Ελληνική λογοτεχνία
Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο. Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας. Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να ‘λιωναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ‘δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα. Ήπιε και ο ίδιος.
Ελληνική λογοτεχνία
Δεν βρήκα τιποτα και το πρωί έφυγα για την Τρίπολη. Έμεινα στο ξενοδοχείο του Ματζαγριώτη και τηλεφώνησα στο χωριό. Την άλλη μέρα ήρθε ο αδελφός μου ο Αντώνης με δυο ζώα. Καβαλήσαμε να φύγουμε. Περνώντας από την Πλατεία Αγίου Βασιλείου του λέω: Περίμενε μια στιγμή. Κατεβαίνω και πάω στο πραχτορείο Μαλούχου. Ήταν ένας νέος υπάλληλος. Του λέω: Σε έξι μήνες ειδοποίησέ με όταν έχει πλοίο. Και άφησα όνομα και σύσταση.
Ελληνική λογοτεχνία
ΝΑ ΜΑΖΕΨΩ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΝΑ ΤΑ ΘΥΜΗΘΩ ΟΛΑ. Έκανα στο πυροβολικό. Στους άλλους πολέμους με είχαν στα βαρέα. Με ρίξαν στο ορειβατικό έπειτα. Να βγάνουν τα αυτιά αίμα. Έντεκα χρόνια τα δούλεψα. Το καλοκαίρι σε σκηνές, τον χειμώνα στα αμπριά. Λάσπη και υγρασία. Με τη χλαίνη και μια κουβερτούλα μονή, μαδημένη. Έντεκα χρόνια στρατιώτης. Θα ‘θελες να ξαναπάς να τα δεις εκείνα τα μέρη; Μπορεί. Τα βλέπω στον ύπνο μου κάτι φορές. Τα βλέπεις; Ναι. Και γω είμαι όπως τότε. Είκοσι χρονών.
Ελληνική λογοτεχνία
Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.
Ελληνική λογοτεχνία
Τον φέραν κυλώντας, με τις κλοτσιές, μέχρι τον Άγνωστο. Εκεί του έδωσαν μια και τον έριξαν από κάτω στης Μάρκαινας. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε, κοιτάξαμε γύρω, δεν πήγαινε κανένας. Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. Οι δυο μας. Και τον ανεβάσαμε στο σχολείο. Εκεί περίμεναν οι αδερφές του. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. Τους λέω, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω άλλο. Ό,τι θέλετε κάνετε. Και σηκώθηκα έφυγα. Σκάψανε λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί.
Ελληνική λογοτεχνία
Δύο πιστολιές, ακριβώς από πίσω του και αμέσως άλλες δύο θρυμματίζουν τη νύχτα. Ύστερα βήματα που απομακρύνονται τρέχοντας. Η Φιλίτσα ουρλιάζει δείχνοντας τον αποσβολωμένο Μισέλ: “Αυτός με ξέρει”. Τα βήματα επιστρέφουν. Τις δύο και τις άλλες δύο πιστολιές ο Μισέλ δεν τις άκουσε. Η Φιλίτσα εξακολουθούσε να ουρλιάζει υστερικά: “Αυτός με ξέρει”. Ο Μισέλ κρατώντας με τα χέρια την ανοιχτή κοιλιά του κατάφερε να συρθεί, σχεδόν πάνω από τον νεκρό Σαράντη, ως τον πλάτανο. Ακούμπησε στην τραχιά ρίζα του και λίγο πριν το κεφάλι του πέσει δίπλα ξερό, ήρθε η Βιργινία Βαρλάμη και τον φίλησε στο μέτωπο.
Ξένη λογοτεχνία
Την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού του 1935 στο κτήμα της οικογένειας Τάλλις στο Σάρρεϋ, η δεκατριάχρονη Μπραϊόνυ γίνεται μάρτυρας μιας περίεργης σκηνής με πρωταγωνιστές τη μεγαλύτερη αδελφή της, Σεσίλια, και τον γιο μιας υπηρέτριας των Τάλλις, τον Ρόμπι Τέρνερ.
Η αδυναμία της Μπραϊόνυ να ερμηνεύσει σωστά την οικειότητα μεταξύ των δύο ερωτευμένων νέων –σε συνδυασμό με τη ζωηρή της φαντασία και το αναπτυγμένο λογοτεχνικό της χάρισμα– την οδηγούν στο να επινοήσει ένα τερατώδες ψέμα, οι ολέθριες συνέπειες του οποίου σημαδεύουν ανεξίτηλα τις ζωές και των τριών τους. Πέντε χρόνια αργότερα, μέσα στο χάος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι δρόμοι των τριών διασταυρώνονται ξανά, ανάμεσα στην εκκένωση της Δουνκέρκης και στους πολύνεκρους βομβαρδισμούς του Λονδίνου. Άραγε υπάρχει ακόμα χρόνος για να εξιλεωθεί η Μπραϊόνυ για το παιδικό της λάθος ή θα κατατρύχεται από τύψεις μέχρι το τέλος της ζωής της;
Η «Εξιλέωση» πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2001. Αποτελεί κείμενο-σταθμό της συγγραφικής πορείας του Ίαν ΜακΓιούαν και έχει αποσπάσει τα βραβεία: WH Smith Literary Award (2002), National Book Critics Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003) και Santiago Prize for the European Novel (2004). Το 2010 συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού Time με τα 100 καλύτερα βιβλία γραμμένα στα αγγλικά από το 1923. Η κινηματογραφική μεταφορά του το 2007 σε σκηνοθεσία Τζο Ράιτ, με πρωταγωνιστές τους Κίρα Νάιτλι, Τζέιμς ΜακΑβόι, Σέρσα Ρόναν και Βανέσσα Ρέντγκρεϊβ, σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και το 2008 βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής καθώς και με BAFTA και Χρυσή Σφαίρα καλύτερης δραματικής ταινίας.
Ξένη λογοτεχνία
Καθισμένος στα σκαλοπάτια της Πιάτσα Ματζόρε στην Μπολόνια, μία από αυτές τις απίθανες πόλεις όπου μπορείς να περιπλανηθείς μετά θάνατον, ο αφηγητής ανακαλεί την εικόνα του αγαπημένου του θείου, ενός μανιώδη αλληλογράφου, αναγνώστη και ταξιδιώτη, που σημάδεψε την παιδική και εφηβική του ηλικία. Οι στοές, οι πλατείες, οι εκκλησίες, τα μαγαζιά και οι κόκκινες τέντες αποτελούν το σκηνικό μιας συνομιλίας που, χάρη στη μαγική αρχιτεκτονική της πόλης, μπορεί να συμβεί μυστικά, αν και δημόσια.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Ασούφ, ένας Βεδουίνος βοσκός που ζει απομονωμένος στα βάθη της ερήμου, είναι δεμένος με τα πλάσματά της και σέβεται την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης μέσα σε κείνο το σκληρό περιβάλλον. Μόνο αυτός συντονίζεται με τα αινίγματα του τόπου, και γι’ αυτό ακριβώς έχει οριστεί φύλακας των αρχαίων βραχογραφιών μιας κοιλάδας. Μόνο αυτός, επίσης, γνωρίζει τους δρόμους του θρυλικού αγρινού, ενός αγριοκάτσικου του βουνού που φημίζεται για το νόστιμο κρέας του. Ο Ασούφ αποφεύγει κάθε επαφή με τους συνανθρώπους του, όχι όμως και με τα περαστικά καραβάνια. Ο ίδιος και το αγρινό, που το θεωρεί ζώο ιερό, απειλούνται από τον ερχομό δύο κυνηγών. Οι συγκεκριμένοι άνδρες έχουν ήδη σφάξει κάμποσες γαζέλες και πλέον θέλουν να γευτούν κρέας αγρινού. Απαιτούν έτσι από τον Ασούφ να τους δείξει το μέρος όπου συνήθως κρύβεται το εντυπωσιακό, άπιαστο ζώο με τα στριφογυριστά κέρατα. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη νότια Λιβύη και διαπλέκει την παραδοσιακή πραγματικότητα της ερήμου με τον σαγηνευτικό μυστικισμό της. Ο ποιητικός Ιμπραχίμ Αλ Κούνι, υπαρξιακός και οικολογικός εξίσου, αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου που αντιστέκεται.
Ξένη λογοτεχνία
Την εποχή που δημοσιεύει την εμβληματική μυθιστορηματική τριλογία “Οι υπνοβάτες”, ο Χέρμαν Μπροχ έχει ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται το επόμενο έργο του. Ακροβατώντας στο ιστορικό μεταίχμιο ανάμεσα στον παλαιό κόσμο που καταρρέει και στον νέο που πασχίζει να γεννηθεί, ο Μπροχ παραμένει πιστός στο σχέδιό του να αποτυπώσει, με τα μέσα της λογοτεχνίας, τη βαθιά κρίση της εποχής του και τις κινητήριες δυνάμεις που τη δημιούργησαν. Καρπός αυτής της αναζήτησης είναι το παρόν μυθιστόρημα, το οποίο συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα του Αυστριακού λογοτέχνη και εκδίδεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.
Στα “Μάγια” ο Μπροχ περιγράφει ένα ημερολογιακό έτος από τη ζωή μιας ορεινής αγροτικής κοινότητας στα χρόνια του Μεσοπολέμου, με αφηγητή τον γιατρό του χωριού. Όταν εμφανίζεται ο παράξενος ξένος Μάριους Ράτι, αρχικά αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τους ντόπιους. Όμως πολύ γρήγορα τα μυστικιστικά και ιδεοληπτικά κηρύγματά του για τη χαμένη ενότητα με τη φύση και τον συνάνθρωπο αρχίζουν να «μαγεύουν» την πλειοψηφία των κατοίκων και η κατάσταση εκτροχιάζεται. Το παλιό ορυχείο στα έγκατα του βουνού αναβιώνει και η μαζική παράκρουση κορυφώνεται με μια ανήκουστη τραγωδία.
Στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται το φαινόμενο της μαζικής ψυχολογίας και η συλλογική αλλοφροσύνη που προκάλεσε η επέλαση του ναζισμού. Ο Μπροχ δεν στέκεται μόνο στα κοινωνικά φαινόμενα, τη φτώχεια, την απομόνωση, τη δεισιδαιμονία, αλλά επιχειρεί μια κατάδυση μέχρι θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης, για να ανακαλύψει ποια ανάγκη ώθησε τους ανθρώπους να αντικρίσουν τον σωτήρα τους στο πρόσωπο ενός παράφρονα
Ο ελληνικός πολιτισμός γεννήθηκε όταν οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν, να διασκορπίζονται και να ιδρύουν νέες κοινότητες σε παράκτιες περιοχές. Αυτές οι κοινότητες, οι αποικίες, λειτουργούσαν ως αποκεντρωμένα δίκτυα γύρω από ένα εικονικό κέντρο, τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα – μια οπτική αντίστροφη από τη ρωμαϊκή θέαση του mare nostrum. Θα ήταν εύλογο άραγε να εκφράσει κανείς τον θαυμασμό του για τους Έλληνες, που δημιούργησαν έναν τέτοιο πολιτισμό παρά τη σταθερά αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στα σημεία εγκατάστασής τους, τα συνεχώς διευρυνόμενα δίκτυά τους και την απουσία όμορων εδαφών;
Στην εποχή μας η έννοια του δικτύου κυριαρχεί (δίκτυα τηλεοπτικά, μεταφορών, ηλεκτροδότησης, διαδίκτυο κ.λπ.) και είμαστε περισσότερο ανοιχτοί σε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης τέτοιων ιστορικών ερωτημάτων. Στην προσπάθειά μας να εξετάσουμε τον σχηματισμό των αρχαίων δικτύων, μέσω των οποίων αναδεικνύονταν και διαδίδονταν τα κυριότερα κοινά χαρακτηριστικά του πολιτισμού και της ταυτότητας των Ελλήνων, το μοντέλο του «μικρού κόσμου» και οι νέες ιδέες της θεωρίας των δικτύων μάς προσφέρουν μια πανοραμική θέαση του πανελλήνιου ιστού, με τους «κόμβους», τους «δεσμούς» και τις «ροές» του, φωτίζοντας σημαντικές πτυχές της αρχαϊκής κοινωνίας.
Ξένη λογοτεχνία
Ένας ιδιόρρυθμος γέρος, ο εμμονικός εγγονός του, μια αχόρταγη πάπια και εκατοντάδες παρτίδες παράνομου ουίσκι αρκούν για να συνθέσει ο Τζιμ Ντοτζ μια υπαρξιακή νουβέλα, τόσο διαχρονική και επίκαιρη, που θα σας κατασπαράξει.
«ΦΑΠαιχτο βιβλίο».