Βλέπετε 61–72 από 808 αποτελέσματα

Πέτερ Χάντκε

14.00

Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.

Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.

 

Ξένη λογοτεχνία

Τα τρία φώτα

Κλερ Κίγκαν

11.00

Ένα σύγχρονο κλασικό, μια σπαρακτική ιστορία για τα παιδικά χρόνια, την απώλεια, και πρωτίστως την αγάπη.

Βρισκόμαστε στην ιρλανδική επαρχία, στην κάψα του καλοκαιριού. Ένας πατέρας πηγαίνει το μικρό κορίτσι του να ζήσει με κάποιους συγγενείς, στο αγρόκτημά τους∙ η μικρή δεν γνωρίζει πότε, ή ακόμα και αν, θα την ξαναπάρουν πίσω στο σπίτι της. Στο σπίτι των Κινσέλα, βρίσκει στοργή και ζεστασιά, πράγματα που ως τότε δεν είχε νιώσει ποτέ, κι έτσι σιγά σιγά, ζώντας μαζί τους, το κορίτσι ανθίζει. Στο νέο αυτό σπιτικό όμως, όπου όλα είναι τόσο φροντισμένα, υπάρχει κάτι που παραμένει ανείπωτο – κι αυτό το καλοκαίρι σύντομα θα τελειώσει.

Κλερ Κίγκαν

12.20

Είναι 1985, και βρισκόμαστε σε μια πόλη της Ιρλανδίας. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, εποχή πολυάσχολη για τον Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτή ξυλείας και κάρβουνου. Νωρίς ένα πρωί, παραδίδει μια παραγγελία στο τοπικό μοναστήρι – κι έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινιά και τη συνένοχη σιωπή μιας πόλης που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εκκλησίας.

Σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας ο Μπιλ Φέρλονγκ προσπαθεί να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του καθώς η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της. Στο τιμόνι μιας μικρής εταιρείας και πατέρας πέντε κοριτσιών, έχει καταφέρει να φτιάξει τη ζωή του μόνος του. Η μητέρα του, υπηρέτρια, έμεινε έγκυος στα δεκαπέντε αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συνέβαινε, δεν την πέταξαν απ’ το σπίτι με το μωρό της. Από αυτή την άποψη, ο Μπιλ ήταν πιο τυχερός από άλλα παιδιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Μπιλ κάνει την τελευταία του παράδοση στο μοναστήρι – όπου, υπό το πρόσχημα ότι τις εκπαιδεύουν, οι μοναχές εκμεταλλεύονται κοπέλες «χαλαρών ηθών» και τις βάζουν να δουλεύουν στο πλυντήριο του μοναστηριού. Τα όσα ανακαλύπτει ο Μπιλ εκεί, και η δύσκολη απόφαση στην οποία τον οδηγούν, τα αφηγείται η συγγραφέας με τόσο συγκρατημένη χάρη, που αυτό το όμορφο κείμενο γίνεται ταυτόχρονα αινιγματικό και συνταρακτικό.

Ένα κομψοτέχνημα που δικαίως υμνήθηκε από την κριτική.

Ξένη λογοτεχνία

Ο γαλατάς

Άννα Μπερνς

18.80

Σε μια ανώνυμη πόλη με κατοίκους χωρίς ονόματα, σε μια κοινωνία που τη σκεπάζει η σκιά της βίας και η τρομοκρατία διαποτίζει κάθε ορατή και αθέατη πτυχή του δημόσιου βίου, ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι προσπαθεί να κρατήσει την προσωπική του ελευθερία. Ώσπου, ο επονομαζόμενος «Γαλατάς», ένας από τους ηγέτες ισχυρής παραστρατιωτικής οργάνωσης, γίνεται η σκιά της. Με ποιο σκοπό την πλησιάζει; Οι διαδόσεις θεριεύουν, ενώ οι προκαταλήψεις δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινότητας.

Με απαράμιλλη υφολογική δεξιοτεχνία, η Anna Burns αποτυπώνει την ανασφάλεια, την πίστη και την ελπίδα του ατόμου σε κοινωνίες που αρνούνται πεισματικά να κάνουν αυτοκριτική. Παραδίδει έτσι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, που δικαίως τιμήθηκε με το Βραβείο Booker. Οι κριτικοί είδαν στην Burns μια συγγραφέα του διαμετρήματος ενός Μπέκετ κι ενός Στερν.

Άμος Οζ

10.60

Ένα χωριό με παλιά σπίτια, αιωνόβια κυπαρίσσια, καταπράσινους λόφους, οπωρώνες. Κάποιος, τις νύχτες, σκάβει κάτω από το σπίτι του γέρου Πέσαχ. Ο μεσίτης βρίσκεται κλειδωμένος στο υπόγειο του πεθαμένου συγγραφέα. Η κρεβατοκάμαρα της οικογένειας Λεβίν κρύβει κάποιο μυστικό, ενώ ο Πρόεδρος της κοινότητας ψάχνει τη γυναίκα του που έχει εξαφανιστεί. Μια άλλη γυναίκα, η γυναίκα του Τσέλνικ, έφυγε για την Καλιφόρνια και δεν επέστρεψε, ο γιος της Ντάλιας αυτοπυρπολείται, ενώ η χωρισμένη βιβλιοθηκάριος και ο νεαρός που λιώνει από πόθο γι’ αυτήν το μόνο που βρίσκουν να συζητήσουν είναι για την αυτοκτονία της Βιρτζίνια Γουλφ. Ένα φανταστικό χωριό που θυμίζει Τοσκάνη, μια συλλογή από υπέροχες ιστορίες που έχουν κοινό παρονομαστή το μέρος στο οποίο διαδραματίζονται, ένα ψηφιδωτό αντί-ηρώων που έπαψαν να ψάχνουν να βρουν νόημα στη ζωή τους και το μόνο που ζητούν είναι να καταλάβουν του κανόνες του παιχνιδιού. Από τα καλύτερα πρόσφατα βιβλία του μεγάλου σύγχρονου ισραηλινού συγγραφέα, οι Εικόνες από τη ζωή στο χωριό θα σας αποκαλύψουν έναν διαφορετικό, μερικές φορές πιο μαύρο, αλλά σίγουρα και πιο σαγηνευτικό Άμος Οζ.

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

12.37

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

Ποίηση

Λιποτάχτες

Γιάννης Θεοδωράκης

10.60

Αρχές της δεκαετίας του 1950, την εποχή που γράφονταν τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες», ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932 – 1996) ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων· εκεί, όπου ο αδελφός του, Μίκης, φτάνει στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει ένα χρόνο νωρίτερα από τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, και η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού
πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών.

Τέσσερα από αυτά τα ποιήματά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες».

Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη –με τον οποίο ο Μίκης συνυπηρέτησε για ένα διάστημα στο Κέντρο Διερχομένων, στην Αθήνα– η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Το artwork του εξωφύλλου είναι του Πέτρου Παράσχη.

***

Α´
Αυγή αφράτη
τσεκουριά στην πλάτη
απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας
σκέπασε ατμός τον έρωτά μας
τη νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια
σφαχτάρια
τα ρούχα μας.

Δ´
Δακρυσμένα μάτια
νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια
ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους
κάτω απ’ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα
ας ήταν να βρεθώ
να ’ταν η καρδιά μου
γελαστό αστέρι
να ’ταν η ματιά μου
δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί
μες στο μεσημέρι.

Όλγα Τοκάρτσουκ

15.00

Τον χειμώνα η όμορφη Κοιλάδα του Κλότζκο μετατρέπεται σε ένα μέρος αρκετά ερημικό και μάλλον αφιλόξενο. Μεταξύ των λιγοστών κατοίκων που παραμένουν εκεί είναι η Γιανίνα Ντουσέικο, λάτρης της αστρολογίας, η οποία στον ελεύθερο χρόνο της προσέχει τα σπίτια των απόντων γειτόνων και μεταφράζει ποιήματα του Μπλέικ. Κάπως έτσι γεμίζει τις μέρες της αυτή η ώριμη και μοναχική γυναίκα. Από τους άλλους, πάλι, η ίδια θεωρείται ιδιότροπη και εκκεντρική, αν όχι τρελή, επειδή ακριβώς προτιμά την παρέα των ζώων παρά των ανθρώπων. Ώσπου κάποια στιγμή η γαλήνη του τόπου διαταράσσεται, γίνεται ένας φόνος. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Τα πτώματα αυξάνονται και τα θύματα είναι κυνηγοί. Τι συμβαίνει; Η Γιανίνα κάτι υποψιάζεται και αναλαμβάνει να διερευνήσει την υπόθεση. Ακολουθεί όμως τα σωστά ίχνη; Η βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Όλγκα Τοκάρτσουκ αφηγείται μια αντισυμβατική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας με γρήγορο ρυθμό και παιγνιώδη διάθεση. Δημιουργεί ένα υπαρξιακό θρίλερ, με κοινωνικό και πολιτικό ορίζοντα, που προσλαμβάνει ωστόσο φιλοσοφικές και μεταφυσικές διαστάσεις. Ένα ακατάτακτο και απολαυστικό μυθιστόρημα για την αξία της ενσυναίσθησης.

Όλγα Τοκάρτσουκ

15.90

Υπάρχει ένα σχεδόν μυθικό χωριό που κατοικείται από εκκεντρικούς όσο και αρχέτυπους ανθρώπινους χαρακτήρες. Είναι ένας παράξενος τόπος, ένας συμπυκνωμένος μικρόκοσμος της κεντρικής Ευρώπης και του κόσμου. Το Αρχέγονο το φυλάσσουν ακροβολισμένοι τέσσερις αρχάγγελοι. Και μέσα από τα δικά τους μάτια, που είναι κρυστάλλινα και εκπέμπουν λυρισμό, παρακολουθούμε τις ζωές των απλών ανθρώπων του καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από το 1914 ως τις δικές μας μέρες – την πολυτάραχη δηλαδή ιστορία της Πολωνίας υπό τη μορφή μιας επικής αλληγορίας που διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο. Ο έρωτας και η πίστη, ο πόλεμος και η βία, η μοναξιά και ο θάνατος σημαδεύουν τις διαδρομές των μελών μιας οικογένειας απ’ την ακμή της μέχρι την τελική διάλυσή της. Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Όλγκα Τοκάρτσουκ· εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και την καθιέρωσε ως την κορυφαία πεζογράφο της σύγχρονης πολωνικής λογοτεχνίας. Η πολυβραβευμένη συγγραφέας παρατηρεί και περιγράφει τα πράγματα με μια ειρωνική ουδετερότητα, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, με ένας ύφος απολύτως διακριτό, και αφήνει θαμπωμένους τους αναγνώστες, στο επίκεντρο μιας μεταφυσικής πανδαισίας.

Ξένη λογοτεχνία

Σπουδή στην υποταγή

Σάρα Μπέρνσταιν

14.35

Μια νεαρή γυναίκα μετακομίζει σε μια απομακρυσμένη χώρα του Βορρά, που ήταν κάποτε η χώρα των προγόνων της. Εδώ ζει τώρα ο πλούσιος αδελφός της, πρόσφατα χωρισμένος, κι εκείνη έρχεται να κάνει αυτό που έχει μάθει καλύτερα στη ζωή της: να τον υπηρετεί.

Απομονωμένη στο τεράστιο σπίτι του μέσα στο δάσος, ολομόναχη καθώς εκείνος λείπει για δουλειές, μέσα σε μια φύση σιωπηλή και επιβλητική, κοιτάζει από μακριά τη μικρή πόλη στην κοιλάδα. Οι ντόπιοι τη βλέπουν με καχυποψία. Είναι ξένη. Παρείσακτη. Επικίνδυνη.

Κάθε της προσπάθεια να είναι καλή μέσα στον τρομερό κόσμο αποτυγχάνει. Κάθε της κίνηση παρερμηνεύεται. Όταν παράξενα και μακάβρια γεγονότα αρχίζουν να συμβαίνουν -μια προβατίνα γεννάει το αρνάκι της νεκρό, οι αγελάδες τρελαίνονται και πρέπει να θανατωθούν όλες-, η ευθύνη αποδίδεται σ’ εκείνη.

Ένα μυθιστόρημα για θύτες και θύματα, για τη στοχοποίηση και την ενοχή, την εξουσία και την υποταγή. Και, εντέλει, την επιβίωση.

Οι συγγραφείς της σειράς Φωνές του κόσμου είναι νέοι δημιουργοί που το έργο τους έχει ήδη τραβήξει την προσοχή.
Προέρχονται από πολλές χώρες, εκπροσωπούν κουλτούρες και ρεύματα διαφορετικά, αλλά όλοι συλλαμβάνουν την ανθρώπινη κατάσταση με εντυπωσιακή ενάργεια και η ματιά τους μας κάνει να δούμε τα πράγματα αλλιώς.
Οι φωνές τους είναι οι φωνές του κόσμου μας σήμερα. Λένε κάτι που μας αφορά και το λένε με εξαιρετικό τρόπο.
Είναι συγγραφείς που αξίζει να γνωρίσουμε -και είναι σίγουρο πως θ’ ακούσουμε πολλές φορές στο μέλλον να μιλούν γι’ αυτούς.

 

Ξένη λογοτεχνία

Μέρα Απελευθέρωσης

Τζορτζ Σόντερς

17.70

Εννέα ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Κόρες, μητέρες, εγγόνια, έφηβοι, υπερήλικες· ήρωες άλλοτε δυστοπικοί και μακρινοί και άλλοτε υπερβολικά γνώριμοι μας παρασέρνουν στις μικρές και μεγάλες τους ζωές που άλλοτε συνθλίβονται από απόγνωση, καταπίεση και βάναυσο ρεαλισμό και άλλοτε πλημμυρίζουν χαρά, γενναιοδωρία και ελπίδα.

Έχοντας αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές, ένα βραβείο Booker και μια θέση στις λίστες των best sellers των NY Times, o δεξιοτέχνης της μικρής φόρμας George Saunders, μας παραδίδει μια ανατρεπτική συλλογή αδιαμφισβήτητης μαεστρίας που διερευνά θέματα εξουσίας, ηθικής και δικαιοσύνης και εξετάζει σε συγκινητικό βάθος την ουσία της ανθρώπινης (συν)ύπαρξης.

Μια διεισδυτική ματιά στην άβυσσο του αμερικανικού ψυχισμού. Μια γενναία σπουδή στον πολυπρισματικό χαρακτήρα της ανθρώπινης εμπειρίας.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Οιμωγή

Στέφανος Αλεξιάδης

17.70

Οιμωγή σημαίνει κραυγή. Κραυγή σπαραχτική. Κραυγή εκκωφαντική.

Είναι, όμως, φορές που οι κραυγές γίνονται συνώνυμο της σιωπής. Ένας θάνατος που σπέρνει τη σιγή.

Ήρωες που κρύβουν το παρελθόν, αρνούνται το παρόν και αγνοούν το μέλλον.
Μια νηνεμία που επικρατεί λίγο, τόσο λίγο που δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει την καταιγίδα που έρχεται.

Ποιος είπε ότι μια μάνα δεν μπορεί να σκοτώσει; Κι αν σκοτώσει, παύει να φέρει αυτή την ιδιότητα;

Λέξεις, υποσχέσεις και μυστικά σείουν το έδαφος. Ένα έδαφος που καταρρέει και τότε φθάνει αυτή.

Η ΟΙΜΩΓΗ.