Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε, τρεις στοχαστές που άφησαν το στίγμα τους στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Σύγχρονοι που τίμησαν, απέρριψαν ή αγνόησαν ο ένας τον άλλον, σφράγισαν μια εποχή επιστημονικής πολυφωνίας και εκρηκτικής κοινωνικής δυναμικής. Οι ανταγωνισμοί και οι αντιπαραθέσεις τους βρίσκονται στον πυρήνα των εξελίξεων στη Γερμανία, και όχι μόνο, εκείνης της περιόδου. Ο Herfried Münkler παρακολουθεί αυτούς τους γίγαντες του πνεύματος τοποθετώντας τους στην τεράστια τοιχογραφία της εποχής τους.
Περιγράφει την εντυπωσιακή παραλληλία στη ζωή του Μαρξ και του Βάγκνερ: τη συμμετοχή τους στην επανάσταση του 1848, τη φυγή, τις διώξεις και την εξορία, τη δημιουργία ενός σημαντικού έργου που προσέλκυσε έναν αντίστοιχα σημαντικό αριθμό οπαδών, καθώς και την τύχη του έργου αυτού στα χέρια των διαχειριστών του. Ο Νίτσε, λίγο νεότερος, αποτελεί από μόνος του μια μοναδική φιλοσοφική οντότητα, με ισχυρότατο αποτύπωμα στις επόμενες γενιές.
Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε: και οι τρεις διέρρηξαν τις συμβάσεις του αστικού κόσμου και δημιούργησαν κάτι καινούριο, που κυοφόρησε με τη σειρά του μια νέα πραγματικότητα. Μέσα από τις ζωές τους, τις ομοιότητες, τις αντιθέσεις, τις διαφωνίες τους, ο Μίνκλερ απεικονίζει εξαιρετικά τον ελπιδοφόρο γερμανικό 19ο αιώνα, που κατέληξε στον αιώνα των άκρων και των πολιτικών καταστροφών. Απεικονίζει αυτόν τον «κόσμο σε αναταραχή», που γέννησε τον νεότερο κόσμο.
Φιλοσοφία
Τα απομνημονεύματα του Μάρκου Αυρήλιου είναι ένα φιλοσοφικό επίτευγμα κι ένας στωικός ύμνος προς τη ζωή: μας υπενθυμίζουν πως δεν υπάρχει πιο εισακουσμένη προσευχή από την ευγνωμοσύνη και πιο σπουδαίος σκοπός από την κατανόηση και την καλοσύνη.
Δεκαεννιά αιώνες μετά τη συγγραφή του, το ημερολόγιο αυτό, που το έγραφε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να εμψυχώνει τον εαυτό του, παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, κι εμείς αισθανόμαστε τυχεροί που μπορούμε να βουτήξουμε στην κολυμβήθρα των μύχιων ενός σπουδαίου ανθρώπου.
Ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος (121-180 μ.Χ.), ο τελευταίος από τους «πέντε καλούς αυτοκράτορες» της Ρώμης, ανήλθε στον θρόνο σε ηλικία 40 ετών και παρότι η ηγεμονία του σημαδεύτηκε από συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, χαρακτηρίστηκε συνολικά από σταθερότητα και ευημερία. Πέρα όμως από το κυβερνητικό και νομοθετικό του έργο, ο Μάρκος Αυρήλιος εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους. Τα εις εαυτόν, που δεν προορίζονταν για δημοσίευση, γράφτηκαν σε μια περίοδο δέκα ετών και τυπώθηκαν για πρώτη φορά στη Ζυρίχη το 1558, από ένα αντίγραφο χειρογράφου που πλέον έχει χαθεί.
Φιλοσοφία
«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».
Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον του εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.
Φιλοσοφία
Μπορεί το ποδόσφαιρο να γίνει δύναμη απελευθέρωσης ή τελικά πρόκειται για το «όπιο του λαού», που, συνήθως, αποκοιμίζει και επιπλέον, όχι σπάνια, αποκτηνώνει; Το βιβλίο αυτό ξετυλίγει το νήμα μιας εναλλακτικής ποδοσφαιρικής, και όχι μόνο, φιλοσοφίας. Δείχνει πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε το ποδόσφαιρο (και τον κόσμο) που θέλουμε, μέσα στο ποδόσφαιρο (και τον κόσμο) που θέλουμε να ξεπεράσουμε. Γιατί ήρθε η ώρα για αντεπίθεση. Για τη μεγάλη ανατροπή.
Ερωτήματα που δεν απαντιούνται σε αυτό το βιβλίο:
Πώς ξεκίνησε το ποδόσφαιρο και ποιοι οι συμβολισμοί του;
Ήταν στο παρελθόν το ποδόσφαιρο πιο αθώο και πιο θεαματικό;
Ποιες τακτικές οδηγούν σε πιο εντυπωσιακά γκολ;
Ερωτήματα που απαντιούνται σε αυτό το βιβλίο:
Γιατί μερικοί αθλητές βγάζουν εκατομμύρια, ενώ οι παιδαγωγοί και οι επιστήμονες όχι;
Πώς το ποδόσφαιρο επηρεάζει τις παγκόσμιες ανισότητες και την κλιματική κρίση;
Πώς θα μάθουν τα παιδιά μας, μέσα από το ποδόσφαιρο, να τα αφορά το παιχνίδι και όχι η νίκη; Στο σχολείο να τα αφορά η γνώση και όχι οι βαθμοί; Στη ζωή τους να τα αφορούν οι σχέσεις με τους συνανθρώπους τους και τη φύση και όχι τα λεφτά;
Όταν χάνεις 4-0 και είναι στο 89΄, γυρίζει… ο ποδοσφαιρικός αγώνας, αλλά και ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο και ένα βιώσιμο μέλλον;
Φιλοσοφία
Όλα για το τίποτα, είπε ο Εκκλησιαστής. Όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα.
Μία είναι η μοίρα των ανθρώπων, δίκαιων και άδικων, φτωχών και πλούσιων, δούλων και ελεύθερων: ο θάνατος. Τα καλά θα χαθούν. Οι προσπάθειες θ’ αποτύχουν. Τα όνειρα θ’ αποδειχτούνε χίμαιρες. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.
Ο Εκκλησιαστής παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ώς πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό. Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.
Ανώφελο κι αυτό, ανεμοκυνηγητό.
Ο Εκκλησιαστής γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 3ο αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη.
Φιλοσοφία
Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.
Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστορίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.
Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.
«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».
Φιλοσοφία
Το 1969, μετά τις μελέτες του για την τρέλα, την κλινική ιατρική και τις προϋποθέσεις ύπαρξης των επιστημών της ζωής, της γλώσσας και της οικονομίας, ο Μισέλ Φουκώ θα προχωρήσει αποφασιστικά στη θεωρητική συστηματοποίηση του σχεδίου που τον ενέπνεε και θα δώσει το ακριβές στίγμα του ως ιστορικού και φιλοσόφου. Η αρχαιολογία που προτείνει δεν αναζητά αιτιακές σχέσεις και επιδράσεις ανάμεσα στα συμβάντα, δεν θεωρεί την ιστορία μια σταδιακή εκδίπλωση του ορθού λογού που θα οδηγούσε τελεολογικά στην επικράτηση της απόλυτης αλήθειας, δεν τη στηρίζει σε κάποιον καθοριστικό ρόλο που θα είχε σ’ αυτήν η συνείδηση του υποκειμένου. Τα ίδια τα ιστορικά συμβάντα υπάρχουν καθόσον αποτελούν «ρηθέντα πράγματα», καθόσον προβληματοποιούνται μέσα από εκφωνήματα, εκφωνηματικούς σχηματισμούς, λόγους, διαμορφώνοντας, έτσι, το αρχείο, δηλαδή επικράτειες λόγου αυτόνομες αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό, ανώνυμες και χωρίς υποκείμενο, παρότι διαπερνούν τα ατομικά έργα. Η ιστορία και η κίνησή της αποκτά τότε άλλο νόημα. Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Η περιγραφή του αρχείου […] μάς στερεί τις συνέχειές μας διαλύει εκείνη τη χρονική ταυτότητα όπου μας αρέσει να κατοπτριζόμαστε για να εξορκίσουμε τις ρήξεις της ιστορίας. […] Είμαστε διαφορά […] ο Λόγος μας είναι η διαφορά των λόγων, […] η ιστορία μας η διαφορά των χρόνων, […] το εγώ μας είναι η διαφορά των προσωπείων. […] Η διαφορά, αντί να είναι η λησμονημένη και επικαλυμμένη καταγωγή, είναι αυτή η διασπορά η οποία είμαστε και την οποία πράττουμε». (Michel Foucault)
«Υπήρξαν γενιές που, μετά τον πόλεμο, μυήθηκαν στη σκέψη του Δημητρίου Καπετανάκη», γράφει στον Πρόλογο του Πρώτου Τόμου των Έργων τού συγγραφέα (Τα Δημοσιευμένα ) η Εμμανουέλα Κάντζια. ερευνήτρια και σήμερα καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Κι αυτό, προσθέτουμε εμείς, συνέβη έστω και με τα ελάχιστα κείμενά του που ήταν μέχρι τότε γνωστά, κυρίως τα δοκίμιά του Έρως και Χρόνος και Μυθολογία του Ωραίου. Σήμερα η φιλολογική επιμελήτρια Ε. Κάντζια παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό τον Δεύτερο Τόμο των Έργων του Καπετανάκη, τα Κατάλοιπα, βγαλμένα από δυσεύρετα αρχεία αυτού του «μυητή» ποιητή και δοκιμιογράφου, στον συντομότατο βίο του οποίου (Σμύρνη 1912 – Λονδίνο 1944) γονιμοποιήθηκαν πλούσιες και ώριμες αισθητικές, στοχαστικές και κριτικές μελέτες καλύπτοντας μεγάλο φάσμα γνωστικών πεδίων. Ο ίδιος και το έργο του ποτέ δεν έφτασαν στο ευρύτερο κοινό. Αινιγματικός και αταξινόμητος, άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης στη θρυλική δεκαετία του 1930, ο Δημήτριος Καπετανάκης, από τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα είχε συνδεθεί φιλικά με τον δάσκαλό του Παναγιώτη Κανελλόπουλο και με τον κύκλο του Ιωάννη Συκουτρή, ενώ αργότερα, στη Χαϊδελβέργη, μαθήτευσε πλάι στον Καρλ Γιάσπερς και γοητεύθηκε από την επιβλητική ποιητική φυσιογνωμία του Στέφαν Γκεόργκε.
Ο Τόμος Δεύτερος – τα Κατάλοιπα (χωρισμένος σε δύο Βιβλία), περιλαμβάνει: στο βιβλίο Α΄ τα πρώιμα «Φοιτητικά μελετήματα» —για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, για τον Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς (στα γερμανικά), και για τον Προυστ (στα γαλλικά)—, καθώς και τις περίφημες «Διαλέξεις του “Ασκραίου”», της δεκαετίας του ’30: τέσσερα κείμενα για τον Στέφαν Γκεόργκε και δεκαπέντε κείμενα περί Αισθητικής (Βίνκελμαν, Γκαίτε, Βαν Γκογκ) ̇ επίσης, 12 κείμενα για την ιστορία της φιλοσοφίας (με έμφαση στην ινδική φιλοσοφία), για τον Πλάτωνα, τον Κήρκεγκααρντ, για τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και τη φιλοσοφική επικοινωνία, για τη φιλοσοφία της Τέχνης και του Καλού (Έντγκαρ Άλλαν Πόου, Μπωντλαίρ) ̇ το Βιβλίο Α΄ κλείνει με την πολυσυζητημένη διάλεξη για τον Ανδρέα Κάλβο του 1938 στον «Παρνασσό». Το Βιβλίο Β΄ συγκεντρώνει τα αγγλόφωνα έργα στο πρωτότυπο: τα «Δοκίμια του Καίμπριτζ» (21 κείμενα για βρετανούς ποιητές, από τον Τσώσερ, Σαίξπηρ, Χέρμπερτ, Βων, Νταν, Ντράιντεν, ως τον Κάουπερ, Ουώρντσγουόρθ, Τόμας Γκρεϋ, Οράτιο Ουώλπολ, Τζον Κητς κ.ά, αλλά και για πεζογράφους —Τζέιν Ώστεν, Σαρλότ Μπροντέ (στα ελληνικά), Ντε Κουίνσυ, Τσαρλς Λαμ) ̇ επίσης τις αγγλόφωνες διαλέξεις του συγγραφέα στο Λονδίνο (1941-1944), κυρίως για την Ελλάδα και τους Έλληνες, όταν ο Καπετανάκης υπηρετούσε στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής κυβέρνησης. Το Βιβλίο Β΄ κλείνει με 4 αδημοσίευτα ποιήματα, 2 στα αγγλικά και 2 στα ελληνικά.
Ο Δημήτριος Καπετανάκης, μεταφυσικός στοχαστής αλλά και άνθρωπος του κόσμου τούτου που πάλεψε βαθιά με το αίνιγμα του έρωτα και της μαθητείας, διακρίθηκε και ως δεινός δάσκαλος, για τον παιδαγωγικό του τρόπο να ξυπνάει τον εσωτερικό δαίμονα των μαθητών του (και αναγνωστών του) οδηγώντας τους στο δρόμο της διαρκούς αναζήτησης.
«Υπήρξαν γενιές που, μετά τον πόλεμο, μυήθηκαν στη σκέψη του Δημητρίου Καπετανάκη», γράφει στον Πρόλογο του Α΄ Τόμου των απάντων του συγγραφέα η Εμμανουέλα Κάντζια. Ερευνήτρια, συγκριτολόγος ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έβγαλε από τα αρχεία και επιμελήθηκε τη σημαντική αυτή έκδοση των Δημοσιευμένων (Τόμος Πρώτος) και των Αδημοσίευτων (Τόμος Δεύτερος, ετοιμάζεται) έργων αυτού του «μυητή» ποιητή και δοκιμιογράφου, στον συντομότατο βίο του οποίου (Σμύρνη 1912 – Λονδίνο 1944) γονιμοποιήθηκαν πλούσιες και ώριμες αισθητικές, στοχαστικές και κριτικές μελέτες καλύπτοντας μεγάλο φάσμα γνωστικών πεδίων. Οι μεταπολεμικοί ωστόσο λατρευτικοί αναγνώστες του γνώριζαν ελάχιστες από αυτές, κυρίως τα δοκίμιά του Έρως και Χρόνος και Μυθολογία του Ωραίου. Ο ίδιος και το έργο του ποτέ δεν έφτασαν στο ευρύτερο κοινό. Αινιγματικός και αταξινόμητος, άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης στη θρυλική δεκαετία του 1930, ο Δημήτριος Καπετανάκης, από τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα είχε συνδεθεί φιλικά με τον δάσκαλό του Παναγιώτη Κανελλόπουλο και με τον κύκλο του Ιωάννη Συκουτρή, ενώ αργότερα, στη Χαϊδελβέργη, μαθήτευσε πλάι στον Καρλ Γιάσπερς και γοητεύθηκε από την επιβλητική ποιητική φυσιογνωμία του Στέφαν Γκεόργκε. Η εκτενής Εισαγωγή της επιμελήτριας τον παρακολουθεί στις πνευματικές και ανθρώπινες περιπλανήσεις του ταραγμένου βίου του, έως την καταφυγή του στην Αγγλία το ’39, παραμονές του πολέμου, όπου μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ώς το θάνατό του, θα αναδειχθεί σε γνήσιο εκφραστή της μοντέρνας αγγλικής ποίησης.
Ο Τόμος Πρώτος – Τα Δημοσιευμένα (χωρισμένος σε Βιβλίο Α΄ και Βιβλίο Β΄) περιλαμβάνει τα δοκίμια του και μελέτες του (αυτές για τον Ευθύδημο του Πλάτωνα και για τον Ρεμπώ), τα αγγλόφωνα κείμενά του (μεταξύ άλλων, για τον Γκεόργκε, για τον Ντοστογιέφσκι, για την αγγλική ποίηση), βιβλιοκρισίες και τεχνοκριτικά του σημειώματα (για τους Ρούντολφ Φάρνερ, Τσαρούχη, Σκίπη, Τσάτσο, Πρεβελάκη, Καντ κ.λπ.), τα ποιήματά του στα ελληνικά και στα αγγλικά, το μονόπρακτο θεατρικό του έργο Η θύελλα, καθώς και μεταφράσεις του προς τα ελληνικά ή προς τα αγγλικά (των Χαίλντερλιν, Άντονυ Χάξλεϋ, Ελύτη, Πρεβελάκη, Κανελλόπουλο). Ο Δημήτριος Καπετανάκης, μεταφυσικός στοχαστής αλλά και άνθρωπος του κόσμου τούτου που πάλεψε βαθιά με το αίνιγμα του έρωτα και της μαθητείας, διακρίθηκε και ως δεινός δάσκαλος, μέσω των περιλάλητων διαλέξεών του στην Αθήνα του ’30, για τον παιδαγωγικό του τρόπο να ξυπνάει το δαιμόνιο των μαθητών του οδηγώντας τους στο δρόμο της διαρκούς αναζήτησης.
Φιλοσοφία
Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Η ιστοριογραφία ανακαλύπτει τις ιστορίες που διηγείται ή τις φιλοτεχνεί; Πώς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και στις προθέσεις ιστορικών υποκειμένων; Τι εννοούμε όταν λέμε «θα μας κρίνει η ιστορία»; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Μπορεί πεποιθήσεις του παρελθόντος που μας φαίνονται σήμερα παράλογες να ήταν εύλογες και ορθολογικές; Πώς να κατανοήσουμε την αντικειμενικότητα στην ιστορία; Ως ουδετερότητα, ως αμεροληψία, ως απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας; Είναι η ουδετερότητα αρετή για τον/την ιστορικό; Είναι η ιστορία επιστήμη ή μία τέχνη που διδάσκει και συγκινεί; Αν η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται όπως λέγεται συχνά, γιατί να τη μελετάμε; Αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα εξετάζει η φιλοσοφία της ιστορίας όχι για να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά για να φέρει στο φως και να διασαφηνίσει μέσα από φιλοσοφική ανάλυση πολλές από τις όψεις αυτών των θεμάτων ώστε να εκτιμήσουμε καλύτερα τα ιστοριογραφικά κείμενα, να απολαύσουμε πιο στοχαστικά τις ιστορικές αφηγήσεις και γα κατανοήσουμε πληρέστερα τις διαμάχες σχετικά με την ιστορία.
Φιλοσοφία
Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.
Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστορίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.
Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.
«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».
Φιλοσοφία
Κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα, ακόμα κι αν αφορά τα πιο ευτελή πράγματα που δίνουν μια κάποια ικανοποίηση, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, ακόμα και στη φτώχεια, την ασθένεια και την κοινωνική αποτυχία. Χωρίς ελπίδα, η τάση της ζωής μας προς το μέλλον θα εξαφανιζόταν και, μαζί της, η ίδια η ζωή. Θα καταλήγαμε σε απόγνωση, μια λέξη που αρχικά σήμαινε ακριβώς «χωρίς ελπίδα» ή θανατηφόρα αδιαφορία. Επομένως, έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε; Υπάρχει άραγε μια επαρκής δικαιολογία ο καθένας μας να ελπίζει; Υπάρχει ελπίδα για έθνη και κινήματα, για την ανθρωπότητα και ίσως για όλη τη ζωή, για ολόκληρο το σύμπαν; Έχουμε δικαίωμα στην ελπίδα χωρίς να έχουμε καμία ελπίδα; Την έχουμε ακόμη και ενάντια στην παροδικότητα όλων των πραγμάτων, ενάντια στην πραγματικότητα του θανάτου;