Φιλοσοφία
Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Η ιστοριογραφία ανακαλύπτει τις ιστορίες που διηγείται ή τις φιλοτεχνεί; Πώς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και στις προθέσεις ιστορικών υποκειμένων; Τι εννοούμε όταν λέμε «θα μας κρίνει η ιστορία»; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Μπορεί πεποιθήσεις του παρελθόντος που μας φαίνονται σήμερα παράλογες να ήταν εύλογες και ορθολογικές; Πώς να κατανοήσουμε την αντικειμενικότητα στην ιστορία; Ως ουδετερότητα, ως αμεροληψία, ως απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας; Είναι η ουδετερότητα αρετή για τον/την ιστορικό; Είναι η ιστορία επιστήμη ή μία τέχνη που διδάσκει και συγκινεί; Αν η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται όπως λέγεται συχνά, γιατί να τη μελετάμε; Αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα εξετάζει η φιλοσοφία της ιστορίας όχι για να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά για να φέρει στο φως και να διασαφηνίσει μέσα από φιλοσοφική ανάλυση πολλές από τις όψεις αυτών των θεμάτων ώστε να εκτιμήσουμε καλύτερα τα ιστοριογραφικά κείμενα, να απολαύσουμε πιο στοχαστικά τις ιστορικές αφηγήσεις και γα κατανοήσουμε πληρέστερα τις διαμάχες σχετικά με την ιστορία.
Ορκισμένος να μη γελάσει αν δεν ελευθερωθεί η Κρήτη, ο Καπετάν Μιχάλης ζει στο Μεγάλο Κάστρο στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη φήμη του αγριμιού να τον συνοδεύει σε κάθε του στιγμή.
Ο ίδιος όμως δείχνει να χάνει τη συγκέντρωσή του και να απομακρύνεται από τις αξίες του όταν γνωρίζει την Εμινέ, σύζυγο του αδερφοχτού του Νουρήμπεη, σαν να τον κυριεύει ένας «δαίμονας» άγνωστος σε εκείνον μέχρι τότε.
Καθώς η τεταμένη κατάσταση ανάμεσα σε Οθωμανούς και Χριστιανούς στο νησί καταλήγει σε μια σειρά γεγονότων που θα οδηγήσει στην επανάσταση του 1889, ο Καπετάν Μιχάλης βρίσκεται να αναζητά την ελευθερία σε έναν ακόμη τομέα…
Ελληνική λογοτεχνία
Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.
«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».
Χρόνια τώρα, κάθε φορά, που γίνονται οι συζητήσεις για το Πολυτεχνείο, μένω στο τέλος τους με την ίδια απορία. Πώς είναι δυνατόν τελικά να αντιστρέφεται μια τόσο απτή, κατά την άποψή μου, αλληλουχία γεγονότων και να μην κρατάμε το καίριο! Το Πολυτεχνείο δεν θα είχε την ξεχωριστή θέση του στην ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Ελλάδας αν τη δεύτερη ημέρα της κατάληψης οι φοιτητές που ανήκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς δεν κατάφερναν να αντιστρέψουν το χαρακτήρα που έπαιρνε με τα αιτήματα και τα συνθήματα που προωθούσαν οι υπεραριστεροί και οι αναρχικοί. . . Αυτή ακριβώς η συμπύκνωση των στόχων της εξέγερσης στα δύο καίρια αιτήματα ευρύτερης κατανόησης και αποδοχής – πτώση της δικτατορίας και απαλλαγή από τα στηρίγματά της και την εξάρτηση της χώρας – ήταν εκείνη που μετέτρεψε, με την ουσιαστική συνεισφορά του ραδιοσταθμού, τη φοιτητική έκρηξη σε παλλαϊκού χαρακτήρα ξέσπασμα ενάντια στη δικτατορία.
Όταν δεν αξίζει η ζωή μας να τη διηγηθούμε, είναι σαν να μην τη ζήσαμε. Είμαστε ακόμα ζωντανοί κι ό,τι ζήσαμε ήταν αληθινό δεν πρέπει να επιτρέψουμε να παραχαραχθεί και να αλλοιωθεί. Με την πίστη πως ό,τι έχει υπάρξει αληθινά δε γίνεται να χαθεί, θα το βρουν μπροστά τους φωτεινό οι επόμενοι, οι οπλισμένοι με μνήμη και γνώση, καταθέτω δικαιωματικά, μετά από τριάντα χρόνια, σκόρπιες σημειώσεις, ημερολόγια, ποιήματα, κείμενα και ντοκουμέντα που γράφτηκαν και διασώθηκαν κάτω από συνθήκες παρανομίας και απίστευτων δυσκολιών.
Εκθέτοντας ακόμα μια φορά τον εαυτό μου, χωρίς να επέμβω και να αλλάξω το παραμικρό, για να φανεί η ατμόσφαιρα και το κλίμα μιας τρυφερά επαναστατημένης και εξεγερμένης γενιάς που δημιούργησε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Κι έτσι μιλάνε μόνα τους τα κείμενα – σπαράγματα, με τη φωνή ενός εικοσιτριάχρονου φοιτητή τότε και ενός ανθρώπου σήμερα που ζει τη ζωή του σαν να τη θυμάται σε ένα διαρκές παρόν.
Πενήντα χρόνια μετά, διαβάστε γιατί χωρίς το Πολυτεχνείο δε θα υπήρχε η μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μία αυθόρμητη –χωρίς κομματική καθοδήγηση– κορύφωση στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Εγγράφηκε με δύναμη στη λαϊκή συνείδηση, επειδή εμπεριείχε την έννοια της “θυσίας”, η οποία λειτουργεί σαν σηματοδότης για έθνη και λαούς. Είναι από τα ιστορικά γεγονότα που έχει ζωτική ανάγκη κάθε λαός για να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του.
Το φοιτητικό κίνημα είναι εκείνο που εξανάγκασε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να δρομολογήσει το πείραμα Μαρκεζίνη για να νομιμοποιήσει πολιτικά το καθεστώς του. Εάν εκείνος ο ελιγμός είχε επιτύχει, η Ελλάδα θα είχε εγκλωβιστεί σε έναν κηδεμονευόμενο κίβδηλο κοινοβουλευτισμό. Η εξέγερση του Νοέμβρη άνοιξε τον δρόμο για την πτώση της δικτατορίας, έστω κι αν τον ρόλο καταλύτη έπαιξε η τραγωδία της Κύπρου. Με αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο είναι ο ιδρυτικός “μύθος” της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός, άλλωστε, προσλαμβάνει διαστάσεις “μύθου”. Χωρίς το Πολυτεχνείο, η Ελλάδα πιθανόν να είχε ακολουθήσει δρόμο παρόμοιο με αυτόν της Χιλής: Ο αιματοβαμμένος δικτάτορας Πινοσέτ ανέλαβε με πραξικόπημα το 1973 και παρέμεινε στην εξουσία (ως πρόεδρος και αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων) μέχρι το 1998! Δεν πήγε ποτέ φυλακή!
Οι πολιτικοί ταγοί της Μεταπολίτευσης οφείλουν τη σταδιοδρομία τους στο “ριζοσπαστικό ρεύμα” του φοιτητικού κινήματος, το οποίο επέβαλε την κατάληψη. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο, τα κόμματα θα ήταν υποχρεωμένα να πολιτεύονται τουλάχιστον για οκτώ χρόνια στο ασφυκτικό πλαίσιο των υπερ-υπερεξουσιών του δικτάτορα-προέδρου Παπαδόπουλου.
Ο Σταύρος Λυγερός, ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δίνει τη δική του πολιτική και προσωπική κατάθεση για εκείνα τα γεγονότα.
Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Aστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Πολυτεχνείο 1973. Πενήντα χρόνια μετά, 23 συγγενείς νεκρών, 133 τραυματίες, 2 συγγενείς τραυματιών και 25 αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και τραυματισμών παίρνουν ξανά τον λόγο. Οι ξεχασμένες καταθέσεις τους στα δικαστήρια ζωντανεύουν το μεγαλείο της εξέγερσης μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, δρόμο τον δρόμο, αλλά και τη δολοφονική καταστολή της από την αστυνομία και τον στρατό, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ατιμώρητων καθεστωτικών εγκλημάτων πολέμου.
Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, αναδεικνύονται όλες οι συνισταμένες της διαλεκτικής ενός λαϊκού ξεσηκωμού, από τη συνειδητή μάχιμη συμμετοχή μέχρι τη συμπτωματική παρουσία στα διαρκώς μετατοπιζόμενα πεδία των ταυτόχρονων συγκρούσεων. Αποτυπώνονται λεπτομέρειες και στιγμιότυπα, πολύτιμες ψηφίδες της εξέγερσης, αναγκαίες για μια κατά το δυνατόν ολιστική εξιστόρηση της ενιαίας και αδιαίρετης δράσης των «εντός» και των «εκτός» του Πολυτεχνείου εξεγερμένων.
Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα τουάλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης.
Η έκταση της φονικής καταστολής επιπλέον τεκμηριώνεται με άκρως απόρρητα αστυνομικά και άλλα έγγραφα από τον «Φάκελο 650» του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας τα οποία αναφέρονται:
στους «αναγνωρισμένους» από την αστυνομία νεκρούς,
σε 320 τραυματίες που καταγράφτηκαν σε καταστάσεις νοσοκομείων και κλινικών,
σε 510 τραυματίες που περιλαμβάνονταν σε καταστάσεις της Ασφάλειας.
Ιστορία
Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
To βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή ατομικών βιωματικών αφηγήσεων με θέμα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-18 Νοεμβρίου 1973). Αποτελείται από ογδόντα τέσσερα απομαγνητοφωνημένα κείμενα προφορικών μαρτυριών-συνεντεύξεων με ισάριθμους αφηγητές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2010 έως και το φθινόπωρο του 2020. Πρόκειται για μια συστηματική μελέτη προφορικής ιστορίας με βάση επάλληλα κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας όσον αφορά τη συμμετοχή στα γεγονότα, που τη συναπαρτίζουν μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς. Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να αποτελέσει ένα σώμα πληροφοριών, που θα καλύψει ορισμένα από τα κενά της έρευνας γύρω από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, και παράλληλα να συμβάλει στη διατήρηση της μνήμης ενός από τα πιο εμβληματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο συνεχίζει να είναι αντικείμενο έντονων φορτίσεων αλλά και να υπόκειται σε διάφορες στρεβλώσεις και ποικίλες αναθεωρήσεις.
Ιστορία
Ποια ήταν η σχέση των νέων στην Ελλάδα της Δικτατορίας με την κουλτούρα της διαμαρτυρίας του Μάη του ’68; Σε ποιο βαθμό ήταν σε επαφή με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και με τη μαζική κουλτούρα της εποχής, ή αλλιώς με “τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα”;
Αυτή η μελέτη ανιχνεύει τις πολιτισμικές ροές και τη διάδραση ανάμεσα στις διεθνείς και τις τοπικές διαστάσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος στη “μακρά” δεκαετία του εξήντα, υπογραμμίζοντας τη σχέση του με τα κινήματα αμφισβήτησης στο εξωτερικό. Παρουσιάζει διεξοδικά τη νεανική έκρηξη της “Γενιάς του Ζήτα”, τη δράση των παράνομων οργανώσεων ενάντια στο καθεστώς των Συνταγματαρχών και τη μαζική φοιτητική κινητοποίηση στις αρχές του ’70. Αναλύει πώς “τα παιδιά της Δικτατορίας”, κινούμενα στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης, αξιοποίησαν τα κενά και τις ασυνέχειες του αυταρχικού καθεστώτος, συνδιαμορφώνο ντας το αριστερό παράδειγμα της εποχής, συχνά σε αντίθεση με την κοινωνική τους προέλευση. Το βιβλίο περιγράφει τις διαδικασίες με τις οποίες ο πολιτισμός συνυφάνθηκε με την πολιτική – δημιουργώντας ένα νέο “τρόπο ζωής”, όπου το όραμα μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής συνδυαζόταν με το μετασχηματισμό της καθημερινής πραγματικότητας. Έτσι, χαρτογραφεί την πορεία προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντάσσοντας για πρώτη φορά την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις. Kαταδεικνύει επίσης -χωρίς να εξωραΐζει- πώς, σε αντίθεση με την πρόσφατη δαιμονοποίησή της, η περίφημη “Γενιά του Πολυτεχνείου” αναδείχτηκε σε βασικό φορέα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Καίρια συμβολή της μελέτης είναι η ανάλυση της μνήμης των γεγονότων αυτών μέσα από την προσωπική μικροϊστορία και τη βιωμένη εμπειρία των πρωταγωνιστών τους, η οποία αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που κατέχει το παρελθόν στο σήμερα.
Αυτό που έκανε το Πολυτεχνείο να γίνει το «Πολυτεχνείο», δεν είναι εκείνα που συνέβησαν μέσα στο υπό κατάληψη ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά όσα διαδραματίστηκαν έξω από αυτό. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αρχικά γύρω από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, συγκρότησαν διαδηλώσεις απ’ άκρου σ’ άκρο της πόλης, πανικόβαλαν τη φρουρά του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, έστησαν οδοφράγματα για να εμποδίσουν τη διέλευση των τεθωρακισμένων, πνίγηκαν στα δακρυγόνα και ξυλοφορτώθηκαν αγρίως από την Αστυνομία, στάθηκαν -κυριολεκτικά- μπροστά στις κάνες και δεν έκαναν πίσω παρά μόνο όταν πλέον μετρούσαν στις τάξεις τους εκατοντάδες τραυματίες και τους πρώτους νεκρούς. Πρόκειται για αυτούς που, ακόμη πιο εντυπωσιακό, τις επόμενες ημέρες, ενώ η εστία του Πολυτεχνείου είχε πλέον συντριβεί, εγκατέλειψαν τα σχολεία τους και τις δουλειές τους και διαδήλωναν ανάμεσα στα πυρά των αστυνομικών, των ακροβολιστών και των τεθωρακισμένων, μετρώντας νέα -και περισσότερα- θύματα. Την ιστορία εκείνων των αφανών ηρώων της εξέγερσης του 1973 επιχειρεί να καταγράψει (με ασυγχώρητη καθυστέρηση πενήντα ετών) αυτό το βιβλίο.
«“I’ve got you under my skin”. Στακάτο, ευθύβολο, απολύτως τίμιο και απαλλαγμένο από αυταρέσκεια, αληθινό και αληθές μαζί, το τενόρο του Joe Henderson οικοδομεί το γνωστό στάνταρντ του Cole Porter και μου απευθύνεται προσωπικά. Ειδικά τώρα. Αυτή την ειδική στιγμή, στις 7 και 19 μ.μ. της 28ης Δεκεμβρίου 2016. Τώρα που πιάνω να κοιτάξω κατάματα το ίχνος της τζαζ στην ψυχή μου, να ψηλαφήσω το σώμα μου εντοπίζοντας “υποδορίως” τα σημάδια, τις ουλές από τις γλυκές πληγές αυτής της μουσικής που ακούω αφοσιωμένα εδώ και 45 χρόνια. Να αναλογιστώ γιατί δεν είχα αρχίσει να την ακούω νωρίτερα, να συνειδητοποιήσω ποια ήταν τα αφετηριακά σκιρτήματα, να αναρωτηθώ ποιες θα είχαν υπάρξει οι απώλειες αν δεν είχα εμβαπτιστεί στο σύμπαν της».
Βαθιά βιωματική, διεισδυτική, συγκινησιακή, τρυφερή και παιδευτική, η σχέση του Άρι Γεωργίου με την τζαζ και την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική συνέβαλε καθοριστικά στη διάπλαση των κατευθύνσεων που υιοθέτησε στα ποικίλα εικαστικά, φωτογραφικά, συγγραφικά, ακόμη και αρχιτεκτονικά του εγχειρήματα. Μέσα από φωτογραφίες και κείμενα, το βιβλίο Hic et Nunc / Hip ’n’ Funk / Jazz σαρώνει μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την δεκαετία του ’70 και μετά, που συμπίπτει με την οικοδόμηση της σκηνής της τζαζ στην Ελλάδα. Παράλληλα συμπαρατάσσει εξέχουσες στιγμές και προσωπικότητες της ίδιας εποχής από την Αμερική και τη Γαλλία κυρίως, αναβιώνοντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις μεγάλες αυτές σκηνές της τζαζ. Εμβληματικοί μουσικοί, όπως οι Horace Silver, Sonny Rollins, Archie Shepp, Pharoah Sanders στην Αμερική, οι Michel Portal, Henri Texier, Daniel Humair στη Γαλλία, ή οι Joe Henderson, Steve Lacy, Peter Kowald, Gunter Sommer με την παρουσία τους στην Ελλάδα, περνούν, μαζί με πλήθος άλλες προσωπικότητες, από τις σελίδες του, ενώ εξετάζεται και η διαμόρφωση της ανατρεπτικής σκηνής της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής στην Ελλάδα, με κύριο εκφραστή της τον Σάκη Παπαδημητρίου, στον οποίο εξάλλου αφιερώνεται η έκδοση.
Ο Άρις Γεωργίου (Θεσσαλονίκη, 1951) είναι αρχιτέκτων. Έχει στο ενεργητικό του πολυάριθμες εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, όπως και πλήθος εκδόσεων και βιβλίων με τα έργα του και τα κείμενά του. Υπήρξε ο ιδρυτής και επί δεκαπενταετία διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας Φωτογραφική Συγκυρία (1988–2003), καθώς και ο πρώτος διευθυντής (1998–2002) του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
ΚΑΘΩΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΣΕ ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΩΣ ΒΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΗΧΩΝ
Έπειτα από 40 χρόνια στη δημοσιογραφία, ο Φώτης Απέργης αποθησαυρίζει άγνωστες ιστορίες και εξομολογήσεις διάσημων καλλιτεχνών, που φανερώνουν ότι η παραγωγή της τέχνης είχε κάποτε μεγαλύτερη σημασία από την τέχνη της παραγωγής. Αφηγείται πώς μοιράστηκε μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία με τον Μίκη Θεοδωράκη στο μνήμα του Πάμπλο Νερούδα στη Χιλή. Πώς συνάντησε τον Τζέιμς Μπράουν λίγο μετά την αποφυλάκισή του, αλλά και τον Άκη Πάνου ενώ ήταν υπόδικος στις Φυλακές Κομοτηνής. Συνομιλεί με δεκάδες μουσικούς, αποστάζει την ουσία της εμπειρίας τους, τους εκμαιεύει περιστατικά και βιώματα που τους καθόρισαν.
Ο Μάνος Χατζιδάκις θυμάται τις ιερόδουλες που τον έκρυψαν στη δίνη του Εμφυλίου του 1945, όταν ήταν νεαρός επονίτης. Ο Μικ Τζάγκερ μιλά για την επεισοδιακή συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα το 1967. Ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ ανακαλεί εφηβικές ιστορίες που μοιράστηκε με τον Τζον Λένον. Η Μαντόνα εξομολογείται τον μεγαλύτερο εφιάλτη της. Η Ζιλιέτ Γκρεκό δίνει τον δικό της ορισμό του ερωτισμού. Ο Λούτσιο Ντάλα εξιστορεί πώς ηχογράφησε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι να κάνει ραπ. Η Φλέρυ Νταντωνάκη αποκαλύπτει τους φόβους της μπροστά στο κοινό. Και ο Έρικ Κλάπτον, πώς αντιμετώπισε τον θάνατο του τετράχρονου γιου του.
Διαβάστε τις φαρμακερές ατάκες που αντάλλαξαν ο Ιάννης Ξενάκης και ο Πιερ Μπουλέζ σε δύο συνεντεύξεις τους με μία ημέρα διαφορά. Πώς ο Διονύσης Σαββόπουλος ηχογράφησε παράνομα, λίγο μετά το πραξικόπημα του 1967, κάποια από τα «Νέγρικα» του Μάνου Λοΐζου. Πώς ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν τραγούδησε τη «Γερακίνα» σε πρόβα ορχήστρας. Πώς, εντέλει, προσήλθε ο καθένας τους στη μουσική και πώς τη βίωσε, σαν υπαρξιακό αποτύπωμα, αινιγματικό γρίφο, ενδόμυχη συνομιλία, πηγαίο ξεχείλισμα, πεδίο πειραματισμών.