Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ τοποθετείται στην καρδιά του δράματος της ζωής του Τολστόι, στην πιο κρίσιμη στιγμή της πολυετούς εσωτερικής διαμάχης του (κατά τη γνώμη μας από τότε που έπιασε την πένα), μιας διαμάχης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον ηθικολόγο, τον ποιητή και τον προφήτη, τον άνθρωπο της γης -άξιο να γεύεται όλες τις χαρές της ζωής με τη μεγαλύτερη ένταση- και τον ασκητή που τείνει προς μια ολοένα και πιο ολοκληρωτική λιτότητα, έως την ύστατη φυγή και το θάνατο στον μικρό σταθμό του Αστάποβο. Οι δύο αυτές αντίθετες δυνάμεις συνυπάρχουν μέσα του και κυριαρχούν με τη σειρά τους, παίρνοντας η μία τη σκυτάλη από την άλλη: Εκείνος άλλοτε δίνεται στη μία, άλλοτε στην άλλη, και δεν βρίσκει ισορροπία παρά μονάχα στη σωματική άσκηση: κυνήγι, εργασίες στα χωράφια, τα οποία, εξουθενώνοντάς τον, κάνουν να πάψουν προς στιγμήν αυτές οι δύο αγωνιώδεις φωνές. Έτσι, όταν γράφει την Άννα Καρένινα, είναι βαθιά διχασμένος: από τη μια εύχεται να τελειώσει το συντομότερο το έργο ώστε να βρει χρόνο για τα επιτακτικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν, ιδίως το θρησκευτικό ερώτημα: Ποιός είναι ο Θεός; Μπορεί άραγε να πιστεύει ακόμη σ’ Εκείνον; Από την άλλη όμως, ο καλλιτέχνης ωθείται από μια σχεδόν ακατανόητη δύναμη να τελειοποιήσει το έργο, να το κάνει όσο πιο άψογο γίνεται. Τα συναισθήματα που τρέφει για τη δουλειά του είναι αντιφατικά: Άλλοτε την αγαπά, άλλοτε την απεχθάνεται. Η πλέον θεαματική κρίση ξεσπά τη στιγμή περίπου όπου έχει φτάσει στη μέση του μυθιστορήματος. Συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, που φαινομενικά δεν του λείπει απολύτως τίποτε, αμφιταλαντεύεται για το έργο και τη ζωή του, καταλαμβάνεται από ένα είδος ιλίγγου μπροστά στο αιώνιο ερώτημα “προς τί;” και σκέφτεται την αυτοκτονία. […]
Γιάννης Παρασκευόπουλος
Χώρος τέρψης και ευδαιμονίας, ο κήπος συμβολίζει ένα πρωταρχικό τόπο, μια απώτατη καταγωγή και μια ανάμνηση της Χρυσής Εποχής της ανθρωπότητας. Η μορφή και το περιεχόμενο του κήπου διαπερνούν τους κοινωνικούς και τοξικούς διαχωρισμούς, δημιουργώντας μια νέα γεωγραφία. Η εντατική σκέψη του κήπου ανταποκρίνεται σ’ ένα γήινο αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα μεταφυσικό αίσθημα, που όσο περίπλοκο και να είναι αποσκοπεί στην απλότητα. Η ευτοπία του κήπου αποτελεί την αναζήτηση μιας χαμένης σύνδεσης του πολιτισμού με τη φύση, την ανακατασκευή του χαμένου χρόνου, αλλά και τη χωρική αναίρεση του χρόνου.
Στην “Ποιητική του Κήπου” προτείνεται μια ιστορία της έννοιας και της πρακτικής του κήπου. Στο έργο εξετάζονται διεξοδικά οι συνθήκες εμφάνισης του κήπου σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Από την αρχή μέχρι το τέλος της, η Ποιητική καλύπτει ένα ευρύ ιστορικό, λογοτεχνικό, θεολογικό και φιλοσοφικό φάσμα θεωριών και αναφορών στην έννοια του κήπου, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχογεωγραφία αυτού του τόπου.
Ρενέ Καραμπας
Περιγραφή
Το μυθιστόρημα παρασύρει τον αναγνώστη στο αμείλικτο Κανούν, που εξακολουθεί να βασιλεύει σε απομονωμένες περιοχές των Βαλκανίων. Σύμφωνα με αυτό, οι γυναίκες γίνονται ορκισμένες παρθένες και μεταμορφώνονται σε άντρες, κόβοντας τα μαλλιά τους, φορώντας αντρικά ρούχα και αποκτώντας τις ελευθερίες των αντρών. Οι αιματηρές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες είναι καθημερινές, ο έρωτας ισούται με θάνατο, ενώ η γυναίκα αξίζει όσο είκοσι βόδια. Τίποτα παραπάνω.
Η Μπεκιά είναι ένα κορίτσι που θέλει απεγνωσμένα να γίνει ο γιος του πατέρα της, ο οποίος ήθελε να έχει αγόρι για παιδί. Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις ώστε να μεταμορφωθείς σε γιο; Είναι αμαρτία ν’ αποφύγεις τον θάνατο; Είναι λάθος να δοθείς εξ ολοκλήρου στο πάθος με τίμημα τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; Αυτή είναι η ιστορία για τον άνθρωπο, πέρα από το φύλο, πέρα από τις λέξεις «γιος» και «κόρη», «άντρας» και «γυναίκα», για τον άνθρωπο που συγκέντρωσε στα 21 γραμμάρια της ψυχής του την οργή και το έλεος του Θεού.
Ορκισμένη – ορκισμένη παρθένα, γυναίκα, η οποία δίνει όρκο παρθενίας σύμφωνα με το Κανούν του Λεκ Ντουκαγκίνι και αρχίζει να ζει σαν άντρας και κεφαλή της οικογένειας, σε πατριαρχικές κοινωνίες σε Βόρεια Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία. Αυτή είναι μια θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου, μέσω όρκου, που έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα να αποκτά τα δικαιώματα ενός άντρα, τα οποία στερούνται οι γυναίκες στα μέρη εκείνα. Βεντέτες αίματος χαρακτηρίζουν τα μέρη στα οποία κυριαρχεί το Κανούν. Έως τις μέρες μας έχουν απομείνει λίγες ορκισμένες παρθένες, καθώς οι κοινότητες όπου ζουν ερημώνουν. Όλο αυτό δεν συμβαίνει παρά 537χλμ. μακριά απ’ τη Βουλγαρία. Αυτό δεν είναι μύθος, ούτε παραμύθι.
Είναι ανθρώπινη ιστορία.
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”