθένας

Φίλιπ Ροθ

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι μια προσωπική, εξομολογητική, αλλά και, ταυτόχρονα, οικουμενική ιστορία που πραγματεύεται το φόβο του θανάτου, την απώλεια, τις τύψεις, τη στωικότητα. Ο συγγραφέας της “Συνωμοσίας κατά της Αμερικής” στρέφει τώρα την προσοχή του από την “οδυνηρή συνάντηση μιας οικογένειας με την ιστορία” (“The New York Times”) στην ισόβια αψιμαχία ενός ανθρώπου με τη θνητότητα.

Η μοίρα αυτού του καθημερινού ανθρώπου τού Ροθ ιχνηλατείται από την πρώτη, συγκλονιστική φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά των παιδικών καλοκαιριών του, και, περνώντας μέσα από οικογενειακά προβλήματα και επαγγελματικές επιτυχίες της ακμαίας του ωριμότητας, φτάνει ώς τα γηρατειά του, ώς τη σπαραχτική μαρτυρία της φθοράς των συνομηλίκων του και της δικής του σωματικής κατάπτωσης.

Είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα ‘κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει.
Κεντρικός άξονας αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος -είναι το εικοστό έβδομο του Ροθ και το πέμπτο που εκδίδεται στον 21ο αιώνα- είναι το ανθρώπινο σώμα. Θέμα του, η κοινή εμπειρία που μας τρομοκρατεί όλους.

Ο τίτλος είναι παρμένος από το αγγλικό αλληγορικό δράμα ανωνύμου (τέλη 15ου αιώνα) “Everyman” ή “The Summoning of Everyman” (“Καθένας” ή “Η κλήτευση του Καθένα”), ο κεντρικός ήρωας του οποίου, Καθένας, καλείται από τον Θάνατο να εκθέσει τα πεπραγμένα του σ’ αυτόν τον κόσμο.

 

16.23