Ξένη λογοτεχνία
O βραβευμένος με Μπούκερ Τζούλιαν Μπαρνς μας ξεναγεί στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, αφηγούμενος τη ζωή του πρωτοπόρου της ιατρικής Σάμιουελ Πότσι.
Το καλοκαίρι του 1885, τρεις Γάλλοι κατέφτασαν στο Λονδίνο για ψώνια. Ο ένας ήταν πρίγκιπας, ο άλλος κόµης και ο τρίτος ένας κοινός θνητός µε ιταλικό όνοµα, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε απαθανατιστεί σε ένα από τα πιο σπουδαία πορτρέτα του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ. Αυτός ο κοινός θνητός ήταν o Σαµιέλ Πότσι, γιατρός, πρωτοπόρος γυναικολόγος και ελεύθερο πνεύµα – ένας λογικός επιστήµονας µε µια διαβόητα περίπλοκη προσωπική ζωή.
Φόντο της ζωής του, η παρισινή Μπελ Επόκ. Η όµορφη εποχή της λάµψης και της ευχαρίστησης συχνότερα έδειχνε την άσχηµη πλευρά της: υστερική, ναρκισσιστική, χλιδάτη και βίαιη, µια εποχή αχαλίνωτης προκατάληψης και νατιβισµού, που έχει περισσότερες οµοιότητες µε τη δική µας εποχή απ’ όσο θα φανταζόµασταν.
Ξένη λογοτεχνία
Οι αμφίρροπες δυνάμεις της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, ο θρήνος της απώλειας, οι θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης, ο εθισμός, η καθοριστική δύναμη της στιγμής, η παρακμή του αμερικανικού ονείρου τη μετά την 9/11 εποχή: είναι πολλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η Ντόνα Ταρτ στο μνημειώδες, βραβευμένο με Πούλιτζερ το 2014, τρίτο μυθιστόρημά της. Μέσα στις σχεδόν 1.000 σελίδες του, όμως, είναι η έννοια της φιλίας και οι διαφορετικές της εκφάνσεις που διαπερνούν τη ραχοκοκαλιά του. Ο κεντρικός χαρακτήρας του, Θίο Ντέκερ, αναπτύσσει, όπως όλοι μας, φιλίες διαφορετικού ειδικού βάρους κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της νεότητάς του. Όλες αυτές οι όψεις της φιλίας παρουσιάζονται εντελώς αρχετυπικά από την Ταρτ, και μάλιστα όχι σαν απλά υποκατάστατα του οικογενειακού ελλείμματος, αλλά ως αυθύπαρκτες σχέσεις που συνδέουν ετερόκλητους ανθρώπους. Η αγνή, σχολική φιλία του με τον Άντι Μπάρμπουρ είναι αυτή που θα του δώσει την πρώτη του κοινωνική ώθηση, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του. Το βραχύβιο μητρικό υποκατάστατο της αγέρωχης κυρίας Μπάρμπουρ σχεδόν θα αντιστραφεί στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του Άντι, που θα φέρει στην επιφάνεια την ευάλωτη πλευρά της. Η γνωριμία του με τον Χόμπι θα τον εμπνεύσει επαγγελματικά, καθώς ο αντικέρ θα λειτουργήσει ως μέντορας για το μέλλον του. Τα συναισθήματά του για την Πίπα, που τον στοιχειώνουν επί σειρά ετών, δεν θα μπορέσουν τελικά, λόγω του κοινού τραυματικού βιώματος, να εξελιχθούν σε ερωτική σχέση.
Είναι όμως η αδελφική, περίπλοκη, βαθιά φιλία του Θίο με τον Μπόρις που μας έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν ανατρέχουμε ξανά στην Καρδερίνα. Όπως είχε γράψει και η κορυφαία κριτικός των «New York Times», Μιτσίκο Κακουτάνι, χαρακτηρίζοντάς την «ντικενσιανό μυθιστόρημα», «ο Μπόρις είναι ο Artful Dodger στον Όλιβερ Τουίστ του Θίο […], [δύο χαρακτήρες που] θα λάβουν τη θέση τους στο πάνθεον των κλασικών σχέσεων φιλίας, δίπλα στον Λόρελ και τον Χάρντι, τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν (σ.σ. από το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ), τον Μέισον και τον Ντίξον του Πίντσον». Κι αν ο Μπόρις μπορεί σε μια πρώτη, εύκολη ανάγνωση να φαντάζει ως η «κακή επιρροή» που οδηγεί τον Θίο σταδιακά στον εθισμό και στο έγκλημα, το κλασικό αντίβαρο, δηλαδή, στην έλλειψη οικογενειακής προσοχής και στο τραύμα, η αλήθεια είναι ότι μάλλον τον βοηθά να επιβιώσει και λειτουργεί ως το έναυσμα για απελευθέρωση, καθώς η σχέση τους θεμελιώνεται σταδιακά από βαθιά αγάπη και ανάγκη για επαφή. Ακόμα και όταν προκύπτει η προδοσία του Μπόρις, είναι τόσο ισχυρά θεμελιωμένο αυτό που έχουν, τόσο άνευ όρων η αγάπη που τους συνδέει, που δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει μια ιδιότυπη, επεισοδιακή κάθαρση, παρά το στερεότυπο που θέλει τις φιλίες να διαλύονται πιο εύκολα από τις οικογενειακές σχέσεις.
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Ξένη λογοτεχνία
Τις ημέρες που βρέχει, σε κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία της οδού Άστιγγος, στο Μοναστηράκι, όταν το νερό μπαίνει στο μαγαζί με τις ομπρέλες των πελατών, στρώνουν το δάπεδο με θεατρικά έργα για να το απορροφήσουν. Είναι πια τόσο αζήτητα, που η αξία τους έχει πέσει πιο κάτω και από του πριονιδιού. Κι όμως, κάποτε ο κόσμος αγόραζε θεατρικά έργα και τα διάβαζε, χωρίς να είναι ηθοποιός ή σκηνοθέτης, απλώς επειδή απολάμβανε την ανάγνωσή τους, όπως εκείνη ενός μυθιστορήματος. Και μόνο όταν τα διαβάζει κάποιος ‒και όχι όταν τα βλέπει στη σκηνή‒ ανακαλύπτει τον πλούτο και τις διαστάσεις των επιμέρους ιστοριών τους, όπως και τον ρυθμιστικό για την κύρια υπόθεση ρόλο τους. Διαφορετικά, όλα αυτά τα στοιχεία γίνονται φευγαλέα στραφταλίσματα που παρασύρει η ροή μιας παράστασης, χωρίς ο θεατής να προλαβαίνει να συλλαμβάνει το πλήρες βάθος τους.
Από τον Έμπορο της Βενετίας, που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν είναι τραγωδία, κομεντί, κωμωδία ή παρωδία, όλοι συγκρατούν την τρομερή φιγούρα του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ ως υπόδειγμα του χειρίστου είδους εκδικητικού απάνθρωπου. Άλλοι, πάλι, θεωρούν το έργο μια ποιητική διατριβή φιλοσοφίας του δικαίου με κύριο αντικείμενο την παράδοξη και μεγαλειώδη συνύφανση της έννοιας του δικαίου με εκείνην του ελέους, όπως την περιγράφει άψογα στον συγκινητικό μονόλογό της η μεταμφιεσμένη σε δικαστή αξιέραστη Πόρσια.
Κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε αν ο έμπορος της Βενετίας, δηλαδή ο Αντόνιο, δεν είχε έναν φίλο με το όνομα Μπασάνιο. Αυτή η φιλία συνιστά το «ρινγκ» που φιλοξενεί όλες τις συγκλονιστικές συγκρούσεις που παρέχει το έργο. Ο Αντόνιο, ως αληθινός φίλος που είναι, εγγυάται το δάνειο που ο Μπασάνιο παίρνει από τον Σάιλοκ, προκειμένου να αγοράσει όμορφα ρούχα και να καλύψει περαιτέρω έξοδα παραστάσεως στην προσπάθειά του να γοητεύσει την Πόρσια. Ο Μπασάνιο ‒που είναι καλό παιδί‒ κερδίζει την Πόρσια. Όμως ο Αντόνιο δεν καταφέρνει να εξοφλήσει τον Σάιλοκ. Και ο τελευταίος σέρνει τον έμπορο της Βενετίας στο δικαστήριο, απαιτώντας να του αποδοθεί το προβλεπόμενο από την ποινική ρήτρα του συμβολαίου τους, δηλαδή ένα κομμάτι κρέας από το σώμα του Αντόνιο, βάρους ίσου με εκείνο των χρυσών νομισμάτων που ο Σάιλοκ δάνεισε στον Μπασάνιο.
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη φιλίας από το να αποδέχεσαι να δικαστείς για λογαριασμό φίλου σου. Αλλά και αυτό δεν αρκεί για να ορίσει τι εστί φιλία. Η λέξη δεν προσφέρει «πρόγνωση» του τι σημαίνει. Όλοι την καταλαβαίνουν εμπειρικά, χωρίς απαραίτητα να συμφωνούν σε έναν ορισμό της. Η ουσία της τελικά μπερδεύεται και χάνεται στην αοριστία που προκαλούν οι πολυάριθμοι και ετερόκλητοι προσδιορισμοί της. Ωστόσο, είναι η κορωνίδα των εξευγενισμένων ανθρώπινων δεσμών. Είναι μια αγάπη που διαπερνά τα οχυρωματικά τείχη κάθε «εγώ», χωρίς να χρειάζεται την ερωτική έλξη ως εμπροσθοφυλακή που θα τα γκρεμίσει για να διευκολύνει την επέλασή της. Αυτή της η δύναμη, η αυτάρκειά της, καθιστά τη φιλία ένα αίνιγμα.
Σήμερα, περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν, όλοι θέλουν να είναι άτομα ελεύθερα, γνήσια, ανεξάρτητα και αυθεντικά. Και το πετυχαίνουν εις βάρος της δύναμης των δεσμών τους με τους άλλους. Έτσι, αντί να νιώθουμε έρωτα ή φιλία, καταλήγουμε σε κάτι χλιαρότερο, όπως είναι οι «σεξουαλικές σχέσεις» και οι «φιλικές σχέσεις». Χάθηκαν η περιπλοκότητα, οι θρίαμβοι και οι ήττες του κοινωνικού δεσμού – τα τρία στοιχεία που πάντα θεωρούνταν η αλήθεια και η ουσία του.
Στη σχέση των Αντόνιο και Μπασάνιο αντικρίζει κάποιος ένα σπάνιο και μάλλον ξεχασμένο πρότυπο φιλίας, που είναι το πιο θαυμαστό, το πιο ικανοποιητικό και ταυτόχρονα το πιο ενοχλητικό. Συχνά η φιλία τους οδηγεί στην καχυποψία ότι συντρέχει και μια ασυνείδητη, εντελώς λανθάνουσα έλξη ομοερωτικού χαρακτήρα. Η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη χαίρεται να «παίζει» με αυτή την εκδοχή. Αλλά είναι και πιστή στον Σαίξπηρ, ο οποίος ίσως να χαιρόταν κι εκείνος με το ίδιο παιχνίδι, αλλά είχε επίσης φροντίσει να τοποθετήσει ως «ενθέματα» στα λόγια των δύο χαρακτήρων μερικά ακλόνητα πειστήρια του ότι η μεταξύ τους φιλία δεν φέρει τα σημάδια της παραφοράς που θα ταίριαζαν σε έναν κρυφό έρωτα.
Αυτό που συμβαίνει στον Αντόνιο και στον Μπασάνιο είναι το περίφημο αριστοτελικό «ο έτερος γαρ αυτός» ‒ ο ένας βλέπει στον άλλο ένα είδωλο του εαυτού του. Είναι μια αίσθηση αγαλλίασης τόσο δυνατή, που επιτρέπει εύκολα να πάρει ο ένας τη θέση του άλλου και στις πιο δύσκολες περιστάσεις.
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Ξένη λογοτεχνία
Η βαθιά φιλία της νεαρής Αμερικανίδας ζωγράφου Χίλντα και της αγγλικής και εβραϊκής καταγωγής Μίριαμ, που τις συνδέουν με έναν τρόπο μεταφυσικό η έννοια της ενοχής, της μεταμέλειας και της κάθαρσης με φόντο τη Ρώμη και τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της, είναι το βασικό μοτίβο του αριστουργήματος του Nathaniel Hawthorne, πάνω στο οποίο χτίζεται με περίτεχνο τρόπο η σχέση τους με τους άλλους δύο χαρακτήρες του βιβλίου, τον Αμερικανό γλύπτη Κένιον και τον νεαρό Ιταλό κόμη Ντονατέλο. Ο Κένιον είναι ερωτευμένος με τη Χίλντα και ο νεαρός κόμης του Μόντε Μπένο με την Μίριαμ, η οποία γίνεται ηθική αυτουργός του φόνου που διαπράττει o Ντονατέλο. Ο Hawthorneτοποθετεί την παρέα των τεσσάρων εξαιρετικά καλλιεργημένων καλλιτεχνών σε μια πόλη με πλήθος έργων τέχνης και σε σκηνικό έντονα ατμοσφαιρικό, γεμάτο συμβολισμούς, που γίνεται η αφορμή να αποκαλύψει, μέσω των ηρώων του, τις απόψεις του για την τέχνη, τη θρησκεία και τον έρωτα. Οι ηθικές μεταπτώσεις κάθε χαρακτήρα αποδίδονται αριστοτεχνικά μέσα από περιγραφές έργων ζωγραφικής και γλυπτικής που σχολιάζουν τα ήθη τις εποχής ή τις κοσμοθεωρίες των ηρώων και δείχνουν τη διαφορά μεταξύ του παλιού (Ιταλία) και του νέου κόσμου (Αμερική). Η φιλία θριαμβεύει, αλλά η αθωότητα και η ανεμελιά θα χαθούν όσο οι τέσσερις φίλοι βυθίζονται στην ενοχή και τη σκιά. «Καμία ελπίδα δεν θα τους παρασταθεί αρκετά. Μόνοι τους θα βρουν τον δύσκολο δρόμο τους σ’ έναν κόσμο όπου “η αμαρτία –που τη θεωρούμε τόσο τρομακτική, όσο το αβυσσαλέο σκοτάδι του σύμπαντος‒” μπορεί να είναι “απλώς ένα στοιχείο ανθρώπινης καλλιέργειας, μέσω του οποίου αγωνιζόμαστε για μια υψηλότερη και καθαρότερη κατάσταση απ’ αυτή που θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε με οποιοδήποτε άλλο μέσο”». Ωστόσο, προσπαθούν να υπερβούν την τραγωδία και να προσφέρουν όση ανακούφιση μπορούν στον διπλανό τους, «άξιο θανάτου, αλλά όχι ανάξιο αγάπης», έστω και χωρίς να καταφέρουν να βρουν πραγματική παρηγοριά. Ποτέ δεν κατορθώνουν να διαχειριστούν τα γεγονότα και να αποβάλουν αυτό που «έπεσε σαν σκιά» στην ψυχή τους στη Ρώμη.
M. Hulot
Ξένη λογοτεχνία
Δεν είναι ηλίθιοι!
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, διαβάζοντας (για να γράψει) και γράφοντας το Μπουβάρ και ο Πεκυσέ. Το ότι δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει (πέθανε από εγκεφαλικό το 1880) δεν επηρεάζει την πρόσληψή του, αφού είχε προχωρήσει ήδη την ιστορία τόσο, ώστε με τα σχέδια που άφησε για την κατάληξή της να ολοκληρώνεται με τον τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στην πρωτοποριακή σύλληψή του: δεν υπάρχει τέλος (σκοπός), τα βιβλία είναι άπειρα, η Γνώση απροσπέλαστη.
Ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ συναντήθηκαν τυχαία μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στο έρημο παρισινό βουλεβάρτο. Ένα ασήμαντο γεγονός, το ότι και οι δύο έχουν γράψει τα ονόματά τους στο εσωτερικό του καπέλου τους, λειτουργεί σαν σημείο αναγνώρισης. Όλως τυχαίως είναι συνομήλικοι, 47 χρονών, και κάνουν την ίδια δουλειά: είναι αντιγραφείς. Ενώ ασχολούνται, δηλαδή, με τη γραφή, με τις λέξεις, η σχέση τους μ’ αυτές είναι νεκρή ‒ περιορίζεται στη μηχανική αναπαραγωγή εγγράφων. Γρήγορα γίνονται φίλοι, περνούν μαζί όλο τον ελεύθερο χρόνο τους με ατελείωτες βόλτες και συζητήσεις. Ώσπου μια απρόσμενη κληρονομιά επιτρέπει τη ριζική αλλαγή που και οι δύο επιθυμούσαν, να ζήσουν μαζί στην εξοχή.
Η ζωή τους στο αγρόκτημα που αγοράζουν είναι μια διαρκής περιπέτεια, γεμάτη καινούργιες γνώσεις, χαρές και απογοητεύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Φλωμπέρ, έχοντας ζήσει τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ταραχές/αλλαγές του 19ου αιώνα, αμφισβητεί ευθέως την «αισιοδοξία» των φιλοσόφων του Φώτων, την πίστη τους στην πρόοδο που θα εξασφαλίσει η γνώση. Αν ο Καντίντ και η παρέα του (από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βολταίρου, 1761), μετά από απίθανες περιπέτειες από τη μια άκρη της γης στην άλλη, καταλήγουν ότι «πρέπει να καλλιεργούμε τον κήπο μας» για να μπορούμε να απολαμβάνουμε «ζαχαρωτά, κυδώνια και φιστίκια», ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ ξεκινούν αντίστροφα. Η νέα ζωή τους αρχίζει καλλιεργώντας τον κήπο και το κτήμα τους. Αποτυγχάνουν, αλλά μικρό το κακό, αφού, ασχολούμενοι με την κηπουρική και τη γεωργία, οδηγούνται σε νέα πεδία γνώσης, τη χημεία, την ιατρική, την αστρονομία, την αρχαιολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία. Ο ένας τομέας τους οδηγεί στον άλλο, ανοίγουν βιβλία, δοκιμάζουν εμπράκτως τις νέες γνώσεις, αποτυγχάνουν ξανά και ξανά, αλλά είναι τόσο γοητευμένοι από τη διαδικασία της ανακάλυψης, που αδιαφορούν για την «αντικειμενική» αποτυχία του αρχικού στόχου τους. «Ξάνοιγε ο νους τους». Και «διασκέδαζαν τρομερά». Μαζί.
Μόνο μετά την επανάσταση του 1848 η σχέση τους αλλάζει, απογοητεύονται από τις πολιτικές εξελίξεις, αναζητούν ταίρι (χωρίς επιτυχία), απελπίζονται από τον περιορισμένο ορίζοντα, την πονηριά και την εκμετάλλευση των γύρω τους και αποφασίζουν να ξαναγυρίσουν στην πρώτη δουλειά τους. Ναι, να αντιγράφουν, αλλά πλέον ό,τι τους κάνει κέφι.
Κανένα από τα κείμενα που έχω διαβάσει για το Μπουβάρ και Πεκυσέ δεν απαντά ικανοποιητικά στο τι είναι, ποιο είναι το θέμα αυτού του παράδοξου «μυθιστορήματος μαθητείας» (Bildungsroman) που δεν ξεκινά από την αρχή αλλά στο μέσον της ζωής των δύο πρωταγωνιστών. Αν βάζαμε σήμερα υπότιτλο στο τελευταίο αριστούργημα του Φλωμπέρ, δεν θα ήταν αυτός που πρότεινε ο Γκι ντε Μοπασάν, Περί της απουσίας μεθόδου στη μελέτη των ανθρωπίνων γνώσεων». Και σίγουρα οι δύο άνδρες δεν είναι ηλίθιοι, ούτε το βιβλίο διαπραγματεύεται το ζήτημα της ανθρώπινης βλακείας (άλλωστε, κάποιας μορφής ευήθεια/αναπηρία πάει πακέτο με την πιο υψηλή ευφυΐα). Οι ήρωες εξελίσσονται, μαθαίνουν, προσπαθούν να καταλάβουν, κατανοούν και επιχειρηματολογούν. «Η φιλοσοφία μεγάλωνε την αυτοεκτίμησή τους» και την απόσταση από τους ανίδεους γύρω τους. «Και τότε μια λυπηρή ιδιότητα αναπτύχθηκε στον νου τους: αυτή του να βλέπουν τη βλακεία και να μην μπορούν να την ανεχθούν. Ασήμαντα πράγματα τους κατέθλιβαν: οι διαφημίσεις στις εφημερίδες, το προφίλ ενός αστού, μια ηλίθια σκέψη που άκουγαν τυχαία».
Καινοτόμο από κάθε πλευρά, αιρετικό, ειρωνικό, ευφυές, κωμικό, το Μπουβάρ και Πεκυσέ «μιλάει» καλύτερα στην εποχή μας, τη χαοτική, εξειδικευμένη/κατακερματισμένη, techno-εγκυκλοπαιδική, παρά στα τέλη του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων, για τη σημασία της φιλίας δύο ή περισσότερων ανθρώπων που συμπορεύονται επειδή συμπληρώνει ο ένας τον άλλον, επειδή αγαπούν τα ίδια πράγματα, επειδή το να μοιράζεσαι είναι αξία ανεξάντλητη.
Ματίνα Καλτάκη
Ξένη λογοτεχνία
Ο σκανταλιάρης Τομ Σόγιερ διαθέτει όλα τα ζηλευτά χαρακτηριστικά ενός νεαρού αγοριού: είναι πολύ έξυπνος αν και καθόλου σπασίκλας, έχει λάβει την ανατροφή πολιτισμένου παιδιού αλλά ενδόμυχα θέλει να περνά τις μέρες του χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, θυσιάζεται για τα μάτια της αγαπημένης του Μπέκι και αφήνει τον μισητό του δάσκαλο να τον σαπίσει στις ξυλιές, είναι σκράπας στα θρησκευτικά και κάτι παραπάνω από αδιάφορος στο κατηχητικό (απηχώντας τον αθεϊσμό του Μαρκ Τουέιν), διέπεται από μια χαριτωμένη ηθική ανομία που οδηγεί το βλέμμα του προς τον ανοιχτό ορίζοντα, ζώντας σε ένα αιώνιο καλοκαίρι, σε ένα χωριό του Μισισιπή. Μαζί με τον κολλητό του, τον Χάκλμπερι Φιν, βρίσκει το ατρόμητο στοιχείο που του λείπει για να ξεχυθεί στις περιπέτειές του. Στο πρόσωπο του αλητάκου γιου του μπεκρή, του απροσάρμοστου και πιο μπρούτου της παρέας, που τα υπόλοιπα παιδιά θαυμάζουν και φοβούνται, κατά κάποιον τρόπο προπάτορα του Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, ανακαλύπτει την απόδραση που ο συγγραφέας ονόμαζε την ευκαιρία που αν δεν αδράξεις θα μετανιώνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αν ο Τουέιν δεν συνέχιζε με το σίκουελ Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, ο ξυπόλυτος συνοδοιπόρος του ήρωα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο φανταστικός του φίλος, ένα επινοημένο alter ego που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, ενισχύει το αγωνιστικό του πνεύμα, εξάπτει την ήδη ζωηρή περιέργειά του για το τι άλλο υπάρχει εκεί έξω και καταρρίπτει τη δειλία του. Οι αποκοτιές τους στα στοιχειωμένα σπίτια και στις σπηλιές παραμένουν θρυλικές, ένα χάρμα ανάγνωσης, γραμμένες σε ντοπιολαλιά, απλά και σταράτα, σαν να έχουν βγει από την καρδιά ενός 13χρονου που επιτέλους ξυπνάει, γιατί θέλει να τρομάξει, να ερωτευτεί, να μάθει – χωρίς η αφήγηση να βαραίνει από τον καταναγκασμό της ιστορίας ενηλικίωσης, καθώς ο Σόγιερ μαρκάρει την ηλικία του, σαν να προτιμά να την κρατήσει για πάντα. Η αβίαστη συνεννόηση των δύο αγοριών, όποτε τα βρίσκουν σκούρα αλλά και όταν απλώς χαζεύουν αποχαυνωμένα, τόσο χαρούμενα που δεν έχουν τίποτε ιδιαίτερο να κάνουν, συνιστά την ουτοπία της εφηβικής φιλίας, εκεί όπου ο αλλεργικός στις ευθύνες Χακ τραβάει από το χέρι τον εχέφρονα Τομ. Τους Αμερικανούς λογοτεχνικούς αναλυτές ακόμη απασχολούν τα ρατσιστικά θέματα που διατρέχουν το βιβλίο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος κρατά το ατόφιο πνεύμα της συνενοχής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».
Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.
Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».
Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.
Μαρία Δρουκοπούλου
Λέσχη Ανάγνωσης
Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».
Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.
Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».
Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.
Μαρία Δρουκοπούλου
Λέσχη Ανάγνωσης
Η τετραλογία της Νάπολης – Βιβλίο Πρώτο – Η υπέροχη φίλη μου
Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».
Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.
Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».
Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.
Μαρία Δρουκοπούλου
Λέσχη Ανάγνωσης
Ένα από τα αριστουργήματα του Φίλιπ Ροθ, το Θέατρο του Σάμπαθ, αυτή η ορμητική κατάδυση στη συνείδηση ενός εξηντατετράχρονου πρώην μαριονετίστα, ο οποίος ζει απομονωμένος και αφοσιωμένος στην αχαλίνωτη ερωτική ζωή του και στη διαρκή αναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος του, δεν έχει ως άμεσο θέμα τη φιλία. Ωστόσο, η μορφική ιδιοφυΐα του Ροθ είναι αυτή που φέρνει τη φιλία στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο θάνατος ενός παλιού φίλου του ήρωα τον οδηγεί σε ένα ταξίδι επιστροφής στην προηγούμενη ζωή του, μέσω του οποίου ο Ροθ μας αφηγείται αναδρομικά τα βασικά περιστατικά του βίου του Σάμπαθ. Έτσι, η παλιά του παρέα καθίσταται κατά κάποιον τρόπο το πρώτο ακροατήριο που προκαλεί και ακούει τον παραληρηματικό, μισανθρωπικό αλλά και σπαρακτικό μονόλογο του Σάμπαθ. Η φιλία αναδεικνύεται συγχρόνως ως πεδίο ανταγωνισμού και ως χώρος εξομολόγησης, ως ένα πραγματικό θέατρο όπου μπορεί να ανέβει το δράμα της αυτοσυνείδησης.
Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο Ροθ τη γλώσσα και τα θέματά του είναι αυτός που έχουμε συνηθίσει από τα υπόλοιπα βιβλία του. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στοιχεία που κάνουν το Θέατρο του Σάμπαθ ένα πραγματικά σημαντικό λογοτεχνικό έργο: α) η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, ο μηδενισμός και η εσωτερική πάλη υποτάσσονται εδώ στον λόγο ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το γοητευτικό ή θετικό,· β) η αυτοαναφορική υφή του έργου και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που στον Ροθ είναι πάντοτε εμφανή, αποκτούν εδώ μια αφηρημένη και έντονα καλλιτεχνική διάσταση, καθώς ο ήρωας δεν είναι συγγραφέας ούτε διανοούμενος.
Κώστας Σπαθαράκης
Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Εξάδελφος Πονς περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους μουσικούς, τον Συλβαίν Πονς και τον Γερμανό Βίλχελμ Σμούκε, που ζουν μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι. Ο Πονς έχει στην κατοχή του μια πολύτιμη συλλογή έργων τέχνης, τα οποία έχει συλλέξει χάρη στο καλό του γούστο και τα οποία εποφθαλμιούν οι συγγενείς και ο κοινωνικός του περίγυρος. Η ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στους δύο φίλους με τους αντίθετους χαρακτήρες (ο Πονς αντιλαμβάνεται το κακό γύρω του, σε αντίθεση με τον αγγελικό Σμούκε, που είναι απόλυτα αφιερωμένος στην τέχνη και στη φιλία του), ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαλζάκ περιγράφει τη φιλία ως καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και ως τρυφερή πνευματική συμμαχία απέναντι στο κακό της αστικής κοινωνίας, αλλά και η μελοδραματική τροπή του έργου, το καθιστούν ένα από τα σπάνια λογοτεχνικά τεκμήρια για την αντρική φιλία.
Κώστας Σπαθαράκης
Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης