Προβολή όλων των 9 αποτελεσμάτων

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μια λεσβιακή ζωή

Maria Cyber / Μαρία Κατσικαδάκου

21.20

Λεσβία είναι μια υπέροχη λέξη και από τότε που την ανακάλυψα δεν την έχω αποχωριστεί. Με καθορίζει και μου προσφέρει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. ΜΙΑ ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΖΩΗ! Απολαύστε λίγο από αυτή τη ζωή,  ξεναγηθείτε μέσα από τις φωτογραφίες και το κείμενο, αφεθείτε να νιώσετε τη γεύση της και υπερασπιστείτε το δικαίωμά της να υπάρχει, ίση με όλες τις άλλες ζωές!

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

10.00

«Το αρχαίο δραματικό ποίημα του μύθου της προμήθειας της φωτιάς από τον Προμηθέα ξεκίνησα να το μεταφράζω τον Σεπτέμβριο του 2014 (τώρα που σημειώνω, σε μια γωνιά του μυαλού μου αναδύεται η σεφερική λέξη μεταγραφή για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις) και πρέπει να σταμάτησα να εργάζομαι σ’ αυτό στα τέλη της άνοιξης του 2018», αναφέρει ο μεταφραστής. «Η εργασία έγινε τμηματικά, αποσπασματικά και λόγω πενθών σπασμωδικά, κάποιες φορές με ασυνήθιστη ταχύτητα καθώς γύρευα να προλάβω το θάνατο επιστήθιου φίλου, με παύσεις πολλές και επανεκκινήσεις. Υπάρχει ένα είδος γιάτρισσας συγκέντρωσης που ανθίζει στις απώλειες και στις καταστροφές. Τότε υπήρχε για μένα γιάτρισσα. Έπειτα η μετάφραση διάβηκε από ανεκπλήρωτες θεατρικές διαδρομές πριν φτάσει σε αυτή την παράσταση.»

Η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου έγινε ο καμβάς, ίσως και η αφορμή, για την θεατρική και μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού, σε μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι δύο φορείς συνέπραξαν, προκειμένου για την παρουσίασή του στο Αναγνωστήριο της ιστορικής έδρας της ΕΒΕ, το Βαλλιάνειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Αμαλία Μουτούση και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, η μεσόφωνος ʼννα Παγκάλου και οι μουσικοί Κατερίνα Κωνσταντούρου και Χρήστος Λιάτσος.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα άλμπουμ ιστορίες

Αντώνης Γεωργίου

19.08

Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”

έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]

Ελληνική λογοτεχνία

Το όνομα σου

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

12.00

«Αγάπησα αυτά τα παιδιά κι εκείνα με πρόδωσαν. Με μίσησαν. Με θεώρησαν εχθρό τους. Μπορώ να καταλάβω το μίσος όλων των άλλων, αλλά όχι το δικό τους. Τα ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν θα μπορούσαν ποτέ να με συγχωρήσουν. Να με συγχωρήσουν! «Ναι», είπε ο Χάρης. Κι η Κορίνα κούνησε αμέσως κι εκείνη το κεφάλι της συμφωνώντας. Θα μ’ έχουν συγχωρήσει πια λοιπόν, φαντάζομαι… Μάλιστα. Όπως κι εγώ αυτά. Όπως κι εσύ εμένα, ελπίζω. Όχι γιατί έκανα ό,τι έκανα· γιατί κηλίδωσα το όνομά σου.»

Θάνος Τσακνάκης

15.90

ΑΝΤΙΧΑΡΙΣΜΑ

σε χαιρετώ γιέ της Ηώς·
μου έκανες τη χάρη να σ’ ακούσω
Μέμνονα
να ‘ναι καλά οι Πιερίδες Μούσες –
χάρη σ’ εκείνες τραγουδώ η φιλαοιδός Δαμώ

τη χάρη επιστρέφοντας
θα ψέλνω με τη λύρα μου τη δόξα σου αιώνια.

Ελληνική λογοτεχνία

Η ανάσα των δίπλα

Αντώνης Γεωργίου

15.90

«έναν τίποτε είμαστεν
τζαί θαρκούμαστεν
ότι εννά φάμεν τον κόσμον ούλλον»

«είδε ξαφνικά μια μπότα να τον κλοτσά και υποκόπανους όπλων να τον χτυπάνε, τον τράβηξαν σαν σακί για να τον παρατήσουν μαζί με άλλους σ’ ένα χωράφι κάτω από τον ανελέητο ήλιο, το αίμα έτρεχε»

«τρώγανε κοτόπουλο Κιέβου, γαρίδες και φυσικά σούπα μπορς παρακολουθώντας τους ντόπιους, εντελώς παλιομοδίτες κι αυτοί μέσα στα γκρίζα τους κοστούμια, να χορεύουν σπαρακτικά σαχλά ποπ τραγουδάκια του συρμού, κουνώντας γοφούς, χέρια, πόδια τόσο έντονα, λες κι είχαν ξεχαρβαλωθεί»

«τόσο κοινότοπα όλα τούτα, ελαφριά σαν ζωή»

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

40.28

Σκοτείνιαζε. Το ουαί σου το μεγάλο πανί ήταν αφημένο λάσκο
Ορίζοντας απολιθωμάτων. Περίοδος εξαφανίσεων
ή
Στις διαβάσεις όπου δεν υπάρχει πατρίδα
Ανάμεσα στους κόσμους που ενώνω […]

 

Κυκλοφορεί στις 4.5.22

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

19.00

Τι συμβαίνει άραγε σ’ ένα ρολόι, σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα οποιοδήποτε αντικείμενο θαμμένο για ένα διάστημα στη γη; Ποια ακραία τεχνάσματα μπορεί να επινοήσει ένα δέντρο προκειμένου να πολλαπλασιαστεί; Τι μπορεί να νιώθει ένας σκύλος που χάνει τον αφέντη του ή μια καρέκλα που στέκεται στο ίδιο σημείο για χρόνια; Μα πιο ανεξιχνίαστος απ’ όλα δεν είναι ο μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής;

Πατώντας το όριο φανταστικού και πραγματικού, ξεκλειδώνοντας το αθέατο και τέμνοντας ακόμα και την πιο ασήμαντη επιφάνεια ο Χατζηγιαννίδης μας παρέχει ελευθερία κινήσεων και άπλα στη φαντασία. Ο τίτλος έχει χροιά ειρωνική, οι έντεκα ιστορίες του μόνο «φυσικές» δεν είναι, ψαχουλεύουν όμως μέσα στη φύση κάτι που δεν μετριέται και δεν κανονίζεται αλλά μπορεί να εμφανιστεί εξίσου ισχυρό στα φυτά, στα ζώα, στα «άψυχα», και, οπωσδήποτε, στους ανθρώπους. Μπορεί αυτό να είναι η δύναμη της βούλησης, η εκδίκηση, η εχθρική διάθεση που μεταβάλλεται σε στοργή, οι φυσικοί νόμοι, οι ηθικοί νόμοι, ο σεβασμός στο χνάρι που αφήνει ο χρόνος, οι συμμαχίες της ανάγκης, η ρίζα της ηδονής ή της αγάπης.

Στις Φυσικές Ιστορίες, τώρα, η στιλπνή και ευκίνητη γραφή, η πυκνότητα των καταστάσεων και το απερίμεντο – το απροσδόκητο – που καιροφυλακτεί σε κάθε γωνιά της αφήγησης, έδωσαν την έμπνευση για τις εικόνες που στολίζουν τα διηγήματα. Η εικονογράφηση της Ευφροσύνης Δοξιάδη μεταγγίζει όλη την εμπειρία της κλασικής εικονογράφησης βιβλίων με χαρακτικά ή σχέδια σε μια φρέσκια, σύγχρονη αντίληψη του κόσμου, που έχει πολλά ακόμα να μας φανερώσει.

Ελληνική λογοτεχνία

Άθος, ο δασονόμος

Μαρία Στεφανοπούλου

15.00

Τι θέση έχει το επαναλαμβανόμενο έγκλημα στην καθημερινότητα ενός πολέμου που διαρκεί – εθνικοαπελευθερωτικού, εμφυλίου, κοινωνικού ή ατομικού πολέμου για την επιβίωση; Ποιο είναι το νόημα της θυσίας των αμάχων, όταν πρόκειται για ανυποψίαστα θύματα αντιποίνων;

Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί διαπράττουν αντίποινα εκτελώντας όλο τον άμαχο αντρικό πληθυσμό. Μένουν οι γυναίκες για να θάψουν τους άντρες. Η Μαριάνθη και η κόρη της η Μαργαρίτα εγκαταλείπουν την πόλη. Η Λευκή, γιατρός, κόρη της Μαργαρίτας γεννημένη το 1955, έχει στοιχειωθεί από το πολεμικό αυτό έγκλημα και ζει στη σκιά του παππού της, του Άθου, συζύγου της Μαριάνθης, δασονόμου της επαρχίας Καλαβρύτων. Αφοσιώνεται στον πόνο και στη θεραπεία των ασθενών της και στη διερεύνηση του ναζιστικού φονικού. Είναι όμως ο Άθος πράγματι ένας από τους δεκατρείς επιζώντες της ομαδικής εκτέλεσης;

Ο κόσμος της σκιάς, όπως στα δασικά μονοπάτια όπου περιπλανιέται ο Άθος, νεκρός ή ζωντανός (μυστήριο που μόνον η πράξη της γραφής μπορεί να φωτίσει), συντροφεύει εδώ τα πρόσωπα της αφήγησης. Οι ήρωες αυτοί, δέσμιοι ενός άπιαστου ονείρου, σκέφτονται πάντοτε το κακό αδιαχώριστα από το θαύμα της ομορφιάς, με όρους τραγικούς, γι’ αυτό ίσως και λυτρωτικούς: ο πόλεμος κυοφορεί την ειρήνη, ο θάνατος τη ζωντανή μνήμη, ο αφανισμός το αίσθημα της ελευθερίας. Μόνο το φάσμα της εκδίκησης μένει στείρο και τυφλό, χωρίς έξοδο στην απέναντι όχθη.

Ο «επιζών» Άθος και ο κόσμος της σκιάς και της περισυλλογής μέσα στον οποίο η Λευκή τον επινόησε και τον εξιστορεί ανήκει μάλλον στο χώρο της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Άθος είναι ο τρίτος άνθρωπος: ούτε θύμα ούτε ένοχος (παλεύει και με τα δυο), ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αντιήρωας μιας ηρωικής εποχής, ή απλώς ήρωας παντός καιρού.