Τα θρυλικά δοκίμια του David Foster Wallace για το τένις συνδυάζουν μοναδικά τη γνώση του ερασιτέχνη αθλητή και τον ενθουσιασμό του παθιασμένου φιλάθλου. Ο Wallace χρωματίζει λογοτεχνικά κι εμβαθύνει πάνω στη σχέση μας με τον αθλητισμό, τα ινδάλματα που μας γοητεύουν, την ιδέα της σωματικότητας· υμνεί την ιδιοφυΐα του Ρότζερ Φέντερερ, ανατέμνει χειρουργικά την αυτοβιογραφία της Τρέισι Όστιν, στοχάζεται πάνω στη δεξιοτεχνία του Μάικλ Τζόις, ενός τενίστα στα πρόθυρα της δόξας, περιγράφει την επέλαση του εμπορεύματος στο πλαίσιο του Αμερικανικού Όπεν και θυμάται τη δική του «σχεδόν σπουδαία» καριέρα ως έφηβου τενίστα.
Ο Ρότζερ Φέντερερ ως θρησκευτική εμπειρία
€12.60
Σελίδες: 232
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σάμιουελ Μπέκετ
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Όσιαν Βουόνγκ
Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινή εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.
Ο Ocean Vuong γεννήθηκε το 1988 σ’ έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους νέους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου τιμήθηκε με το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot.
Διονύσιος Σολωμός
Ο Δάντης, ο Πετράρχης και ο Φόσκολος συγγενεύουν εκλεκτικά στο ιταλόγλωσσο έργο του Σολωμού με καίριες απηχήσεις του Ομήρου, του Σαίξπηρ και του Σίλλερ. Τερτσίνες, σονέτα, οκτάβες και ωδές, ποιήματα σοβαρά και σατιρικά, τελειωμένα ή σωσμένα σε κατάσταση σχεδιάσματος, ποιήματα ερωτικά, επικαιρικά και ευκαιριακά, συνθέσεις θρησκευτικής πνοής και βαθυστόχαστα δοκίμια απαρτίζουν το σώμα μιας σπουδαίας δημιουργίας, που ξεκίνησε να στήνεται από τα νεανικά χρόνια του ποιητή στην Ιταλία, συνεχίστηκε με την επάνοδό του στη Ζάκυνθο και έφτασε στο αποκορύφωμα της στην Κέρκυρα κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του.
Η έρρυθμη και έμμετρη μετάφραση των ποιημάτων αυτών υποτείνεται ως πρόταση από την κατ’ εξοχήν σολωμική ιδέα του «in modo misto genuino», δηλαδή αρθρώνεται «εις είδος μιχτό αλλά νόμιμο». Η παρούσα έκδοση με τα μεταφράσματα όλων των ιταλικών έργων του Σολωμού είναι αμιγώς ποιητική και έχει επιτελεσθεί προγραμματικώς και ενσυνειδήτως κατά μίμηση του ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου του: σαν να εκτελείται παλιό μουσικό έργο σήμερα με όργανα εποχής.
Ξένη λογοτεχνία
Γιόζεφ Ροτ
Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.
Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.
Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.
Ελληνική λογοτεχνία
Ρέα Γαλανάκη
Έντεκα διηγήματα, έντεκα διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα και τον μύθο, στα αισθήματα και τα πάθη, στο όνειρο ή την τιμωρία, στα σύνορα μνήμης και λήθης. Και στα άλλα όμως σύνορα, αυτά που ενώνουν, που χωρίζουν, που σημαίνουν πόλεμο και προσφυγιά. Έντεκα διηγήματα, έντεκα απόπειρες για να ειπωθούν, όσο είναι δυνατόν να ειπωθούν, τα ανείπωτα. Για να ζυγιστεί, όσο κι αν είναι δύσκολο να ζυγιστεί, το σωστό και το λάθος στις ζωές των ηρώων, αλλά και στις δικές μας τις ζωές. Τι σώζει, ή τι στήνει ίσως την παγίδα της μοίρας. Έντεκα διηγήματα, καράβια να μας ταξιδέψουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε. Να μας πάνε παραπέρα.
Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005).
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Ξένη λογοτεχνία
Σεμπάστιαν Μπάρι
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.
Ξένη λογοτεχνία
Κάρολιν Έμκε
Ποιοι είμαστε; Ποιοι μπορούμε να είμαστε, ποιοι θέλουμε να είμαστε, όταν μάλιστα ακολουθούμε διαφορετικούς δρόμους από αυτούς που επιτάσσει η «κανονικότητα»;
Ανακαλύπτουμε εμείς την ερωτική επιθυμία ή μας ανακαλύπτει εκείνη; Πόσο ελεύθεροι είμαστε να ζήσουμε τον πόθο μας; Και έχει αυτός μία και μόνο μορφή, ή μεταβάλλεται και βαθαίνει, γίνεται τρυφερότερος;
Στο τόσο προσωπικό και συγχρόνως αναλυτικό κείμενό της, η Καρολίν Έμκε ψηλαφεί την αναζήτηση και τη βαθμιαία ανακάλυψη του δικού της, διαφορετικού πόθου. Μιλάει για την ομοφυλοφιλική επιθυμία, την περίοδο της νιότης της στη δεκαετία του ’80, όταν η σεξουαλικότητα παρέμενε καταχωνιασμένη σε βαθύ σκοτάδι. Αρθρώνει τις ποικίλες διαλέκτους του πόθου, περιγράφει την απόλαυση της εκπλήρωσης, αλλά και το δράμα, τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων που δεν βρίσκουν τον τρόπο να δώσουν περίγραμμα και μορφή στην επιθυμία τους. Ένας ύμνος στην ελευθερία, μια συγκλονιστική μαρτυρία, βαθιά προσωπική και, ταυτόχρονα, άκρως πολιτική.
Ξένη λογοτεχνία
Ιούλιος Βερν
Ένα μυστηριώδες θαλάσσιο τέρας περιπλανιέται στους ωκεανούς το έτος 1866. Θορυβημένη η αμερικανική κυβέρνηση, οργανώνει ειδική αποστολή εντοπισμού και εξόντωσης του τέρατος με αρχηγό έναν Γάλλο θαλάσσιο βιολόγο. Όταν η αποστολή συναντάει το κήτος ανοιχτά της Ιαπωνίας, η καταδίωξή του καταλήγει σε πανωλεθρία. Τότε είναι που τα εναπομείναντα μέλη της αποστολής συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται για τέρας, αλλά για υποβρύχιο. Ένας θαυμαστός υποθαλάσσιος κόσμος ανοίγεται μπροστά στα μάτια τους, ενώ η εμφάνιση του κάπτεν Νέμο, του κυβερνήτη του «Ναυτίλου» (όπως ονομάζεται το υποβρύχιο), θα φέρει νέα δεδομένα στη ζωή των μελών της αποστολής αλλά και στο πώς βλέπουν τον κόσμο γύρω τους.
Οι 20.000 λεύγες θεωρούνται από τις πιο συναρπαστικές μυθοπλαστικές περιπέτειες και από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ. Λέγεται πως αυτό το βιβλίο μαζί με το Από τη Γη στη Σελήνη έκαναν τον μεγάλο Αμερικανό αστρονόμο Έντουιν Χαμπλ να εγκαταλείψει τη νομική και να ασχοληθεί με την αστρονομία και την κοσμολογία.
Πέρα από τη λογοτεχνική αξία του, το βιβλίο έχει ξεχωρίσει για τα τεχνολογικά, επιστημονικά, πραγματολογικά στοιχεία του, που είναι μπροστά από την εποχή τους, για τους πολιτικούς υπαινιγμούς εκ μέρους του συγγραφέα (έχει λεχθεί πως ασκεί κριτική στην αποικιοκρατία σε πολύ πρώιμο στάδιο), όπως επίσης για μια υπόγεια οικολογική ανησυχία που φαίνεται να εκφράζει ο Βερν μέσα από το πρόσωπο του Νέμο.
Ξένη λογοτεχνία
Χόρχε Λουις Μπόρχες΄, Μαρία Κοδάμα
Μπουένος Άιρες, Ισλανδία και Μαγιόρκα, Ελλάδα, Καλιφόρνια και Ρώµη, ο Μπόρχες δηµιουργεί την προσωπική του γεωγραφία από πεζά, στίχους, όνειρα και φωτογραφίες· χαρτογραφεί ένα ταξίδι στο οποίο ο χρόνος είναι ταυτόχρονα πεπερασµένος και άπειρος. Και αποδεικνύει, για άλλη µία φορά, ότι η τέχνη δεν είναι απλώς µια αναπαράσταση της πραγµατικότητας, αλλά ένα αναπόσπαστο κοµµάτι της.
«Κατά τη διάρκεια της ευχάριστης παραµονής µας στη Γη, η Μαρία Koδάµα κι εγώ πήραµε γεύση από πολλά µέρη, κάνοντας πολλά ταξίδια από τα οποία προέκυψαν πολλά κείµενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό… Ιδού, λοιπόν, το βιβλίο. Δεν πρόκειται για µια σειρά κείµενα που τα εικονογραφούν φωτογραφίες ή για µια σειρά φωτογραφίες που επεξηγούνται από λεζάντες. Κάθε τίτλος καλύπτει µια ενότητα που αποτελείται από εικόνες και λέξεις. Η ανακάλυψη του αγνώστου δεν είναι ειδικότητα µονάχα του Σεβάχ, του Έρικ του Ερυθρού ή του Κοπέρνικου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να µην έχει κάνει µια ανακάλυψη. Αρχίζει ανακαλύπτοντας το πικρό, το αλµυρό, το κοίλο, το λείο, το τραχύ, τα επτά χρώµατα του ουράνιου τόξου και τα είκοσι τόσα γράµµατα του αλφαβήτου· ύστερα συνεχίζει µε τα πρόσωπα, τους χάρτες, τα ζώα και τα άστρα· καταλήγει στην αµφιβολία ή την πίστη και στη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα της άγνοιάς του». Χ. Λ. Μπόρχες
Ξένη λογοτεχνία
Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς
Το Πέρασμα του Μακελάρη είναι ένα μυθιστόρημα για την ομώνυμη, φανταστική πόλη της αμερικανικής Δύσης, μεταξύ 1870-1890, όπου κυνηγοί βουβαλιών σταθμεύουν για να οργανώσουν ομάδες εξόρμησης: ένας-δύο κυνηγοί, ένας-δύο γδάρτες και ένας υπεύθυνος τροφοδοσίας. Την εποχή του «πυρετού» του χρυσού συντελείται και ο «πυρετός» του κυνηγιού, με εξαφάνιση ειδών της άγριας φύσης. Κάθε ομάδα εξολόθρευε 2.000 έως 5.000 ζώα σε κάθε εξόρμηση. Την ίδια εποχή ο Θορό και ο Έμερσον, οι κορυφαίοι Αμερικανοί στοχαστές, επισήμαιναν τον κίνδυνο της αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του Στόουνερ για το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού και την αλόγιστη καταστροφή της φύσης που τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Άντριους, απόφοιτος του Χάρβαρντ, που αποφασίζει να γνωρίσει τη χώρα του εκτός του πανεπιστημίου, είναι η τυπική περίπτωση ενός αντι-Στόουνερ. Πλαισιώνεται από μια νεαρή πόρνη, τη Φρανσίν, δύο κυνηγούς που θα αποτελέσουν την κυνηγητική ομάδα και έναν μεταπράτη. Το μυθιστόρημα είναι ολιγοπρόσωπο, με διεισδυτική περιγραφή των χαρακτήρων, όπως άλλωστε γνωρίζουμε από τα άλλα έργα του Γουίλιαμς τον Στόουνερ και τον Αύγουστο, και με καταπληκτικές περιγραφές του φυσικού πλούτου της Αμερικής.