Βλέπετε 13–24 από 32 αποτελέσματα

Ταντάσι Σουζούκι

14.31

Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να επιστρέψει
σε µια καθηµερινή πραγµατικότητα όταν παίζει
αλλά να χρησιµοποιή­σει τη ζωή ως αφετηρία για να ανακαλύψει
µια εναλλακτική πραγµατικότητα ή ένα καινούργιο σύµπαν.

Πρωτοπόρος στις εκπαιδευτικές μεθόδους του θεάτρου και ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στον κόσμο, o Tadashi Suzuki με αυτό το βιβλίο ανοίγει την πόρτα στις φιλοσοφικές και πρακτικές προσεγγίσεις του στη σκηνή και παρέχει μια διεξοδική και κατανοητή διατύπωση των ιδεών και των πεποιθήσεών του πάνω στο θέατρο αλλά και στη ζωή.

Φιλοσοφία

Το Νυχτόραμα

Ηλίας Παπαγιαννόπουλος

15.50

Μια λεπτότεχνη, νυχτερινή δοκιμή στο αμυδρό φως που ρίχνουν φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα της πλατωνικής «Πολιτείας», συνοδευόμενη ιδανικά από τις ατμοσφαιρικές βινιέτες του εικονογράφου Βασίλη Κουτσογιάννη.

Μέσα στην πλατωνική «Πολιτεία» υπάρχουν πολλά βιβλία — τόσα, όσα και οι πολλαπλές φωνές του Σωκράτη, οι ήρωες που διασχίζουν τη νυχτερινή σκηνή της, ο καθένας από την δική του οπτική γωνία, ή οι διαφορετικές αναγνώσεις της μέσα στους αιώνες. Αυτές που δεν σταματούν να εγκωμιάζουν ή να αποδοκιμάζουν ένα ναό του πνεύματος. Όμως μέσα σε αυτό το σύμπαν κυκλοφορούν επίσης μικροσωματίδια του νοήματος: ίχνη βιβλίων, σπασμένες φωνές και φευγαλέες χειρονομίες, ημιτελή πρόσωπα. Οντότητες τέτοιες, που δεν ζουν παρά στις ρωγμές των πραγμάτων, σε καταποντισμένες επικράτειες, εκεί όπου η Ιστορία βαλτώνει και μαζί επιταχύνεται.

Τι είδους αναγνωστικός μηχανισμός προκύπτει, λοιπόν, άπαξ και το βλέμμα γλιστρήσει έξω από τις φωτισμένες αρτηρίες της «Πολιτείας» χρονοτριβώντας σε ορισμένες λεπτομέρειες στις άκρες τους; Και τι συμβαίνει με τη σκέψη και τα έργα της καθώς εκείνη, στο πρόσωπο του κατεξοχήν ήρωά της, του Σωκράτη, αναδιατάσσεται μέσα σε ό,τι την εκτρέπει και τη ματαιώνει – καθώς παραδίδεται στο ελάχιστο της ασήμαντης κι ωστόσο καθοριστικής στιγμής; Ο στοχασμός γύρω από μια πολιτεία των ανθρώπων θα φανερωνόταν τότε παραδόξως υπόλογος, ήδη από την πρώτη ώρα του, σε μια δύναμη διαβρωτική, μοναχική και νυχτερινή (από το οπισθόφυλλο).

Λορ Μουράτ

9.90

Κάθε πολεμική γύρω από την cancel culture –και δεν υπήρξαν λίγες τον τελευταίο καιρό– προκαλεί θύελλα αντιδράσεων στον Τύπο και τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι ίδιον της cancel culture, αυτής της «δικτατορίας των μειοψηφιών», σύμφωνα με ορισμένους, ή του «φασισμού της άκρας Αριστεράς», σύμφωνα με τον Donald Trump, τον πιο απηνή πολέμιό της, να προκαλεί την οργισμένη αντίδραση μιας αγανακτισμένης πλειοψηφίας, που καταγγέλλει τις «διαστρεβλώσεις των αντιρατσιστών» και τη βούληση να ξαναγραφτεί η ιστορία μέσω αναχρονισμών και ηθικολογικών κρίσεων. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι κριτικές προηγούνται κάθε συζήτησης επί του θέματος και την καθιστούν εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατη. Σίγουρα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς: κάθε φορά που ακούγεται η φράση cancel culture, όλοι τραβάνε το περίστροφό τους.

Εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών. Δύσκολο να συνοψίσει κανείς καλύτερα σε μια φράση τα επίδικα που πυροδοτούν την πολεμική γύρω από την cancel culture. Συμπυκνώνονται σε κάθε λέξη αυτής της πρότασης. Πράγματι, δεν αισθάνεται όλος ο κόσμος την ανάγκη να «επανορθώσει» (γιατί; με ποιον τρόπο;), πόσο μάλλον να επανορθώσει τις «αδικίες» που κρίνονται ως «εξόφθαλμες» (με βάση ποια κριτήρια;) και που από ορισμένους θεωρούνται ως τυχαία περιστατικά ή ως ιστορικό fatum, και επιπλέον όλα αυτά να γίνουν «εκ των υστέρων», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη διεξαγωγή μιας αναδρομικής και παραπλανητικής δίκης. Παρότι η cancel culture δεν είναι απαλλαγμένη από υπερβολές και ελαττώματα, οι αντιδράσεις που προκαλεί στη Γαλλία, ύποπτες καθότι συστηματικές, παραμορφώνουν τα επίδικα ζητήματα έως ότου η συζήτηση να ενταφιαστεί πλήρως. Έγραψα αυτό το κείμενο σε μια προσπάθεια να κατανοήσω την ουσιαστική προβληματική πίσω από τις κραυγές, τις a priori κρίσεις και τις λήψεις του ζητουμένου. Διότι, στον αντίποδα των αγανακτισμένων αντιδράσεων, προσωπικά κάτι διδάχθηκα κάθε φορά που η cancel culture εμφανίστηκε κάπου.

Ας αρχίσουμε δίνοντας έναν απλό ορισμό, φροντίζοντας να διακρίνουμε τη λέξη από το πράγμα, την έκφραση καθεαυτήν από την πραγματικότητα που συγκαλύπτει. Η cancel culture ή, σε μια κατά λέξη απόδοση, η κουλτούρα της ακύρωσης, είναι ουσιαστικά ένας πολεμικός, υποτιμητικός όρος, μια «έκφραση της αμερικανικής Δεξιάς που υιοθετήθηκε από τους γάλλους νεοσυντηρητικούς προκειμένου να απαξιώσουν περαιτέρω τα προοδευτικά αιτήματα», σύμφωνα με τη διατύπωση του André Gunthert. Ορίζει ένα σύνολο διεκδικήσεων που προέρχονται από τη ριζοσπαστική Αριστερά και αφορούν την απτή αλλαγή των πρακτικών σε μια κοινωνία που κατηγορείται ότι διαιωνίζει μια ρατσιστική και σεξιστική κουλτούρα, η οποία αγνοεί τους καταπιεσμένους πληθυσμούς. Η κουλτούρα της ακύρωσης, κριτικό εργαλείο των μειονοτήτων που εξασκούν την ελευθερία έκφρασής τους, συνίσταται κυρίως στην αποκάλυψη θεμάτων ή πράξεων εκ μέρους προσώπων, εταιρειών ή θεσμών που κρίνονται απαράδεκτες ή προσβλητικές και στην απόσυρση κάθε υποστήριξης προς αυτά τα πρόσωπα, τις εταιρείες και τους θεσμούς, ιδίως μέσω των κοινωνικών δικτύων. Η cancel culture είναι λοιπόν πάνω απ’ όλα ένας τρόπος έκφρασης και διαμαρτυρίας, ο οποίος συντίθεται από συντονισμένους λόγους και πράξεις που αφορούν τα πολιτικά δικαιώματα: διαδήλωση, μποϊκοτάζ, προειδοποίηση (ή whistle-blowing).

Μπεν Γουίλσον

17.91

Από έναν ευφυή νέο ιστορικό, ένα πολύχρωμο ταξίδι σε 7.000 χρόνια και 26 πόλεις του κόσμου, το οποίο παρουσιάζει πώς η αστική διαβίωση υπήρξε το κίνητρο και το λίκνο για τις μεγαλύτερες καινοτομίες της ανθρωπότητας.

Στις διακόσιες χιλιετίες της ύπαρξής μας τίποτα δεν μας έχει διαμορφώσει πιο βαθιά από την πόλη.
Ο ιστορικός Ben Wilson, συγγραφέας βραβευμένων best sellers, αφηγείται τη μεγάλη, ένδοξη ιστορία του τρόπου με τον οποίο η ζωή στην πόλη επέτρεψε την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ξεκινώντας με την Ουρούκ, την πρώτη πόλη του κόσμου, που χρονολογείται από το 4.000 π.Χ. και απεικονίζεται στο Έπος του Γκιλγκαμές, μας δείχνει ότι οι πόλεις δεν ήταν ποτέ μια ανάγκη, αλλά, όταν δημιουργήθηκαν, η εγγύτητά τους οδήγησε σε άνθηση των επιτευγμάτων του ανθρώπου, δημιουργώντας νέα επαγγέλματα, νέες μορφές τέχνης, λατρείας και εμπορίου – όλα αυτά που συνθέτουν τον πολιτισμό.

Ξεναγώντας τους αναγνώστες σε διάσημες πόλεις σε μια περίοδο που καλύπτει πάνω από 7.000 χρόνια, ο Wilson αποκαλύπτει τις καινοτομίες καθεμίας: την ενασχόληση με τα κοινά στην Αγορά της Αθήνας, το παγκόσμιο εμπόριο στη Βαγδάτη του 9ου αιώνα, τα οικονομικά στα καφέ του Λονδίνου, τις οικιακές ανέσεις στην καρδιά του Άμστερνταμ.

Ζωντανό, ευφυές, ευκολοδιάβαστο, το Metropolis είναι μια υπέροχη περιήγηση στα ανθρώπινα επιτεύγματα.

Φρέντρικ Τζέιμσον

22.50

Τα “αρχεία Μπένγιαμιν” προσφέρουν μια νέα ανάγνωση των μειζόνων έργων του Μπένγιαμιν, αλλά και μεγάλου αριθμού μικρότερων κειμένων, βιβλιοκριτικών, σημειώσεων και επιστολών του. Στόχος του Τζέιμσον είναι να αναδειχθεί το γεγονός ότι ο Μπένγιαμιν υπήρξε ένας στοχαστής στο έργο του οποίου αποτυπώθηκε μια συνύπαρξη ή ποικιλία γλωσσικών πεδίων και φιλοσοφικών θεματικών που συχνά φαινόταν να έρχονται μεταξύ τους σε αντίφαση. Η ανάγνωση από τον Τζέιμσον του μπενγιαμινικού έργου επιτρέπει την κατανόηση της πολυσυζητημένης έντασης μεταξύ της μυστικιστικής ή θεολογικής πλευράς του Μπένγιαμιν και της πολιτικής του ροπής, αλλά και της διελκυστίνδας που υπήρξε για την κληρονομιά του μεταξύ των οπαδών του Σόλεμ, του Αντόρνο και του Μπρεχτ.

Τα πολιτικά του κίνητρα διαμορφώνονται από τη διαρκή προσήλωσή του στην πανταχού παρουσία της ιστορίας στο έργο του, από τα πιο σύντομα άρθρα μέχρι τα πιο φιλόδοξα έργα. Το ρητό πρόγραμμά του -«να μεταφέρει την κρίση στην καρδιά της γλώσσας», με άλλα λόγια να ανιχνεύσει την ταξική πάλη επί το έργον στα λογοτεχνικά φαινόμενα- απαιτεί από τον αναγνώστη να μεταφράσει ξανά τις εικόνες που στοίχειωναν τον Μπένγιαμιν, με πιο γνωστή την εικόνα των ερειπίων που αντικρίζει ο Angelus Novus του Kλέε.

«Επομένως, είναι λανθασμένο να συμπεράνουμε ότι οι φτερούγες του αγγέλου, κρατημένες ανοικτά όπως μια ομπρέλα σπασμένη σε μια θύελλα, σηματοδοτούν το ‘τέλος της ιστορίας’. Η εικόνα εκφράζει, αντ’ αυτού, την εμπειρία της ήττας, θέτοντας ένα αναπάντητο ερώτημα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσλάβουμε το μεσσιανικό συναίσθημα, ήτοι την ελπίδα καθ’ εαυτήν. Δεν έχει θέση σε ένα χρονικό σύστημα από το οποίο το μέλλον έχει αποκοπεί, και η φιλοσοφική του έκφραση εκφράζεται, ίσως, με τον καλύτερο τρόπο, μέσα από εκείνες τις τελευταίες σελίδες, στις οποίες ο Αλτουσέρ (ένας άλλος Μπλανκί, ίσως) επιχειρεί να σκεφτεί το άσκεπτο -το αστάθμητο. Από όλες αυτές τις διατυπώσεις, εντούτοις, η πιο πιστά μπενγιαμινική, ενδεχομένως, παραμένει η διαβεβαίωση του Κάφκα ότι η ελπίδα υπάρχει (αν και ‘όχι για εμάς’). Αυτό δεν είναι ένα ευτυχές τέλος, αλλά δεν είναι ούτε και το τέλος της ιστορίας».

Πρίμο Λέβι

10.60

Το σημείο όπου το παρόν συναντάει το παρελθόν αποκαλείται μέλλον. Μ’ αυτή τη λογική κείμενα σαν του Βαλερύ είναι προφητικά, αφού μιλούν για κείνο που δεν έχει ακόμα συντελεσθεί σαν να ήταν ήδη γεγονός. Η Ελλάδα και η Ευρώπη, η κρίση των αξιών, η σημασία του πολιτισμού και η θνητότητα είναι μερικά από τα κομβικά θέματα αυτού του κειμένου, που ο Βαλερύ σαν διορατικός στοχαστής σχολιάζει και μας παραδίδει υπό τον τίτλο «Η κρίση του πνεύματος». Όμως τι σημαίνει, στο κείμενο αυτό, πνεύμα;

Λεονάρντο Ντα Βίντσι

13.50

Δύο σπουδαία λογοτεχνικά έργα που έγραψε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στους περίφημους Κώδικες μας αποκαλύπτουν μια άγνωστη πλευρά του, την ανθρώπινη.

Μύθοι που κρύβουν μεγάλες αλήθειες και ένα ζωολόγιο γεμάτο αλληγορίες για ανθρώπινες αρετές κι ελαττώματα είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Λεονάρντο να ανακαλύψει τα μυστικά μιας ηθικής φιλοσοφίας, να ξεκλειδώσει τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει ο σοφός πάνω στα φαινόμενα της φύσης, της ζωής, της ψυχής.

Αφηγηματικές «επινοήσεις» από τον μεγαλοφυή λάτρη της ελευθερίας που θέλουν –όπως και οι πτητικές μηχανές του– να ανυψώσουν τον άνθρωπο για να κατακτήσει τους πνευματικούς αιθέρες.

Γραμμένα με ένα ύφος παράξενο, πυκνό, φλογερό, τα κείμενα αυτά αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές παρακαταθήκες του εμβληματικού καλλιτέχνη της Αναγέννησης: έναν καταλύτη για την ταχύτερη πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου όπως η πολυπόθητη φιλοσοφική λίθος των αλχημιστών, που μπορούσε να μετατρέπει τα ευτελή μέταλλα σε χρυσό.

Βιρτζίνια Γουλφ

14.50

Το πρώτο δοκίμιο συνιστά μια πραγματεία στον λογοτεχνικό κυβισμό, με εμφανή στόχο να καταλήξει -μέσω της αναδόμησης, της σύγκρισης και της συνεκδοχής- στο απόλυτο μοντερνιστικό αξίωμα: οι λέξεις, το εργαλείο δηλαδή του λογοτέχνη, είναι μέσο αδόκιμο, ατελές και ατελέσφορο σε σύγκριση με τον χρωστήρα, δηλαδή το άφωνο εργαλείο ενός μυθοπλαστικού ζωγράφου ο οποίος βεβαίως ελέγχει απολύτως το εκφραστικό του μέσο σε αντιδιαστολή με τον λογοτέχνη που παλεύει να το χειραγωγήσει.

Η “Λεξιτεχνία” εκφωνήθηκε ως ομιλία από το ραδιόφωνο του BBC στις 29 Απριλίου του 1937 για τη ραδιοφωνική σειρά “Words Fail Me”. Η ομιλία αυτή των οκτώ λεπτών είναι το μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο που έχουμε από τη Βιρτζίνια Γούλφ. Εδώ το αντικείμενο είναι οι ίδιες οι λέξεις. Το μοναδικό εργαλείο του λογοτέχνη που έχει την ικανότητα να δρα ανεξάρτητα από τον δημιουργό του και να παραμένει αχειραγώγητο, και συνεπώς πολύ δύσχρηστο για τον μάστορά του.

Ρενέ Ζιράρ

9.00

Στο πρώτο κείμενο, ο Ζιράρ συμπυκνώνει τη θεωρία της μιμητικής επιθυμίας, που αποτελεί τη δική του συνεισφορά όχι μόνο στην κριτική της λογοτεχνίας -αυτό θα ήταν ένα πολύ στενό πλαίσιο-, αλλά και στην ιστορία της βίας, της θρησκείας και της επιθυμίας. Φραγμός στην ανθρώπινη επιθυμία δεν υπάρχει; όσα επιδιώκει ένα μεμονωμένο μέλος της κοινότητας μπαίνουν στο στόχαστρο των υπολοίπων. Και ακριβώς επειδή οι άλλοι τα εποφθαλμιούν, εκείνος τα λατρεύει διπλό. Διαφαίνεται εδώ το περίφημο “μιμητικό τρίγωνο”, που συνδέει τον επιθυμούντο, το επιθυμούμενο αντικείμενο και τον μεσολαβητή-πρότυπο.

Το δεύτερο κείμενο αφορά ένα γνωστό από τη βιβλιογραφία συνέδριο στο οποίο συμμετείχε ο Ζιράρ, αλλά ταυτόχρονα την άγνωστη εν πολλοίς συνάντησή του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο Δεκαήμερο του Σεριζύ, με θέμα την “Αυτοοργάνωση”, οι δυο τους συγκρούονται για την ενδεχομενικότητα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο καθολικός Ζιράρ -ο ίδιος τοποθετεί τη μεταστροφή του από τον σκεπτικισμό στον χριστιανισμό το 1958- απέναντι στον μαχητικό άθεο Καστοριάδη. Ο αφηγητής του Ιερού εντός της κοινωνίας απέναντι στον εισηγητή της αυτονομίας, που εξορίζει τη θρησκεία. Ο ντετερμινιστής, που αναζητά υπεριστορικούς κανόνες για τη θέσμιση των κοινωνιών, και ο υπέρμαχος του πολιτικού αναστοχασμού και της πράξεως.

Θεοφάνης Τάσης

19.80

Αν η διακαής επιθυμία του ανθρώπου είναι η αθανασία, τότε πρέπει να προσπαθήσει να την πραγματώσει ώστε επιπλέον να επιλύσει ίσως τα παγκόσμια προβλήματα και αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητές του να εκπληρώσει το πεπρωμένο του; Μήπως αν δεν την πετύχει θα αφανιστεί ή θα χάσει την περίοπτη θέση του στον πλανήτη κατά την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης η οποία μοιάζει να έχει αυτονομηθεί;

Άραγε προκειμένου να υπερασπιστεί την πρωτοκαθεδρία του έναντι της τεχνητής νοημοσύνης ο άνθρωπος έχει καθήκον ν’ αναβαθμιστεί σωματικά, διανοητικά και ηθικά εξελισσόμενος ενδεχομένως σ’ έναν κυβερνοοργανισμό; Η παρούσα μελέτη αποτελεί το πρώτο έργο στα ελληνικά για την φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης. Συνιστά μια πολυεπίπεδη εισαγωγή σ’ αυτήν στο πλαίσιο του υπερανθρωπισμού και του τεχνικού μετανθρωπισμού δυο σύνθετων ανομοιογενών ρευμάτων μεταξύ φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, φιλοσοφίας της τεχνικής και φιλοσοφίας του νου.

Συζητώντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους δείχνει πώς προασπίζουν την ριζική αναβάθμιση του ανθρώπου συνενώνοντας ποικίλες προβληματικές από ετερόκλητα πεδία όπως την ιατρική, τις κοινωνικές επιστήμες, την φυσική, την γνωσιακή επιστήμη, την νευροτεχνολογία, την επιστήμη των υπολογιστών, την μοριακή βιολογία, την νανοτεχνολογία και την έρευνα για την τεχνητή νοημοσύνη. Η μελέτη εντοπίζει τις απαρχές του υπερανθρωπισμού και του τεχνικού μετανθρωπισμού για να παρουσιάσει την εξέλιξή τους επισημαίνοντας τόσο τις θεωρητικές πηγές τους, όσο επίσης τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες οι οποίες συνεισέφεραν στην διάδοσή τους.

Διαυγάζει τα είδη και τις μορφές της ριζικής ανθρώπινης αναβάθμισης που προάγουν με βάση την επιστημονικότητά τους, αλλά κυρίως ως προς τις ηθικές και πολιτικές συνέπειές τους ασκώντας κριτική στα επιχειρήματα των κυριότερων εκπροσώπων τους. Απορρίπτοντας τον υπερανθρωπισμό και τον τεχνικό μετανθρωπισμό ως αντιανθρωπιστικές ιδεολογίες το βιβλίο σκιαγραφεί μια φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης υπό το πρίσμα ενός ψηφιακού ανθρωπισμού με σκοπό την διαφύλαξη της ανθρωπινότητας και της συνέχειας της ανθρωπότητας στην παρούσα μορφή τους.

Ντένις Λακόρν

16.20

Η σύγχρονη ιδέα της ανεκτικότητας απέναντι στις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις των άλλων ως στάση που συµβάλλει στο κοινό καλό εµφανίστηκε την εποχή του ∆ιαφωτισµού, ύστερα από αιώνες θρησκευτικών πολέµων. Αφού την ανέπτυξαν µεγάλοι στοχαστές όπως ο Τζων Λοκ και ο Βολταίρος, κέρδισε σταδιακά έδαφος και ρίζωσε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αµερική. Ωστόσο, µε την επανεµφάνιση του φανατισµού και της τροµοκρατίας, η θρησκευτική ανεκτικότητα αµφισβητείται πλέον ευθέως από µια φοβισµένη κοινή γνώµη.

Ο Denis Lacorne εξετάζει την εµφάνιση και την εξέλιξη της νεωτερικής ιδέας της ανεκτικότητας καλώντας µας να αναστοχαστούµε πώς πρέπει να αντιδράσουµε στις σύγχρονες προκλήσεις. ∆ίνει µάλιστα στη µελέτη του έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα, εξετάζοντας ακόµα και προνεωτερικές όψεις της, όπως η «ανεκτικότητα» των Οθωµανών και της Βενετικής ∆ηµοκρατίας, για να φτάσει µέχρι την απαγόρευση της µπούρκας στη Γαλλία και στα κινήµατα της λευκής υπεροχής στις ΗΠΑ τον 21ο αιώνα.

Τα όρια της ανεκτικότητας θέτουν κρίσιµα ερωτήµατα: Πρέπει να επιβάλλουµε όρια στην ελευθερία της έκφρασης στο όνοµα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου; Πρέπει να αποδεχόµαστε θρησκευτικά σύµβολα στον δηµόσιο χώρο; Μπορούµε να ανεχόµαστε τους αρνητές της ανεκτικότητας; Μολονότι αναγνωρίζει ότι ανεκτικότητα δεν σηµαίνει κατάργηση κάθε ορίου, ο συγγραφέας την υπερασπίζεται απέναντι σε πρόσφατες προσπάθειες παράκαµψής της. Υποστηρίζει ότι, διαφορετικά, απειλείται η ίδια η ύπαρξη της πλουραλιστικής κοινωνίας. Το βιβλίο είναι µια καίρια συµβολή στον διάλογο για τις θεµελιώδεις προκλήσεις που αντιµετωπίζει η δηµοκρατία τον 21ο αιώνα.

Τα όρια της ανεκτικότητας τιμήθηκαν το 2017 με το Βραβείο Montyon της Γαλλικής Ακαδημίας.

Σάιμον Κρίτσλεϊ

19.80

Μπορεί να νοµίζουµε ότι έχουµε ξεµπερδέψει µε το παρελθόν, αλλά το παρελθόν δεν έχει ξεµπερδέψει µε εµάς. Η αρχαία τραγωδία µάς επιτρέπει να έρθουµε πρόσωπο µε πρόσωπο µε ό,τι δε γνωρίζουµε για τον εαυτό µας.

Στο βιβλίο αυτό ο Simon Critchley εξετάζει ό,τι νοµίζαµε πως γνωρίζαµε για τους ποιητές, δραµατουργούς και φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας και µας τους παρουσιάζει υπό ένα φως καινούριο, απροσδόκητο και πρωτότυπο. Με τρόπο προκλητικό και επίκαιρο περιγράφει πώς η τραγωδία εξακολουθεί να εκφράζει τις συγκρούσεις και αντιφάσεις του κόσµου στον οποίο ζούµε σήµερα.
Η τραγωδία παρουσιάζει έναν κόσµο όπου η ιδιωτική και η δηµόσια ζωή συγκρούονται και καταρρέουν. Έναν κόσµο οργής, θλίψης και πολέµου. Έναν κόσµο όπου η ηθική είναι αµφίσηµη και οι δυνατοί ταπεινώνουν και καταστρέφουν τους αδύναµους. Έναν κόσµο όπου το δίκαιο µοιάζει πάντοτε να βρίσκεται και στις δυο πλευρές και όπου ωραιοποιηµένες λέξεις λειτουργούν ως προκάλυµµα για κρυφές επιχειρήσεις βίας. Έναν κόσµο µάλλον σαν τον δικό µας.

Πρέπει να προσπαθήσουµε να κάνουµε τους αρχαίους να ζήσουν ξανά στην εποχή µας. Στον καθρέφτη τους, βλέπουµε όλη την απόγνωση και πλάνη της ζωής µας, αλλά και την τροµακτική οµορφιά και ένταση της ύπαρξης. Αν θέλουµε να καταλάβουµε καλύτερα τον εαυτό µας, τότε πρέπει να επιστρέψουµε στο θέατρο και στην αρχαία τραγωδία, που µε το δριµύ και αυστηρό της βλέµµα µάς επιτρέπει να δούµε φευγαλέα τι σηµαίνει να είµαστε ζωντανοί.