Υπάρχει ένα σχεδόν μυθικό χωριό που κατοικείται από εκκεντρικούς όσο και αρχέτυπους ανθρώπινους χαρακτήρες. Είναι ένας παράξενος τόπος, ένας συμπυκνωμένος μικρόκοσμος της κεντρικής Ευρώπης και του κόσμου. Το Αρχέγονο το φυλάσσουν ακροβολισμένοι τέσσερις αρχάγγελοι. Και μέσα από τα δικά τους μάτια, που είναι κρυστάλλινα και εκπέμπουν λυρισμό, παρακολουθούμε τις ζωές των απλών ανθρώπων του καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από το 1914 ως τις δικές μας μέρες – την πολυτάραχη δηλαδή ιστορία της Πολωνίας υπό τη μορφή μιας επικής αλληγορίας που διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο. Ο έρωτας και η πίστη, ο πόλεμος και η βία, η μοναξιά και ο θάνατος σημαδεύουν τις διαδρομές των μελών μιας οικογένειας απ’ την ακμή της μέχρι την τελική διάλυσή της. Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Όλγκα Τοκάρτσουκ· εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και την καθιέρωσε ως την κορυφαία πεζογράφο της σύγχρονης πολωνικής λογοτεχνίας. Η πολυβραβευμένη συγγραφέας παρατηρεί και περιγράφει τα πράγματα με μια ειρωνική ουδετερότητα, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, με ένας ύφος απολύτως διακριτό, και αφήνει θαμπωμένους τους αναγνώστες, στο επίκεντρο μιας μεταφυσικής πανδαισίας.
Το αρχέγονο και άλλοι καιροί
€15.90
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Δ.Ιωαννίδου
Σελίδες: 272
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Λέσχη Ανάγνωσης
Κορίν Ζουανό
Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκανε γενιές ολόκληρες ιστορικών, πολιτικών αντρών αλλά και καθημερινών ανθρώπων να ονειροπολούν τις περιπέτειές του σε μακρινές χώρες, συντηρώντας τον θρύλο που ο ίδιος καλλιέργησε όσο ακόμα ζούσε. Το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία στημένη με σπαράγματα του αρχαίου θρύλου, που διαδόθηκε σε πλήθος πόλεων της Ευρώπης και της Ασίας, όπου μεταφράστηκε και διασκευάστηκε και σε τριάντα περίπου γλώσσες. Ως ζωντανό κείμενο δεν έπαψε να μεταμορφώνεται στο πέρασμα των αιώνων, με τη λαϊκή φαντασία να μεταπλάθει τη μορφή του κατακτητή για να τον κάνει να ταιριάζει καλύτερα στα ιδεώδη και τις αξίες κάθε εποχής, απομακρύνοντάς τον ολοένα και περισσότερο από το ιστορικό πρότυπό του. Αυτή την πολυδαίδαλη πορεία μεταμόρφωσης του ήρωα καταγράφει το βιβλίο της Κορίν Ζουανό, δίνοντας μια συνολική εικόνα του μυθιστορηματικού Αλεξάνδρου.
Λέσχη Ανάγνωσης
Μιγκέλ Ντε Θερβάντες
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Αλμπέρ Καμί
Το Καλοκαίρι είναι μια συλλογή δοκιμίων, γραμμένων από το 1939 έως και το 1953, με κοινό συνδετικό άξονα τον ήλιο της Μεσογείου, τις αναμνήσεις του Καμύ από την Αλγερία, τις τραγωδίες της Ευρώπης ‒την ανθρωπότητα που ασφυκτιά κάτω από τις δικτατορίες, αιμορραγεί από τους πολέμους, ξεψυχά στα μίση‒ αλλά και την ομορφιά για την οποία, όπως ο ίδιος λέει, «οι Έλληνες πήραν τα άρματα». Με ύφος λιτό, που αρμόζει στο μεσογειακό καλοκαίρι, και γλώσσα απολαυστική αναζητά το πιο αναγκαίο στη ζωή: το φως και την ευτυχία.
Λέσχη Ανάγνωσης
Αντρέ Ασιμάν
Πριν διαβάσει κανείς το βιβλίο, αναπόφευκτα θα φέρει στο μυαλό τις πάμφωτες, καλοκαιρινές εικόνες της δημοφιλούς κινηματογραφικής του μεταφοράς. Αλλά το βιβλίο δεν χρειάζεται υποστήριξη. Είναι ένα από τα πιο ερωτικά και τρυφερά βιβλία που έχουν γραφτεί μεταπολεμικά, με τον καθηγητή ιστορίας Έλιο να αναπολεί ένα καλοκαίρι του στην ιταλική Ριβιέρα των ’80s, όταν, ως 17χρονος έφηβος, ερωτεύτηκε παράφορα τον Όλιβερ, έναν 24χρονο Αμερικανό ερευνητή, φτάνοντας σε τέτοιο σημείο σύνδεσης ώστε να «δανειστούν» ο ένας το όνομα το άλλου. Απροετοίμαστοι για τις συνέπειες της αμοιβαίας έλξης, οι ατέλειωτες καλοκαιρινές μέρες τούς παρασύρουν σε εναλλασσόμενα ρεύματα εμμονής, σαγήνης και πόθου. Αψηφώντας τους κινδύνους, οι δυο τους συγκλίνουν προς κάτι που φοβούνται ότι δεν θα ξαναβρούν ποτέ: την απόλυτη σύνδεση με έναν άλλον άνθρωπο. Το καλοκαίρι που τραγουδάει και βομβίζει σε κάθε σελίδα της ιστορίας επιτείνει την αίσθηση του χαμένου παραδείσου, που είναι κάθε περασμένος έρωτας.
Ξένη λογοτεχνία
Μαρκ Τουέιν
Ο σκανταλιάρης Τομ Σόγιερ διαθέτει όλα τα ζηλευτά χαρακτηριστικά ενός νεαρού αγοριού: είναι πολύ έξυπνος αν και καθόλου σπασίκλας, έχει λάβει την ανατροφή πολιτισμένου παιδιού αλλά ενδόμυχα θέλει να περνά τις μέρες του χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, θυσιάζεται για τα μάτια της αγαπημένης του Μπέκι και αφήνει τον μισητό του δάσκαλο να τον σαπίσει στις ξυλιές, είναι σκράπας στα θρησκευτικά και κάτι παραπάνω από αδιάφορος στο κατηχητικό (απηχώντας τον αθεϊσμό του Μαρκ Τουέιν), διέπεται από μια χαριτωμένη ηθική ανομία που οδηγεί το βλέμμα του προς τον ανοιχτό ορίζοντα, ζώντας σε ένα αιώνιο καλοκαίρι, σε ένα χωριό του Μισισιπή. Μαζί με τον κολλητό του, τον Χάκλμπερι Φιν, βρίσκει το ατρόμητο στοιχείο που του λείπει για να ξεχυθεί στις περιπέτειές του. Στο πρόσωπο του αλητάκου γιου του μπεκρή, του απροσάρμοστου και πιο μπρούτου της παρέας, που τα υπόλοιπα παιδιά θαυμάζουν και φοβούνται, κατά κάποιον τρόπο προπάτορα του Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, ανακαλύπτει την απόδραση που ο συγγραφέας ονόμαζε την ευκαιρία που αν δεν αδράξεις θα μετανιώνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αν ο Τουέιν δεν συνέχιζε με το σίκουελ Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, ο ξυπόλυτος συνοδοιπόρος του ήρωα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο φανταστικός του φίλος, ένα επινοημένο alter ego που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, ενισχύει το αγωνιστικό του πνεύμα, εξάπτει την ήδη ζωηρή περιέργειά του για το τι άλλο υπάρχει εκεί έξω και καταρρίπτει τη δειλία του. Οι αποκοτιές τους στα στοιχειωμένα σπίτια και στις σπηλιές παραμένουν θρυλικές, ένα χάρμα ανάγνωσης, γραμμένες σε ντοπιολαλιά, απλά και σταράτα, σαν να έχουν βγει από την καρδιά ενός 13χρονου που επιτέλους ξυπνάει, γιατί θέλει να τρομάξει, να ερωτευτεί, να μάθει – χωρίς η αφήγηση να βαραίνει από τον καταναγκασμό της ιστορίας ενηλικίωσης, καθώς ο Σόγιερ μαρκάρει την ηλικία του, σαν να προτιμά να την κρατήσει για πάντα. Η αβίαστη συνεννόηση των δύο αγοριών, όποτε τα βρίσκουν σκούρα αλλά και όταν απλώς χαζεύουν αποχαυνωμένα, τόσο χαρούμενα που δεν έχουν τίποτε ιδιαίτερο να κάνουν, συνιστά την ουτοπία της εφηβικής φιλίας, εκεί όπου ο αλλεργικός στις ευθύνες Χακ τραβάει από το χέρι τον εχέφρονα Τομ. Τους Αμερικανούς λογοτεχνικούς αναλυτές ακόμη απασχολούν τα ρατσιστικά θέματα που διατρέχουν το βιβλίο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος κρατά το ατόφιο πνεύμα της συνενοχής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Λέσχη Ανάγνωσης
Λιούις Σινκλέρ
Ένας εκλεγμένος πρόεδρος, δημαγωγός ολκής μετατρέπεται σε δικτάτορα για να σώσει το έθνος από την απάτη της κοινωνικής πρόνοιας, την εγκληματικότητα, τους κινδύνους του σεξ και τον ανεξάρτητο, φιλελεύθερο Τύπο. Σας θυμίζει μήπως κάποιον; Εύστοχη όσο και «προφητική» πολιτική σάτιρα σε μορφή μυθιστορήματος που έγραψε ο Σινκλέρ τον Μεσοπόλεμο, θέλοντας να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του για τον κίνδυνο να επικρατήσει και στις ΗΠΑ ο ολοκληρωτισμός που ήδη «άλωνε» την Ευρώπη. Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε, χαρίζοντας στον συγγραφέα του το Νόμπελ λογοτεχνίας (1930).
Λέσχη Ανάγνωσης
Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, Έδγαρ Άλλαν Πόου
Ο Τομάζι ντι Λαμπεντούζα διηγείται τη θαμβωτική ιστορία ενός αυστηρού ελληνιστή καθηγητή, ο οποίος, απομονωμένος το καλοκαίρι της πρώτης του νεότητας σε ένα έρημο ακρογιάλι της Σικελίας, γνωρίζει τον θεϊκό έρωτα της σειρήνας Λίγειας και την «κτηνώδη χαρά της ύπαρξης», σμίγοντας μαζί της μέσα στα νερά. Η «αιώνια Σικελία» και το φυσικό μεγαλείο της είναι το σκηνικό της αλλόκοσμης αυτής ερωτικής ιστορίας όπου η μαγεία έχει κάτι χειροπιαστό και το αρχέγονο ζωώδες ένστικτο κυριαρχεί: κυριευμένος από πνευματική και σωματική ηδονή, ο καθηγητής Λα Τσιούρα παραδίνεται ολοκληρωτικά και για πάντα στο θείο πλάσμα ‒ και ο Λαμπεντούζα ανακαλεί την ιδανική χώρα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης.
Λέσχη Ανάγνωσης
Μιγκέλ Ντε Θερβάντες
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Ξένη λογοτεχνία
Σεμπάστιαν Μπάρι
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Λέσχη Ανάγνωσης
Φραντς Κάφκα
Η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα σε αποκρουστικό έντομο μεγάλου μεγέθους είναι μια εφιαλτική αλληγορία και ένα ψυχολογικό πείραμα του Κάφκα που σε αναγκάζει, παρόλο το υπόγειο χιούμορ της αφήγησης, να υποφέρεις μαζί με τον ήρωα όσο ξετυλίγονται οι αγωνίες, οι ενοχές και η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Η συμβολική καταστροφή του ευαίσθητου όντος από μια παλιά πληγή και οι βιβλικές αναφορές έρχονται σε αντιπαράθεση με την πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσει, την αληθινή μεταμόρφωση-θυσία, φορτωμένος όλα τα προβλήματα της οικογένειάς του, η οποία, από τον θάνατό του, αποκτά ενότητα και ταυτότητα.
Λέσχη Ανάγνωσης
Πολ Μπόουλς
Ο ανελέητος ήλιος του ερήμου και ο ουρανός της Βόρειας Αφρικής, που μοιάζει να αντανακλά το φως, για ορισμένους Δυτικούς λειτούργησαν ως καθρέφτης του εσωτερικού τους spleen. Σε αυτό το μοναδικό βιβλίο, του οποίου ο πρωτότυπος τίτλος, Under the sheltering sky, είναι ακριβώς αυτή η έννοια, δύο «καταραμένοι» Αμερικανοί με ασήκωτες αποσκευές, ο Πορτ και η Κιτ Μόρσμπερι, διαρκώς ανικανοποίητοι και απολύτως υπερόπτες, ταξιδεύουν με σκοπό να διασχίσουν την έρημο της Αλγερίας, όπου ο Πορτ συναρπάζεται από την ιδέα της διαρκούς μετακίνησης, ενώ οι παράξενες συνθήκες οδηγούν την Κιτ στα όρια της καταστροφής. Η πρωτόγονη φύση, που σαγηνεύει αλλά και διαβρώνει, η ομορφιά του τοπίου και, παράλληλα, η τρομακτική συνειδητοποίηση της απομάκρυνσης από τις αστικές συνήθειες συνθέτουν «μια πραγματική αλληγορία της πνευματικής περιπέτειας στην οποία αποδύεται ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος της εποχής μας».
Λέσχη Ανάγνωσης
Πάτι Σμιθ
Μπορείς να ερωτευτείς τους φίλους σου; Σίγουρα μπορείς. Και μάλιστα ανεξάρτητα από το τι τους αρέσει να ερωτεύονται αυτοί, αγόρια ή κορίτσια ή οτιδήποτε. Και υπάρχει ο αρχετυπικός έρωτας γι’ αυτό: της Πάτι Σμιθ, ποιήτριας, και του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, φωτογράφου. Γνωρίζονται στα είκοσι κάτι τους στη Νέα Υόρκη. Δεν έχουν να φάνε. Δεν έχουν σταθερές δουλειές και ούτε σκοπεύουν να πιάσουν. Είναι αποφασισμένοι να τα καταφέρουν: θα κάνουν τέχνη. Ζωγραφίζουν και φτιάχνουν κοσμήματα. Μοιράζονται στη μέση ελάχιστο φαγητό. Έχουν στυλ, απόψεις, και ένα δωματιάκι στο Chelsea Hotel, όπου η δημιουργική ατμόσφαιρα μεταξύ φτώχειας, ταλέντου και ναρκωτικών είναι εκρηκτική.
Η Πάτι και ο Ρόμπερτ χτίζουν μεθοδικά τη φιλία τους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σκληρές δουλειές του ποδαριού που κάνουν – τα μαρτύρια των εργατών θα απασχολούν δημιουργικά τη Σμιθ για όλη της τη ζωή. Η Σμιθ θέλει να κάνει τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Ζωγραφίζει, μελετά, γράφει ποιήματα. Ανάμεσα σε χαοτικά ξενοδοχεία με ενέσεις και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, στους παγωμένους δρόμους της Νέας Υόρκης και στη στέρηση του φαγητού, περιτριγυρισμένα από ποιητές, συγγραφείς και μουσικούς, τα δυο παιδάκια, η Πάτι και ο Ρόμπερτ, γίνονται η Πάτι Σμιθ και ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ γίνεται ένας αναγνωρισμένος φωτογράφος που φωτογραφίζει με ερωτικό τρόπο λουλούδια και χέρια και δερμάτινα και σαδομαζοχιστικά τελετουργικά μεταξύ ανδρών. Η Πάτι Σμιθ γίνεται ένα alien αδιάφορο για τη γνώμη των άλλων, ένα φυτό που μελετά γαλλική ποίηση και πάει χωρίς λεφτά στο Παρίσι για να προσκυνήσει τάφους. Κάνει performance. Πολλοί την περνούν για γκέι γυναίκα τζάνκι, ενώ η ίδια ξοδεύει τις νύχτες της χορεύοντας νηστική και μαστουρωμένη σε στενά δωμάτια, όπου κρατάει απρόσεχτα φυλαγμένα τα ποιήματα και τις ζωγραφιές της. Βάζει την ποίησή της σε τραγούδια και γίνεται διάσημη. Μαθαίνει λίγο κιθάρα. Πλέκει μουσικές και λέξεις. Αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Σμιθ γράφει ότι δεν θα τα κατάφερνε χωρίς τον Μέιπλθορπ, ότι της έσωσε τη ζωή –προφανώς είναι ακόμα ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ της.
Πεθαίνοντας νέος ο Μέιπλθορπ, αναγνωρισμένος και περιτριγυρισμένος από τις υλικές απολαύσεις που τόσο αναζήτησε, λέει στην Πάτι να γράψει την ιστορία τους. Κι αυτή το κάνει. Ζωή όπου τέχνη και καθημερινότητα μπερδεύονται αξεδιάλυτα, η ζωή του Ρόμπερτ και της Πάτι, μεταξύ ξενοδοχείων, γκαλερί, φθηνών βιβλιοπωλείων, τρένων, μουσικών σκηνών, πάρτι, μπαρ και μουσείων, διαβάζεται ως ειλικρινής ύμνος στη νεότητα, στα ρευστά όρια φιλίας και έρωτα, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη Νέα Υόρκη που δεν υπάρχει πια και στις αλάνθαστα θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης.
Βίβιαν Στεργίου