Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Μπορείς να ερωτευτείς τους φίλους σου; Σίγουρα μπορείς. Και μάλιστα ανεξάρτητα από το τι τους αρέσει να ερωτεύονται αυτοί, αγόρια ή κορίτσια ή οτιδήποτε. Και υπάρχει ο αρχετυπικός έρωτας γι’ αυτό: της Πάτι Σμιθ, ποιήτριας, και του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, φωτογράφου. Γνωρίζονται στα είκοσι κάτι τους στη Νέα Υόρκη. Δεν έχουν να φάνε. Δεν έχουν σταθερές δουλειές και ούτε σκοπεύουν να πιάσουν. Είναι αποφασισμένοι να τα καταφέρουν: θα κάνουν τέχνη. Ζωγραφίζουν και φτιάχνουν κοσμήματα. Μοιράζονται στη μέση ελάχιστο φαγητό. Έχουν στυλ, απόψεις, και ένα δωματιάκι στο Chelsea Hotel, όπου η δημιουργική ατμόσφαιρα μεταξύ φτώχειας, ταλέντου και ναρκωτικών είναι εκρηκτική.
Η Πάτι και ο Ρόμπερτ χτίζουν μεθοδικά τη φιλία τους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σκληρές δουλειές του ποδαριού που κάνουν – τα μαρτύρια των εργατών θα απασχολούν δημιουργικά τη Σμιθ για όλη της τη ζωή. Η Σμιθ θέλει να κάνει τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Ζωγραφίζει, μελετά, γράφει ποιήματα. Ανάμεσα σε χαοτικά ξενοδοχεία με ενέσεις και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, στους παγωμένους δρόμους της Νέας Υόρκης και στη στέρηση του φαγητού, περιτριγυρισμένα από ποιητές, συγγραφείς και μουσικούς, τα δυο παιδάκια, η Πάτι και ο Ρόμπερτ, γίνονται η Πάτι Σμιθ και ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ γίνεται ένας αναγνωρισμένος φωτογράφος που φωτογραφίζει με ερωτικό τρόπο λουλούδια και χέρια και δερμάτινα και σαδομαζοχιστικά τελετουργικά μεταξύ ανδρών. Η Πάτι Σμιθ γίνεται ένα alien αδιάφορο για τη γνώμη των άλλων, ένα φυτό που μελετά γαλλική ποίηση και πάει χωρίς λεφτά στο Παρίσι για να προσκυνήσει τάφους. Κάνει performance. Πολλοί την περνούν για γκέι γυναίκα τζάνκι, ενώ η ίδια ξοδεύει τις νύχτες της χορεύοντας νηστική και μαστουρωμένη σε στενά δωμάτια, όπου κρατάει απρόσεχτα φυλαγμένα τα ποιήματα και τις ζωγραφιές της. Βάζει την ποίησή της σε τραγούδια και γίνεται διάσημη. Μαθαίνει λίγο κιθάρα. Πλέκει μουσικές και λέξεις. Αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Σμιθ γράφει ότι δεν θα τα κατάφερνε χωρίς τον Μέιπλθορπ, ότι της έσωσε τη ζωή –προφανώς είναι ακόμα ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ της.
Πεθαίνοντας νέος ο Μέιπλθορπ, αναγνωρισμένος και περιτριγυρισμένος από τις υλικές απολαύσεις που τόσο αναζήτησε, λέει στην Πάτι να γράψει την ιστορία τους. Κι αυτή το κάνει. Ζωή όπου τέχνη και καθημερινότητα μπερδεύονται αξεδιάλυτα, η ζωή του Ρόμπερτ και της Πάτι, μεταξύ ξενοδοχείων, γκαλερί, φθηνών βιβλιοπωλείων, τρένων, μουσικών σκηνών, πάρτι, μπαρ και μουσείων, διαβάζεται ως ειλικρινής ύμνος στη νεότητα, στα ρευστά όρια φιλίας και έρωτα, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη Νέα Υόρκη που δεν υπάρχει πια και στις αλάνθαστα θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης.
Βίβιαν Στεργίου
Ξένη λογοτεχνία
Το μεθυστικό καλοκαίρι του 1977 μια αφελής κοπέλα, η Καλλιστώ, αναχωρεί από την Αθήνα για να γνωρίσει τον κόσμο. Μετά το ταξίδι της στην Αμερική, βρίσκεται αναπάντεχα σε ένα ελληνικό νησί που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό σκηνικό. O Μπίλι Γουάιλντερ, διάσημος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, γυρίζει εκεί την ταινία του Fedora, και η Καλλιστώ προσλαμβάνεται ως βοηθός. Παρατηρεί συνεπαρμένη τον λαμπερό, πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο ζωής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Ενώ η Καλλιστώ είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της περιπέτεια, ο ίδιος ο Γουάιλντερ αντιλαμβάνεται ότι το άστρο του έχει μάλλον αρχίσει να σβήνει. Το Χόλυγουντ τον απορρίπτει, και μόλις που κατόρθωσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ταινία του, από τη Γερμανία. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών και τον συντροφεύει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και ευαίσθητο πορτρέτο μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Jonathan Coe στρέφει το βλέμμα του στην έννοια του χρόνου και στη σημασία της φήμης, στην οικογένεια και στην απατηλή σαγήνη της νοσταλγίας. Όταν ο κόσμος βαδίζει προς την αλλαγή, γαντζώνεσαι στην παλιά, αγαπημένη σου ζωή, ή αποφασίζεις ότι είναι ώρα να την αφήσεις πίσω;
Ξένη λογοτεχνία
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.
Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Λέσχη Ανάγνωσης
Η Αμερική στον πυρετό της κοσμογονικής δεκαετίας του ’60 μέσα από τη σύγκρουση του επιτυχημένου, καθώς πρέπει Αμερικανοεβραίου μεσοαστού Σίμουρ Λιβόβ, «ζωντανής διαφήμισης» του μεταπολεμικού αμερικανικού ονείρου με την επαναστατημένη έφηβη κόρη του που θέλει τον κόσμο και τον θέλει τώρα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάρει τα όπλα για να το καταφέρει. Βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1998, το καθηλωτικό «Αμερικανικό Ειδύλλιο» θεωρείται από τα κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ στις ΗΠΑ και μαζί με τα «Παντρεύτηκα έναν Κομμουνιστή» και «Το Ανθρώπινο Στίγμα» που ακολούθησαν χρονικά αποτελούν τη λεγόμενη «αμερικανική τριλογία» του πρόσφατα χαμένου συγγραφέα.
Λέσχη Ανάγνωσης
Ένας εκλεγμένος πρόεδρος, δημαγωγός ολκής μετατρέπεται σε δικτάτορα για να σώσει το έθνος από την απάτη της κοινωνικής πρόνοιας, την εγκληματικότητα, τους κινδύνους του σεξ και τον ανεξάρτητο, φιλελεύθερο Τύπο. Σας θυμίζει μήπως κάποιον; Εύστοχη όσο και «προφητική» πολιτική σάτιρα σε μορφή μυθιστορήματος που έγραψε ο Σινκλέρ τον Μεσοπόλεμο, θέλοντας να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του για τον κίνδυνο να επικρατήσει και στις ΗΠΑ ο ολοκληρωτισμός που ήδη «άλωνε» την Ευρώπη. Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε, χαρίζοντας στον συγγραφέα του το Νόμπελ λογοτεχνίας (1930).
Λέσχη Ανάγνωσης
Έχοντας «αφετηρία» τον θαλασσοπόρο Αμέριγκο Βεσπούκι, τον πρώτο που απέδειξε ότι τα νεοανακαλυφθέντα εδάφη πέραν του Ατλαντικού αποτελούν ξεχωριστή ήπειρο και τιμήθηκε γι’ αυτό ονοματίζοντάς τα, ο σπουδαίος και πολυταξιδεμένος Αυστριακός συγγραφέας «βυθίζεται σε μια από τις πιο μεγάλες αυτές περιπέτειες που οδήγησαν τον κόσμο στη σύγχρονη εποχή, αυτή της ανακάλυψης – από τους Ευρωπαίους – και της βάπτισης του Νέου Κόσμου»: ένα καταλυτικό γεγονός για την εξέλιξη της ανθρωπότητας συνολικά. Ήταν το τελευταίο έργο του Τσβάιχ – την επομένη της έκδοσής του, στις 22/2/1942 αυτοκτονούσε με βαρβιτουρικά στη Βραζιλία όπου βρισκόταν μαζί με τη δεύτερη γυναίκα και πρώην γραμματέα του Ελίζαμπετ Σαρλότε. Το ζευγάρι δεν άντεχε άλλο να βλέπει την Ευρώπη, τον πολιτισμό και τις αξίες της να συνθλίβονται στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου.
Ξένη λογοτεχνία
«Ήταν ευλογία να είσαι παιδί ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής μου. Οι γυναίκες κρατούσαν το χωριό, οι άντρες κυνηγούσαν και πολεμούσαν, κι η δική μας δουλειά, η δουλειά των παιδιών, ήταν μόνο να τριγυρνάμε και να παίζουμε και να ’μαστε ευτυχισμένα. Αυτό το θυμόμουν πολύ καθαρά».
«Με λένε Γουινόνα». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη».
Η Γουινόνα γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction).
Λέσχη Ανάγνωσης
Η αρχέγονη αντίληψη περί της δύναμης του αίματος και της δοξασίας πως το κακό τρέφεται και γιγαντώνεται με το αίμα, όπως και η μακραίωνη παράδοση γύρω από τον Δράκουλα της Τρανσυλβανίας, αξιοποιούνται από τον Μπραμ Στόκερ στο ομώνυμο αριστούργημά του του 1897. Ο Βρετανός δικηγόρος Τζόναθαν Χάρκερ επισκέπτεται τον κόμη Δράκουλα στον πύργο του στα Καρπάθια Όρη για να τον βοηθήσει να αγοράσει ένα σπίτι στο Λονδίνο. Ο Χάρκερ ανακαλύπτει την τρομακτική αλήθεια για τον κόμη ‒ο οποίος στην αναζήτηση αίματος μεταμορφώνεται σε ένα φρικτό τέρας‒ και μένει φυλακισμένος στον πύργο του όσο ο Δράκουλας ταξιδεύει στην Αγγλία προς αναζήτηση θυµάτων για τον κόσµο των νεκροζώντανων.
Λέσχη Ανάγνωσης
Η μεταμόρφωση του ξύλινου κούκλου Πινόκιο σε ένα ξεχωριστό έμβιο πλάσμα με ανήσυχη προσωπικότητα τον κάνει ένα σχεδόν κανονικό παιδί, παρά το ξύλινο σκαρί του. Η περιέργεια και οι σκανταλιές του τον μπλέκουν σε ένα σωρό περιπέτειες, έχοντας κάθε φορά και διαφορετικές τιμωρίες: η μύτη του μεγαλώνει κάθε φορά που λέει ψέματα, αναγκάζεται να χωριστεί από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, μεταμορφώνεται σε ζώο (ο συγγραφέας του στέλνει τα άτακτα παιδιά στη χώρα της χαράς, όπου μετατρέπονται σε γαϊδούρια), κινδυνεύει να σκοτωθεί από τα χέρια ψεύτικων φίλων και μαθαίνει να επιβιώνει σε κάθε κατάσταση, ακόμα και στην κοιλιά ενός θαλάσσιου κήτους. Στο τέλος, έχοντας αλλάξει από τις δυσκολίες, η Νεράιδα θα τον ανταμείψει, μεταμορφώνοντάς το σε αληθινό παιδί…
Λέσχη Ανάγνωσης
Κωμωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ που γράφτηκε το 1601-1602 ως μέρος της ψυχαγωγίας για το κλείσιμο της περιόδου των Χριστουγέννων. Στο γαϊτανάκι του έρωτα, που περιέχει πολλές μεταμορφώσεις, η Βιόλα και ο δίδυμος αδελφός της Σεμπάστιαν ναυαγούν μετά από τρικυμία και θεωρούν ο ένας τον άλλον πεθαμένο. Η Βιόλα, μεταμφιεσμένη σε αγόρι, μπαίνει στην υπηρεσία ενός τρελά ερωτευμένου δούκα, του Ορσίνο. Αναγκάζεται να γίνει αγγελιοφόρος του έρωτά του προς την Ολίβια, η οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη μεταμφιεσμένη Βιόλα που την περνάει για άντρα. Η Βιόλα, ωστόσο, ερωτεύεται τον Ορσίνο, που τη θεωρεί όμως κι αυτός άντρα. Ξαφνικά, θα εμφανιστεί στην Ολίβια ο Σεμπάστιαν, που θα την ερωτευτεί, και, μοιάζοντας με τη Βιόλα, μπλέκει την υπόθεση…
Λέσχη Ανάγνωσης
Η Τάρα, κόρη ενός φονταμενταλιστή Μορμόνου στα βουνά του Αϊντάχο που πιστεύει ότι έρχεται το τέλος του κόσμου, μπαίνει για πρώτη φορά σε τάξη σχολείου στα 17, αγνοώντας ότι έχουν γίνει δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Σύντομα ανακαλύπτει πως η μόρφωση είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από το σπίτι της και ξεκινάει από το μηδέν, προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, διασχίζει ωκεανούς και ηπείρους και αποφοιτά από το Καίμπριτζ. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια για συνειδητοποιήσει ότι το παρελθόν είναι «ένα φάντασμα», να αφήσει πίσω της τους γονείς της και να διεκδικήσει, μεταμορφωμένη, την ατομικότητά της.