Βλέπετε 13–24 από 1333 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Αλκυονίδες μέρες

Ευτυχία Γιαννάκη

15.50

Μια νεαρή κοπέλα από την Γκάνα βρίσκεται δολοφονημένη μέσα σε μια λίμνη αίματος στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και η ομάδα του θα κληθούν να εξιχνιάσουν μια υπόθεση που τυλίγεται σαν κουβάρι γύρω τους, ενώ ο χρόνος μετράει αντίστροφα. Η δίνη στην οποία θα βρεθεί ο αστυνόμος, το παρελθόν του αλλά και η σχέση με τον προφυλακισμένο γιο του θα τον αναγκάσουν να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί προκειμένου να ρίξει φως στην υπόθεση και τελικά στον ίδιο τον εαυτό του.

Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώος.

Οι Αλκυονίδες μέρες αποτελούν το δεύτερο μέρος της Τριλογίας της Αθήνας, με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο.

Ελληνική λογοτεχνία

Στο πίσω κάθισμα

Ευτυχία Γιαννάκη

15.50

Ένας σκηνοθέτης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο υπόγειο του Θεάτρου Πλάκας. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και οι συνεργάτες του θα κληθούν να διαλευκάνουν μια υπόθεση που αναμένεται να απασχολήσει την κοινή γνώμη. Σύντομα θα αντιληφθούν ότι θα χρειαστεί να αναζητήσουν τα αίτια της δολοφονίας στο σκοτεινό παρελθόν του σκηνοθέτη, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι κοινών μυστικών, συγκάλυψης και βίας στην καρδιά της σημερινής Αθήνας.

Ταυτόχρονα, ο γιος του σαρανταπεντάρη Αστυνόμου συλλαμβάνεται με κατηγορίες που θα τον αναγκάσουν να βουτήξει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν. Η πίεση του χρόνου και τα σφραγισμένα στόματα θα αποδείξουν ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά για όσους βρέθηκαν στο πίσω κάθισμα.

Σε μια κοινωνία όπου όλοι είναι ένοχοι, κάποιοι θα πληρώσουν το τίμημα, μεταξύ αυτών και ο Χάρης Κόκκινος. Οι ανακρίσεις θα συνθέσουν μια τοιχογραφία των κατοίκων της Αθήνας που πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία που δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η πόλη και τίποτα δεν θα μείνει στο σκοτάδι κάτω από τον λαμπρό ήλιο της.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Πάντα καλά

Παύλος Μάτεισς

14.84

Πολλοί κάτοικοι αυτού εδώ του βιβλίου επιχείρησαν παλαιότερα έξοδο προς το Κοινό, με μία τηλεοπτική σειρά, την οποία, ευτυχώς, έπνιξαν στο λίκνο της διάφορες λερναίες ύδρες. Τώρα, ενισχυμένοι, πιο πολλοί και χαρούμενοι, σχηματίζουν συμμορία και της δίνουν για όνομα μία ευχή (ή διαπίστωση): Πάντα καλά. Όλοι τους άοπλοι: χωρίς παιδεία, γοητεία, φιλοσοφία, κάλλος, όνομα, γνωριμίες, χωρίς άγκυρες. Όμως θέλουν, και ξέρουν, να ζήσουν. Κατέχουν το ευ ζην.

Με τα έργα του Η Μητέρα του Σκύλου, Ύλη Δάσους, Ο παλαιός των Ημερών, Προς Ελευσίνα, Η βουή, ο συνένοχος και συγγραφέας τους είχε οδηγήσει, μέσα από δρόμους επίσημα σκοτεινούς, απειλητικούς, μαγικούς και αιχμηρούς, τους ήρωές του, που, εδώ, έχοντας προσλάβει για κομπάρσους τους παλαιότερους πρωταγωνιστές της πορείας αυτής, βγήκαν στον ήλιο και μας υποδέχονται με μία προσταγή-παρότρυνση: Ζήστε, ρε!

Ελληνική λογοτεχνία

Ο άχρηστος Δημήτρης

Γιώργος Συμπάρδης

16.53

Η ιστορία μιας μακρόχρονης φιλίας ανάμεσα σε δύο άνδρες. Ο ένας δικηγόρος, ο άλλος γκαρσόνι, ναυτικός, υπάλληλος γραφείου ταξιδίων, μπάρμαν, ηθοποιός. Οι δύο φίλοι κουβεντιάζουν για τις γυναίκες, σχετίζονται με μερικές, σχετίζονται πολύ περισσότερο μεταξύ τους, και κάποτε φτάνουν να συγκατοικήσουν και να ζήσουν στο σπίτι του ενός και στον κόσμο του άλλου.

Ελληνική λογοτεχνία

Αύριο, μια άλλη χώρα

Σώτη Τριανταφύλλου

9.70

Στην αρχή, ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού, η Λίλη στην πρώτη? ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία? είναι ο καλύτερος μπαμπάς που μπορεί να έχει κανείς? δεν παραπονιέται ποτέ για τα βάσανά του. Βάσανα έχει· βλέπει όμως πάντα την ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. Η μαμά τους είναι όμορφη (παρά το στραβό εκείνο δόντι), αλλά πίνει πολύ· ουίσκι, καμιά φορά τζιν? ακόμα, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική, όπου ζούσε κάποτε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα σκυλιά τους και τα άλογά τους. Ο μπαμπάς αγαπάει τρελά τη μαμά, η μαμά αγαπάει τρελά τον Ευτύχη –που μόλις αποφυλακίστηκε– και ο Ευτύχης προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του, όπως λένε. Πρόκειται για μια γλυκιά οικογένεια που διαλύεται και ανασυγκροτείται? ζει σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1960? η Αθήνα γλεντάει? ξενυχτάει στα αναψυκτήρια και στις βεγγέρες? στο μεταξύ, χτίζονται καινούριες πολυκατοικίες, καινούριες συνοικίες· σε ολόκληρη την πόλη αντηχούν κομπρεσέρ και μπουλντόζες. Είναι ένα τοπίο μαγικό, που αναβοσβήνει: Οι μεγάλοι έχουν ένα σωρό μυστικά και οι μικροί ένα σωρό απορίες – καθώς και μυστικά, άλλωστε. Ο Κάρολος κοιτάζει τον κόσμο – τον κόσμο κοιτάζει και η Λίλη, διαφορετικά όμως? έπειτα, ο κόσμος κλυδωνίζεται? η χώρα μεταμορφώνεται σε μια άλλη χώρα? ο Κάρολος κι η Λίλη μεγαλώνουν λίγο· όχι πολύ. Στο μεταξύ, η γιαγιά Νίνα χαρίζει στη Λίλη ένα τρανζιστοράκι, ο Πίπης βάζει γυαλιά μυωπίας, η Φώφη ερωτεύεται ένα φαντάρο, ο μπαμπάς του Πίπη εξορίζεται σ’ ένα ερημονήσι και η γιαγιά Ευλαλία τσακώνεται με τη Λίλη, γιατί η Λίλη πάει σ’ εκείνα τα βαφτίσια απρόσκλητη. Μέχρι να συμβούν αυτά, συμβαίνουν άλλα, πολλά: ακούγονται φιλιά, κλάματα, τραγούδια και γυαλικά που σπάνε? ο Αζναβούρ εμφανίζεται σ’ ένα κέντρο στο Καλαμάκι? δίνονται μερικές υποσχέσεις και μερικά χαστούκια. Το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι η ιστορία του Κάρολου και της Λίλης, οι καλές και οι κακές μέρες μιας παιδικής ηλικίας? οι καλές και οι κακές μέρες μιας χώρας – και, ύστερα, μιας άλλης χώρας.

Το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, που πρωτοεκδόθηκε το 1997. Σε αυτό η Σώτη Τριανταφύλλου περιγράφει τη μοναδική χώρα που μπορεί κανείς να ονομάσει «πατρίδα» του: μια παιδική ηλικία γεμάτη μικρά και μεγάλα γεγονότα, εκπλήξεις και πικρίες. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην κεντρική Αθήνα, λίγο πριν από το πραξικόπημα του 1967, και ήρωές της είναι τα μέλη μιας μεσοαστικής οικογένειας, το καθένα από τα οποία βλέπει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο. Μολονότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό αφήγημα (κάθε άλλο), το Αύριο, μια άλλη χώρα αποτελεί τη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής που πέρασε, αφήνοντας βαθιά ίχνη, και μιας κοινωνικής τάξης που έχασε την εύνοια των θεών.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου

Άλκη Ζέη

16.60

27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος που πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να του λέει: «Σήκω…, έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Και από τότε αρχίζει ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, των διωγμών, με την ελπίδα να σιγοκαίει κάπου στο βάθος.

Ελληνική λογοτεχνία

Το τρίτο στεφάνι

Κώστας Ταχτσής

17.70

Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν’ αυτή που μου ’στειλες, θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θα ’μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…

Ελληνική λογοτεχνία

Τα οπωροφόρα της Αθήνας

Σωτήρης Δημητρίου

11.90

Ο ήρωας έχει στον νου του τον χάρτη με τα οπωροφόρα της Αθήνας, τα οποία ταχτικά επισκέπτεται. Στις πεζοπορίες του επιχειρεί να συνάψει με τους διαβάτες σχέσεις, αλλά συνήθως δεν γίνεται κατανοητός. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί και πολλές φορές μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Κοντολογίς, είναι ένα οδοιπορικό στην ζωή, στην λογοτεχνία και στην Αθήνα.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο χαρταετός

Αθηνά Κακούρη

20.00

Στην Αθήνα του 1871, όπου μόλις έχουν αρχίσει οι δίκες για τη σφαγή στο Δήλεσι, γιορτάζονται τα 50 χρόνια από την Επανάσταση και η πατριωτική έξαρση κορυφώνεται με την άφιξη του σκηνώματος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Αλλά οι φιλοδοξίες, ο κομματισμός, η αχόρταγη δίψα της εξουσίας και του πλουτισμού στήνουν το σκηνικό για μια ιστορία διαπλοκής που, μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο μετοχών, θα υψώσει στον ουρανό τον πελώριο, φανταχτερά ασημένιο Χαρταετό του Λαυρίου. Μια εικόνα της Αθήνας όταν το άστυ είναι ιοστεφές, ο Ιλισός είναι ακόμη ποταμάκι, τα Πατήσια εξοχή, η πρασινάδα πνίγει τους Αμπελοκήπους, και ο Βράχος, ορατός από παντού, δεσπόζει. Στο κεντρικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ποιητές, οι ισχυροί της εποχής και οι παράγοντες κάθε λογής συζητούν καθημερινά με πάθος την επικαιρότητα. Στους Αέρηδες κουρνιάζουν τη νύχτα τα δεκάδες αδέσποτα αγόρια που ολημερίς πουλούν εφημερίδες ή γυαλίζουν παπούτσια. Το εμπόριο της γης οργιάζει· οι αναμνήσεις της Εξώσεως επηρεάζουν τη σκέψη· η σκόνη και η λάσπη ταλαιπωρούν τους Αθηναίους· εικόνες ανεπανάληπτης ομορφιάς τούς περιβάλλουν. Σ’ αυτή την πόλη κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ζώντας, υποφέροντας ή εκμεταλλευόμενα μια γενικευμένη κρίση που δεν περιορίζεται στα Λαυρεωτικά.

Ελληνική λογοτεχνία

Η άκρα ταπείνωση

Ρέα Γαλανάκη

14.84

Το μυθιστόρημα εστιάζεται στη νύχτα που πυρπολήθηκε η Αθήνα, την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου του 2012.

Μια πρώην φιλόλογος και μια πρώην ζωγράφος, που βρίσκονται να συγκατοικούν σε έναν «ξενώνα» του υποβαθμισμένου κέντρου, βγαίνουν κρυφά στις διαδηλώσεις. Η λοξή ματιά τους εισδύει –με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο– στην αόρατη και συμβολική πλευρά των βίαιων συγκρούσεων. Πανικοβάλλονται, χάνονται μέσα στη δική τους πόλη, εξωθούνται στην επαιτεία, χωρίς να χάσουν την προσωπική τους αίσθηση πραγμάτων. Επιστρέφοντας είναι πιο κοντά στην ανέφικτη Ιθάκη.

Ο αναρχικός γιος της μιας, ο χρυσαυγίτης μιας τρίτης που τις φροντίζει, μια νεαρή μετανάστρια και το παιδί της, ο γιατρός και η κοινωνική λειτουργός, τα φαντάσματα ενός ετοιμόρροπου αθηναϊκού σπιτιού και, φυσικά, οι νεοάστεγοι διασταυρώνονται με ποικίλους τρόπους μαζί τους είτε στη σπαρασσόμενη Αθήνα είτε λίγο αργότερα.

Σ’ αυτό το ανθρωποκεντρικό πολιτικό μυθιστόρημα, η απερχόμενη γενιά του Πολυτεχνείου ανοίγει τον δύσκολο, τον αναγκαίο, αν όχι και μοιραίο διάλογό της με τις σημερινές εξεγέρσεις, με τη μεγάλη ανατροπή της ζωής τα τελευταία χρόνια, με τη μνήμη αλλά και με την Άκρα Ταπείνωση του άστεως.

Ελληνική λογοτεχνία

Η πόλη και η σιωπή

Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης

20.14

Σε μια Αθήνα που αποσυντίθεται και καταρρέει, ο Αργύρης Τρίκορφος, ιδιοκτήτης άλλοτε μιας ακμάζουσας οικογενειακής βιοτεχνίας κουμπιών, πασχίζει να ξανασταθεί στα πόδια του δουλεύοντας ως ταξιτζής. Τα πραγματικά του προβλήματα όμως αρχίζουν την ημέρα που βρίσκει στο αυτοκίνητό του ένα ξεχασμένο τσαντάκι γεμάτο λεφτά. Προσπαθώντας να κάνει το σωστό, παρασύρεται σε μια προσωπική περιπέτεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με όλους και με όλα: απ’ την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους του ως την Αστυνομία και… τα ΜΜΕ.

Μια περιπλάνηση στους δρόμους της σημερινής Αθήνας. Ένα μυθιστόρημα για την ατομική ευθύνη, τη συμπόνια και τη γενναιοδωρία. Ένα καυστικό σχόλιο για το σύγχρονο τρόπο ζωής.

Γιάννης Ξανθούλης

12.20

…Στην Κυψέλη της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν σηκωθεί το καταλυτικό κύμα της «αντιπαροχής» για να εξαφανίσει τα σπίτια των μεσοαστών. Εκεί, τα δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους Ραλλού μεγαλώνουν σε ένα πένθιμο όσο και στοργικό περιβάλλον με τη νέα χήρα μητέρα τους, τις αγαπημένες θείες και τα φαντάσματα μιας καλής αξιομνημόνευτης ζωής.
Στο υπόγειο του σπιτιού βρίσκονται τα απομεινάρια του παλιού ποτοποιείου –επιχείρηση οικογενειακή– τόπος μυστηρίου και παιχνιδιού για τα τρία παιδιά. Εκεί άλλωστε θα «παίξουν» τον μυστικό γάμο, που, αν και παιχνίδι, θα καθορίσει όλη τους τη ζωή.

Όσο για «Το πεθαμένο λικέρ», ο θρύλος το ήθελε με αφροδισιακές ιδιότητες εξαιτίας του πνιγμού μιας εργάτριας για λόγους ερωτικούς σε ένα από τα βαρέλια τον καιρό της ακμής της επιχείρησης.

Γύρω από ιστορίες, μισόλογα και ερωτηματικά, οι ήρωες ακολουθούν τη μοίρα τους, σφραγισμένη, έτσι κι αλλιώς, από τη μεθυστική πικρή γεύση του έρωτα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη όσο και μεταβατική εποχή.