Βλέπετε 1189–1200 από 1427 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Τζίμης από την Κυψέλη

Χρήστος Χωμενίδης

15.93

Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει.

Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που –επί σαράντα σχεδόν χρόνια– ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις της συμφοράς να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.

Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.

Η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει. Ο Τζίμης διατελεί σε υπερδιέγερση. Λαχταρά όχι το επιχειρηματικό κέρδος, μα την υπαρξιακή δικαίωση. Ο Τζίμης Παπιδάκης, με το κιμπαριλίκι του, με τα ακριβά κοστούμια και με τις αρχοντικές χειρονομίες του, είναι ένας τύπος της πιάτσας. Συνάμα δε ένας ελαφροΐσκιωτος, όπως όλοι μας. Μέσα του ζει ο παιδικός εαυτός και οι πεθαμένοι του. Με εκείνους συνδιαλέγεται, σε εκείνους δίνει λογαριασμό. Κι ας επιμένει ότι απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα.

Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με έναν απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί. Θα τον συντρίψει η νέα πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news, των δολοφονιών χαρακτήρων. Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής.

Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον. Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο.

Ο Τζίμης στην Κυψέλη είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή.

Γιόζεφ Ροτ

16.11

“Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων”.
“Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν”.

Τις δεκαετίες 1920 ΚΑΙ 1930 ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ Michael Hofmann- τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.

Από τα τυραννικά γυμνάσια του αλβανικού στρατού, τα ετοιμόρροπα “πηγάδια” της νέας πρωτεύουσας του πετρελαίου στη Γαλικία και τα διαλυμένα παζάρια, τα σπίτια τα κομμένα στα δυο για να γίνουν τα Τίρανα μια μοντέρνα πρωτεύουσα, μέχρι τους ξεχωριστούς, ιδιόμορφους ανθρώπους που συναντά ο Ροτ στα ξενοδοχεία όπου μένει, αυτά τα κείμενα-βινιέτες είναι τρυφερά και μεθυστικά μαζί. Με τη θαυμάσια επιλογή και εισαγωγή του Μάικλ Χόφμαν, αποτελούν λογοτεχνικές καρτ ποστάλ από έναν κόσμο χαμένο, που κατευθυνόταν αμετάκλητα προς έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Ξένη λογοτεχνία

Ο θρύλος του Αγίου Πότη

Γιόζεφ Ροτ

9.28

«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμαζε ο Γιόζεφ Ροτ αυτό το τελευταίο του αφήγημα, που προφητεύει ποιητικά, μέσω της θαυμαστής ιστορίας του Παρισινού κλοσάρ, τον ίδιο του το θάνατο, με συγκλονιστική συνέπεια, εύθυμη άνεση και απαράμιλλη στυλιστική δεξιοτεχνία.

Ο Θρύλος του αγίου πότη δημοσιεύτηκε το 1939, τη χρονιά που πέθανε ο συγγραφέας. Σαν τον Αντρέας, τον ήρωα της ιστορίας, ο Ροτ πέθανε από τη μεγάλη κατανάλωση του αλκοόλ στο Παρίσι, αλλά το παρόν αφήγημα δεν αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση. Είναι ένα κοσμικό θαυμαστό παραμύθι, στο οποίο ο πλάνητας Αντρέας, αφού έχει ζήσει κάτω από τις γέφυρες, γίνεται αποδέκτης μιας σειράς τυχερών γεγονότων που τον οδηγούν ξαφνικά σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η νουβέλα είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένη, αυστηρή, ανατρεπτική και παιγνιώδης ταυτόχρονα, παρ’ όλο το μελαγχολικό θέμα της.

Ο συγγραφέας και πότης Γιόζεφ Ροτ, επειδή το φάσμα του επερχόμενου πολέμου τού στερούσε κάθε διάθεση να ζήσει και να επιζήσει, κατάφερε μ’ αυτό το έργο του να υψώσει εν ζωή ακόμα ένα έξοχο μνημείο αυτοειρωνείας. επιείκειας και καρτερίας.

Ξένη λογοτεχνία

Hotel Savoy

Γιόζεφ Ροτ

12.08

O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φτάσει στο τέλος του. Η απέραντη Ρωσία ελευθερώνει τους αιχμαλώτους της, που συγκεντρώνονται (κάθε μέρα και περισσότεροι) στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια απ’αυτές τις μικρές πόλεις, που τόσο καλά γνωρίζει, της οποίας το όνομα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει. Ο Γκάμπριελ Ντάν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: γοητευμένος από το πελώριο Hotel Savoy, πιάνει εκεί δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του απουσιάζει. Ο νέος άντρας γρήγορα πείθεται πως έχει ανακαλύψει μέσα στους ορόφους του ξενοδοχείου έναν καινούργιο κόσμο. Είναι μάλλον τα πολλά χρόνια του πολέμου και της αιχμαλωσίας που τον έχουν φέρει στο σημείο να βλέπει τα πάντα αλλιώτικα.

Μαζί του ανακαλύπτουμε κι εμείς τη συναρπαστική κρυφή ζωή του ξενοδοχείου, γνωρίζουμε πλάσματα παράξενα, αλλόκοτα, συγκινητικά ή τρομακτικά. Οι πελάτες του είναι άνθρωποι ταραγμένοι, ανήμποροι να βρουν την ηρεμία που λαχταρούν κι έχουν ανάγκη, ονειρεύονται μόνο την ανακούφιση από τις αφόρητες εντάσεις της ζωής τους. Και μαζί με τους ντόπιους περιμένουν κάποιον πλούσιο από την Αμερική, γεννημένο σ’αυτήν την πόλη. Οι φήμες λένε πως δεν θ’ αργήσει να έρθει και να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Η κατάσταση εκτονώνεται με τη βία και το χάος.

Το Hotel Savoy, όπου η πολυτέλεια και η χλιδή των πρώτων ορόφων έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μιζέρια των τελευταίων, είναι ένα ολοφάνερο σύμβολο: «Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Πριν πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους…»

Έτσι ξεκινά ο Ροτ το μυθιστόρημά του για την απώλεια της πίστης και τα βάσανα του ανθρώπου. Ο σύγχρονος Ιώβ δοκιμάζεται στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας και ύστερα στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Μέντελ Σίνγκερ χάνει την οικογένειά του, αρρωσταίνει βαριά και πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χρειάζεται ένα θαύμα…

Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τί είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.

Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!

Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!

Ξένη λογοτεχνία

Η κρύπτη των Καπουτσίνων

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Η κρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει  έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

Γιόζεφ Ροτ

20.90

Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ θεωρείται το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γερμανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Παρακολουθεί τις τύχες τριών γενεών της οικογένειας Τρόττα, που εργάζονται στην υπηρεσία του στέμματος: ο πρώτος Τρόττα είναι ένας απλός Σλοβένος στρατιώτης που ανέρχεται κοινωνικά στην κατώτερη αριστοκρατία, χάρη σε μια ηρωική πράξη στο ομιχλώδες πεδίο της μάχης του Σολφερίνο, όπου σώζει τη ζωή του αυτοκράτορα της Αυστρίας· ο δεύτερος είναι ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος· ο τρίτος είναι αξιωματικός του στρατού, που βλέπει τη ζωή του να περιπίπτει στην αφάνεια, μαζί με την αίγλη  των Αψβούργων, και τελικά πεθαίνει στον πόλεμο, χωρίς να αφήσει πίσω στους απογόνους.

Η πορεία των Τρόττα αντανακλά την πορεία της ιδίας της αυτοκρατορίας. Το ιδανικό της ανιδιοτελούς προσφοράς, που είναι κυρίαρχο στον μεσαίο από τους Τρόττα, κλονίζεται στον γιο του, όχι επειδή η αυτοκρατορία έχει αντικειμενικά πάρει στραβό δρόμο, αλλά επειδή υπάρχει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που καθιστά αναπότρεπτη την εγκατάλειψη του παλιού ιδεαλισμού (και αυτή ακριβώς η αλλαγή στην ατμόσφαιρα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την ανατομή της παλιάς Αυστρίας στο βιβλίο του Robert Musil Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες). Μέσα σε τρεις γενιές, η αυτοκρατορική εύνοια θα μεταμορφωθεί σε μια ανίατη κατάρα… Ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ για την παρακμή της αυστροουγγρικής μοναρχίας.

Ρόντρικ Μπίτον

9.72

Αποκαλείται «η εποχή των επαναστάσεων» και η κορύφωσή της ήρθε στις δεκαετίες πριν και μετά το 1800. Όμως διήρκεσε έναν ολόκληρο αιώνα: από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 ως τις μεγάλες εθνικές «ενοποιήσεις» της Γερμανίας και της Ιταλίας τη δεκαετία του 1860. Η Ελληνική Επανάσταση, που ξέσπασε την άνοιξη του 1821, βρίσκεται ακριβώς στο μέσον αυτής της μακράς «εποχής των επαναστάσεων» – και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αποτέλεσε το σημείο καμπής της.

Οι ιστορικοί άργησαν να αναγνωρίσουν τον καίριο ρόλο που έπαιξε η ελληνική εξέγερση και η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδας ως κυρίαρχου, ανεξάρτητου κράτους εννέα χρόνια αργότερα, το 1830, σε αυτή τη διαδικασία, η οποία αναδια­μόρ­φωσε το γεωπολιτικό σκηνικό της ευρωπαϊκής ηπεί­ρου ή, μάλλον, για την ακρίβεια, μεγάλου μέρους του κόσμου. Αυτό το βιβλίο φιλοδοξεί να εξηγήσει όσα συνέβησαν στη διάρκεια αυτών των εννέα ετών, με τις ευρύτατες –και σίγουρα απρόβλεπτες– συνέπειές τους, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η πλήρης σημασία αυτών των γεγονότων αρχίζει να εκτιμάται μόλις σήμερα, διακόσια χρόνια αργότερα.

Αλέξανδρος Ματσάγκος

10.49

Όσο ο Φαλλός και η φαλλική απόλαυση βρίσκονται στο κέντρο της ψυχοσεξουαλικής μας διαμόρφωσης, έχουμε μόνο τη συνεχή αναπαραγωγή και επανάληψη του ίδιου – δε μπορούμε να βγούμε από την Ιστορία (His-Story). Χρειάζεται επειγόντως να αποδράσουμε σε ένα Άλλο ψυχοσεξουαλικό μοντέλο οργάνωσης του φύλου και της επιθυμίας μας που να βασίζεται στο Πραγματικό – δηλαδή όχι στον Φαλλό.

O Φαλλός είναι μια απάτη. Το Πραγματικό που ψάχνουμε έχει έμφυλη σφραγίδα και όνομα· είναι το Θηλυκό, και είναι ήδη εδώ: Η θηλυκοποίηση είναι ο δρόμος του και η φανέρωσή του.

Γιουβάλ Νώε Χαράρι

19.88

Εκατό χιλιάδες χρόνια πριν τουλάχιστον έξι “ανθρώπινα” είδη κατοικούσαν στη γη. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα: ο Homo Sapiens, δηλαδή εμείς. Πώς τα κατάφερε το είδος μας στη μάχη για την κυριαρχία; Πώς βρέθηκαν οι τροφοσυλλέκτες πρόγονοί μας να στήνουν πόλεις και βασίλεια; Πώς φτάσαμε να πιστεύουμε σε θεούς, σε έθνη και σε ανθρώπινα δικαιώματα; Να εμπιστευόμαστε χρήματα, νόμους και βιβλία; Να υποδουλωνόμαστε σε γραφειοκρατίες, χρονοδιαγράμματα και καταναλωτικά μοντέλα; Και πώς θα είναι ο κόσμος μας στις χιλιετίες που θα έρθουν;

Ο καθηγητής Γιουβάλ Νώε Χαράρι διατρέχει όλη την ανθρώπινη ιστορία, από τους πρώτους ανθρώπους που περπάτησαν στη γη μέχρι τις ριζοσπαστικές -και ενίοτε καταστροφικές- καινοτομίες της Γνωστικής, της Αγροτικής και της Επιστημονικής Επανάστασης. Αντλώντας από ένα τεράστιο φάσμα επιστημών (βιολογία και γενετική, παλαιοντολογία και ιστορία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και οικονομικά), προσφέρει πρωτότυπες και συχνά διασκεδαστικές απαντήσεις στα πιο κρίσιμα ερωτήματα. ολμηρό, πολυδιάστατο, προκλητικό, το “Σάπιενς” θέτει υπό αμφισβήτηση όλα όσα νομίζαμε ότι ξέρουμε για την ανθρώπινη κατάσταση: τις πεποιθήσεις μας, τις πράξεις μας, τη δύναμή μας… και το ίδιο μας το μέλλον.

Η φωτιά μας έδωσε δύναμη. Το κουτσομπολιό μας βοήθησε να συνεργαστούμε. Η γεωργία μάς άνοιξε την όρεξη για περισσότερα. Η μυθολογία διατήρησε το νόμο και την τάξη. Το χρήμα μάς έδωσε κάτι που μπορούμε να εμπιστευτούμε. Οι αντιφάσεις δημιούργησαν τον πολιτισμό. Η επιστήμη μάς έκανε θανάσιμα επικίνδυνους. Αυτός είναι ο συναρπαστικός απολογισμός της εκπληκτικής μας ιστορίας – από ασήμαντοι πίθηκοι, άρχοντες του κόσμου.

Γιώργος Λιόλιος

17.17

Ο σιδηρόδρομος, σύμβολο του εκσυγχρονισμού, της διεθνοποίησης της οικονομίας και της διάδοσης αγαθών και ιδεών κατακτά τα Βαλκάνια. Με την έναρξη λειτουργίας της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, το 1894, ενώνονται σημαντικά οικονομικά, στρατηγικά και εμπορικά κέντρα της βαλκανικής ενδοχώρας με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί της κάθε πόλης, υποδείγματα αισθητικής και αρχιτεκτονικής, αποτελούσαν ζωντανά κύτταρα της πόλης και σημεία κοινωνικής αναφοράς του πληθυσμού. Ο κάθε σταθμός γίνεται ο τόπος συνάντησης: περιηγητές, ταξιδευτές, πράκτορες, κατάσκοποι στρατιωτικοί, αξιωματούχοι συναντώνται στην αποβάθρα τους.

Ο Γιώργος Λιόλιος συνδυάζοντας την ιστορική έρευνα με τη λογοτεχνική αφήγηση, εμβαθύνει στη διαδρομή της υποφωτισμένης γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σιδηροδρομική ιστορία της Βέροιας, το βιβλίο δεν είναι μόνο μια ιστορική αφήγηση μιας πόλης και του σταθμού της, αλλά και ένα πολιτισμικό δοκίμιο της διαχρονικής σημασίας του σιδηρόδρομου.

Στήβεν Γκρήνμπλατ

18.00

Οι ηγέτες συχνά είναι επιρρεπείς στη διαφθορά και στους ανέντιμους συμβιβασμούς· το πλήθος συμπεριφέρεται συχνά με ανοησία και αγνωμοσύνη, άγεται και φέρεται από τους δημαγωγούς και αργεί να αντιληφθεί τα πραγματικά συμφέροντά του. Υπάρχουν περίοδοι, κάποτε μακρόχρονες, στις οποίες φαίνεται να θριαμβεύουν τα ωμότερα κίνητρα των πιο φαύλων ανθρώπων.

Ο Σαίξπηρ όμως πίστευε ότι οι τύραννοι και οι υποτακτικοί τους είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν: θα τους γκρεμίσει η ίδια η κακία τους και η ανθρωπιά της λαϊκής ψυχής, που μπορεί να κατασταλεί αλλά όχι να εξουδετερωθεί εντελώς. Θεωρούσε πως ο καλύτερος τρόπος για να ξανακερδηθεί η συλλογική αξιοπρέπεια είναι να αναλάβουν πολιτική δράση οι απλοί πολίτες.

Ποτέ του δεν ξέχασε ο Σαίξπηρ όσους κράτησαν το στόμα τους πεισματικά κλειστό όταν τους ζητούσαν να ζητωκραυγάσουν τον τύραννο· ποτέ του δεν ξέχασε τον υπηρέτη που θέλησε να εμποδίσει τον βασανισμό ενός κρατουμένου, όταν ο βασανιστής ήταν ο ίδιος ο αφέντης του· ποτέ του δεν ξέχασε τον πεινασμένο πολίτη που απαίτησε οικονομική δικαιοσύνη. «Τί είναι η πόλη αν όχι ο λαός της;».